Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΙ ΘΕΣΜΟΙ

Γνωστοποίηση: Όλα τα ενυπόγραφα άρθρα αποδίδουν τις απόψεις των συγγραφέων. 

 ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΔΟΥΔΟΥ

Δικηγόρου – Θεσσαλονίκης


Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδος, λειτουργούν σ’ ένα ικανοποιητικό επίπεδο και διανύουν μια εξελικτική πορεία ολοκλήρωσης, που προσανατολίζεται στη δόμηση μιας πραγματικά ανοικτής κοινωνίας.

            Στο προσκήνιο κάθε εποχής προβάλλουν διάφορες προτεραιότητες, που καλείται να ικανοποιήσει η δημοκρατική πολιτεία. Η ισονομία και η ισοπολιτεία μεταξύ των πολιτών στις ανεπτυγμένες πολιτικά χώρες θεωρούνται πλέον δεδομένα. Η προτεραιότητα που συνιστά πρόκληση στις μέρες μας, αναφέρεται στην ποιοτική αναβάθμιση της δημοκρατίας, με το ερώτημα, κατά πόσον η πολιτεία σέβεται και τείνει προς την περιφρούρηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, χωρίς περιορισμούς και προϋποθέσεις.
Το δίκαιο των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ως προβληματική μεταξύ των νομικών επιστημόνων, αλλά και ως νομοθετική παραγωγή, τόσο φορέων της διεθνούς κοινότητας, όσο και των επί μέρους κρατών, εμφανίζεται κατά κύριο λόγο μετά το πέρας του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
            Θεμελιώδες νομοθετικό κείμενο για τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτέλεσε η Οικουμενική Διακήρυξη της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε. της 10ης Δεκεμβρίου 1948. Στον ευρωπαϊκό χώρο έχομε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1950, η οποία ισχύει ως εσωτερικό δίκαιο σε όλα τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η προηγούμενη διευρωπαϊκή σύμβαση θέτει κανόνες δικαίου για την ικανοποιητική προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων, προβλέποντας επί πλέον διαδικασία άρσης των πιθανών προσβολών και παραβάσεων των διατάξεών της, είτε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, είτε ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα στη διάταξη του άρθρου του 2 παράγρ. 1 διακηρύττει ότι «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας», ενώ στο άρθρο 5 παράγρ. 2 εδάφιο α΄ αναφέρεται ότι, «όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών πεποιθήσεων».
            Έναν επί μέρους κλάδο του δικαίου των δικαιωμάτων του ανθρώπου αποτελεί το δίκαιο των μειονοτήτων. Θα μπορούσαμε να πούμε, ότι το δίκαιο των μειονοτήτων γενικά, εισάγει και αξιώνει ικανοποιητική προστασία εκείνων των ομάδων του πληθυσμού μιας χώρας, που είναι διαφορετικές, ως προς ορισμένα στοιχεία τους, από την πλειοψηφία του πληθυσμού. Μειονότητες υπάρχουν διαφόρων ειδών· ιδίως είναι οι εθνοτικές μειονότητες, οι θρησκευτικές, οι γλωσσικές, οι πολιτισμικές κ.ά..
            Περίπου στο σύνολο των ευρωπαϊκών κρατών υπάρχουν μειονότητες. Ιδίως σε χώρες, των οποίων τα εθνικά σύνορα καθορίσθηκαν στο παρελθόν από διεθνείς συνθήκες και συμβάσεις, η παρουσία μειονοτήτων, κυρίως εθνοτικών, θρησκευτικών και γλωσσικών είναι ιδιαίτερα φανερή. Η διάλυση των πολυφυλετικών κρατών της Ευρώπης κατά τον 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα ανέδειξε νέα εθνικά κράτη, όπου συνυπάρχουν με την πλειοψηφία του λαού και ποικίλες μειονότητες.
            Στα πλαίσια της διεθνούς κοινότητας υπήρξαν δύο συστήματα προστασίας των μειονοτήτων. Εκείνο που κυριάρχησε ενόσω λειτουργούσε η Κοινωνία των Εθνών και αυτό που ισχύει σήμερα, στα πλαίσια λειτουργίας του Συμβουλίου της Ευρώπης. Κλασικό νομοθετικό δείγμα προστασίας των μειονοτήτων κατά το σύστημα της Κοινωνίας των Εθνών είναι οι διατάξεις των άρθρων 37 έως 45 της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάνης του 1923. Νομοθετικό δείγμα προστασίας των εθνικών μειονοτήτων στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης αποτελεί η Σύμβαση-πλαίσιο για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων (1995). Η σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο συστημάτων είναι, ότι κατά το σύστημα του Συμβουλίου της Ευρώπης, πέραν και επί πλέον της παρεχόμενης προστασίας σε μια μειονότητα ως σύνολο, αναγνωρίζεται το δικαίωμα του ατομικού αυτοπροσδιορισμού. Δηλαδή, κάθε πρόσωπο, που κατοικεί σε ένα κράτος και θεωρεί ότι ανήκει σε εθνοτική ιδίως μειονότητα, «επιλέγει ελεύθερα εάν θα αντιμετωπίζεται ή όχι βάσει αυτής του της ιδιότητας…» (άρθρο 3 παράγρ. 1 Σύμβαση-πλαίσιο), ενώ παρακάτω προβλέπεται ότι «τα πρόσωπα που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες μπορούν, ατομικά καθώς και από κοινού, να ασκούν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που απορρέουν από τις αρχές που εξαγγέλλονται στην παρούσα Σύμβαση-πλαίσιο» (άρθρο 3 παράγρ. 2).
            Η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως συνάγεται από διατάξεις του άρθρου 151 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως ισχύει σήμερα, προσανατολίζεται στη δημιουργία ενός ενιαίου χώρου, όπου υποστηρίζεται η ανάπτυξη των πολιτισμών των κρατών μελών με σεβασμό στην εθνική και περιφερειακή πολυμορφία. Στα πλαίσια αυτής της θεμελιώδους κοινοτικής διάταξης η Ένωση ενθαρρύνει ποικιλότροπα τη διάσωση και την καλλιέργεια των γλωσσών, που ομιλούνται λιγότερα στα κράτη μέλη της, αλλά προσφέρει την υποστήριξή της σε μειονοτικές ομάδες πληθυσμών, ώστε να διατηρήσουν την ιδιοπροσωπία τους, καλλιεργώντας όλες τις εκφάνσεις που χαρακτηρίζουν τη μειονοτική ταυτότητά τους.
            Ίσως φαίνεται τολμηρό, αλλά αξίζει να διατυπωθεί, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, επιχειρεί την πολιτική, κοινωνική και οικονομική ολοκλήρωσής της με αναφορά σ’ ένα σημαντικό πολιτισμικό κατηγόρημα, αυτό της ανεκτικότητας, αντικρούοντας τον πειρασμό της ισοπεδωτικής ομογενοποίησης λαών και εθνοτήτων μέσα στο ζωτικό χώρο της. Η ανεκτικότητα ως διακριτικό του δημόσιου βίου ουδέποτε υπήρξε αυτονόητο αγαθό στην ιστορία. Ο σεβασμός του Άλλου, του διαφορετικού, στις περισσότερες των περιπτώσεων αντιμετωπιζόταν από τις εξουσίες είτε εξ ολοκλήρου αρνητικά, είτε με έντονη καχυποψία. Σε δύο ιστορικές περιπτώσεις κατά το παρελθόν εμφανίζεται στο δημόσιο βίο κρατών η ανεκτικότητα, ως κατευθυντήρια αρχή. Στην περίπτωση του πολυπολιτισμικού και πολυφυλετικού κράτους που προέκυψε μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου προς ανατολάς και  στην περίπτωση του Οθωμανικής Αυτοκρατορίας[1].
            Τα Βαλκάνια  μέχρι και πρόσφατα υπήρξαν μια κατ’ εξοχήν περιοχή της Ευρώπης, όπου οι συνυπάρχουσες εθνότητες βρέθηκαν αντίπαλες μεταξύ τους, σε ένοπλες αντιπαραθέσεις ακραίας βαρβαρότητας, κατ’ουσίαν χωρίς υπαρκτούς λόγους, με απώτερο στόχο την εθνοκάθαρση εδαφών, που κατείχε μια πλειοψηφούσα πληθυσμιακά εθνότητα από τις υπάρχουσες μειονότητες. Παρόμοια τραγικά συμβάντα συνέβησαν, ευτυχώς στο παρελθόν, και στον ελλαδικό χώρο.
            Η Ελλάδα παρά την εθνική ομογενοποίηση που έχει επέλθει στην πλειοψηφία του πληθυσμού της, ως γνωστό δεν στερείται μειονοτήτων. Μολονότι η χώρα είναι μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, και παλιότερα της Δ.Α.Σ.Ε. συμπράττοντας στην παραγωγή διακηρύξεων και αποφάσεων σχετικά με το καθεστώς των μειονοτήτων υπό το καθεστώς των αρχών του Συμβουλίου της Ευρώπης, εντούτοις, μυωπικά θα λέγαμε, επιμένει να αναφέρεται στο καθεστώς των μειονοτήτων, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923, που όπως αναφέρθηκε εκφράζει αντιλήψεις που επικρατούσαν στα πλαίσια της Κοινωνίας των Εθνών. Η Ελλάδα, αποδεχόμενη στην πράξη αποκλειστικά τη Συνθήκη της Λωζάνης αναγνωρίζει μόνο τη μουσουλμανική μειονότητα που κατοικεί στη Θράκη, προσδιορίζοντας τον χαρακτήρα της, ως θρησκευτικής μειονότητας. Είναι γνωστό ότι επανειλημμένα, είτε με πράξεις της Διοίκησης, είτε με αποφάσεις Δικαστηρίων, η Ελλάδα αρνείται να αναγνωρίσει τον εθνοτικό αυτοπροσδιορισμό, που επιλέγουν μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας. Βέβαια, αυτή η στάση της ελληνικής Πολιτείας εμφανίζεται ανακόλουθη. Διότι η Ελλάδα, εδώ και χρόνια, έχει αποδεχθεί στα δημόσια μειονοτικά σχολεία να διδάσκεται η τουρκική γλώσσα. Κατά το παρελθόν και πριν ιδρυθεί η Ειδική Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης, οι πτυχιούχοι Παιδαγωγικών Σχολών δάσκαλοι, που δίδασκαν την τουρκική γλώσσα ήταν απόφοιτοι τουρκικών σχολών.
            Σε όσους διατηρούν ενεργό μνήμη, δεν μπορεί να τους διαφεύγει, ότι στη δεκαετία του 1950, επί κυβερνήσεως Παπάγου και Γενικού Διοικητή Θράκης του Γεωργίου Φεσσοπούλου, βίαια, όλα τα μειονοτικά ιδρύματα στη Θράκη, ακόμα και υπό την απειλή του χωροφύλακα, μετονομάσθηκαν από μουσουλμανικά σε τουρκικά, ενώ η χρήση του όρου «Μουσουλμάνος» ως επιθετικού προσδιορισμού των μειονοτικών πολιτών αντικαταστάθηκε με τον επιθετικό προσδιορισμό «Τούρκος»[2]   
Κατόπιν διαταγής του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως, παρακαλούμεν όπως εφεξής εις πάσαν περίπτωσιν γίνεται χρήσις του όρου «Τούρκος-Τουρκικόν» αντί του τοιούτου «Μουσουλμάνος-Μουσουλμανικόν».

                                                                                       Ο Γενικός Διοικητής Θράκης
                                                                                        Γ. Φεσσόπουλος

            Κατά τη διάρκεια της επταετίας 1967-1974, που ως γνωστό καταλύθηκαν οι δημοκρατικοί θεσμοί στην Ελλάδα, οι μειονοτικοί, που μέχρι πρότινος υποχρεωτικά όφειλαν να θεωρούνται «Τούρκοι» «βαφτίστηκαν» Έλληνες Μουσουλμάνοι, ενώ η αναφορά, όσων ένιωθαν ότι είναι Τούρκοι, στην εθνοτική τους συνείδηση αποτελούσε παράνομη ενέργεια.
            Εκτός από τους Μουσουλμάνους της Θράκης, και τους ελάχιστους αριθμητικά εναπομείναντες πλέον Ισραηλίτες,  που αναγνωρίζονται παγίως, ως μέλη θρησκευτικών μειονοτήτων, ουδεμία άλλη μειονότητα, εθνοτική, γλωσσική ή έστω πολιτισμική αναγνωρίζεται επίσημα από την ελληνική Πολιτεία. Χριστιανικές θρησκευτικές μειονότητες ετεροδόξων –Καθολικοί, Ευαγγελικοί, Μάρτυρες του Ιεχωβά-, αναγνωρίζονται βέβαια σήμερα, αλλά προκειμένου να εξασφαλίσουν ισονομία και ισοπολιτεία, όπως οι πλειοψηφούντες Ορθόδοξοι Χριστιανοί, χρειάσθηκε επανειλημμένα να προσφύγουν σε δικαστήρια εθνικά και υπερεθνικά, διότι από την πλευρά του κράτους καταπατούνταν αυτονόητα και στοιχειώδη δικαιώματά τους.
            Στην ελληνική επικράτεια αγνοούνται σλαβόφωνοι κάτοικοι της Μακεδονίας, που είτε αυτοπροσδιορίζονται εθνοτικά ως Μακεδόνες σλαβικής καταγωγής, είτε αξιώνουν απλώς σεβασμό της γλωσσικής και πολιτισμικής τους ταυτότητας. Αγνοούνται οι Βλάχοι ως γλωσσική και πολιτισμική μειονότητα, το ίδιο και οι Αρβανίτες, που εκτός από την Αττική τους συναντούμε στη Βοιωτία, αλλά και στις εσχατιές της Πελοποννήσου.
            Γενικά στην Ελλάδα, μέχρι σήμερα, δεν υπήρξε ένας σοβαρός σχεδιασμός μειονοτικής πολιτικής, θεμελιωμένος στις σύγχρονες αρχές που υποστηρίζει και καλλιεργεί το Συμβούλιο της Ευρώπης, αλλά και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Εξαιτίας αυτού του σοβαρού ελλείμματος στην εν γένει κρατική πολιτική, η αναφορά και μόνο στη λέξη «μειονότητα» προκαλεί σύγχυση και σπασμωδικές αντιδράσεις, ακατανόητες για ευνομούμενη πολιτεία.
            Ιδίως η μειονότητα της Θράκης, -αναμφίβολα όχι μόνο θρησκευτική, αλλά και πολυδιάστατα εθνοτική και ποικιλόμορφα πολιτισμική-, αντιμετωπιζόταν ευκαιριακά, ανάλογα με τις διακρατικές σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας ή με τις φάσεις εξέλιξης του κυπριακού προβλήματος.
            Η Ελλάδα, κυρίως ενόσω ίσχυε το άρθρο 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, που αποτέλεσε αιτία παράνομης αποστέρησης της ελληνικής ιθαγένειας πολλών μειονοτικών συμπολιτών μας της Θράκης, ήταν ένα κράτος φοβισμένο απέναντι στους μειονοτικούς πολίτες του και κυρίως χωρίς αίσθηση, ότι η ύπαρξη μειονοτήτων σ’ ένα κράτος, αποτελεί στοιχείο πλούτου σε επίπεδο ανθρώπινου πληθυσμού.
            Παραλλάσσοντας τον τίτλο γνωστού βιβλίου του Νίκου Δήμου «Η δυστυχία να είσαι Έλληνας», σε άλλες εποχές, νωπές όμως ως προς το σήμερα, ήταν δυστυχία να είσαι μειονοτικός πολίτης στην Ελλάδα και ιδίως Θρακιώτης Μουσουλμάνος.
            Παύοντας την πολυλογία μου, θα ήθελα να τονίσω, ότι η ύπαρξη μειονοτήτων σε μια χώρα, όπως και στην Ελλάδα, είναι ευλογία Θεού. Κανένας δεν μπορεί να φανταστεί τον Κήπο της Εδέμ σπαρμένη μονάχα με σιτάρι. Απεναντίας, η έννοια του παραδείσου είναι σύμφυτη με τον πλούτο μορφών, χρωμάτων και αρωμάτων.
Ανάμεσα στην πλειοψηφία του λαού, οι μειονοτικές κοινότητες προσφέρουν την ομορφιά της ποικιλίας και μιας άλλης διάστασης ποιοτική δυναμική στο σύνολο του εθνικού πληθυσμού της χώρας.
Είναι καιρός στον τόπο μας να απαγκιστρωθούμε από σκοτεινές φοβίες απέναντι στον Άλλο, τον διαφορετικό συμπολίτη. Είναι καιρός να παύσουμε να είμαστε «επαρχιώτες», μίζεροι και καχύποπτοι, σε όποιον δεν μας μοιάζει απόλυτα. Είναι καιρός, η Ελλάδα, ως πράγματι ευρωπαϊκή χώρα, να αντιμετωπίσει όλες τις μειονότητες, που μοιράζονται τον ίδιο τόπο με την πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών, χωρίς διακρίσεις συμπεριφοράς της κρατικής διοίκησης, χωρίς αποκλεισμούς στην εκπαίδευση και την πληροφόρηση….
Μπορούμε να ελπίζουμε βάσιμα. Αρκεί να έχουμε κατά νου, πως η ποιότητα μιας δημοκρατικής πολιτείας δοκιμάζεται, από τη συμπεριφορά της απέναντι  στις ποικίλες μειονότητες που ζουν στην επικράτειά της….       




Υ.Γ

Το άρθρο του κυρίου Γεωργίου Δούδου δημοσιεύθηκε στο πρόσφατα εκδοθέν μηνιαίο περιοδικό της τουρκικής Μειονότητας της δυτικής Θράκης με τον τίτλο :  AZINLIKCA (MEIONOTIKA).
 
Εκδότης:Lütfü Mümünçe
Σύμβουλος της Έκδοσης : İbram Onsunoğlu

Μόνιμοι Συνεργάτες

Zeynel Lüle, Βρυξέλλες.
Στέλιος Μπερμπεράκης,  Αθήναι.  
Γιώργος Δούδος, Θεσσαλονίκη, Δικηγόρος.
Κώστας Τσιτσελίκης,Θεσσαλονίκη, Διεθνολόγος.
İbram Onsunoğlu, Θεσσαλονίκη, Ψυχίατρος.
Abdülhalim Dede , Κομοτηνή, Δημοσιογράφος.
Aydin Bostanci, Θεσσαλονίκη, Φοιτητής.
Burhan Baran, Ξάνθη, Ιατρός-Πολιτευτής.
Lütfü Mümünçe, Ξάνθη, Δημοσιογράφος.
Δάμων Δαμιανός, Κομοτηνή, Δημοσιογράφος-Νομικός
Evren Dede, Θεσσαλονίκη, Δημοσιογράφος.
Χρήστος Τελίδης, Θεσσαλονίκη, Δημοσιογράφος.   
Κυριάκος Πιερίδης, Κύπρος, Δημοσιογράφος.
Hasan Kahvecioğlu, Κύπρος, Δημοσιογράφος. 


Έκτακτοι Συνεργάτες

Ilhan Ahmet, Κομοτηνή, Βουλευτής Ροδόπης.

Διεύθυνση προς χρήση των Συνδρομητών

Περιοδικό  Azınlıkça (Μειονοτικά)
Όθωνος 5
69100 Κομοτηνή
Προσωρινό E-mail: dede@otenet.gr
Φαξ : 25310.37759



[1] Σε έκθεση του Βρετανού πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Henry Grenville (1766), αναφέρεται ότι οι Τούρκοι της εποχής του ήταν οι πλέον ανεξίθρησκοι άνθρωποι του κόσμου!

[2] ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
   ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΙΣ ΘΡΑΚΗΣ
   ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
   Αριθ. πρωτ. Α1043

                Εν Κομοτηνή τη 27/12/1954


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου