Θανάσης Τριαρίδης
Για αρκετές εβδομάδες, επιμένω σε ετούτη τη στήλη να καταγράφω σκέψεις για τρεμάμενο ανθρώπινο σώμα που πέφτει – πιθανώς γιατί το λογαριάζω ως αφετηρία μιας πολιτικής αντιπρότασης ελευθερίας. Ο προσεκτικός αναγνώστης ίσως να καταλάβει πως αυτό το σώμα είναι και η διστακτική πολιτική μου πρόταση - και ο κεντρικός άξονας της στήλης μου εδώ και ενάμιση χρόνο: από τη μια η προσπάθεια να προτάξω κάθε ανθρώπινη εκδήλωση που βάζει το τρεμάμενο σώμα στο κέντρο της ζωής (να προτάξω: τον έρωτα, την τέχνη, την πορνογραφία, την ελευθερία της έκφρασης, την τραγικότητα των μύθων, τα ανθρώπινα δικαιώματα)· από την άλλη η αντίθεση σε κάθε θεωρητικό μηχανισμό ή πρακτική μηχανή καταστολής και καταστροφής του ανθρώπου για χάρη αφηρημένων ιδεών (στα έθνη, τις θρησκείες, τους στρατούς, τις Εκκλησίες, τη μαζική βία, τις τελετουργίες του φόνου). Μιλάω για τις προθέσεις μου: ελάχιστες φορές καταφέρνω κάτι να πω – αν το καταφέρνω κι αυτό. Κι ούτε, φυσικά, διεκδικώ το αλάθητο – δεν είμαι ιερέας, μήτε μου δόθηκε κάποιο άγιο δισκοπότηρο ωστέ να κοινωνώ την άποψή μου ως μία αλήθεια. Η μεγαλύτερη χαρά μου είναι ότι είμαι άνθρωπος – κι ότι αύριο μπορεί να έχω αλλάξει όλες μου τις απόψεις (εξάλλου ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ήδη μια βδομάδα πεθαμένος, προνόησε μας το αφήσει ως υστερόγραφο: «Γηράσκω αει αναθεωρών»).
Για ετούτο το τρεμάμενο σώμα συνεχίζω και σήμερα, προσπαθώντας να (ξανα)πω τα ίδια και τα ίδια: πως η βία εναντίον του σώματος δεν είναι μονάχα ένα εργαλείο των θρησκειών και των ηθικών ιδεολογιών, αλλά και ένα κομμάτι της μαζικής μας κουλτούρας και της ασυνείδητής καθημερινότητάς μας. Πριν δύο εβδομάδες μίλησα για τον τρόπο που εκτονώσαμε την προεφηβική μας ανεμελιά χειροκροτώντας μέσα στο σινεμά ένα σώμα που πέφτει. Ως ενήλικες βυθιζόμαστε στην βουβή αποδοχή του φόβου και της βίας – και η αδιαφορία μας είναι η ασυνείδητη εκπαίδευσή μας στον φόβο, η πειθαρχία μας στον γιγάντιο ίσκιο του. Καταγράφω τρεις ιστορίες (μια παλιότερη και δυο σημερινές), σχεδόν συγκυριακά επιλεγμένες, που ωστόσο είναι (για μένα) ενδεικτικές ετούτη της εκπαίδευσής μας.
Η πρώτη ιστορία είναι παλιά: την διαβάζω στις Μέρες Γ΄ του Σεφέρη, στην ημερολογιακή καταγραφή της 24 Μαΐου του 1940. Ως διπλωματικός υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών ο Σεφέρης παρακολουθεί την προεγκριτική προβολή ενός προπαγανδιστικού φιλμ της χιτλερικής Γερμανίας (κι ενώ στην ακόμη ουδέτερη Ελλάδα συγκρούονται βουβά οι δύο τάσεις, των υποστηρικτών της Γερμανίας και των υποστηρικτών της Αγγλίας). Αντιγράφω την καταγραφή δίχως άλλα σχόλια:
«Σ’ ένα ιδιωτικό στούντιο, «Το βάφτισμα της φωτιάς», καθώς το λένε, προπαγανδιστικό φιλμ για την δράση της γερμανικής αεροπορίας στην Πολωνία, που ζητούν να προβάλουν κι εδώ. Από την αρχή μέχρι το τέλος μια σαδική λαγνεία· ο εκφωνητής ουρλιάζει με το γνωστό πια μένος της χιτλερικιής νεολαίας: «Bomben! Bomben! Bomben!» - και βλέπεις ν’ αδειάζουν από την κοιλιά του αεροπλάνου οι μπόμπες σαν μπιζέλια· έπειτα ο χαλασμός κι έπειτα οι άνθρωποι του χαλασμού: φάτσες αιχμαλώτων, φάτσες προσφύγων γυμνωμένες κάθε υπερηφάνια, κουρελιασμένες και ο μεγάλος κοινός τάφος για τους ανθρώπους και για τ’ άλογα. Σκέλεθρα αεροπλάνων, σαν παράξενη προέκταση του ανθρώπινου σκελετού, και το γλέντι τελειώνει με το θάνατο της Βαρσοβίας. Χωρίς αντιαεροπορική άμυνα, την κοπανούν μέρες και μέρες· στο τέλος η πόλη ετοιμοθάνατη, παραδομένη, και αφήνουν να βγουν έξω από τον κλοιό μόνο τα ορφανά σαν ένα λιγνό αυλάκι από μαύρο αίμα.
»Το φιλμ είναι υπολογισμένο, μελετημένο για ένα μόνο αποτέλεσμα, να σπείρει τον φόβο. Κι αν κρίνω από τους λίγους ανθρώπους που ήταν γύρω μου αυτό το βράδυ, τα καταφέρνει τις περισσότερες φορές.»
Η δεύτερη ιστορία είναι τωρινή: την διαβάζω στις εφημεριδες της 27ης Ιουνίου του 2005 και στο Ίντερνετ. Ομάδα «αγνώστων» (προφανώς παρακρατικών νεοναζί) πεταξαν μολότωφ στον καταυλισμό των τσιγγάνων του Γλαύκου της Πάτρας, ευτυχώς χωρίς νεκρούς ή τραυματίες (ξύπνησαν οι τσιγγάνοι και έσβησαν την φωτιά). Λίγες μόλις μέρες, και διόλου τυχαία, η Αστυνομία είχε επιδώσει τα «γνωστά» πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής στις οικογένειες των καταυλισμών του Ριγανόκαμπου και του Μακρυγιάννη και πάλι στην Πάτρα (μια από τις ρατιστικές πρακτικές για την οποία η Ελλάδα καταδικάστηκε από την Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, στις 8 Ιουνίου 2005). Μπορεί κανείς να ρωτήσει γιατί συνδέω την επίθεση των νεοναζί με την επίδοση των πρωτοκόλλων διοικητικής αποβολής· γιατί έχω ζήσει για χρόνια τους κτηνώδεις διωγμούς των σκηνιτών τσιγγάνων (στον Εύοσμο, στην κοίτη του Γαλλικού ποταμού, στον Δενδροπόταμο, στην Νέα Κίο, στον Ασπρόπυργο, στην Νέα Αλικαρνασσό) και ξέρω πως δημιουργείται ο κύκλος του ρατσιστικού μίσους εναντίων τους. Το σχήμα είναι πια δοκιμασμένο: στην αρχή πάντοτε βρίσκονται «αγανακτισμένοι» πολίτες που κραυγάζουν πως «δεν θα ανεχτούν άλλο την υποβάθμιση της περιοχής τους», ενώ ταυτόχρονα (κατάλληλα δασκαλεμένοι από τον νομικό σύμβουλο του δήμου τους) ανακαλύπτουν τίτλους ιδιοκτησίας και μηνύουν τους «καταπατητές» σκηνίτες τσιγγάνους που μένουν εκεί για δεκαετίες. Αμέσως μετά οι δημοτικοί άρχοντες (δήμαρχοι και συμβούλια σε ζηλευτή ομοφωνία) αφουγκράζονται τη «φωνή του λαού»: μεμιάς διατάζουν την παράνομη μη αποκομιδή των σκουπιδιών και κλειδώνουν τις βρύσες νερού για να γίνει η βιοτική κατάσταση των σκηνιτών τσιγγάνων αβίωτη (αποκρουστικό παράδειγμα: το 1998 ο Δήμαρχος του Ευόσμου Θεσσαλονίκης κοκορευόταν στις εφημερίδες πως είχε κλείσει τις βρύσες του νερού στους σκηνίτες – δηλαδή ομολογούσε πως διέπραξε το κακούργημα των άρθων 293 και 295 του Ποινικού Κώδικα, κακούργημα που έμεινε επιδεικτικά ατιμώρητο). Τότε πιάνει δουλειά η αστυνομία που εκβιάζει τους τσιγγάνους με πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής, με τρομοκρατικές επιχειρήσεις «σκούπα», με εμπρησμούς (βλέπε Ασπρόπυργος 1999). Στο τέλος έρχονται παρακρατικές ομάδες περιφρούρησης που άλλοτε φοράνε περιβραχιόνια και οπλίζονται με γκλομπ μετά από αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου (βλέπε την απίστευτη, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, περίπτωση της Νέας Κίου τον Ιούνιο του 2000 – και το ακόμη πιο απίστευτο: η ποινική δίωξη που προκάλεσε η μήνυση των ΜΚΟ κατέληξε κι αυτή στο αρχείο) κι άλλοτε είναι ομάδες παρακρατικών τραμπούκων που πετούν μολότοφ μες στους τσιγγάνικους μαχαλάδες. Κι έξαφνα διαπιστώνουμε πως ξαμολιέται στους σκοτεινούς δρόμους ο θεριεμένος ρατσισμός μας, γίνεται βρόχος στον λαιμό μας, στις πόλεις μας, στις ανθρωπιστικές μας ονειροπολήσεις· κι όταν κάποιοι γράφαμε από το 1998 πως οι μαχαλάδες των διωκόμενων τσιγγάνων ήταν ήδη στο στόχαστρο των νεοφασιστών, όλοι οι επίσημοι φορείς μας λέγαν άλλοτε «υπερβολικούς» και άλλοτε «πράκτορες».
Κάπως έτσι πετάχτηκαν οι μολότοφ στον στον τσιγγάνικο μαχαλά του Γλαύκου στην Πάτρα. Κι έχουμε πραγματικά να το σκεφτούμε: ποιος, λοιπόν, είναι αυτός που πετά τη μολότοφ για να κάψει την παράγκα των τσιγγάνων όπου μένουν στοιβισμένα δέκα και δώδεκα άτομα, παιδιά στην συντριπτική τους πλειοψηφία; Ένας αποκτηνωμένος νεοφασίστας, θα απαντήσει κανείς, κάποιος παρανοϊκά κακός, που ζει μακριά από εμάς. Δυστυχώς αυτό είναι μια βολική δικαιολογία: το περιθωριακού χέρι που πετά την μολότοφ στον τσιγγάνικο μαχαλά εκφράζει συναισθήματα της ρατσιστικής κυρίαρχης πλειοψηφίας. Ο νεοφασίστας-παρακρατικός ζει ανάμεσά μας, είναι ένα κομμάτι του συλλογικού φαντασιακού των κλειστών φοβικών κοινωνιών μας – με τον ίδιο τρόπο που ο εκφωνητής που ούρλιαζε με χαρά «Bomben! Bomben! Bomben!» είναι ένα οργανικό κομμάτι του φαντασιακού της ναζιστικής κοινωνίας. Ο νεοφασίστας-παρακρατικός είναι ένα κομμάτι από τον επερχόμενο τρόμο μας – για να παραφράσω ένα αγαπημένο τραγούδι, είναι ο γιος μας ο μεγάλος κι ο μικρός.
Η τρίτη ιστορία είναι πολύ πεζότερη, καθημερινή και συνηθισμένη: έγινε πριν απόδεκαπέντε μέρες σε μια γειτονιά της Θεσσαλονίκης και την είδα με τα μάτια μου. Καθόμουν στην καφετερεία ενός παιδικού σταθμού, όταν ένα (καινούριο και μάλλον ακριβό) αυτοκίνητο ανέβηκε στον δρόμο τρέχοντας σαν δαιμονισμένο, έκανε μια τρελή στροφή σπινιάροντας («τετ α κε» το λένε στη γλώσσα τους) και χάθηκε. Αν ήταν κάποιος γονιός που περνούσε τον δρόμο ή κάποιο παιδί, θα είχαν γίνει κομμάτια – κι αφήνω στην άκρη τον τρόμο που προκαλούσε το στρίγγλισμα των φρένων και των ελαστικών. Το ίδιο «τετ α κε» επαναλήφτηκε αλλες τρεις φορές – μέχρι που έφυγα σκιαγμένος, γεμάτος φόβο. Μάλιστα νόμιζα πως ήταν το ίδιο αυτοκίνητο – κάποιοι πρσεκτικότεροι μου είπαν πως ήταν διαφορετικά και πως έκαναν αναμεταξύ τους «κόντρα»...
Αυτό το τρίτο περιστατικό είναι ίσως η μορφή της βίας εναντίον του σώματος που βιώνουμε όλοι καθημερινά. Ο Παντελής Μπουκάλας το έγραψε ιδιαίτερα εύστοχα (στην «Καθημερινή» της 29ης-6-2005), κάνοντας λόγο για το ναυάγιο του Σαμίνα: τα φθαρμένα σωσίβια, το ανεκπαίδευτο προσωπικό, το μισοσαπισμένο πλοίο ήταν ένα αλλόκοτα μοιραίο κακό, που δεν το επέλεξαν «σκοτεινές εξωανθρώπινες δυνάμεις», αλλά το προετοίμασαν ανθρώπινα χέρια. Και το είδαν αδιάφορα μάτια, θα συμπλήρωνα εγώ: δυο χρόνια μετά το δυστύχημα των Τεμπών, όλοι βλέπουμε στους δρόμους νταλίκες με σιδερόβεργες που προεξέχουν. Κάποιος απορεί: μα δεν περνούν από διόδια αυτές οι νταλίκες, δεν περνούν δίπλα από περιπολικά της τροχαίας, δεν θα υπάρξει υπάρχει κάποιος δημόσιος λειτουργός που να τις σταματήσει; Όχι, δεν θα υπάρξει: τα ΚΤΕΟ θα συνεχίσουν να κάνουν λειψούν ελέγχους, οι δρόμοι θα παραμείνουν καρμανιόλες, τα δάση θα καίγονται, τα ρέματα θα μπαζώνονται, οι λίμνες θα πεθαίνουν, οι ακτές θα βρωμίζονται – κι ο οδηγός της ιστορίας μας θα συνεχίσει να κάνει τα «τετ α κε» του...
Αφηγήθηκα τρεις ιστορίες που έχουν για κοινό τους παρονομαστή τον φόβο και τη βία. Δεν λέω πως οι τρεις περιπτώσεις είναι ίδιες – κάτι τέτοιο θα ήταν μια ισοπεδωτική αφαίρεση. Λέω πως υπάρχει ένα νήμα που συνδέει τους αυτουργούς των τριών ιστοριών, τον καθεστωτικό εκφωνητή των Ναζί, τον νεοφασίστα Χρυσαυγίτη που πετάει μολότοφ στον τσιγγάνικο μαχαλά, και τον ασυνείδητο οδηγό που βλέπει τον δημόσιο δρόμο ως ιδιοκτησία του για να κάνει «τετ α κε». Και οι τρεις λογαριάζουν το ανθρώπινο σώμα ως προσδοκώμενη απώλεια σε αυτό που οι ίδιοι έχουν προτάξει ως υπέρτατη αξία της ζωής τους (το εμπεδωμένο μίσος τους, τον ρατσισμό τους, την εθνικισμό τους, τον αλαζονική τους βλακεία). Με άλλα λόγια: και οι τρεις είναι φασίστες – διαφορετικής κλίμακας και τάξεως, μα στα σίγουρα φασίστες. Και τώρα σκέφτομαι πως σε ένα κείμενο όπου καταγράφεται η αδυναμία για το τρεμάμενο ανθρώπινο σώμα ίσως να αξίζει ένας επίλογος πρακτικότερος (και παρακαλώ τους αναγνώστες να τον διαβάσουν ως συλλογισμό και όχι ως διδαχή με υψωμένο δάχτυλο): Αν θέλουμε πραγματικά να αντισταθούμε στον φασισμό, καλό θα ήταν να ξεκινήσουμε με τον δικό μας φασισμό, αυτόν που κουβαλάμε μέσα μας στις καθημερινές ασυνείδητες εκδηλώσεις μας. Και σήμερα Κυριακή, αλλά και κάθε άλλη μέρα που βγαίνουμε στους δρόμους, ας έχουμε στο νου μας πως για κάθε διπλή προσπέραση που κάνουμε, βάζουμε σε κίνδυνο τα ανθρώπινα σώματα εκείνων που έρχονται από απέναντι, σώματα εξίσου σημαντικά με το δικό μας, σώματα που έχουν να ερωτευτούν, να λατρευτούν, να πονέσουν, να αγαπήσουν – να ζήσουν. Κι όταν μηδενίζουμε την αξία ετούτων των σωμάτων για την δική μας μαγκιά, τότε, λίγο ή πολύ, στεκόμαστε στην ίδια γραμμή με εκείνον τον νεοναζί που πετάει την μολότοφ στον τσιγγάνικο μαχαλά.
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Μακεδονία της Κυριακής, στις 03-7-2005.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου