ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ
Έστω με μεγάλη καθυστέρηση, δημοσιεύουμε το πολύ δυνατό αυτό κείμενο διότι λέει πολλές αλήθειες και χαρακτηρίζεται από θέρμη στον αντιρατσιστικό του στόχο. Κατανοούμε το πάθος που αντανακλάται σε ολόκληρο το κείμενο και την αναπόφευκτη ψυχική φόρτιση της ομάδας μεταναστών, δεδομένου ότι αυτοί είναι το ίδιο το θύμα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι συναινούμε στην εκδικητική αποστροφή με την οποία κλείνει το κείμενο αυτό. Ως Αντιεθνικιστική αντιπροτείνουμε το αλληλέγγυο «δεν θα επιτρέψουμε σε κανέναν να πειράξει μετανάστες». Το κείμενο αυτό, παραμένει πάντα επίκαιρο, όπως απέδειξε το ρατσιστικό έγκλημα που έγινε στην Βέροια με θύμα τον μικρό Άλεξ.
Περίοδος Κυνηγιού
(ένα μήνα μετά: σκόρπιες σκέψεις για μια ήδη ξεχασμένη Ιστορία)
«Ο όχλος συγκροτείται για να πετύχει έναν άμεσο στόχο. Αυτός του είναι γνωστός και ακριβώς καθορισμένος, του είναι επίσης οικείος. Θέλει να σκοτώσει και ξέρει ποιόν θέλει να σκοτώσει. Με μοναδική αποφασιστικότητα κατευθύνεται προς αυτόν τον στόχο. Είναι αδύνατον να τον παραπλανήσεις. Αρκεί αυτός ο στόχος να γίνει γνωστός, αρκεί να διαδοθεί ποιος πρέπει να σκοτωθεί για να συγκροτηθεί μια μάζα. Η αυτοσυγκέντρωση στο φονικό είναι μια ιδιαίτερη μορφή και δεν την ξεπερνά, όσον αφορά την επιμονή της καμία άλλη πράξη (...). Ο καθένας θέλει να πάρει μέρος, ο καθένας θέλει να χτυπήσει. Για να ολοκληρώσει το χτύπημα του, στριμώχνεται ο καθένας ώστε να πλησιάσει όσο γίνεται πιο κοντά στο θύμα. Εάν δεν μπορεί να χτυπήσει ο ίδιος, θέλει να δει πως χτυπούν οι άλλοι (...). Είναι μια εύκολη επιχείρηση και ξετυλίγεται τόσο γρήγορα, ώστε πρέπει να βιαστεί κανείς για να προλάβει. Η βιασύνη, το αίσθημα του υπεράνω και η ασφάλεια σε μια τέτοια μάζα έχει κάτι το ανατριχιαστικό» (Ελίας Καννέττι, Μάζα και εξουσία, 1980).
Πριν ένα μήνα, το βράδυ του Σαββάτου, στις 4 Σεπτέμβρη του 2004, δύο μήνες μετά την νίκη των γερμανοτσολιάδων (εθνική Ελλάδας) στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου και μόλις μια βδομάδα μετά το τέλος της εθνικιστικής ολυμπιακής αποχαύνωσης, είχαμε σε ολόκληρη την Ελλάδα μαζικά, λαϊκά πογκρόμ, με αποτέλεσμα την δολοφονία του 20χρονου αλβανού μετανάστη Γκράμος Παλούσι στην Ζάκυνθο καθώς και τον τραυματισμό πάνω από 300 μεταναστών (μόνο στην Αθήνα πάνω από 100), σχεδόν όλοι αλβανοί (αλλά και άλλοι μετανάστες που τόλμησαν να ... συγχαρούν τους πανηγυρίζοντας ).
Αφορμή (και όχι αιτία, μια που αυτή δεν έχει καμία σχέση με το ποδόσφαιρο) ήταν η νίκη της εθνικής αλβανικής ομάδας ποδοσφαίρου επί της ελληνικής και οι πανηγυρισμοί των αλβανών φιλάθλων που επακολούθησαν. Στην Αθήνα, στην Θεσσαλονίκη, στη Λάρισα, στο Κιλκίς, στην Ηλεία, στην Καβάλα, στη Ζάκυνθο, στα Ιωάννινα, στην Πάτρα, στην Κέρκυρα, στην Πάρο, στο Ρέθυμνο, στην Καλαμάτα, στο Βόλο, στη Ρόδο ... σε όλες σχεδόν τις περιοχές της Ελλάδας όπου ζουν αλβανοί μετανάστες ρίχτηκαν στο κυνηγητό ενάντια τους εκατοντάδες «καθαρόαιμοι» έλληνες, με ή χωρίς ταξική συνείδηση, άνεργοι ή ενεργοί, υποστηριζόμενοι από τα ένστολα λαϊκά στρώματα (εργαζόμενοι στην ελληνική αστυνομία) με έναν και μοναδικό σκοπό: να δείρουν, να τραυματίσουν, ακόμη και να σκοτώσουν όσο
περισσότερους αλβανούς μετανάστες ανακάλυπταν η πέφτανε στα χέρια τους.
Έτσι απέδειξαν, ότι οι έλληνες δεν ξέρουν μόνο να παίζουν ποδόσφαιρο σαν τους γερμανούς, αλλά και να σκοτώνουν σαν αυτούς (μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών και μέχρι σήμερα, είχαμε στην Γερμανία πάνω από 120.000 ρατσιστικές και αντισημιτικές επιθέσεις με 136 νεκρούς και χιλιάδες τραυματίες!).
Ήταν μια αυθόρμητη, μαχητική εξέγερση των εθνικών ενστίκτων εναντίον των - σύμφωνα με τον Ριζοσπάστη - «εξαθλιωμένων αλβανών λαθρομεταναστών πολλοί εκ των οποίων εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου».
Ήταν η έκφραση της ελληνικής λαϊκής οργής ενάντια στον «πιό καθυστερημένο λαό των Βαλκανίων» όπως μας ενημερώνουν εθνικό-αντιιμπεριαλιστικά σκεπτόμενοι έλληνες: «... το άνοιγμα των ελληνικών συνόρων με την Αλβανία κι εισροή κατά μάζες εξαθλιωμένων αλβανών λαθρομεταναστών πολλοί εκ των οποίων εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου, οι αλαλαγμοί πολεμικών συλλαλητηρίων για το όνομα της FYROM, αποτέλεσαν στοιχεία που προκαθόρισαν τη ρότα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στις προοπτικές ανάγκες της δυτικής συμμαχίας. Δεν είναι τυχαίο π.χ ότι οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και η ΕΕ χρησιμοποίησαν και χρησιμοποιούν τμήματα των αλβανών ως τον πιο καθυστερημένο λαό των Βαλκανίων για να διεκπεραιώνει τις κάθε λογής βρωμιές τους» (Ριζοσπάστης, Κυριακή 11 Μάρτη 2001, Αντώνης Δαμίγος).
Τι έγραφε - σωστά - την άλλη μέρα των πογκρόμ, μια εφημερίδα του «πιο
καθυστερημένου λαού των Βαλκανίων»; «Έλληνες, γίνεται πολιτισμένοι!»
Όλες οι πτέρυγες της ελληνικής αριστεράς, η έξω- η ενδοκοινοβουλευτική, η ριζοσπαστική, η αντιεξουσιαστική, η μετριοπαθής (συγνώμη αν ξεχάσαμε καμία), που ενώ ακόμη και σε απλά θέματα έχουν μεταξύ τους τεράστιες διαφορές, εμφανίστηκαν την άλλη μέρα απόλυτα σύμφωνες σε ένα σημείο: στο πόθεν έσχες των δραστών. Κατ' αυτήν λοιπόν την εθνική ομοφωνία οι δράστες ήταν Χρυσαυγίτες (φασίστες), χούλινγκαν (βλάκες) και κρατικός μηχανισμός (οι από πάνω).
Ακόμη και εκείνοι που έβαλαν τον αντιρατσισμό σαν σημαία τους, αναμασούσαν τα λόγια τους γράφοντας για .. την ανησυχία τους γιατί ανάμεσα στους δράστες ήταν και άτομα που ανήκαν στους ...εργαζόμενους, δηλαδή στους μελλοντικούς πελάτες τους!
«Τέλος, είμαστε ανήσυχοι/ες, γιατί κάποια τμήματα της κοινωνίας, και μάλιστα από τα πιο καταπιεζόμενα, μοιάζουν ενεπίφορα στα ιδεολογικά κελεύσματα της συμμαχίας του νεοφιλελευθερισμού με το νεοσυντηρητισμό της «αγοράς», που απομυζεί κέρδη πέρα από κάθε σύνορο, και του εθνικισμού και του ρατσισμού, που υψώνουν σύνορα ανάμεσα στα θύματα της εκμετάλλευσης, της καταστολής αλλά και του πολέμου. Σ' αυτά τα τμήματα των
εργαζομένων, των ανέργων και της νεολαίας απευθυνόμαστε για να ξεφύγουμε μαζί από τη φενάκη της «εθνικής ενότητας» (Αντιρατσιστική Πρωτοβουλία Θεσσαλονίκης, 5/9/04).
Ευτυχώς γι' αυτούς έκανε ο νομάρχης Θεσσαλονίκης Ψωμιάδης τις εμπρηστικές του δηλώσεις για να περιορίσουν και πάλι το ζήτημα στους «από πάνω» (προηγούμενα οι κριτικές τους απέναντι στις μεσαιωνικές και δαρβινιστικές δηλώσεις της ολυμπιονίκησας Χαλκιά ήταν ήπιες και ...χιουμοριστικές, μια και αυτή ανήκε στο «λαό»).
Άλλοι πάλι προβληματίζονταν για το πως και με πια επιχειρήματα θα περάσουν στα λαϊκά ρατσιστικά στρώματα την σωστή αντιρατσιστική αντίληψη, λες και το όλο θέμα είναι απλώς διαφορετικές αντιλήψεις και κατά συνέπεια απλώς θέμα διαφώτισης. Με το τραγελαφικό αποτέλεσμα, να προσπαθούν να εξηγήσουν στον όχλο, μετά από αυτά που έκανε, γιατί τα έκανε!(η καπιταλιστική εκμετάλλευση, η καταπίεση κ.λ.π). «Τα γεγονότα ρατσιστικής βίας που ξέσπασαν το Σάββατο 4/9 μέσα σε ένα κλίμα μισαλλοδοξίας είναι καρπός της μακροχρόνιας διάχυσης του εθνικισμού και του ρατσισμού, ως εργαλεία για την εξοντωτική εκμετάλλευση και καταπίεση των μεταναστών, αλλά και για την υποταγή όλων των προλετάριων, ντόπιων και ξένων. Γιατί η επικράτηση των εθνικών διαχωρισμών εις βάρος της ταξικής συνείδησης αφαιρεί από τους καταπιεσμένους το μοναδικό όπλο που έχουν να αντιτάξουν απέναντι στους δυνάστες τους, την αλληλεγγύη» (Ανοιχτή συνέλευση αναρχικών-αντιεξουσιαστών, Σεπτέμβρης 2004).
Έτσι αρνούνται να παραδεχτούν, δεν περνά ούτε καν από το μυαλό τους, ότι οι ρατσιστές και οι εθνικιστές έχουν και πολύ χειροπιαστά μάλιστα προτερήματα με το να είναι αυτοί που είναι. Όχι μόνο υλικά συμφέροντα έχουν (ακόμη και μακροπρόθεσμα, αν δεν υπάρξει ουσιαστική αντίσταση) αλλά και «πνευματικά»: Η κρυφή γοητεία της υπεροψίας, το αίσθημα και η πρακτική συνεξουσίας, η περηφάνια τους να ανήκουν στην «κολεκτίβα της πλειοψηφίας» (εθνική ταυτότητα) κλπ.
Το «πρόβλημα» της εθνικής ταυτότητας, αλλά και κάθε ταυτότητας λύνεται συνήθως με δύο τρόπους: Ή βρίσκεις έναν καλό ψυχολόγο να σου το λύσει, ή καταφέρεσαι ενάντια στους διαφορετικούς από την ζητούμενη ταυτότητά σου, ώστε να πετύχει ο διαχωρισμός. Χθες ενάντια στους τούρκους, σήμερα ενάντια στους αλβανούς και πάντα ενάντια στους Ρομ (όχι ότι ξεχάσαμε τον αντισημιτισμό, ιδιαίτερα της ελληνικής αριστεράς, αλλά αυτό είναι ένα ξεχωριστό θέμα...μια άλλη φορά).
Αυτή η δεύτερη δυνατότητα δεν είναι ένα στιγμιαίο, αλλά ένα διαρκές πρόβλημα, ιδεολογικής και συναισθηματικής επιβίωσης και γι' αυτό απαιτεί συνεχή τροφοδότηση για να επιζήσει (προϋπόθεση για να προσδιορίσεις ότι είσαι έλληνας, είναι να πεις τι δεν είσαι). Από αυτήν τη πλευρά λοιπόν εκπληρώνει η είσοδος και ύπαρξη «ξένων» στην Ελλάδα έναν σημαντικό κοινωνικό ρόλο: Την συνοχή και συσπείρωση του ελληνικού λαού.
Άλλοι πάλι φτάνουν σε επιχειρήματα, που ανοίγουν το δρόμο για νέα εγκλήματα, όπως για παράδειγμα, αυτά που προσπαθούν να αποδείξουν ότι «οι μετανάστες δεν παίρνουν τις δουλειές των ντόπιων» (ε και, αν τις παίρνουν λοιπόν πρέπει να τους σκοτώνετε;) και άλλα παρόμοια.
Ακόμη και το εκ πρώτης όψεως «προοδευτικό» σύνθημα «Αλβανοί και έλληνες εργάτες ένα μέτωπο» με τις διάφορες παραλλαγές του, είναι το λιγότερο ανεύθυνο (με την απλή λογική είναι μάλιστα επικίνδυνο), γιατί θέλει σώνει και καλά να φέρει τα θύματα στους θύτες τους (μέχρι τώρα τους ψάχνανε).
Ή αποδίδουν κάθε συνειδητή, συγκεκριμένη εγκληματική ενέργεια του συγκεκριμένου ρατσιστικού υποκειμένου στα ΜΜΕ, αθωώνοντας ουσιαστικά τους δράστες και απαλλάσσοντας τους από τις προσωπικές τους ευθύνες και αποφάσεις τους. Ακόμη και τα ίδια τα ΜΜΕ κριτικάρονται όχι κυρίως γιατί είναι η αποθέωση ρατσιστικών και εθνικιστικών αλαλαγμών αλλά γιατί «επηρεάζουν τον κοσμάκη».
Το επαναλαμβάνουμε για χιλιοστή φορά: Ο ρατσισμός και ο εθνικισμός δεν είναι αντιλήψεις, είναι εγκλήματα! Είναι αυτόνομες σχέσεις βίας και σαν τέτοιες πρέπει να αντιμετωπίζονται.
Οι αριστερές ανακοινώσεις-«καταγγελίες» του εγκλήματος είχαν περισσότερο τον χαρακτήρα απειλών και προετοιμασίας των επόμενων πογκρόμ, ακόμη και δικαιολόγησης του εγκλήματος παρά μιας κάποιας καθυστερημένης έστω ευαισθησίας. Οι εθνικομπολσεβίκοι του ένα-είναι-το-κόμμα φαφούρας έσχιζαν στην ανακοίνωση-«καταγγελία» τους για τα συμβάντα τα ιμάτια τους, γιατί οι αλβανοί φίλαθλοι γιουχάιζαν τον ελληνικό εθνικό ύμνο στην ... Αλβανία!
Ή αναπιπίλιζαν τα περί φασιστών και οπαδών του UCK (ανάλογα με αυτά περί πρακτόρων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ) ώστε μελλοντικές ρατσιστικές επιθέσεις του κνίτικου όχλου και η στυγνή εκμετάλλευση μεταναστών από μέλη και στελέχη του κκε να ντυθούν με αντιιμπεριαλιστικό και αντιφασιστικό μανδύα (για να’ ναι σίγουροι πάντως έβαλαν μέσα και τον «προαιώνιο εχθρό», την τουρκική σημαία - αυτό πάντα πιάνει): «Στην ανάκρουση του εθνικού ύμνου της Ελλάδας, πάρα πολλοί Αλβανοί στο γήπεδο χαιρετούσαν φασιστικά, δεν έλειψαν οι κορόνες περί «μεγάλης Αλβανίας» και σημαίες τουρκικές και αμερικανικές... Εντελώς... τυχαία, στο γήπεδο ήταν πολλοί με διακριτικά του UCK» (Ριζοσπάστης, Τρίτη 7.9.04, για να μην νομίσει κανείς ότι τα του Δαμίγου ήταν παραστράτημα).
Αυτή ακριβώς η μερίδα της ελληνικής αριστεράς καλλιεργεί έναν σύγχρονο «αντιιμπεριαλιστικό» ρατσισμό, ανάγοντας έτσι τον μαρξισμό σε πορνογραφικό αξεσουάρ για αριστερή πελατεία.
Σ' αυτό λοιπόν το κλίμα, τα ρατσιστικά και εθνικιστικά κτήνη, με την έμπρακτη υποστήριξη του κατασταλτικού μηχανισμού και τους νόμους του, με το πλασάρισμα εκ των υστέρων «αντιφασιστικών, αντικαπιταλιστικών και αντιιμπεριαλιστικών» δικαιολογιών και επιχειρημάτων δεν έχουν να φοβηθούν απολύτως τίποτα. Κολυμπούν σαν τα ψάρια στο νερό, βρίσκουν στοργή και μέριμνα από το περιβάλλον τους, μια που αισθάνονται την σιγουριά ότι οι πράξεις τους και η συμπεριφορά τους αντιπροσωπεύουν τη λαϊκή ψυχή και βρίσκουν σύμφωνο το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.
Όσον αφορά την αντικαπιταλιστική συνείδηση: «Οι πλούσιοι εβραίοι υπέστησαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης τα χειρότερα βασανιστήρια από όλους τους υπόλοιπους κρατούμενους, λόγω της ταξικής συνείδησης των ΕΣ-ΕΣ», έγραφε κάποτε η Χάνα Άρεντ.
Πριν ένα μήνα, το βράδυ του Σαββάτου, στις 4 Σεπτέμβρη του 2004, δύο μήνες μετά την νίκη των γερμανοτσολιάδων (εθνική Ελλάδας) στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου και μόλις μια βδομάδα μετά το τέλος της εθνικιστικής ολυμπιακής αποχαύνωσης, είχαμε σε ολόκληρη την Ελλάδα μαζικά, λαϊκά πογκρόμ, με αποτέλεσμα την δολοφονία του 20χρονου αλβανού μετανάστη Γκράμος Παλούσι στην Ζάκυνθο καθώς και τον τραυματισμό πάνω από 300 μεταναστών (μόνο στην Αθήνα πάνω από 100), σχεδόν όλοι αλβανοί (αλλά και άλλοι μετανάστες που τόλμησαν να ... συγχαρούν τους πανηγυρίζοντας ).
Αφορμή (και όχι αιτία, μια που αυτή δεν έχει καμία σχέση με το ποδόσφαιρο) ήταν η νίκη της εθνικής αλβανικής ομάδας ποδοσφαίρου επί της ελληνικής και οι πανηγυρισμοί των αλβανών φιλάθλων που επακολούθησαν. Στην Αθήνα, στην Θεσσαλονίκη, στη Λάρισα, στο Κιλκίς, στην Ηλεία, στην Καβάλα, στη Ζάκυνθο, στα Ιωάννινα, στην Πάτρα, στην Κέρκυρα, στην Πάρο, στο Ρέθυμνο, στην Καλαμάτα, στο Βόλο, στη Ρόδο ... σε όλες σχεδόν τις περιοχές της Ελλάδας όπου ζουν αλβανοί μετανάστες ρίχτηκαν στο κυνηγητό ενάντια τους εκατοντάδες «καθαρόαιμοι» έλληνες, με ή χωρίς ταξική συνείδηση, άνεργοι ή ενεργοί, υποστηριζόμενοι από τα ένστολα λαϊκά στρώματα (εργαζόμενοι στην ελληνική αστυνομία) με έναν και μοναδικό σκοπό: να δείρουν, να τραυματίσουν, ακόμη και να σκοτώσουν όσο
περισσότερους αλβανούς μετανάστες ανακάλυπταν η πέφτανε στα χέρια τους.
Έτσι απέδειξαν, ότι οι έλληνες δεν ξέρουν μόνο να παίζουν ποδόσφαιρο σαν τους γερμανούς, αλλά και να σκοτώνουν σαν αυτούς (μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών και μέχρι σήμερα, είχαμε στην Γερμανία πάνω από 120.000 ρατσιστικές και αντισημιτικές επιθέσεις με 136 νεκρούς και χιλιάδες τραυματίες!).
Ήταν μια αυθόρμητη, μαχητική εξέγερση των εθνικών ενστίκτων εναντίον των - σύμφωνα με τον Ριζοσπάστη - «εξαθλιωμένων αλβανών λαθρομεταναστών πολλοί εκ των οποίων εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου».
Ήταν η έκφραση της ελληνικής λαϊκής οργής ενάντια στον «πιό καθυστερημένο λαό των Βαλκανίων» όπως μας ενημερώνουν εθνικό-αντιιμπεριαλιστικά σκεπτόμενοι έλληνες: «... το άνοιγμα των ελληνικών συνόρων με την Αλβανία κι εισροή κατά μάζες εξαθλιωμένων αλβανών λαθρομεταναστών πολλοί εκ των οποίων εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου, οι αλαλαγμοί πολεμικών συλλαλητηρίων για το όνομα της FYROM, αποτέλεσαν στοιχεία που προκαθόρισαν τη ρότα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στις προοπτικές ανάγκες της δυτικής συμμαχίας. Δεν είναι τυχαίο π.χ ότι οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και η ΕΕ χρησιμοποίησαν και χρησιμοποιούν τμήματα των αλβανών ως τον πιο καθυστερημένο λαό των Βαλκανίων για να διεκπεραιώνει τις κάθε λογής βρωμιές τους» (Ριζοσπάστης, Κυριακή 11 Μάρτη 2001, Αντώνης Δαμίγος).
Τι έγραφε - σωστά - την άλλη μέρα των πογκρόμ, μια εφημερίδα του «πιο
καθυστερημένου λαού των Βαλκανίων»; «Έλληνες, γίνεται πολιτισμένοι!»
Όλες οι πτέρυγες της ελληνικής αριστεράς, η έξω- η ενδοκοινοβουλευτική, η ριζοσπαστική, η αντιεξουσιαστική, η μετριοπαθής (συγνώμη αν ξεχάσαμε καμία), που ενώ ακόμη και σε απλά θέματα έχουν μεταξύ τους τεράστιες διαφορές, εμφανίστηκαν την άλλη μέρα απόλυτα σύμφωνες σε ένα σημείο: στο πόθεν έσχες των δραστών. Κατ' αυτήν λοιπόν την εθνική ομοφωνία οι δράστες ήταν Χρυσαυγίτες (φασίστες), χούλινγκαν (βλάκες) και κρατικός μηχανισμός (οι από πάνω).
Ακόμη και εκείνοι που έβαλαν τον αντιρατσισμό σαν σημαία τους, αναμασούσαν τα λόγια τους γράφοντας για .. την ανησυχία τους γιατί ανάμεσα στους δράστες ήταν και άτομα που ανήκαν στους ...εργαζόμενους, δηλαδή στους μελλοντικούς πελάτες τους!
«Τέλος, είμαστε ανήσυχοι/ες, γιατί κάποια τμήματα της κοινωνίας, και μάλιστα από τα πιο καταπιεζόμενα, μοιάζουν ενεπίφορα στα ιδεολογικά κελεύσματα της συμμαχίας του νεοφιλελευθερισμού με το νεοσυντηρητισμό της «αγοράς», που απομυζεί κέρδη πέρα από κάθε σύνορο, και του εθνικισμού και του ρατσισμού, που υψώνουν σύνορα ανάμεσα στα θύματα της εκμετάλλευσης, της καταστολής αλλά και του πολέμου. Σ' αυτά τα τμήματα των
εργαζομένων, των ανέργων και της νεολαίας απευθυνόμαστε για να ξεφύγουμε μαζί από τη φενάκη της «εθνικής ενότητας» (Αντιρατσιστική Πρωτοβουλία Θεσσαλονίκης, 5/9/04).
Ευτυχώς γι' αυτούς έκανε ο νομάρχης Θεσσαλονίκης Ψωμιάδης τις εμπρηστικές του δηλώσεις για να περιορίσουν και πάλι το ζήτημα στους «από πάνω» (προηγούμενα οι κριτικές τους απέναντι στις μεσαιωνικές και δαρβινιστικές δηλώσεις της ολυμπιονίκησας Χαλκιά ήταν ήπιες και ...χιουμοριστικές, μια και αυτή ανήκε στο «λαό»).
Άλλοι πάλι προβληματίζονταν για το πως και με πια επιχειρήματα θα περάσουν στα λαϊκά ρατσιστικά στρώματα την σωστή αντιρατσιστική αντίληψη, λες και το όλο θέμα είναι απλώς διαφορετικές αντιλήψεις και κατά συνέπεια απλώς θέμα διαφώτισης. Με το τραγελαφικό αποτέλεσμα, να προσπαθούν να εξηγήσουν στον όχλο, μετά από αυτά που έκανε, γιατί τα έκανε!(η καπιταλιστική εκμετάλλευση, η καταπίεση κ.λ.π). «Τα γεγονότα ρατσιστικής βίας που ξέσπασαν το Σάββατο 4/9 μέσα σε ένα κλίμα μισαλλοδοξίας είναι καρπός της μακροχρόνιας διάχυσης του εθνικισμού και του ρατσισμού, ως εργαλεία για την εξοντωτική εκμετάλλευση και καταπίεση των μεταναστών, αλλά και για την υποταγή όλων των προλετάριων, ντόπιων και ξένων. Γιατί η επικράτηση των εθνικών διαχωρισμών εις βάρος της ταξικής συνείδησης αφαιρεί από τους καταπιεσμένους το μοναδικό όπλο που έχουν να αντιτάξουν απέναντι στους δυνάστες τους, την αλληλεγγύη» (Ανοιχτή συνέλευση αναρχικών-αντιεξουσιαστών, Σεπτέμβρης 2004).
Έτσι αρνούνται να παραδεχτούν, δεν περνά ούτε καν από το μυαλό τους, ότι οι ρατσιστές και οι εθνικιστές έχουν και πολύ χειροπιαστά μάλιστα προτερήματα με το να είναι αυτοί που είναι. Όχι μόνο υλικά συμφέροντα έχουν (ακόμη και μακροπρόθεσμα, αν δεν υπάρξει ουσιαστική αντίσταση) αλλά και «πνευματικά»: Η κρυφή γοητεία της υπεροψίας, το αίσθημα και η πρακτική συνεξουσίας, η περηφάνια τους να ανήκουν στην «κολεκτίβα της πλειοψηφίας» (εθνική ταυτότητα) κλπ.
Το «πρόβλημα» της εθνικής ταυτότητας, αλλά και κάθε ταυτότητας λύνεται συνήθως με δύο τρόπους: Ή βρίσκεις έναν καλό ψυχολόγο να σου το λύσει, ή καταφέρεσαι ενάντια στους διαφορετικούς από την ζητούμενη ταυτότητά σου, ώστε να πετύχει ο διαχωρισμός. Χθες ενάντια στους τούρκους, σήμερα ενάντια στους αλβανούς και πάντα ενάντια στους Ρομ (όχι ότι ξεχάσαμε τον αντισημιτισμό, ιδιαίτερα της ελληνικής αριστεράς, αλλά αυτό είναι ένα ξεχωριστό θέμα...μια άλλη φορά).
Αυτή η δεύτερη δυνατότητα δεν είναι ένα στιγμιαίο, αλλά ένα διαρκές πρόβλημα, ιδεολογικής και συναισθηματικής επιβίωσης και γι' αυτό απαιτεί συνεχή τροφοδότηση για να επιζήσει (προϋπόθεση για να προσδιορίσεις ότι είσαι έλληνας, είναι να πεις τι δεν είσαι). Από αυτήν τη πλευρά λοιπόν εκπληρώνει η είσοδος και ύπαρξη «ξένων» στην Ελλάδα έναν σημαντικό κοινωνικό ρόλο: Την συνοχή και συσπείρωση του ελληνικού λαού.
Άλλοι πάλι φτάνουν σε επιχειρήματα, που ανοίγουν το δρόμο για νέα εγκλήματα, όπως για παράδειγμα, αυτά που προσπαθούν να αποδείξουν ότι «οι μετανάστες δεν παίρνουν τις δουλειές των ντόπιων» (ε και, αν τις παίρνουν λοιπόν πρέπει να τους σκοτώνετε;) και άλλα παρόμοια.
Ακόμη και το εκ πρώτης όψεως «προοδευτικό» σύνθημα «Αλβανοί και έλληνες εργάτες ένα μέτωπο» με τις διάφορες παραλλαγές του, είναι το λιγότερο ανεύθυνο (με την απλή λογική είναι μάλιστα επικίνδυνο), γιατί θέλει σώνει και καλά να φέρει τα θύματα στους θύτες τους (μέχρι τώρα τους ψάχνανε).
Ή αποδίδουν κάθε συνειδητή, συγκεκριμένη εγκληματική ενέργεια του συγκεκριμένου ρατσιστικού υποκειμένου στα ΜΜΕ, αθωώνοντας ουσιαστικά τους δράστες και απαλλάσσοντας τους από τις προσωπικές τους ευθύνες και αποφάσεις τους. Ακόμη και τα ίδια τα ΜΜΕ κριτικάρονται όχι κυρίως γιατί είναι η αποθέωση ρατσιστικών και εθνικιστικών αλαλαγμών αλλά γιατί «επηρεάζουν τον κοσμάκη».
Το επαναλαμβάνουμε για χιλιοστή φορά: Ο ρατσισμός και ο εθνικισμός δεν είναι αντιλήψεις, είναι εγκλήματα! Είναι αυτόνομες σχέσεις βίας και σαν τέτοιες πρέπει να αντιμετωπίζονται.
Οι αριστερές ανακοινώσεις-«καταγγελίες» του εγκλήματος είχαν περισσότερο τον χαρακτήρα απειλών και προετοιμασίας των επόμενων πογκρόμ, ακόμη και δικαιολόγησης του εγκλήματος παρά μιας κάποιας καθυστερημένης έστω ευαισθησίας. Οι εθνικομπολσεβίκοι του ένα-είναι-το-κόμμα φαφούρας έσχιζαν στην ανακοίνωση-«καταγγελία» τους για τα συμβάντα τα ιμάτια τους, γιατί οι αλβανοί φίλαθλοι γιουχάιζαν τον ελληνικό εθνικό ύμνο στην ... Αλβανία!
Ή αναπιπίλιζαν τα περί φασιστών και οπαδών του UCK (ανάλογα με αυτά περί πρακτόρων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ) ώστε μελλοντικές ρατσιστικές επιθέσεις του κνίτικου όχλου και η στυγνή εκμετάλλευση μεταναστών από μέλη και στελέχη του κκε να ντυθούν με αντιιμπεριαλιστικό και αντιφασιστικό μανδύα (για να’ ναι σίγουροι πάντως έβαλαν μέσα και τον «προαιώνιο εχθρό», την τουρκική σημαία - αυτό πάντα πιάνει): «Στην ανάκρουση του εθνικού ύμνου της Ελλάδας, πάρα πολλοί Αλβανοί στο γήπεδο χαιρετούσαν φασιστικά, δεν έλειψαν οι κορόνες περί «μεγάλης Αλβανίας» και σημαίες τουρκικές και αμερικανικές... Εντελώς... τυχαία, στο γήπεδο ήταν πολλοί με διακριτικά του UCK» (Ριζοσπάστης, Τρίτη 7.9.04, για να μην νομίσει κανείς ότι τα του Δαμίγου ήταν παραστράτημα).
Αυτή ακριβώς η μερίδα της ελληνικής αριστεράς καλλιεργεί έναν σύγχρονο «αντιιμπεριαλιστικό» ρατσισμό, ανάγοντας έτσι τον μαρξισμό σε πορνογραφικό αξεσουάρ για αριστερή πελατεία.
Σ' αυτό λοιπόν το κλίμα, τα ρατσιστικά και εθνικιστικά κτήνη, με την έμπρακτη υποστήριξη του κατασταλτικού μηχανισμού και τους νόμους του, με το πλασάρισμα εκ των υστέρων «αντιφασιστικών, αντικαπιταλιστικών και αντιιμπεριαλιστικών» δικαιολογιών και επιχειρημάτων δεν έχουν να φοβηθούν απολύτως τίποτα. Κολυμπούν σαν τα ψάρια στο νερό, βρίσκουν στοργή και μέριμνα από το περιβάλλον τους, μια που αισθάνονται την σιγουριά ότι οι πράξεις τους και η συμπεριφορά τους αντιπροσωπεύουν τη λαϊκή ψυχή και βρίσκουν σύμφωνο το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.
Όσον αφορά την αντικαπιταλιστική συνείδηση: «Οι πλούσιοι εβραίοι υπέστησαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης τα χειρότερα βασανιστήρια από όλους τους υπόλοιπους κρατούμενους, λόγω της ταξικής συνείδησης των ΕΣ-ΕΣ», έγραφε κάποτε η Χάνα Άρεντ.
Αλλά και σύγχρονα, πριν από μερικά χρόνια, είχαμε τα πογκρόμ του ινδονησιακού προλεταριάτου ενάντια στις συνοικίες της κινέζικης μειοψηφίας (= «καπιταλιστές») με αποτέλεσμα το κάψιμο εκατοντάδων σπιτιών και την δολοφονία δεκάδων ατόμων, ιδιαίτερα γυναικόπαιδων κινέζικης καταγωγής.
Όπως αναφέραμε στην αρχή, είχαμε πανελλαδικά τουλάχιστον έναν νεκρό και πάνω από 300 τραυματίες. Η ιδιαιτερότητα αυτού του αριθμού δεν είναι μόνο ότι είναι τεράστιος (πανευρωπαϊκά ήταν το μεγαλύτερο πογκρόμ που έγινε μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα μιας βραδιάς), αλλά και κάτι άλλο: Ανάμεσα στους τραυματίες δεν υπήρχε ούτε ένας έλληνας. Ο λόγος δεν ήταν ότι οι δράστες ξεχώριζαν τούς μεν από τούς δε, αλλά ένας άλλος πολύ πιό απλός και επαίσχυντος: κανείς, ούτε ένας έλληνας δεν βρέθηκε να σταθεί την βραδιά αυτή που ξέσπασε το κυνήγι των μαγισσών στο πλευρό των μεταναστών (κατά τα άλλα όμως διαλαλούσαν ΜΕΤΑ τα πογκρόμ στις διαδηλώσεις τους, «είμαστε όλοι αλβανοί»).
Όχι ότι ελπίζαμε σε κάποια αντιρατσιστική ευαισθησία, όχι ότι είχαμε αυταπάτες ότι η «αντεθνικότητα» της ελληνικής Αριστεράς θα μπορούσε ποτέ να φτάσει στο σημείο να βγει σε δρόμους και σε πλατείες πανηγυρίζοντας την ήττα της ελληνικής ομάδας, αλλά τουλάχιστον για πολιτικούς λόγους: Γιατί η νίκη της αλβανικής ομάδας ήταν ένα δώρο του θεού των άθεων, ήταν το μάνα εξ ουρανού που μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί για αποτελεσματικές αντεθνικές ενέργειες, για να εξευτελιστούν οι εθνικές κορώνες. Τίποτε απ' όλα αυτά δεν συνέβη. Αυτή την βραδιά δεν υπήρχαν κόμματα, οργανώσεις και φράξιες. Μόνο έλληνες και αλβανοί. Αυτήν την βραδιά ήταν οι ρόλοι - όπως πάντα - αυστηρά μοιρασμένοι: Από την μια οι δράστες, οι θιασώτες, οι απολογητές του εγκλήματος και από την άλλη τα θύματα τους.
Αλλά ούτε και την άλλη πλευρά του γεγονότος δεν κατάλαβαν οι υπερεπαναστάτες μας, αυτοί που ακόμη και για ένα φτάρνισμα (αρκεί να είναι μεταλλασόμενο) κάνουν κίνημα: Εκείνη την βραδιά του Σαββάτου, στις 4 του Σεπτέμβρη του έτους 2004 - έστω και για λίγες ώρες, έστω και συμβολικά, έστω και με αφορμή την νίκη της αλβανικής ομάδας - έγιναν για μια στιγμή τα θηράματα κυνηγοί! Βγάλανε από πάνω τους το στίγμα του σκουπιδιού και του τιποτένιου, φορέσανε τα ρούχα της εξέγερσης και βγήκαν στους δρόμους και στις πλατείες των αφεντικών τους να τους γιουχάρουν, να τους ξευτελίσουν, να τους ταπεινώσουν, σαν μια ελάχιστη ηθική και ψυχική αποζημίωση όλων όσα τραβάνε και θα τραβάνε από αυτούς, τους πλειοψηφικούς, τους «αυτόχθονες», με τα κομμουνιστικά, τα επαναστατικά, τα σοσιαλιστικά, τα δεξιά και τα λοιπά κόμματά τους, τις ομάδες τους, τα καφενεία τους, τους μπάτσους τους και όλα τα άλλα «εντός των εθνικών τους συνόρων». Στο μέλλον να φοβάστε αυτήν ακριβώς την εμπειρία των λίγων ωρών!
Έτσι δεν απομένει τίποτε άλλο παρά μόνο μια ελπίδα: Η αυτοοργάνωση και αυτοάμυνα των αλβανών και των άλλων μεταναστών, σαν η μόνη δυνατότητα επιβίωσης σε μια κοινωνία πωρωμένη από το ρατσιστικό και εθνικιστικό δηλητήριο, σε μια κοινωνία όπου η ρουφιανιά και ο δοσιλογισμός έχουν γίνει από καιρό τα πιο αγαπημένα λαϊκά αθλήματα.
Αυτή η ελπίδα - και το καθήκον μας να σταθούμε στο πλευρό των στιγματισμένων - εμπνέεται από την αντίληψη, ότι ο ρατσισμός και ο εθνικισμός πρέπει να αντιμετωπιστούν σαν καταναλωτικά αγαθά, η κατάκτηση των οποίων έχει όπως και άλλα «αγαθά» ένα τίμημα, ένα κόστος. Ε, λοιπόν αυτό το κόστος πρέπει να ανεβάσουμε όσο γίνεται πιο ψηλά.
Επομένως το «όποιος πειράξει μετανάστες, θα του τσακίσουμε τα ξερά του» δεν πρέπει να είναι μια φραστική αλλά μια πρακτική επικοινωνία και συμπεριφορά.
Όταν επιτίθενται ρατσιστές, πρέπει να τους φερθούμε έτσι ώστε να μην το ξανακάνουν ποτέ!
Όπως αναφέραμε στην αρχή, είχαμε πανελλαδικά τουλάχιστον έναν νεκρό και πάνω από 300 τραυματίες. Η ιδιαιτερότητα αυτού του αριθμού δεν είναι μόνο ότι είναι τεράστιος (πανευρωπαϊκά ήταν το μεγαλύτερο πογκρόμ που έγινε μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα μιας βραδιάς), αλλά και κάτι άλλο: Ανάμεσα στους τραυματίες δεν υπήρχε ούτε ένας έλληνας. Ο λόγος δεν ήταν ότι οι δράστες ξεχώριζαν τούς μεν από τούς δε, αλλά ένας άλλος πολύ πιό απλός και επαίσχυντος: κανείς, ούτε ένας έλληνας δεν βρέθηκε να σταθεί την βραδιά αυτή που ξέσπασε το κυνήγι των μαγισσών στο πλευρό των μεταναστών (κατά τα άλλα όμως διαλαλούσαν ΜΕΤΑ τα πογκρόμ στις διαδηλώσεις τους, «είμαστε όλοι αλβανοί»).
Όχι ότι ελπίζαμε σε κάποια αντιρατσιστική ευαισθησία, όχι ότι είχαμε αυταπάτες ότι η «αντεθνικότητα» της ελληνικής Αριστεράς θα μπορούσε ποτέ να φτάσει στο σημείο να βγει σε δρόμους και σε πλατείες πανηγυρίζοντας την ήττα της ελληνικής ομάδας, αλλά τουλάχιστον για πολιτικούς λόγους: Γιατί η νίκη της αλβανικής ομάδας ήταν ένα δώρο του θεού των άθεων, ήταν το μάνα εξ ουρανού που μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί για αποτελεσματικές αντεθνικές ενέργειες, για να εξευτελιστούν οι εθνικές κορώνες. Τίποτε απ' όλα αυτά δεν συνέβη. Αυτή την βραδιά δεν υπήρχαν κόμματα, οργανώσεις και φράξιες. Μόνο έλληνες και αλβανοί. Αυτήν την βραδιά ήταν οι ρόλοι - όπως πάντα - αυστηρά μοιρασμένοι: Από την μια οι δράστες, οι θιασώτες, οι απολογητές του εγκλήματος και από την άλλη τα θύματα τους.
Αλλά ούτε και την άλλη πλευρά του γεγονότος δεν κατάλαβαν οι υπερεπαναστάτες μας, αυτοί που ακόμη και για ένα φτάρνισμα (αρκεί να είναι μεταλλασόμενο) κάνουν κίνημα: Εκείνη την βραδιά του Σαββάτου, στις 4 του Σεπτέμβρη του έτους 2004 - έστω και για λίγες ώρες, έστω και συμβολικά, έστω και με αφορμή την νίκη της αλβανικής ομάδας - έγιναν για μια στιγμή τα θηράματα κυνηγοί! Βγάλανε από πάνω τους το στίγμα του σκουπιδιού και του τιποτένιου, φορέσανε τα ρούχα της εξέγερσης και βγήκαν στους δρόμους και στις πλατείες των αφεντικών τους να τους γιουχάρουν, να τους ξευτελίσουν, να τους ταπεινώσουν, σαν μια ελάχιστη ηθική και ψυχική αποζημίωση όλων όσα τραβάνε και θα τραβάνε από αυτούς, τους πλειοψηφικούς, τους «αυτόχθονες», με τα κομμουνιστικά, τα επαναστατικά, τα σοσιαλιστικά, τα δεξιά και τα λοιπά κόμματά τους, τις ομάδες τους, τα καφενεία τους, τους μπάτσους τους και όλα τα άλλα «εντός των εθνικών τους συνόρων». Στο μέλλον να φοβάστε αυτήν ακριβώς την εμπειρία των λίγων ωρών!
Έτσι δεν απομένει τίποτε άλλο παρά μόνο μια ελπίδα: Η αυτοοργάνωση και αυτοάμυνα των αλβανών και των άλλων μεταναστών, σαν η μόνη δυνατότητα επιβίωσης σε μια κοινωνία πωρωμένη από το ρατσιστικό και εθνικιστικό δηλητήριο, σε μια κοινωνία όπου η ρουφιανιά και ο δοσιλογισμός έχουν γίνει από καιρό τα πιο αγαπημένα λαϊκά αθλήματα.
Αυτή η ελπίδα - και το καθήκον μας να σταθούμε στο πλευρό των στιγματισμένων - εμπνέεται από την αντίληψη, ότι ο ρατσισμός και ο εθνικισμός πρέπει να αντιμετωπιστούν σαν καταναλωτικά αγαθά, η κατάκτηση των οποίων έχει όπως και άλλα «αγαθά» ένα τίμημα, ένα κόστος. Ε, λοιπόν αυτό το κόστος πρέπει να ανεβάσουμε όσο γίνεται πιο ψηλά.
Επομένως το «όποιος πειράξει μετανάστες, θα του τσακίσουμε τα ξερά του» δεν πρέπει να είναι μια φραστική αλλά μια πρακτική επικοινωνία και συμπεριφορά.
Όταν επιτίθενται ρατσιστές, πρέπει να τους φερθούμε έτσι ώστε να μην το ξανακάνουν ποτέ!
Café Morgenland*
γερμανία/ελλάδα, 3 Οκτώβρη 2004
*Ομάδα μεταναστών σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας, που δημιουργήθηκε μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών για να αντιμετωπίσει την ρατσιστική εξέγερση του γερμανικού πληθυσμού ενάντια στους «ξένους».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου