Πέμπτη 15 Ιουνίου 2017

Οι άνθρωποι της πρώιμης μεσαιωνικής Ελλάδας

Αν και το ζήτημα της εθνικής καταγωγής των Νεοελλήνων, μετά την κυκλοφορία των σχετικών με αυτό βιβλίων του Φαλμεράυερ, έχει οδηγήσει σε πολλές χιλιάδες σελίδες γραμμένες από εθνικιστές συγγραφείς (με πρώτον τον Παπαρρηγόπουλο), που προσπαθούν να μας πείσουν ότι υπήρχε ελληνικό έθνος στην αρχαιότητα που συνέχισε να υπάρχει και επί Ρωμαϊκής και Βυζαντινής αυτοκρατορίας, λίγες είναι οι σελίδες από τολμηρούς συγγραφείς, όπως ο Γιώργος Νακρατζάς, ο Δημήτρης Λιθοξόοου και ο Γιάννης Λάζαρης, οι οποίοι αντικρούουν τον επίσημο, και δυστυχώς κυρίαρχο, εθνικό μύθο. Γι’ αυτό και είναι πάντα ιδιαίτερα χρήσιμες οι σελίδες που, όπως οι παρακάτω που μεταφράσαμε, ενισχύουν τις γνώσεις μας για τους παλαιότερους κατοίκους αυτής της χώρας και επιβεβαιώνουν την ανυπαρξία εθνικής συνείδησης πριν την δημιουργία του ελληνικού κράτους και ιδιαίτερα κατά τον πρώιμο μεσαίωνα. Οι σελίδες αυτές αποτελούν τα συμπεράσματα του βιβλίου του αμερικανορουμάνου καθηγητή της ιστορίας Φλορίν Κούρτα, το οποίο πραγματεύεται την «Ιστορία των Ελλήνων από το 500 μ.Χ. ως το 1050 μ.Χ», και το οποίο εκδόθηκε από το πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, στα πλαίσια μιας σειράς βιβλίων που πραγματεύονται την ιστορία των Ελλήνων από την αρχαία εποχή ως σήμερα. Από αυτές προκύπτει ότι κατά τον πρώιμο μεσαίωνα, οι κάτοικοι αυτής της χώρας δεν θεωρούσαν ότι αποτελούν ελληνικό έθνος και, όσοι δεν είχαν εγκατασταθεί σε αυτήν την χώρα κατά την διάρκεια ή μετά τις μεγάλες βαρβαρικές επιδρομές που οδήγησαν στην διάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Δύση και τον περιορισμό της στην Ανατολή, δηλ. ήταν ντόπιοι, θεωρούσαν τους εαυτούς τους Ρωμαίους. Και ας είχαν για γλώσσα τους τα Ελληνικά, αφού αυτά ήταν η γλώσσα του ανατολικού μέρους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και όχι μόνο της χώρας που είχαν κατοικήσει οι αρχαίοι  Έλληνες, όπως σήμερα για το μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής, η επικρατούσα γλώσσα είναι τα Αγγλικά και για το μικρότερο τα Γαλλικά.  Η γλώσσα δηλ. δεν αποτελούσε ελληνικό εθνικό χαρακτηριστικό.
Επίσης, από το βιβλίο του Φλορίν Κούρτα μαθαίνουμε ότι ο χαρακτηρισμός Σλάβοι, ή οι παρεμφερείς χαρακτηρισμοί, όπως ο χαρακτηρισμός Σκλαβηνοί, είναι δημιούργημα των Βυζαντινών συγγραφέων και ουδέποτε οι διάφορες φυλές που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα κατά τον πρώιμο μεσαίωνα, και μιλούσαν άλλες γλώσσες μέχρι να επικρατήσουν και σε αυτές τα Ελληνικά, όπως επικρατήσανε στους Αφρικανούς τα Αγγλικά και τα Γαλλικά,  είχαν εθνική Σλαβική συνείδηση ή αναγνώριζαν τον εαυτό τους σαν Σλάβους.
Τέλος, η παρουσία τέτοιων φυλών, οι οποίες, από τον 6ο μέχρι τον 8ο αιώνα, κατάφεραν να κυριαρχήσουν στην (σημερινή) ελληνική ύπαιθρο, αποδεικνύεται, εκτός από τις αναφορές των Βυζαντινών συγγραφέων σε αυτές, ακόμα και από αρκετά αρχαιολογικά ευρήματα, για τα οποία υπάρχουν εκτενείς αναφορές στο βιβλίο του Κούρτα. Κατά συνέπεια, η υποβάθμιση της παρουσίας των φυλών αυτών στον τόπο που αργότερα περιέλαβε το νέο ελληνικό κράτος, στην οποία επιδόθηκαν και επιδίδονται συστηματικά οι εθνικιστές συγγραφείς, είναι επιστημονικά αστήρικτη.


Οι άνθρωποι της πρώιμης μεσαιωνικής Ελλάδας

Υπήρξε ένας βασικός ισχυρισμός αυτού του βιβλίου το  ότι, μετά την πλήρη εγκατάλειψη των Bαλκανικών επαρχιών που βρισκόντουσαν υπό την εξουσία του Αυτοκράτορα Ηράκλειου, ο στρατός,  είτε χερσαίες (θεματικές) δυνάμεις είτε ναυτικό, έπαιξε ένα βασικό ρόλο στην πρώιμη μεσαιωνική ιστορία της Ελλάδας.  Ο στρατός δημιούργησε την πολιτική και διοικητική υποδομή, η οποία εξασφάλισε την επιβίωση της Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) εξουσίας στις παράκτιες  περιοχές και σε διάφορα νησιά. Ο στρατός ξηράς μπορεί να υπήρξε υπεύθυνος για τον επανεποικισμό μεγάλων τμημάτων της Πελοποννήσου στις αρχές του 9ου αιώνα, όταν οι πρώτες κοινωνικές ιεραρχίες στην Ελλάδα «των σκοτεινών αιώνων» υπήρξαν βασικά στρατιωτικές. Γύρω στο 1000, υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι όπως ο Κρινίτης, ο στρατηγός της Ελλάς*, ή ο Χριστόφορος, ο κατεπάνος της Λογκοβαρδίας, υπήρξαν εξέχοντες  χορηγοί ναών. Η παρουσία του ναυτικού επίσης δημιούργησε την ανάγκη για τοπικές αγορές, στις οποίες οι νομισματικές συναλλαγές συνεχίστηκαν, αν και σε αρκετά περιορισμένη κλίμακα.  Έως τόσο αργά, όσο οι αρχές του 11ου αιώνα, ο στρατός συνέχισε να αποτελεί βασικό παράγοντα  στον εφοδιασμό της τοπικής οικονομίας με κέρματα, τόσο στα αστικά κέντρα όσο και στην ύπαιθρο.
   Μέσα στο γενικό πλαίσιο που ορίζεται από την πανταχού παρουσία του στρατού στην πρώιμη μεσαιωνική Ελλάδα, τρία χαρακτηριστικά είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακά. Το πρώτο είναι η αξιοσημείωτη απουσία οποιωνδήποτε προσπαθειών για τον σφετερισμό της αυτοκρατορικής εξουσίας, οι οποίες από την άλλη μεριά είναι επαρκώς επιβεβαιωμένες για τα θέματα (=διοικητικές περιφέρειες, Σ.τ.μ.) Ανατολικόν, Οψύκιον και Αρμενιακόν. Στην Ελλάδα, όλες αυτές οι προσπάθειες καταπνιγόντουσαν εν τη γενέσει τους, ιδιαίτερα κατά την αρχή της κοινής ηγεμονίας του Ρωμανού του 1ου και του Κωνσταντίνου του 7ου του Πορφυρογέννητου (920-944). Κατηγορίες για προδοσία και αποστασία στον εχθρό αποδόθηκαν σε αρκετούς σημαντικούς αξιωματικούς, συμπεριλαμβανομένου τουλάχιστον  ενός στρατιωτικού κυβερνήτη της Ελλάς, κατά την διάρκεια του μακρόχρονου πολέμου μεταξύ του Βασίλειου του 2ου και του Σαμουήλ της Βουλγαρίας. Κανείς από αυτούς, ωστόσο, δεν προσπάθησε να χρησιμοποιήσει την ευκαιρία να αμφισβητήσει άμεσα την αυτοκρατορική εξουσία, κάτι το οποίο μπορεί να εξηγεί γιατί, τελικά, κανένας δεν βρέθηκε ένοχος και κανένας δεν τιμωρήθηκε. Τρεις αυτοκράτορες  -ο Κώνστας ο 2ος, ο Ιουστινιανός ο 2ος, και ο Βασίλειος ο 2ος- είναι γνωστό ότι επισκέφθηκαν τα Ελληνικά εδάφη, και ο Βυζαντινός έλεγχος σε αυτά τα εδάφη υπήρξε αρκετά ισχυρός ώστε να εξασφαλίζει την συνεργασία, εάν όχι την αφοσίωση, των τοπικών αριστοκρατών. Μία ιδιαίτερα καλή εικόνα αυτής της αφοσίωσης, είναι η αφοσίωση του Βούλγαρου κυβερνήτη  της Λάρισας, του Λιτοβόι, ο οποίος, αφού φρόντισε τις οχυρώσεις της πόλης το 1040, παρ’ όλ’ αυτά  ανατράπηκε, συλλήφθηκε, και παραδόθηκε στον στρατηγό της Θεσσαλονίκης από τους κατοίκους της πόλης. Ομοίως, ο Συμβάτιος της Πάτρας έστειλε στην Κωνσταντινούπολη με αυτοκρατορική φρουρά τους εγκεφάλους της συνωμοσίας των αρχών της δεκαετίας του 920, πριν οποιαδήποτε επέμβαση των αυτοκρατορικών αρχών. Ο Κεκαυμένος, θα συμβούλευε αργότερα οποιονδήποτε εξαναγκαζόταν από ασυνήθης περιστάσεις να προδώσει τον αυτοκράτορα, να ακολουθήσει το παράδειγμα του από πατέρα παππού του, του στρατηγού της Ελλάς,  και  να διατηρεί τον  αυτοκράτορα ενήμερο όλο τον καιρό για τους λόγους τέτοιων πράξεων ( Στρατηγικόν 169 και 171).
______________________________________________________
* Το όνομα «Ελλάς» δεν αναφερόταν στον σημερινό Ελλαδικό χώρο αλλά στην διοικητική περιφέρεια (θέμα) που σήμερα αποτελείται, χοντρικά, από την Στερεά Ελλάδα και την Θεσσαλία (Σ.τ.μ.).

   Από την άλλη μεριά, οι γραπτές πηγές περιέχουν αρκετά παραδείγματα μελών των στρατιωτικών και των διοικητικών ιεραρχιών στα Ελληνικά εδάφη, οι οποίοι φέρουν τους λεγόμενους «αυτοκρατορικούς τίτλους» που σχετίζονται με το παλάτι. Οι Πρωτοσπαθάριοι για παράδειγμα, αποτελούσαν την αφρόκρεμα της τοπικής αριστοκρατίας κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα, μέλη της οποίας κατελάμβαναν την θέση του στρατηγού και ήταν οι χορηγοί των πρώτων ναών που χτίστηκαν στην πρώιμη μεσαιωνική Ελλάδα. Η Δανιηλίς επένδυσε ένα αξιόλογο μέρος του μυθικού της πλούτου για να αποκτήσει τον τίτλο του Πρωτοσπαθάριου για τον γιο της και αυτόν της «Μητέρας του Αυτοκράτορα» για τον εαυτό της. Καθώς η τιμή τέτοιων υψηλών τίτλων μειωνόταν, πολλοί από εκείνους που είχαν κερδίσει πρόσβαση στην αυτοκρατορική εύνοια και στους πόρους της, κατέληξαν να ελέγχουν σημαντικές εκτάσεις γης. Όντας όχι πλέον «αριστοκρατία του αξιώματος», τέτοιοι άνθρωποι έγιναν μια οικονομικά κυρίαρχη και κοινωνικά πανίσχυρη ομάδα γαιοκτημόνων, που είχαν λόγο στην τοπική πολιτική με βάση την καλή τους φήμη, και που μπορούσαν επίσης να ασκούν «νόμιμη βία», η οποία ασκούνταν από ομάδες ανθρώπων υπό την εξουσία τους με σκοπό την εξασφάλιση της «τάξης». Κανένας τίτλος δεν είχε προσαρτηθεί στο όνομα κάποιου από τους εξέχοντες ανθρώπους της Σπάρτης που στήριξαν τις πρωτοβουλίες του Άγιου Νίκωνα. Παρόλα αυτά, οι μεγαλόσχημοι τύποι της μικρής πόλης σαν κι αυτούς (Νέβιλ 1998: 48 και 276) υπήρξαν φορείς τοπικής εξουσίας.
   Η παρουσία του στρατού στην Ελλάδα είχε περισσότερο να κάνει με τις γειτονικές περιοχές στρατιωτικών συγκρούσεων -με τους Άραβες κατά τον 9ο και τον 10ο αιώνα ή με τους Βούλγαρους λίγο πριν και μετά το έτος 1000- παρά με την εδαφική επέκταση. Η παραδοσιακή θεώρηση της πρώιμης μεσαιωνικής Ελλάδας σαν μιας περιοχής που βαθμιαία (επαν)αποκτήθηκε από τους βαρβάρους, μετά το 750 περίπου, από Bυζαντινά στρατεύματα, που αρχικά στάθμευαν σε παράκτια φρούρια, είναι κατά ένα μέρος αποτέλεσμα του ιδιαίτερου τρόπου με τον οποίο οι πηγές, ιδιαίτερα το Χρονικό της Μονεμβασιάς, έχουν χειραγωγηθεί από τους ειδικούς. Από τους περισσότερους στρατιώτες στα στρατεύματα των θεμάτων αναμενόταν να υπηρετήσουν σε υπερπόντιες εκστρατείες, όπως αυτή που οργανώθηκε το 921 από τον Ρωμανό τον 1ο ενάντια στους εξεγερμένους Λομβαρδούς στην Ιταλία. Όταν ξέσπασε η εξέγερση των Μηλιγγών και Εζεριτών στην Πελοπόννησο, ο στρατός που στάλθηκε ενάντια στους στασιαστές, υπό τις διαταγές του στρατηγού της Πελοποννήσου, αποτελούνταν από στρατιώτες που είχαν στρατολογηθεί έξω από αυτήν την επαρχία, και συγκεκριμένα από την Θράκη, την Μακεδονία, «και το υπόλοιπο των δυτικών επαρχιών» (Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περί βασιλείου τάξεως 50). Κατά την άποψη του Αυτοκράτορα  Κωνσταντίνου του 7ου, οι Μηλιγγοί και οι Εζερίτες δεν ήταν παρείσακτοι για να εξοντωθούν με στρατιωτική δράση, αλλά ντόπιοι με ειδικό καθεστώς, από τους οποίους χρειαζόταν να εξαχθεί φόρος, εν ανάγκη με τη βία. Όταν στρατιώτες που στρατολογούνταν αλλού, όπως οι Σλαβισιάνοι, στασίαζαν, η κατάλληλη πορεία δράσης ήταν να μειωθεί ο φόρος που πληρωνόταν από τους Μηλιγγούς και τους Εζερίτες, προκειμένου να αποτραπεί μία συμμαχία μεταξύ ξένων και ντόπιων στασιαστών.
   Για να διακρίνει ακριβώς μεταξύ αυτών των ταυτοτήτων, ο Αυτοκράτορας  Κωνσταντίνος  Πορφυρογέννητος χρησιμοποίησε δύο διαφορετικά ονόματα, Σλαβισιάνοι (Σκλαβισιάνοι) και Σλάβοι  (Σθλάβοι) . Οι τελευταίοι ήταν καθαρά ένας ντόπιος πληθυσμός, γιατί αυτοί επίσης είχαν εξεγερθεί στο παρελθόν, είχαν επιτεθεί στις κατοικίες των γειτόνων τους, των Ελλήνων (Γκρεκών) και είχαν πολιορκήσει την Πάτρα (Περί βασιλείου τάξεως 49). Αυτοί οι στασιαστές, ενάντια στους οποίους αναμενόταν να έρθει από την Κόρινθο ο στρατηγός της Πελοποννήσου,  αποκαλούνται κατόπιν με ένα τρίτο όνομα, Σκλαβηνοί (Σκλαβηνοί). Eνάντια στους Σκλαβηνούς  οι κάτοικοι της Πάτρας οργάνωσαν την έξοδό τους,  και είναι για αυτούς που ο αυτοκράτορας Νικηφόρος ο 1ος εξέδωσε αργότερα ένα χρυσόβουλο, το οποίο τους υποβίβαζε στο καθεστώς των υπηκόων της μητρόπολης της Πάτρας. Οι Σκλαβηνοί, αλλά όχι οι Σλάβοι (Σκλάβοι) αποκαλούνται δύο φορές βάρβαροι, το πιο πιθανόν εξ αιτίας της συμπεριφοράς τους, και όχι γιατί θεωρούνταν ότι ήταν  από έξω την Αυτοκρατορία. Δεδομένου ότι λέγεται ειδικά γι’ αυτούς ότι ήταν «στην επαρχία της Πελοποννήσου». Υπήρχε ένα μοναδικό Σκλαβηνικό έθνος (Έθνος των Σκλαβηνών, Περί βασιλείου τάξεως 49), αλλά πολλά Σλαβονικά έθνη (έθνη Σκλαβηνικά, Περί βασιλείου τάξεως  29). Βλέπε επίσης  Παρά των Σκλαβικών εθνών στην αρχή του κεφαλαίου 30). Το ότι η ορολογία του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου δεν είναι αλλοπρόσαλλη αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι Σκλαβηνοί εμφανίζονται μόνο στο κεφάλαιο 49 της Πραγματείας Περί της βασιλείου τάξεως που αφορά την Πελοπόννησο, ενώ οι Σλάβοι αναφέρονται επίσης στα κεφάλαια για τους Ρους και τους υποτελείς τους (κεφάλαια 9 και 37), όπως επίσης στο κεφάλαιο για την Δαλματία (κεφάλαιο 29). Για τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, το «Σλάβοι» ήταν ένας όρος ομπρέλα, όχι μια ιδιαίτερη εθνική ομάδα. Αντίθετα, το «Σκλαβηνοί» αποσκοπούσε  να επισημαίνει μία κοινωνική και πολιτική διαμόρφωση, η οποία ήταν ειδικά στην Πελοπόννησο. Από αυτήν την άποψη, η χρήση (του όρου, Σ.τ.μ.) από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου δεν διαφέρει από τις αφηγηματικές στρατηγικές άλλων πρώιμων  μεσαιωνικών συγγραφέων που έγραψαν για τους πρώιμους Σλάβους (π.χ. ο Φρέντεγκαρ, για τον οποίο βλέπε Κούρτα 1997: 152-3). Το ότι οι Σκλαβηνοί της Πελοποννήσου ήταν Σλάβοι μπορεί να μην είναι καθόλου εκπληκτικό. Όμως είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι ήταν έτσι στον ίδιο βαθμό που ήταν και οι Κροάτες, οι Σέρβοι (συμπεριλαμβανομένων των «αβάπτιστων»), οι Ζαχλουμίτες, οι Τερβουνιώτες, οι Ουλτινοί, οι Δερβλενινοί και οι Λενζενινοί (Περί  βασιλείου τάξεως 29, 31 και 37). Ομοίως, «Μηλιγγοί» και «Εζερίτες» ήταν ονόματα για δύο ομάδες Σλάβων που, όπως οι Σκλαβηνοί πριν από αυτούς, αρνήθηκαν να υποταχθούν στην εξουσία του αυτοκράτορα, και ήταν ουσιαστικά ανεξάρτητοι και αυτοκυβερνούμενοι υπό τον Αυτοκράτορα Ρωμανό τον 1ο (Περί βασιλείου τάξεως 50). Αντίθετα, όλοι αυτοί που στην Πελοπόννησο είχαν υποταχθεί και εξαναγκαστεί να αποδεχτούν την Βυζαντινή ηγεμονία αποκαλούνται απλά «Σλάβοι».
   Πότε ήλθαν όλοι αυτοί οι Σλάβοι στην Πελοπόννησο; Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο η χώρα Σλαβοποιήθηκε (εσθλαβώθη) και εκβαρβαρίστηκε μετά τον λιμό του 745/6 (Περί Θεμάτων 6, Σταθακόπουλος 2004:382-5). Μερικοί από τους παλαιότερους συγχρόνους του αυτοκράτορα ώθησαν την παλαιότητα των Πελοποννησίων Σλάβων ακόμα περισσότερο πίσω στην ιστορία. Ο μορφωμένος κληρικός που συνέταξε το Χρονικό της Μονεμβασιάς  στις αρχές του 10ου αιώνα χτένισε τις ιστορικές πηγές για αποδείξεις μίας παλαιότερης καταστροφής που θα μπορούσε να συνδεθεί με την εξαφάνιση της επισκοπής της Λακεδαίμονος και, με αυτήν, των αξιώσεων που είχε ο Μητροπολίτης της Κορίνθου για αυτήν την επισκοπική έδρα, κατά τον 10ο αιώνα. Το ξεκίνημα της βαρβαρικής ηγεμονίας, τοποθετήθηκε έτσι σε μία πολύ παλαιότερη εποχή :

Έχοντας έτσι κατακτήσει και εποικήσει την Πελοπόννησο, οι Άβαροι την κράτησαν για διακόσια και  δεκαοχτώ χρόνια από το έτος 6096 [587μ.Χ.] από την δημιουργία του κόσμου, το οποίο ήταν το έκτο έτος της βασιλείας του Μαυρίκιου, μέχρι το έτος 6313 [805μ.Χ], το οποίο ήταν το 4ο έτος της βασιλείας του Νικηφόρου του Παλαιού που είχε σαν γιο τον Σταυράκιο. Αυτοί δεν ήταν υπήκοοι ούτε του αυτοκράτορα, ούτε των Ρωμαίων, ούτε οποιουδήποτε άλλου.1

Ούτε το Χρονικό της Μονεμβασιάς  ούτε ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος μπορούν στην πραγματικότητα να τύχουν εμπιστοσύνης σαν αξιόπιστη πηγή για  ό, τι συνέβηκε στην Ελλάδα μεταξύ του 7ου και του 9ου αιώνα. Τα στοιχεία που εξετάστηκαν στο Κεφάλαιο 4 δείχνουν ότι, ενώ ο συγγραφέας του Βιβλίου ΙΙ των θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου ήξερε έναν αριθμό από «Σλαβικές» ομάδες με τα ονόματά τους, καμία πηγή δεν δείχνει την παρουσία τέτοιων ομάδων στην Νότια Ελλάδα πριν από το 700 περίπου. Στην πραγματικότητα, ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος είναι η πρώτη πηγή που ρίχνει φως στους Σλάβους της Πελοποννήσου. Και το ενδιαφέρον του δεν ήταν ούτε εθνογραφικό ούτε ιστορικό. Στις αρχές του 10ου αιώνα,  οι  φατρίες που υποστήριζαν είτε τον Ρωμανό τον 1ο είτε τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο βρισκόντουσαν σχεδόν σε πόλεμο μεταξύ τους στην Ελλάς και στην Πελοπόννησο. Η πολιτική ατμόσφαιρα στην Κωνσταντινούπολη ήταν δηλητηριασμένη από τις φήμες από τις επαρχίες για απελάσεις ηγετών φατριών ή αποτυχημένες απόπειρες σφετερισμού της αυτοκρατορικής εξουσίας. Στο παλάτι, η Ελλάδα θεωρούνταν σαν μια καθυστερημένη χώρα. Όπως το βάζει ο Ιωάννης Γεωμέτρης σε ένα από τα επιγράμματά του, «έχοντας δει την Ελλάδα (Ελλάς), όχι σαν χώρα των βαρβάρων, έχεις εκβαρβαριστεί στην ομιλία σου, όπως επίσης στους τρόπους σου» (Κράμερ 1963:2285, Αγγλική μετάφραση στο Οικονομίδης 1992:253).  Οι πολιτικοί εχθροί από την Ελλάδα συγκρινόντουσαν ως εκ τούτου με τους βαρβάρους. Οι αξιώσεις για ευγενική καταγωγή του Νικήτα Μαγίστρου, ο οποίος γεννήθηκε από πατέρα Σπαρτιάτη και από μητέρα Αθηναία, χλευαζόντουσαν. Ένα επίγραμμα για αυτόν, το οποίο κυκλοφορούσε στους κύκλους του παλατιού,  συνοψίζει την αντίληψη της γλωσσικής βαρβαρότητας, που οι καλλιεργημένες ελίτ στην Κωνσταντινούπολη μπορεί να είχαν για την Ελλάδα: χρησιμοποιεί μία σλαβική λέξη («γκοράζντ», με την έννοια του «πονηρού») με Ελληνική κατάληξη (γαραζδοειδής) για να αναφερθεί στα χαρακτηριστικά του προσώπου του Νικήτα, τα οποία λέγεται περαιτέρω ότι ήταν «πέρα ως πέρα σλαβικά» (Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περί Θεμάτων 6, Πρατς 2005: 504). Η εθνική προσβολή υποτίθεται ότι ειρωνεύεται τις αξιώσεις τους Νικήτα για ευγενική καταγωγή και ίσως την μόρφωσή του (Σεβσένκο 1992: 193-4, ο οποίος προσθέτει  τους  δεσμούς του Νικήτα με  το «γένος των Λεκαπηνών»). Η βαρβαρότητά του προφανώς έρχεται σε αντίθεση με τους «πολιτισμένους» και την γλώσσα που χρησιμοποιείται στο αυτοκρατορικό παλάτι. Ήταν ο Νικήτας, Σλάβος; Προκειμένου να αντλήσει κανείς ένα τέτοιο συμπέρασμα, θα έπρεπε να αγνοεί τελείως τα πλαίσια του επιγράμματος και την έμφαση που δίνεται στην διαφορά μεταξύ βαρβάρων και πολιτισμού, και όχι μεταξύ Σλάβων και Ελλήνων (ή Ρωμαίων). Ομοίως, το να παίρνει κανένας τοις μετρητοίς την ιδέα ότι οι Σλάβοι έφτασαν στην Ελλάδα μετά τον λιμό του 745-6 σημαίνει  να κλείνει τα μάτια του μπροστά στο γεγονός ότι ο συγγραφέας του Βιβλίου ΙΙ της πραγματείας Περί Θεμάτων  αποδίδει το γεγονός στην βασιλεία «εκείνου του Κωνσταντίνου, που έφερε το όνομα του Κόπρου», ενός ηγεμόνα του οποίου η φήμη  είχε αμαυρωθεί από καιρό και ολοκληρωτικά πριν συνταχθεί το Περί Θεμάτων. 2  Είναι σημαντικό επίσης να σημειωθεί ότι  με το να ισχυρίζεται ότι ολόκληρη η χώρα είχε εκσλαβιστεί και εκβαρβαριστεί, ο συγγραφέας του Βιβλίου ΙΙ ήθελε να δείξει ότι  δεν είχε μείνει κανένας με ευγενή καταγωγή και ότι, σαν συνέπεια, οι αξιώσεις του Νικήτα ήταν αβάσιμες, εφόσον με το να έχει γεννηθεί από Σπαρτιάτη πατέρα και Αθηναία μητέρα, δεν μπορούσε παρά να ήταν βάρβαρος. Δεν υπάρχει λοιπόν λόγος να θεωρούμε σαν ιστορικά στοιχεία το βρώμικο κουτσομπολιό για έναν υποστηρικτή του Ρωμανού του 1ου που είχε πέσει σε δυσμένεια. Εάν ή όχι ο λιμός του  745/6 είχε παίξει κάποιον ρόλο στην διευκόλυνση ενός Σλαβικού αποικισμού της Ελλάδας, τα στοιχεία του ανώνυμου σχολίου στο Περί Θεμάτων δεν μπορούν να παρθούν της μετρητοίς, γιατί ο σκοπός του συγγραφέα του ήταν να κερδίσει πολιτικούς πόντους, όχι να αφηγηθεί ιστορικά γεγονότα.
   Τα στοιχεία που συζητήθηκαν στο Κεφάλαιο 4 τάσσονται έντονα υπέρ μιας πρώιμης παρουσίας ανθρώπων στην Βόρεια Ελλάδα, τους οποίους ο συγγραφέας του Βιβλίου ΙΙ των Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου  ήξερε και με τα αντίστοιχα φυλετικά τους ονόματα (Δρουγουβίτες, Σαγουδάτες, Βελεγκεζίτες, ή Ρυγχίνοι) και από τον πιο γενικό όρο «Σκλαβηνοί»  (Σκλαβηνοί). Από την άλλη μεριά, δεν υπάρχουν στοιχεία για μια παρουσία Σκλαβηνών (ή «Σλάβων») στην Νότια Ελλάδα πριν από το 700. Επιπλέον τα αρχαιολογικά στοιχεία  που αντιστοιχούν στους  «βαρβάρους» στην Ελλάδα των Σκοτεινών Αιώνων μπορούν να γίνουν κατανοητά μόνο στα πλαίσια αναλογιών με ευρήματα που ανακαλύφθηκαν εκτός Ελλάδας. Τέτοιες αναλογίες δεν παραπέμπουν ούτε σε περιοχές κατά μήκος του Κάτω Δούναβη, όπου οι πρώιμοι Βυζαντινοί συγγραφείς τοποθετούσαν τους Σλάβους, ούτε σε περιοχές της  Βόρειας Ελλάδας που είχαν κατοικηθεί στο τέλος  του 7ου αιώνα  από αυτούς που αποκαλούνται «Σκλαβηνοί» στα Θαύματα του Αγίου Δημητρίου. Αντίθετα, το κεραμικό υλικό και τα μεταλλικά τεχνουργήματα που βρέθηκαν σε ταφές αποτέφρωσης  στην Ολυμπία, έχουν πολλές και πολύ καθαρές αναλογίες με την περιοχή του Μέσου Δούναβη, του Κανγκανάτου των Αβάρων ή  τις στέπες βόρεια της Μαύρης Θάλασσας. Μπορεί κάλλιστα ο συγγραφέα τους Χρονικού της Μονεμβασιάς να ανακάτευε τους Αβάρους και τους Σλάβους με σκοπό την ανίχνευση μιας ιστορίας της «βαρβαρικής κατοχής» της Πελοποννήσου, τόσο πιο πίσω στον χρόνο όσο ήταν δυνατό. Αλλά το ίδιο δεν μπορεί να είναι αλήθεια για την Ζωή του Αγίου Παγκράτιου, σύμφωνα με την οποία υπήρχαν Άβαροι στην περιοχή της Αθήνας κατά το τέλος του 7ου ή τις αρχές του 8ου αιώνα. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι «Άβαροι» και «Σλάβοι» είναι ταμπέλες που χρησιμοποιούνται από ξένους, και όχι τα ονόματα που αυτοί οι λαοί, όποιοι και να ήταν, μπορεί να είχαν χρησιμοποιήσει για τους εαυτούς τους. Όταν αποκαλεί την ενδοχώρα της Μονεμβασιάς «η χώρα της Σκλαβηνίας», η Χούγκενμπουργκ του Χάιντενχαϊμ (ή ο Βίλιμπαλντ του Έιχστατ, του οποίου την βιογραφία αυτή έγραψε) μπορεί να είχε στο μυαλό της την «χώρα των βαρβάρων», όχι απαραίτητα την χώρα των Σλάβων με μία εθνική έννοια. Όπως και να ’χει,   η πιο παλιά πληροφορία για  Σλάβους στην Πελοπόννησο έρχεται πολύ μετά από την δημιουργία θέματος με  αυτό το όνομα, ακόμα και εάν η δημιουργία μίας μητρόπολης της Πάτρας ή η  εγκατάσταση πληθυσμιακών ομάδων από άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας θα μπορούσαν κάλλιστα να συνδεθούν με την πρώτη σημαντική σύγκρουση μεταξύ των Βυζαντινών αρχών και των τοπικών Σλαβικών φυλών.
   Ο συγγραφέας του Χρονικού της Μονεμβασιάς, ο Αρέθας της Καισάρειας, και ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος γνώριζαν για ένα μοναδικό «Σκλαβηνικό έθνος» (έθνος Σθλαβηνών/Σκλαουηνών/Σκλαβηνών)   να υπάρχει στην Πελοπόννησο στην εποχή των δύο χρυσοβούλων του Αυτοκράτορα Νικηφόρου του 1ου για την μητρόπολη της Πάτρας (Κίσλινγκερ 2001:201, Γουέστερινγκ 1972:241, Περί βασιλείου τάξεως 49, βλέπε Κεφάλαιο 5). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, η αναφορά σε «Σκλαβηνικό έθνος», πάρθηκε και από τις τρεις πηγές από το κείμενο ενός  από αυτά τα χρυσόβουλα, κάτι το οποίο υποδηλώνει μία επίσημη, ίσως διοικητική, προέλευση για  μία τέτοια εθνική ορολογία. Ο συγγραφέας  του Χρονικού της Μονεμβασιάς, συνέδεσε το «Σκλαβηνικό Έθνος» με τους Άβαρους των πηγών του 6ου αιώνα, οι οποίες ήταν διαθέσιμες σε αυτόν στην Κωνσταντινούπολη. Αντίθετα, ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος προχώρησε μπροστά στον χρόνο προκειμένου να συνδέσει το «Σκλαβηνικό έθνος» με τους «Σλάβους» πιο πρόσφατης εποχής. «Στις μέρες του αυτοκράτορα Θεόφιλου και του γιου του Μιχαήλ», ως εκ τούτου, δεν υπήρχε πλέον «Σκλαβηνικό Έθνος», μόνο «Σλάβοι της επαρχίας της Πελοποννήσου», που εξεγέρθηκαν ενάντια στην Βυζαντινή εξουσία. Εξ άλλου, μερικοί από τους «ανυπότακτους της επαρχίας της Πελοποννήσου» ήταν τώρα γνωστοί με τα δικά τους ονόματα, Μηλιγγοί και Εζερίτες. Η πηγή πληροφοριών για τις δύο ομάδες λέγεται συγκεκριμένα ότι υπήρξε ένα χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ρωμανού του 1ου (920-944), το οποίο μείωσε τον φόρο υποτέλειας που είχε επιβληθεί στους Μηλιγγούς και στους Εζερίτες την επαύριον μιας ιδιαίτερα καταστρεπτικής εκστρατείας εναντίον τους, στην οποία ηγήθηκε ο στρατηγός της Πελοποννήσου  Κρινίτας Αροτράς (Περί βασιλείου  τάξεως 50). Εφόσον οι δύο ομάδες εμφανίζονται για πρώτη φορά στα πλαίσια της εκστρατείας του Θεόκτιστου Βρυέννιου, η οποία έλαβε χώρα κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Μιχαήλ του 3ου (842-856), είναι πιθανόν ότι το χρυσόβουλο του Ρωμανού συμπεριλάμβανε μια σύντομη ιστορία της διαμάχης με τους Μηλιγγούς και τους Εζερίτες, την οποία ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος χρησιμοποίησε σαν κύρια πηγή για την αφήγηση στο κεφάλαιο 50 του Περί βασιλείου τάξεως. Η εντύπωση που αποκομίζει κανείς από αυτό το κεφάλαιο είναι ότι η διαμάχη με τις Βυζαντινές αρχές είχε θέσει τους Μηλιγγούς και τους Εζερίτες χωριστά από τους άλλους «Σλάβους της Πελοποννήσου», οι οποίοι, μετά την εκστρατεία του Θεόκτιστου Βρυέννιου, είχαν υποταχτεί στην αυτοκρατορική εξουσία. Επιπλέον, ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ήξερε ότι οι Μηλιγγοί και οι Εζερίτες είχαν σπρωχτεί «προς την Λακεδαιμονία και το Έλος» και είχαν αναγκαστεί να εγκατασταθούν και στις δύο πλευρές «ενός μεγάλου και πολύ ψηλού βουνού που λέγεται Πενταδάκτυλος». Με άλλα λόγια,  για τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο οι Μηλιγγοί και οι Εζερίτες δεν ήταν ντόπιοι στην Νότια Πελοπόννησο, αλλά έφτασαν εκεί σαν πρόσφυγες από την περιοχή πολύ πιο βόρεια, στην οποία ο Θεόκτιστος Βρυέννιος διεξήγαγε τον πόλεμό του ενάντια στους «Σλάβους και  άλλους ανυπότακτους». Αυτό δημιουργεί την πιθανότητα οι Μηλιγγοί και οι Εζερίτες να μην είναι κατάλοιπα μεταναστών από  την Σλαβική πατρίδα στην Ανατολική Κεντρική Ευρώπη  με μία πλήρως ανεπτυγμένη ταυτότητα (Έτσι ο Μπιρνμπάουμ 1986), αλλά νέες εθνικές ομάδες που εμφανίστηκαν σε κάποια φάση κατά την διάρκεια του δεύτερου μισού του 9ου αιώνα σε αντίδραση προς τις βυζαντινές στρατιωτικές εκστρατείες.   Η διάκριση μεταξύ του «Σκλαβηνικού» έθνους, από την μία μεριά, και των Σλάβων Μηλιγγών και Εζεριτών, από την άλλη μεριά, μπορεί να αποδοθεί στην χρήση από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο δύο διαφορετικών πηγών, των χρυσόβουλων του Νικηφόρου του 1ου και του Ρωμανού του 1ου, αντιστοίχως. Ενώ ο πρώτος ενδιαφερόταν να υποτάξει το «Σκλαβηνικό» έθνος στην μητρόπολη της Πάτρας, ο τελευταίος έπρεπε να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία των Μηλιγγών και των Εζεριτών, οι οποίοι, παρά το γεγονός ότι πλήρωναν   στον τοπικό στρατηγό φόρο υποτέλειας (60 νομίσματα οι Μηλιγγοί, 300 νομίσματα οι Εζερίτες), ήταν «πρακτικά ανεξάρτητοι και αυτοκυβερνούμενοι, και κανείς από αυτούς δεν δεχόταν κάποιον επικεφαλής που θα ελέγχονταν από τον στρατιωτικό κυβερνήτη, ούτε δεχόντουσαν διαταγές για στρατιωτική υπηρεσία κάτω από την εξουσία του» (Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περί  βασιλείου τάξεως 50). Οι διαφορετικές θέσεις, στις οποίες αυτές οι ομάδες βρισκόντουσαν σε σχέση με την αυτοκρατορική εξουσία, απαιτούσαν μία διαφορετική ορολογία. Η ιδέα ότι ήταν όλοι Σλάβοι είναι του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, το αποτέλεσμα των προσπαθειών του να φέρει τις πηγές του σε έναν κοινό παρανομαστή.  Στην πραγματικότητα, οι Μηλιγγοί δεν ήταν ούτε υποταγμένοι στην μητρόπολη της Πάτρας (ή οποιαδήποτε από τις έδρες  βοηθών επισκόπων της), ούτε ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν φόρο υποτέλειας τόσο μεγάλο όπως οι Εζερίτες. Στα μέσα του 11ου αιώνα, ο καλύτερος τρόπος να περιγράψει κανείς την θέση τους ήταν να τους αποκαλεί «εθνικούς» (Η ζωή του Αγίου Νίκωνα 59,62). Αυτοί τώρα είχαν έναν δούκα δικό τους, ο οποίος μπορούσε να διατάξει ένα ακίνητο εξαρτημένο από το Μοναστήρι του Αγίου Νίκωνα (το πιο πιθανόν αυτό στο Σθλαβοχώριον , τώρα Αμίκλες, βλ. Οικονομίδης 2004:30)  να μετατραπεί σε πανδοχείο, δίπλα στο οποίο έχτισε κατόπιν το παλάτι του, περιβάλλοντάς το με ένα τοίχος (Η ζωή του Αγίου Νίκωνα 59). Σύμφωνα με τον συγγραφέα της Ζωής του Αγίου Νίκωνα,  ο οποίος υπηρέτησε σαν ηγούμενος στο μοναστήρι που ήταν αφιερωμένο στον Άγιο και έτσι γνώριζε για αυτούς από προσωπική του  εμπειρία, οι Μηλιγγοί είχαν μια φυλετική κοινωνία και μία «βάρβαρη και αδάμαστη φύση» ( Η ζωή του Αγίου Νίκωνα 62). Παρ’ όλα αυτά, αυτοί ήταν ικανοί για μετάνοια και ήξεραν ότι προκειμένου να αποκτήσουν άφεση για τα αμαρτήματά τους, χρειαζόντουσαν να φέρουν κεριά και λιβάνι στο μοναστήρι, κάτι το οποίο αποτελεί ένδειξη ότι ήταν Χριστιανοί (βλέπε Κεφάλαιο 6).
   Μιλούσαν οι Μηλιγγοί Σλάβικα; Ο Αυτοκράτορας  Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος αναφέρει επανειλημμένα την «Σλαβική γλώσσα» (Σκλαβινιστί) από την οποία αυτός μεταφράζει τα ονόματα διάφορων φυλών στην Δαλματία, όπως επίσης τα ονόματα των χειμάρρων του Δνείπερου (Περί βασιλείου τάξεως 9). 4 Εντούτοις, δεν προσφέρει μετάφραση των ονομάτων των Μηλιγγών και των Εζεριτών και προφανώς δεν ήξερε κανένα μέρος στην Ελλάδα, του οποίου το όνομα είχε Σλαβική προέλευση. Το ότι τέτοια ονόματα πράγματι υπήρχαν και το ότι τα Σλαβικά χρησιμοποιούνταν στην Πελοπόννησο του 10ου αιώνα καταδεικνύεται από τα σχόλια στην Γεωγραφία  του Στράβωνα, τα οποία παρέχουν σύγχρονα ονόματα για αρχαία τοπωνύμια. Έτσι, το Ρίο και η Χαλκίδα κοντά στην Πάτρα, εκείνη την εποχή αποκαλούνταν στα Σλάβικα Βέλβισκον και Βαρασάβα, αντίστοιχα (Ντίλερ,1954: 38-9). Τίποτα δεν δείχνει, ωστόσο, ότι τέτοια ονόματα τόπων Σλαβικής καταγωγής χρησιμοποιούνταν μόνο από αυτούς που μιλάγανε Σλάβικα. Ένας μεγάλος αριθμός των πολλών τοπωνυμίων Σλαβικής καταγωγής γνωστών από την Πελοπόννησο του 20ου αιώνα είναι σχηματισμένα άμεσα από Σλαβικά δάνεια στα σύγχρονα Ελληνικά (Βάρσμερ 1941, Μαλιγκούδης 1981). 5Αυτά μπορεί να εισαχθήκανε όχι από ομιλητές της Σλαβικής, αλλά από ομιλητές της Ελληνικής. Ομοίως, υπήρχαν αρκετά άτομα στην πρώιμη μεσαιωνική Ελλάδα με επίθετα Σλαβικής προέλευσης που εμφανίζονται σε γραπτές πηγές του 10ου (Ρεντάκιος Ελλαδικός) ή του 11ου αιώνα (Κωνσταντίνος Ρεντάκιος από την Αθήνα, Λάγος Ρεντάκιος, Ρεντάκιος γιος του Γέρου, Μιχαήλ Γαραζδής, Ιωάννης της Μελγκότας, Λιχόζισμος, και Βακλίκας). 6 Αν και τα ονόματα είναι Σλαβικής προέλευσης, τα άτομα που αποκαλούνται έτσι ήταν ομιλητές των Ελληνικών, όχι των Σλαβικών. Αν και δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζουμε ποια ήταν η γλώσσα, την οποία χρησιμοποίησε ο δουξ των Μηλιγγών για να διατάξει το χτίσιμο του παλατιού του, δεν υπάρχουν στοιχεία ότι χρειαζόντουσαν διερμηνείς για την επικοινωνία με τους Μηλιγγούς. Προκειμένου οι Μηλιγγοί και οι Εζερίτες να «στείλουν επιστολή στον άρχοντα Ρωμανό, τον αυτοκράτορα, ζητώντας και παρακαλώντας να απαλλαχθούν από τις αυξήσεις του φόρου υποτέλειάς τους», μερικοί από αυτούς πρέπει να είχαν ευφράδεια σε αυτή την γλώσσα που ήταν κατανοητή στο αυτοκρατορικό παλάτι. 7 Επιπλέον, προκειμένου οι Μηλιγγοί και οι Εζερίτες να καταλαβαίνουν ότι ο φόρος υποτέλειάς τους είχε ως εκ τούτου μειωθεί, μερικοί από αυτούς θα πρέπει να ήταν σε θέση να διαβάζουν το ελληνικό κείμενο του χρυσόβουλου που εξέδωσε ο αυτοκράτορας Ρωμανός ο 1ος προς όφελός τους. Όταν οι Μηλιγγοί επιτέθηκαν στο προσάρτημα του μοναστηριού του Αγίου Νίκωνα με σκοπό να κλέψουν τα ζώα, η παρέμβαση του αγίου τους έκανε να συνειδητοποιήσουν το λάθος τους  και, σαν συνέπεια, ζήτησαν από τους «συγγενείς» τους να πάνε στο μοναστήρι και να εξασφαλίσουν την συγγνώμη του αγίου  (Η ζωή του Αγίου Νίκωνα 62). Είναι δύσκολο να φανταστούμε πως θα ήταν δυνατές τέτοιες συναλλαγές χωρίς την γνώση των Ελληνικών. Έχει αναφερθεί από καιρό ότι ο αριθμός των Σλαβικών δανείων στα Ελληνικά, που φαίνεται να είναι από την κοινή Σλαβική και έτσι μπορούν να χρονολογηθούν πριν από τον 8ο αιώνα, είναι λιγότερα από τα δάνεια με πολύ μεταγενέστερα γλωσσικά χαρακτηριστικά. (Πατρούτς 1970: 27-8 και 1972, για την ελάχιστη επιρροή της Κοινής Σλαβικής στα Ελληνικά, δες επίσης Μούτσος 1987, για τα Σλαβικά δάνεια στα σύγχρονα Ελληνικά βλέπε Μπορντρέγερ 1989). Μερικά τοπωνύμια στην Ελλάδα είναι σύνθετα κατά ένα μέρος από τα Ελληνικά και κατά το άλλο μέρος από τα Σλάβικα. Για παράδειγμα, στο Γαυρολίμνη, το πρώτο μέρος προέρχεται από την Σλαβική λέξη για την «ακτή» και το τελευταίο από την ελληνική λέξη για την «λίμνη».  Τέτοιες συνθέσεις αποτελούν μια καθαρή ένδειξη συχνών εναλλαγών κώδικα μεταξύ γλωσσών και διγλωσσίας. Επί πλέον, υποδηλώνουν την απόκτηση μιας δεύτερης γλώσσας σε ένα δίγλωσσο περιβάλλον. Αυτή η δεύτερη γλώσσα πρέπει να ήταν τα Ελληνικά και όχι τα Σλαβικά, δεδομένου ότι η τάση για τον σχηματισμό σύνθετων λέξεων είναι μεγαλύτερη στα Ελληνικά από ότι σε οποιαδήποτε Σλαβική γλώσσα. (Μαλιγκούδης 1983: 105).
   Η διγλωσσία πρέπει επίσης να υπήρξε ένα κύριο χαρακτηριστικό στην ζωή των  Δρουγουβιτών και των Σαγουδατών από το «μίγμα χωριών» μεταξύ της Βέροιας και της Θεσσαλονίκης (Ιωάννης  Καμινιάτης,  Η άλωση της Θεσσαλονίκης 6). Και οι δύο ομάδες είχαν συμμετάσχει στην πολιορκία της Θεσσαλονίκης την επαύριον της εκτέλεσης του Περβούνδου, του βασιλιά των Ρυνχίνων (Θαύματα του Αγίου Δημητρίου 2.4.255). Το 677, οι Δρουγουβίτες είχαν τους δικούς τους «βασιλιάδες» που ηγήθηκαν στην επίθεση, αλλά μερικά χρόνια αργότερα, όταν διατάχθηκαν από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον 4ο να θρέψουν τους πρόσφυγες από το Αβαρικό κανγκανάτο υπό τον Κούβερ και τον Μάουρο, δεν γίνεται καμία μνεία για τίποτα «βασιλιάδες» ή φυλάκους (Θαύματα του Αγίου Δημητρίου 2.5.289). Πάνω από έναν αιώνα αργότερα, κατά την διάρκεια του πρώτου μισού του 9ου αιώνα, οι Δρουγουβίτες είχαν το δικό τους άρχοντα, τον Πέτρο, του οποίου η σφραγίδα δείχνει ότι είχε τον τίτλο του αυτοκρατορικού σπαθάριου, ο οποίος θα πρέπει να του είχε απονεμηθεί από τον αυτοκράτορα (Κυριακή-Βασιλείου  2004: 249). Κατά την διάρκεια του 10ου αιώνα σε μεγάλο βαθμό όπως οι Μηλιγγοί της Πελοποννήσου, οι Δρουγουβίτες ήταν Χριστιανοί, γιατί μια επισκοπή της Δρουγουβιτίας περιλαμβάνεται μεταξύ των εδρών βοηθών επισκόπων της Θεσσαλονίκης στην σημείωση 7, που συντάχθηκε στις αρχές της εκατονταετίας του 900 από τον Πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό και τον Αυτοκράτορα Λέοντα τον 6ο( βλ. Κεφάλαιο 9). Ένα θέμα (=διοικητική περιφέρεια, όπως είπαμε και πιο πάνω, Σ.τ.μ.) της Δρουγουβιτίας οργανώθηκε επίσης λίγο μετά το 1000, και ο στρατιωτικός κυβερνήτης του αναφέρεται αρκετές φορές σε έγγραφα από τα αρχεία του Όρους Άθως (βλέπε Κεφάλαιο 6). Αντίθετα προς τους Μηλιγγούς, οι Δρουγουβίτες προφανώς υποτάχθηκαν νωρίς στην αυτοκρατορική εξουσία, αν και θα πρέπει να είχαν διατηρήσει ένα μεγάλο μέρος της αυτονομίας τους κάτω από την εξουσία των δικών τους αρχόντων. Το ειδικό καθεστώς τούς εξασφάλισε την επιβίωση του ονόματός τους και, ίσως, μία κάποια αίσθηση της φυλετικής τους ταυτότητας. Αν και το εθνικό όνομα τελικά μεταφέρθηκε σε αυτό μιας διοικητικής μονάδας, δεν υπάρχει ένδειξη ότι, την εποχή που εμφανίστηκε  το θέμα της Δρουγουβιτίας, οι κάτοικοί του αισθανόντουσαν, ή θεωρούνταν από τους άλλους σαν, κατά οποιοδήποτε τρόπο, διαφορετικοί από αυτούς των γειτονικών θεμάτων της Βέροιας και της Θεσσαλονίκης. Μιλούσαν Σλάβικα; Όπως και με τους Μηλιγγούς, η απουσία οποιασδήποτε πληροφορίας, σχετικής με διερμηνείς   ή με γλωσσικούς φραγμούς στην επικοινωνία, αποτελεί ισχυρή ένδειξη για διαδεδομένη πλατιά διγλωσσία. Η ενδοχώρα της Θεσσαλονίκης είναι στο κάτω-κάτω η περιοχή, στην οποία μιλιόταν η Σλαβική διάλεκτος, από την οποία ο Κωνσταντίνος και ο Μεθόδιος πιστεύεται ότι διαμόρφωσαν τα  Παλαιά Εκκλησιαστικά Σλαβονικά, στα οποία μεταφράσανε τα θρησκευτικά τους κείμενα για την αποστολή τους στην Μοραβία. Όπως ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ ο 3ος υποτίθεται ότι είπε στον Κωνσταντίνο πριν τον στείλει σε αυτήν την αποστολή, «όλοι οι Θεσσαλονικείς μιλάνε καθαρά Σλάβικα» (Η Ζωή του Μεθόδιου 5). Ο υπαινιγμός είναι  ότι αυτό το έκαναν  παράλληλα με τα Ελληνικά -με άλλα λόγια, ότι ήταν δίγλωσσοι. Ακόμη και εάν έγραφε το όνομά του (πιθανών Γρηγόριος ή Γεώργιος) στα Γλαγολιτικά, το άτομο που υπέγραψε μία κατάθεση με ημερομηνία Ιούνιος του 982, σχετική με μία συμφωνία μεταξύ των κατοίκων του Ιερισσού της Χαλκιδικής και του Ιωάννη του Ίβηρα, του ιδρυτή της μονής των Ιβήρων, θα πρέπει να ήταν σε θέση να καταλαβαίνει τους όρους της συμφωνίας στα Ελληνικά. Παρομοίως, όλοι οι άλλοι μάρτυρες, των οποίων τα επίθετα είναι Σλαβικής προέλευσης, αλλά των οποίων τα ονόματα ήταν γραμμένα με Ελληνικά γράμματα, ήταν αναμφισβήτητα ομιλητές των Ελληνικών.
   Οι Δρουγουβίτες είναι η μοναδική ομάδα Σκλαβηνών του 7ου αιώνα, που, όπως αναφέρεται στο Βιβλίο ΙΙ των Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου, εξαιτίας μιας πελατειακής πολιτικής, έχει αναπτύξει μία συνείδηση περιφερειακής ταυτότητας,  και η οποία αργότερα ενσωματώθηκε στην Αυτοκρατορία. Οι Σαγουδάτες αναφέρονται μαζί με τους Δρουγουβίτες στην Άλωση της Θεσσαλονίκης του Ιωάννη Καμινιάτη, αλλά δεν υπήρξε ποτέ ένα θέμα ή μια επισκοπή της Σαγουδατίας. Οι Βελεγεζίτες, οι οποίοι ζούσαν κοντά στην Θήβα και στην Δημητριάδα, προμήθευαν με σιτηρά αυτούς που ήταν πολιορκημένοι στην Θεσσαλονίκη από τον συνασπισμό των Ρυγχίνων, των Σαγουδατών και των Δρουγουβιτών (Θαύματα του Αγίου Δημητρίου 2.4.254, 2.4.268). Περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα, ένας άρχοντας των Βελεγεζιτών που λεγόταν Ακάμιρος, προσπάθησε ανεπιτυχώς να ελευθερώσει τους υιούς του Κωνσταντίνου του 5ου από την εξορία τους στην Αθήνα και να ανακηρύξει τον έναν από αυτούς αυτοκράτορα (Θεοφάνης Ομολογητής  Χρονογραφία 473-4). Ένας από τους διαδόχους του του 8ου αιώνα, ο Τυχόμιρος, ήταν αυτοκρατορικός σπαθάριος, κάτι που υποδηλώνει ότι ο τότε άρχοντας των Βελεγεζιτών ήταν ένας αυτοκρατορικός επίτροπος. Το ότι μετά το 800 περίπου δεν γίνεται αναφορά στους Βελ(εγε)ζίτες μπορεί να αποτελεί ένδειξη ότι η πολιτεία τους εκείνη την εποχή πλέον είχε απορροφηθεί μέσα στο θέμα της Ελλάς. Εάν οι Βαγιουνίτες που αναφέρονται στα Θαύματα του Αγίου Δημητρίου έχουν τίποτα με την Βαγενετία, την παράκτια περιοχή κοντά στην Κέρκυρα, τότε είναι σημαντικό να σημειώσουμε την ύπαρξη ενός άρχοντα  της Βαγενετίας, την ίδια εποχή και με τον ίδιο τίτλο του αυτοκρατορικού σπαθάριου,  όπως ο Τυχόμιρος, ο άρχοντας των Βελεγεζιτών. (Θαύματα του Αγίου Δημητρίου 2.179, Μπανέσκου 1938: 116-17, βλέπε επίσης Σούσταλ 2004:22). Ένας άλλος άρχων, με το όνομα Ιλαρίονας, είναι γνωστός από την σφραγίδα του που χρονολογείται στο τέλος του 9ου ή στις αρχές του 10ου αιώνα (Σλουμπέργκερ 1895:226). Αυτός πιθανόν ήταν σύγχρονος του επισκόπου της Βαγενετίας, ο οποίος συμμετείχε στην εκκλησιαστική σύνοδο το 879 (Χρυσός 1997:184). Εντούτοις, και η επισκοπική έδρα και οποιαδήποτε διοικητική δομή της Βαγενετίας εξαφανίζονται από το ραντάρ των γραπτών πηγών μετά το 950 περίπου.8 Ενώ οι Βερζίτες και οι Ρυγχίνοι των Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου δε είναι γνωστοί από οποιεσδήποτε γνωστές πηγές, οι Εβιδίτες είναι γνωστοί μόνο  από δύο σφραγίδες του 8ου και των αρχών του 9ου αιώνα των αρχόντων τους,  ένας από τους οποίους είχε ένα Σλαβικό όνομα, Βόϊδαργος (Θαύματα του Αγίου Δημητρίου 2.179, 2.231-3, Σεϊμπντ 1999:29-30 και 2003:463-4).
   Αν και δεν αναφέρονται στα Θαύματα του Αγίου Δημητρίου, οι Σμολιανοί εμφανίζονται στην επιγραφή  των Φιλίππων (Μπεσέβλιεφ 1963:164-5). Είτε  ο Bουλγαρικός στρατός,  στον οποίο αναφέρεται η επιγραφή, συνάντησε τους Σμολιανούς στην περιοχή των Φιλίππων είτε αλλού, μία επισκοπή της Σμόλαινας αναφέρεται για πρώτη φορά σαν έδρα βοηθού επισκόπου των Φιλίππων στις αρχές του 10ου αιώνα (Νταρουζές 1981: 285, για το μεταγενέστερο θέμα των Σμολαινών, βλ. Τσεσμετζίεφ 1977:92-3). Σε μεγάλο βαθμό όπως οι Δρουγουβίτες, οι Σμολιανοί άφησαν το όνομά τους σε μία Βυζαντινή εκκλησιαστική και διοικητική δομή, αλλά τίποτα δεν υποδηλώνει την επιβίωση της φυλετικής τους ταυτότητας. Αντίθετα, οι Σκλαβηνοί τοξότες στο θέμα του Στρυμόνα, τους οποίους ο Νικήτας, ο στρατηγός της Θεσσαλονίκης κάλεσε για την άμυνα της πόλης ενάντια στον Λέοντα της Τρίπολης, είχαν αρχηγούς δικούς τους άρχοντες, κάτι το οποίο υποδηλώνει ότι απολάμβαναν κάποιο βαθμό αυτονομίας εντός του θέματος (Ιωάννης Καμινιάτης, Η άλωση της Θεσσαλονίκης 20). Οι διοικητές τους δεν ήταν ανεξάρτητοι ηγέτες, γιατί είχαν διοριστεί πιθανόν από τον αυτοκράτορα ή από τον τοπικό στρατηγό. Ο Ιωάννης Καμινιάτης τους κατηγορεί για διαφθορά, και εάν αυτοί οι άρχοντες ήταν οι ίδιοι Σκλαβηνοί, σίγουρα δεν είχαν προβλήματα στο να μιλάνε Ελληνικά. Αυτό σε μεγάλο βαθμό προκύπτει από το γεγονός ότι, με το που ξεχύθηκαν οι άντρες του Λέοντα της Τρίπολης στην Θεσσαλονίκη, οι άρχοντες απέδρασαν μέσα από μια από τις πύλες της πόλης και είπαν στο τρομοκρατημένο πλήθος που άφησαν πίσω τους ότι είχαν διαταγές από τον στρατηγό να συγκεντρώσουν ενισχύσεις από την περιοχή του Στρυμόνα (Ιωάννης Καμινιάτης, Η άλωση της Θεσσαλονίκης 41).
   Πέρα από το ότι αποκαλύπτουν  την οργανωτική και διοικητική δομή που υπήρχε στην διάρκεια του πρώιμου μεσαίωνα, τα στοιχεία που συζητήθηκαν παραπάνω δείχνουν πόσο λάθος κατασκευασμένο είναι το λεγόμενο «Σλαβικό πρόβλημα» στην ιστοριογραφία της μεσαιωνικής Ελλάδας. Είναι σαφές ότι «Σκλαβηνοί» και «Σλάβοι» ήταν ταμπέλες που χρησιμοποιούσαν οι απέξω προκειμένου να απλοποιήσουν μια πολύ πιο περίπλοκη εθνική και πολιτική διαμόρφωση. Καμία ομάδα δεν αποκαλούσε τον εαυτό της με τέτοια ονόματα σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο. Οι Σλάβοι είναι μια επινόηση των Βυζαντινών συγγραφέων, γιατί δεν υπάρχουν στοιχεία για το ότι οι Μηλιγγοί και οι Δρουγουβίτες, για παράδειγμα, σκέφτηκαν ποτέ τους εαυτούς τους σαν μέρος κάποιας εθνικής ή πολιτικής οντότητας μεγαλύτερης από τις ίδιες τις ομάδες, στις οποίες αυτοί ανήκαν. Ούτε φαίνεται να αισθάνθηκαν ποτέ ότι οι αντίστοιχες ομάδες τους σχετιζόντουσαν κατά κάποιον τρόπο μεταξύ τους γλωσσικά ή πολιτικά. Ακόμη και εάν μιλούσαν πιθανόν αμοιβαία κατανοητές διαλέκτους,  καμία αίσθηση αλληλεγγύης δεν ένωνε  τους «Σλάβους» πέρα από τις προσωρινές στρατιωτικές συμμαχίες, όπως αυτή του 677 για την επίθεση ενάντια στην Θεσσαλονίκη. Εξαιτίας του γεγονότος ότι το «Σλάβοι» θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μετονομαστικά για να αναφέρεται σε βαρβάρους, όλα τα Σλαβικά πράγματα έφθασαν να αντιπροσωπεύουν το αντίθετο του «πολιτισμού» ή της πολιτιστικής επιτήδευσης. Οποιοδήποτε εθνογραφικό ενδιαφέρον μπορούσε να υπάρχει σε σχέση με τους «Σλάβους», αυτό γρήγορα υποχώρησε μπροστά σε εθνικά στερεότυπα. Το να πει κανείς ότι πίσω από τις φαντασμένες πόζες του σαν μορφωμένου ανθρώπου, ο Νικήτας Μάγιστρος δεν ήταν παραπάνω από ένας καράβλαχος, χρειάζεται μόνο να αναφερθεί στο «Σλαβικό του πρόσωπο» χρησιμοποιώντας μια σύνθετη λέξη με μία Σλαβική ρίζα, τέτοια που μόνο οι χωριάτες που είχαν μια ανεπαρκή ή φτωχή γνώση των Ελληνικών θα μπορούσαν να έχουν εκστομίσει. Στην Κωνσταντινούπολη, τα πολιτικά πλεονεκτήματα, τα οποία η διγλωσσία ίσως να είχε προσφέρει στους κατοίκους της πρώιμης μεσαιωνικής Ελλάδας, θα μπορούσαν να μετατραπούν σε σύμβολα δυσπροσαρμογής και επαρχιωτισμού. 9
   Στην πραγματικότητα, καθόλου χαρακτηριστικά του προσώπου δεν διέκριναν τους Μηλιγγούς ή τους Δρουγουβίτες από τους μη-Σλάβους γείτονές τους, ενώ η διγλωσσία, την οποία κοροϊδεύουν οι γραμματισμένοι της Κωνσταντινούπολης, ήταν περισσότερο ένας παράγοντας ειδικών πολιτικών συνθηκών παρά μίας ανεπαρκούς αφομοίωσης. Μολονότι ήταν ένα σημαντικό συστατικό της επαρχιακής ζωής, οι «Σλάβοι» δεν ήταν σε καμία περίπτωση το μοναδικό. «Καφεροί, Θρακιώτες, Αρμένιοι, και άλλοι από διάφορα μέρη και πόλεις» εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο στις αρχές του 9ου αιώνα (Κίσλινγκερ 2001:203, βλέπε επίσης Ντίτεν 1993: 341-3), ενώ οι Αρμένιοι και «άλλος όχλος» ήρθαν στην Κρήτη την επαύριον της κατάκτησης του νησιού το 961 (Λέοντας ο Διάκονος Ιστορία, 2.8). Οι Καφεροί θα μπορούσαν κάλλιστα να ήταν προσηλυτισμένοι Άραβες από τα ανατολικά σύνορα της Αυτοκρατορίας, αλλά δεν είναι ανάγκη όλες οι αναφορές στους «Αμαληκίτες» να ερμηνεύονται με μία εθνική έννοια, σαν αναφορές σε Άραβες.  Για παράδειγμα, ένα από τα θαύματα που αποδίδεται στην Αγία Θεοδώρα της  Θεσσαλονίκης περιλάμβανε έναν άνθρωπο που λεγόταν Ηλίας, «ο οποίος ήταν Αμαλακητικής καταγωγής», και ο οποίος λέγεται ότι ήταν πιστός  «από αρχαία παράδοση» στην αίρεση των εικονοκλαστών (Η ζωή της Αγίας Θεοδώρας της Θεσσαλονίκης 57). Σε μεγάλο βαθμό όπως ο αυτοκράτορας Λέοντας ο 5ος, ο οποίος αναφέρεται αλλού στο κείμενο  (Η ζωή της Αγίας Θεοδώρας της Θεσσαλονίκης 11), ο Ηλίας αποκαλείται Αμαληκίτης, όχι γιατί είναι Αραβικής καταγωγής, αλλά επειδή υιοθετούσε την Ισλαμική απόρριψη των εικόνων.
   Σύμφωνα με το Χρονικό της Μονεμβασιάς, οι Λάκωνες βοσκοί και αγρότες που εκτοπίστηκαν από τις βαρβαρικές εισβολές,  μετακινήθηκαν στην βραχώδη περιοχή γύρω από την Μονεμβασιά που είναι γνωστή σαν Τσακωνιά (Κίσλινγκερ 2001: 201). 10 Εντούτοις ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος περιγράφει τους Τσάκωνες σαν εξαθλιωμένους στρατιώτες, που συμμετείχαν σε εκστρατείες υπό την αιγίδα του κράτους και προσλαμβανόντουσαν συνήθως στις φρουρές των  πύργων - ένας συνδυασμός στρατιωτών και αστυνομικών (Περί τελετών, στο Ράϊσκε 1830: 696, Αργουάϊλερ 1963: 248). 11  Η Τσακωνιά φαίνεται να ήταν μια ορεινή περιοχή σε κοντινή εγγύτητα προς ταραξίες γείτονες, όπως οι Εζερίτες. Αυτή ήταν η περιοχή στην οποία οι Τσάκωνες εγκαταστάθηκαν στην διάρκεια του 9ου και του 10ου αιώνα, πιθανόν σαν φρουρές  κατά μήκος των δρόμων που συνέδεαν την Κόρινθο με την Μονεμβασιά ή στην ακτή. Ένας ανάλογος ρόλος μπορεί επίσης να παίχθηκε από τους «Τούρκους» ή «Βαρδαριώτες» - Μαγιάρους αιχμαλώτους πολέμου εγκατεστημένους στην κοιλάδα του ποταμού Βαρδάρη,  οι οποίοι προσηλυτίστηκαν στον χριστιανισμό, και αργότερα στρατολογήθηκαν στον στρατό του Αυτοκράτορα Βασιλείου του 2ου που εκστράτευσε ενάντια στον Σαμουήλ της Βουλγαρίας  (Η ζωή του Αγίου Αθανάσιου του Αθωνίτη 58, Λοράν 1940, Οικονομίδης 1973). Ένας φανερά στρατιωτικός χαρακτήρας μπορεί να αναγνωριστεί στην περίπτωση των Ναρδαϊτών. Ο συνεχιστής του Θεοφάνη του Ομολογητή και ο Αυτοκράτορας  Κωνσταντίνος  Πορφυρογέννητος, και οι δύο αναφέρουν την παρουσία τους στην Κεφαλλονιά και στην Πελοπόννησο (Θεοφάνης Συνεχιστής στο Μπέκερ 1938:303 και 311, Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος Περί τελετών στο Ράϊσκε 1830: 655,656, και 665, βλέπε επίσης Μπον 1951: 75-6, Αρβάϊλερ 1966: 399, Μάλαμουτ 1988: 164, Ντίτεν 1993: 155-6). Αυτοί φαίνεται να μετακινήθηκαν στα Ελληνικά νησιά από την Παμφυλία για να υπηρετήσουν σαν ενισχύσεις για τις τοπικές ναυτικές δυνάμεις, εξ αιτίας της εξαιρετικής τους φήμης σαν ναυτών. Το 880  πράγματι στρατολογήθηκαν για τον στόλο  του ναυάρχου Βασίλειου Νάσαρ,  που δρούσε στην δυτική ακτή της Πελοποννήσου ενάντια σε αφρικανικά πολεμικά πλοία, τα οποία είχαν μόλις κάνει επιδρομές ενάντια στην Κεφαλληνία και στην Ζάκυνθο (Θεοφάνης Συνεχιστής, στο  Μπέκερ 1838: 320, Μπον 1951: 75-6, Ντίτεν 1993: 149 και 155-6, Κίσλινγκερ 2001: 54).
   Άλλοι μετακινήθηκαν με τη θέλησή τους στην Πελοπόννησο, όπως οι δύο «Λατίνοι» από την Ακουλέια που εγκαταστάθηκαν στην Σπάρτη «χάριν του εμπορίου» κατά την διάρκεια του πρώτου μισού του 11ου αιώνα, μετά τον θάνατο του Αγίου Νίκωνα (Η ζωή του Αγίου Νίκωνα 74). Δύο αιώνες νωρίτερα υπήρχαν κοινότητες Αθίγγανων («Ανέγγιχτοι») στο νησί της Αίγινας. Αυτοί μπορεί να έφθασαν εκεί από την Μικρά Ασία. Οι αιρετικές Ιουδαϊκής έμπνευσης πρακτικές τους  δεν εμπόδισαν την Αγία Αθανασία  να επεκτείνει την φιλανθρωπία της προς αυτούς  κατά την διάρκεια ενός  λιμού  (Η ζωή της Αγίας Αθανασίας της Αίγινας 2). Η στάσης της έρχεται σε οξεία αντίθεση με αυτήν του Αγίου Νίκωνα προς τους Εβραίους της Σπάρτης (Νιάβης 1994:311-12). Ο Νίκωνας δεν ήθελε τίποτα λιγότερο από το να οδηγήσει «έξω από την πόλη τους την Εβραϊκή φυλή που ζούσε ανάμεσά τους» (Η ζωή του Άγιου Νίκωνα 33). Φαίνεται ότι αυτός  είχε διακρίνει στους Εβραίους, στα «απαίσια έθιμά τους και στην μόλυνση της λατρείας τους», την κύρια αιτία του λοιμού, ενάντια στον οποίο η βοήθειά του ζητήθηκε από τους «επικεφαλείς και τον υπόλοιπο πληθυσμό της Λακεδαίμονας». Στην Διαθήκη του, ο Άγιος Νίκωνας χαρακτηρίζει σαν ιδιαίτερα εξωφρενικό το γεγονός ότι υπήρχαν σφαγεία σε άμεση γειτνίαση με την εκκλησία του Αγίου Επιφάνειου  (Η Διαθήκη του Νίκωνα του Μετανοείτε για την Εκκλησία και το Μοναστήρι του Σωτήρα, της Μητέρας του Θεού και της Αγίας Κυριακής στην Λακεδαίμονα, στο Τόμας και Χίροου 2000: 317). Εφόσον αυτός ζήτησε από τους κατοίκους της Λακεδαίμονας, σαν προϋπόθεση για να αναλάβει δράση ενάντια στον λοιμό, να «σφάζουν το Σάββατο και να τηρούν την γιορτή της Κυριακής», η επίπτωση πρέπει να ήταν ότι αυτοί που δουλεύανε μέσα, εάν δεν ήταν και ιδιοκτήτες τους, στα σφαγεία, των οποίων την κατεδάφιση διέταξε, ήταν Εβραίοι (Κωνσταντέλλος 1985: 308). Κρίνοντας από την βίαιη αντίδραση του Νίκωνα ενάντιά τους, οι Εβραίοι της Σπάρτης ήταν πολύ καλά αφομοιωμένοι στην τοπική κοινωνία, τόσο πολύ που ο συγγραφέας της Ζωής του Αγίου Νίκωνα βάζει στο στόμα του Νίκωνα μία παραπομπή από τον Ιερεμία  37:14 («Οι τρόποι σας κάνανε αυτά τα πράγματα σε σας»), στην οποία κατηγορεί τους κατοίκους της Λακεδαίμονας  για την συγκατοίκησή τους με τους Εβραίους. Αυτή η κατηγορία προκάλεσε θυμό ανάμεσα σε μερικές από  τις ηγετικές φυσιογνωμίες της πόλης. Ένας από αυτούς, ο Ιωάννης Άρατος, πιθανόν είχε προσλάβει Εβραίους για την ραφή ενδυμάτων. Αυτός, στην πραγματικότητα, είναι ο λόγος που έφερε πίσω έναν Εβραίο εργάτη σε άμεση αντίθεση προς τον Άγιο Νίκωνα (Η ζωή του Αγίου Νίκωνα 35, Σαββίδης 1995). Η έκρηξη βίας του Νίκωνα ενάντια στον Εβραίο υποδηλώνει ότι ο τελευταίος δεν ήταν ελεύθερος, αλλά μάλλον κατά κάποιο τρόπο εξαρτημένος από τον Ιωάννη Άρατο, πιθανόν πάροικός του (βλέπε Κεφάλαιο 8). Η θέση του μπορεί να μην ήταν διαφορετική από αυτήν των δεκαπέντε εβραϊκών οικογενειών του νησιού της Χίου οι οποίες, σύμφωνα με ένα αυτοκρατορικό χρυσόβουλο του 1049, ήταν εξαρτημένες (πάροικοι) από το τοπικό μοναστήρι της Νέας Μονής  (Οικονομίδης 1995β).
   Υποστηρίχθηκε πρόσφατα ότι στο Βυζάντιο, «η εθνική καταγωγή δεν είχε σημασία» και ότι για τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας η εθνικότητα «ήταν μόνο μία ιδιοτροπία μεταξύ Ρωμαίων πρώτης ή δεύτερης γενιάς ή μια κατασκευή ενός που ασχολείται με την αρχαιότητα» (Καλδέλης 2007: 95). Τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί μέχρι τώρα δείχνουν ότι τέτοια συμπεράσματα είναι λάθος, τουλάχιστον για την πρώιμη μεσαιωνική Ελλάδα. Δεν υπάρχει ίσως καλύτερη απεικόνιση για το πόσο πραγματικά μπορεί να είναι τα εθνικά σύνορα από λίγες περιπτώσεις λανθασμένης ταυτότητας. Ο Άγιος Λουκάς ο Νεότερος θεωρήθηκε λανθασμένα σαν δραπέτης δούλος εξαιτίας της φτωχής του ενδυμασίας. Ομοίως, ο Άγιος Ηλίας ο Νεότερος, συλλήφθηκε στο Μπουτρίντ με την υποψία ότι ήταν Άραβας κατάσκοπος (Η ζωή του Αγίου Ηλία του Νεότερου στο Τάιμπι 1962: 40 και 42). Στην περίπτωσή του, το στοιχείο της σύγχυσης μπορεί να υπήρξε το τουρμπάνι του αγίου. Η διαφορά -είτε κοινωνική είτε θρησκευτική-  μετρούσε, και οι εθνικές διαφορές είχαν σημασία και στις σχέσεις εντός και στις σχέσεις εκτός της ομάδας. Το ότι οι Άραβες, οι Βούλγαροι, και οι Μαγυάροι, πολύ μετά τον προσηλυτισμό τους στον χριστιανισμό, αναγνωριζόντουσαν ακόμα από τους άλλους σαν Καφεροί, Σκύθες, και Τούρκοι, αντίστοιχα, δεν μπορεί να εξηγηθεί ούτε σαν ιδιοτροπία ούτε σαν κατασκευή κάποιου που ασχολείται με την αρχαιότητα. Οι κατηγορίες «Άραβες» και «Καφεροί» μπορεί να μην επικαλύπτονται πλήρως  και ο ορισμός τους στην Κωνσταντινούπολη  (όπου το πιο πιθανόν γράφτηκε το Χρονικό της Μονεμβασιάς) μπορεί να υπήρξε διαφορετικός από αυτόν στην Ελλάδα. Επιπλέον, το πώς ακριβώς οι Καφεροί και οι Τούρκοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους θα παραμείνει άγνωστο. Παρόλα αυτά η ύπαρξη στην πρώιμη μεσαιωνική Ελλάδα μίας οξείας διάκρισης μεταξύ του «εμείς» και του «αυτοί», η οποία είναι το καθοριστικό συστατικό μιας εθνικής ταυτότητας, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Οι «ντόπιοι» θεωρούνταν σαν ουσιαστικά διαφορετικοί από τους άλλους λαούς, ιδιαίτερα τους εισβολείς. Ο Αρέθας της Καισάρειας, ένας ντόπιος της Πάτρας, κατηγορούσε το «Σκλαβηνικό έθνος» για την καταστροφή και την εξορία των «ντόπιων, ελληνικών εθνών» (εγγενή Ελληνικά έθνη) της Πελοποννήσου, κάτι που φαίνεται να αποτελεί μία κλασικιστική αναφορά στις ελληνικές φυλές των Δωριέων και των Εποιών (Γουέστερλινκ 1972: 241, Κίσλινγκερ 2001: 39, Κόντερ 2003: 306, ο οποίος πιστεύει ότι το «Ελληνικά έθνη» αναφέρεται σε ειδωλολάτρες,  Καλδέλης 2007: 117-18, ο οποίος λανθασμένα βλέπει τα «Ελληνικά έθνη» σαν «απλά ρωμαίους που ζούσαν στην Ελλάς»). 12  Για τον συγγραφέα της Ζωής του Άγιου Νίκωνα δύο Ιταλοί από την Ακουλέια που είχαν εγκατασταθεί στην Λακεδαίμονα ήταν «ξένοι, όχι ντόπιοι», και οι Μηλιγγοί ήταν «εθνικοί» (Η ζωή του Άγιου Νίκωνα 62 και 74. Για την χρήση της Λακεδαίμονας και της Λακεδαιμονίας σαν αναφοράς στην Σπάρτη, βλέπε Βασιλικοπούλου-Ιωαννίδου   1979). Αυτός έγραφε σαν «ντόπιος», γιατί ήταν στο παρελθόν (ή ίσως ήταν ακόμα) ο ηγούμενος του Μοναστηριού του Αγίου Νίκωνα στην Σπάρτη.
   Ούτε ο Αρέθας ούτε ο συγγραφέας της Ζωής του Αγίου Νίκωνα είχαν κάποιο ιδιαίτερο όνομα για τους «ντόπιους». Ο Νικήτας Μάγιστρος ισχυριζόταν ότι ήταν ένας Λάκωνας και «ένα παιδί της Σπάρτης» αλλά προφανώς στερούνταν ταυτότητας πέρα από το περιφερειακό επίπεδο (Επιστολές 2,4,και 5, Κουτράκου 1993). 13 Ομοίως, όταν παραθέτει από τον Όμηρο και τον Ηρόδοτο αναφερόμενος στην Θεσσαλία, ο σκοπός του είναι να αποτανθεί στην αίσθηση της περιφερειακής περηφάνιας του παραλήπτη της επιστολής του - του αρχιεπίσκοπου της Θεσσαλονίκης, ο οποίος ήταν ντόπιος της Λάρισας (Επιστολή 23). Ο Κωνσταντίνος  Πορφυρογέννητος περιγράφει αυτούς που ζούσαν στην ενδοχώρα της Πάτρας, που δεν ήταν Σλάβοι, σαν Γραικούς (Περί  βασιλείου τάξεως 49). Ο λόγος που το κάνει αυτό μπορεί να ήταν το ότι στα μέσα του 10ου αιώνα το «Έλληνες» είχε ακόμα μία ισχυρή μη εθνική σημασία («Έλληνες»-σαν-ειδωλολάτρες), ενώ το Ελλαδικoί αναφερόταν αυστηρά στο στρατό του θέματος της Ελλάς, όχι της Πελοποννήσου (Κόντερ 2003: 306, Καλδέλης 2007: 117 και 184-5). Σύμφωνα με τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, αυτοί που ζούσαν στην Πελοπόννησο στην διάρκεια της ζωής του χρησιμοποιούσαν τον όρο «Έλληνες» για να αναφερθούν όχι στους εαυτούς τους, αλλά στους κατοίκους της πόλης της Μάνης, «επειδή στους πολύ αρχαίους καιρούς ήταν ειδωλολάτρες και λάτρευαν εικόνες, όπως έκαναν οι αρχαίοι Έλληνες» (Περί  βασιλείου τάξεως 50). Υπήρχε, ωστόσο, μία εθνική διαφορά μεταξύ των Γραικών και των κατοίκων της Μάνης. Οι τελευταίοι λεγόταν ότι ήταν «όχι από την φυλή (γενεά) των Σλάβων που αναφέρθηκαν προηγούμενα, αλλά από τους αρχαίους Ρωμαίους». Το ότι ο  Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος έχει στο μυαλό του τους Λατίνους Ρωμαίους, και όχι απλά τον πληθυσμό της Ελλάδας στην αρχαιότητα, προκύπτει από την εξήγηση που δίνει αλλού για το γεγονός ότι την αρχαία εποχή όλη η Ιταλία ήταν στην κατοχή των Ρωμαίων: «εννοώ, όταν η Ρώμη ήταν  η αυτοκρατορική πρωτεύουσα», (Περί  βασιλείου τάξεως 27). 14 Το εάν ή όχι οι κάτοικοι της Μάνης του 10ου αιώνα ήταν πραγματικά Ρωμαϊκής καταγωγής είναι άσχετο σε αυτό το σημείο. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι έτσι φαινόντουσαν να είναι στον Αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη, και κατά συνέπεια χρειαζόταν να διακριθούν από τους Γραικούς στα περίχωρα της Πάτρας. Οι τελευταίοι μπορεί να αποτελούσαν αναφορά σε λαό που, αντίθετα προς τους «Έλληνες» της Μάνης, είχε μια πολύ πιο πρόσφατη ιστορία στην Πελοπόννησο. Λατινικό όνομα με υποτιμητικούς συνειρμούς, το Γραικοί  χρησιμοποιήθηκε κατά τον 6ο αιώνα για να προσβάλλει τους στρατιώτες του ρωμαϊκού στρατού, οι οποίοι είχαν εισβάλλει στα βασίλεια των Βανδάλων και των Οστρογότθων (Προκόπιος της Καισάρειας,  Πόλεμοι 4.27.38, 5.18.40, 5.29.11, 7.9.12, 7.21.4, 7.12.12-14, 8.23.25). Ανάμεσα στους ομιλητές των Ελληνικών, ο όρος χρησιμοποιούνταν κοροϊδευτικά σαν αναφορά σε στρατιώτες που στρατολογήθηκαν στην Ελλάδα (Προκόπιος της Καισάρειας, Κρυφή Ιστορία 24.7, Καλδέλης 2007:  115)15  Αλλά στις αρχές του 10ου αιώνα, το νόημά του είχε αλλάξει. Στα Τακτικά του, ο Αυτοκράτορας Λέοντας ο 6ος περιγράφει πως ο πατέρας του, Βασίλειος ο 1ος, έπεισε τους Σλάβους να εγκαταλείψουν τα αρχαία τους έθιμα, να δεχτούν το βάπτισμα, και να καταταγούν σαν στρατιώτες στον Ρωμαϊκό Στρατό, ενώ ταυτόχρονα ήταν σε θέση να τους μετατρέψει σε Γραικούς (γραικόσας, Τακτικά 18.101, Τάπκοβα-Ζαϊμοβα 1964: 120 , Ντάγκρον 1987: 220-1). Αυτό που εννοεί ο Λέοντας ο 6ος είναι ίσως κάτι παραπάνω από το να λέει απλά ότι οι Σλάβοι έμαθαν πώς να μιλάνε Ελληνικά, γιατί αποφεύγει την χρήση του ρήματος «ελληνίζειν», το οποίο όταν χρησιμοποιούνταν στην γλώσσα δεν είχε παγανιστική σημασία (Καλδέλης 2007: 116, ο οποίος πιστεύει ότι ο Αυτοκράτορας Λέοντας «έβλεπε όλα τα Ελληνικά πράγματα, συμπεριλαμβανομένης της γλώσσας του, από μία Ρωμαϊκή σκοπιά»). Με άλλα λόγια, με το να μάθουν Ελληνικά οι Σλάβοι είχαν κάνει μόνο τον μισό δρόμο στην διαδικασία να γίνουν υπήκοοι του Αυτοκράτορα, π.χ. αληθινοί Ρωμαίοι. Οι Γραικοί, ήταν μόνο οι μισοπολιτισμένοι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας. Όπως το θέτει ο Θεοφάνης  Ομολογητής προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία, κάποιος χρειαζόταν την «γλώσσα των Γραικών» και τα «έθιμα των Ρωμαίων» (Θεοφάνης Ομολογητής, Χρονογραφία  455).16  Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος έφτασε να προωθήσει την ιδέα ότι «ελληνικό» αρχικά δεν ήταν το όνομα ενός λαού, αλλά το όνομα μίας γλώσσας που αργότερα συνδέθηκε με τους Γραικούς (Περί θεμάτων 2.5). Ο υπαινιγμός είναι ότι οι Γραικοί  ήταν λαός που μιλούσε «Ελληνικά», αλλά δεν ήταν ούτε Έλληνες (ειδωλολάτρες), ούτε Ρωμαίοι. 17 Οι Γραικοί κοντά στην Πάτρα, των οποίων τα σπίτια δέχτηκαν επίθεση από το «Σκλαβηνικό έθνος», μπορεί για αυτό να υπήρξαν ομιλητές των Ελληνικών από άλλα μέρη της Αυτοκρατορίας, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στην Πελοπόννησο κατά την διάρκεια της βασιλείας του Νικηφόρου του 1ου. 18
   Οι Γραικοί, ωστόσο, δεν είχαν ιδιαίτερη πατρίδα. Εφόσον η απόκτηση της Ελληνικής γλώσσας ήταν η προϋπόθεση του πολιτισμού, οι Γραικοί   θεωρητικά μπορούσαν να βρεθούν οπουδήποτε μέσα στην Αυτοκρατορία, και όχι μόνο στην Ελλάδα. Και οι δύο, ο Προκόπιος της Καισάρειας και ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, χρησιμοποιούσαν τον όρο «Πελοποννήσιοι» όταν αναφερόντουσαν στους κατοίκους της Πελοποννήσου γενικά (Προκόπιος της Καισάρειας, Κρυφή Ιστορία 26.31-4, Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος Περί  βασιλείου τάξεως 51). Παρομοίως, οι περισσότερες αναφορές σε Μακεδόνες σε Βυζαντινά κείμενα έχουν γεωγραφική ή διοικητική και όχι εθνική σημασία. Ο Βυζαντινός  Μακεδόνας θα μπορούσε πολύ καλά να έχει κάποια άλλη εθνικότητα, εφόσον  όμως ήταν από τη  «χώρα των Μακεδόνων» θα μπορούσε να θεωρείται σαν Μακεδόνας,   όπως στην περίπτωση του Βασίλειου του 1ου, ο οποίος από την άλλη μεριά λέγεται ότι υπήρξε Αρμενικής καταγωγής (Ταρναρίδης 2000: 44 και 47). Υπήρχε κάποια «χώρα των Ελλήνων»; Μολονότι η φράση χρησιμοποιούταν κατά καιρούς για να αναφέρει την Ελλάδα, ήταν είτε ποιητική έκφραση ή περίφραση για το θέμα της Ελλάς, και όχι ένδειξη μιας ιδιαίτερης εθνικότητας. Όταν η πόλη της Θεσσαλονίκης δέχτηκε επίθεση από τους Σκλαβηνούς και άλλους βαρβάρους το 586, δεν υπήρχαν στρατιωτικές δυνάμεις για να έρθουν για την σωτηρία της, επειδή «οι νέοι επίλεκτοι στρατιώτες του στρατού» και «εκείνοι που υπηρετούν στο μεγάλο πραιτόριο» βρισκόντουσαν εκείνη  την εποχή σε εκστρατεία στην «χώρα των Ελλήνων» (Τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου Ι 13.128 ). Ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης, συγγραφέας του Βιβλίου Ι των Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου, προφανώς δεν είχε ειδωλολάτρες στο μυαλό του, και καμία επαρχία του 6ου αιώνα δεν μπορούσε να αναφερθεί περιφραστικά σαν «χώρα των Ελλήνων». Ως εκ τούτου θα έπρεπε να αναφέρεται στις κεντρικές και νότιες περιοχές αυτού που τώρα είναι η Ελλάδα, σε αντίθεση με την Μακεδονία και την ενδοχώρα της Θεσσαλονίκης (Χαρανής 1995 α :170-1). Το ίδιο μπορεί να είναι αλήθεια για την φράση «(από) την επαρχία των Ελλήνων» (Ελλήνων χώρα) που προστέθηκε μετά την υπογραφή του αρχιεπίσκοπου της Κορίνθου στα πρακτικά των δύο τελευταίων συνεδριάσεων του Έκτου Οικουμενικού Συμβουλίου στην Κωνσταντινούπολη, το οποίο έλαβε χώρα το 681 (Ρίτινγκερ 1979: 14). Δεδομένου ότι το θέμα της Ελλάς αναφέρεται για πρώτη φορά στα πλαίσια γεγονότων που έλαβαν χώρα λίγα χρόνια αργότερα, το 695, μερικοί υποστήριξαν ότι το «επαρχία των Ελλήνων» ήταν απλά μία περίφραση για την νεοδημιουργημένη (ή που επρόκειτο να γίνει) διοικητική επαρχία (Αβραμέα 1997:38, 172 και 185, βλέπε επίσης Όμε 1989). Εάν είναι έτσι, πρέπει να σημειωθεί ότι μετά την πρώτη αναφορά του, τέτοιοι περιφραστικοί τρόποι αναφοράς στο όνομα αυτού του θέματος, όπως επίσης οποιεσδήποτε αναφορές στους Έλληνες με μια διοικητική έννοια, εξαφανίστηκαν από τις πηγές. Αυτοί που εξεγέρθηκαν ενάντια στον Λέοντα τον 3ο και δήλωσαν έναν μεταξύ τους αυτοκράτορα, το 725, ήταν οι «κάτοικοι της Ελλάς και των Κυκλάδων» (Θεοφάνης Ομολογητής, Χρονογραφία  405). Όταν χρειάστηκε να επανεποικίσει την πόλη της Κωνσταντινούπολης, μετά την καταστροφή που έφερε ο λοιμός του 745/6, ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο 5ος  έφερε στην πρωτεύουσα αρκετές οικογένειες από τα νησιά, την Ελλάς, και τα «νότια μέρη» (Θεοφάνης Ομολογητής, Χρονογραφία 429). 19 Για να αναφερθεί στους κατοίκους της Ελλάς, ο Θεοφάνης Ομολογητής ποτέ δεν χρησιμοποίησε το «Έλληνες», αλλά προτιμούσε τον όρο Ελλαδικοί (Θεοφάνης Ομολογητής, Χρονογραφία 405 και 474).20 Το Ελλαδικός χρησιμοποιούνταν επίσης σαν επίθετο, και φαίνεται ότι, σε όλες τις γνωστές περιπτώσεις, το όνομα έδειχνε τον τόπο καταγωγής κάποιου (το θέμα της Ελλάς), και όχι εθνικότητα (Έλληνική) (Αναγνωστάκης 1996: 131-2).
   Παρ’  όλα αυτά, μερικές φορές έχει υποστηριχθεί ότι το Ελλαδικοί ήταν ο τρόπος που οι «ντόπιοι Έλληνες» αποκαλούνταν κατά τον πρώιμο μεσαίωνα από συγγραφείς που λάμβαναν υπόψη μια αυξανόμενα θεολογική σημασία του όρου «Έλληνες». Έχει επίσης υποτεθεί ότι παρά το ότι αποκαλούνταν με όρους διοικητικής προέλευσης, όπως Μακεδόνες ή Πελοποννήσιοι, οι «ντόπιοι Έλληνες» μπορούσαν να διακριθούν από άλλους κατοίκους της αυτοκρατορίας. Οι Βυζαντινοί Έλληνες είχαν, με τα λόγια του Δημήτριου Κωνσταντέλλου «συνείδηση της συνέχειάς τους από τους αρχαίους Έλληνες» (Κωνσταντέλλος 1985: 309) Αυτός ο ισχυρισμός, εντούτοις, είναι αποδεδειγμένα λάθος και τώρα πλέον έχει σοβαρά αμφισβητηθεί. Μία πρόσφατη εξέταση του Ελληνισμού στο Βυζάντιο κατέληξε ότι δεν υπάρχει ξεκάθαρη ιδέα ότι το Ελληνικό έθνος επιβίωσε κατά την Βυζαντινή εποχή, και ότι η εθνική ταυτότητα αυτών που ζούσαν στην Ελλάδα κατά τον μεσαίωνα περιγράφεται καλύτερα σαν Ρωμαϊκή (Καλδέλης 2007). Έναν αιώνα πριν, ο Τζον Μπάγκναλ Μπάρι κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα: «Οι κάτοικοι των τριών θεμάτων, της Ελλάς, της Πελοποννήσου, και της Νικόπολης, ήταν όλοι Ρωμαίοι. Όμως δεν συνδεόντουσαν μεταξύ τους με κάποιο πιο περιοριστικό όνομα, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμεύσει για να τους προσδιορίσει σαν ένα είδος εθνικής οντότητας, διαφορετικής από άλλους ελληνόφωνους κατοίκους της Αυτοκρατορίας» (Μπάρι 1892: 81). Αν  και δεν υπάρχουν άμεσα στοιχεία ότι οι λαοί της πρώιμης μεσαιωνικής Ελλάδας αποκαλούσαν τους εαυτούς τους Ρωμαίους, η έλλειψη οποιονδήποτε ιδιαίτερων ονομάτων πέρα από αυτά  τα διοικητικής προέλευσης (Μακεδόνας, Πελοποννήσιος, ή Ελλαδικοί)  σε μεγάλο βαθμό υποδηλώνει ότι η εθνικότητα ήταν ένα μέτρο πολιτιστικής απόστασης μεταξύ των κατοίκων της Αυτοκρατορίας και των βαρβάρων. Με άλλα λόγια, τα εθνικά χαρακτηριστικά είχαν σημασία για την ταξινόμηση αυτών που δεν ήταν ακόμη (ή καθόλου) υπήκοοι του Αυτοκράτορα. Τέτοια χαρακτηριστικά δεν ήταν αναγκαία για αυτούς που ήταν ήδη υπήκοοι του αυτοκράτορα. Δεν χρειαζόντουσαν ένα ιδιαίτερο, συλλογικό όνομα, γιατί δεν ήταν μια ξεχωριστή κατηγορία, αλλά το πρότυπο σε σύγκριση με το οποίο οριζόντουσαν οι κατηγορίες. Ο Ιωάννης Καμινιάτης ήταν περήφανος για το ότι ήταν από την Θεσσαλονίκη και ο Άγιος Λουκάς ο Νεότερος θεωρούνταν σαν ένας φωστήρας της Ελλάς. Και στις δύο περιπτώσεις, ωστόσο, το ακροατήριο των αντίστοιχων ιστοριών τους ήταν «Ρωμαϊκό». Σαφώς, χρειαζότανε να τονιστεί το προφανές.


Σημειώσεις

1.       Κίσλινγκερ 2001: 201, Αγγλική μετάφραση από τον Χαρανή 1950:148. 
2.       Το Βιβλίο ΙΙ της πραγματείας Περί Θεμάτων   πιστεύεται ότι έχει γραφτεί από έναν ανώνυμο συγγραφέα γύρω στο 1000, πενήντα περίπου χρόνια μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου (Περτούσι 1952: 47-9, Ουέστερινγκ 1973: 23, Σεβτσένκο 1972: 185 με ν.47)
3.       Το «Σκλαβηνικό έθνος» αποκαλείται «Σλάβοι» μόνο στον τίτλο του κεφαλαίου 49.
4.       Οι περισσότερες μεταφράσεις είναι βεβαίως λάθος.  Για παράδειγμα, το «παγανοί» δεν σημαίνει «αβάπτιστοι» στην Σλαβονική γλώσσα (των σκλάβων γλώσσαν, Περί βασιλείου τάξεως 29 και 36), «Κροάτες» δεν σημαίνει «αυτοί που καταλαμβάνουν μεγάλη περιοχή» (Περί βασιλείου Τάξεως 31), «Τερμπουνία» δεν είναι «ισχυρός τόπος», και «Κανάλι» δεν είναι «φορτίο κάρου» στα Σλαβονικά (Περί της Βασιλείου Τάξεως 34).
5.       Υπάρχουν επίσης περιπτώσεις τοπωνυμίων  Σλαβικής προέλευσης που δεν είναι δημιουργήματα in situ. Για παράδειγμα, το Καλάβρυτα, ένα όνομα που προέρχεται από το Σλαβικό υδρωνύμιο kolovrăt, που αναφερόταν αρχικά όχι στην σημερινή πόλη, αλλά στον γειτονικό ποταμό (Μαλιγκούδης 1983: 106).
6.       Ακόμη και το όνομα Λεομπάτσοι, μία επιφανής Θηβαϊκή οικογένεια γαιοκτημόνων, είναι Σλαβικής προέλευσης (Μαλιγκούδης 1994: 19-20 με ν.22)
7.       Αντίθετα, όταν το 768/9 ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο 5ος έστειλε απεσταλμένους στους Σλάβους φυλάρχους για να τους προσφέρει μεταξωτά ρούχα σαν αντάλλαγμα για την απελευθέρωση χριστιανών αιχμαλώτων, τους οποίους  αυτοί είχαν πάρει από καιρό από την Ίμβρο, την Τένεδο, και την Σαμοθράκη (Νικηφόρος, Σύντομη Ιστορία 86),  η γλώσσα επικοινωνίας μπορεί να υπήρξε Σλαβική.
8.       Το τοπωνύμιο Βαγενετία επανεμφανίστηκε στις αρχές του 13ου αιώνα και εμφανίζεται ακόμη και σε Οθωμανικές πηγές του 16ου αιώνα (Σούσταλ 2004: 22).
9.       Ένας άλλος τρόπος χρήσης της γλώσσας για να κάνεις πλάκα με την «χωριάτικη» καταγωγή κάποιου ήταν να χρησιμοποιείς ένα αντί για δύο λάμδα για τα επίθετα ανθρώπων όπως ο Ιωάννης Ελαδάς, ένας Μάγιστρος, ο οποίος υπό τον Λέοντα τον 6ο συγκέντρωνε τα χρήματα από όσους στις δυτικές επαρχίες είχαν επιλέξει να μην κάνουν στρατιωτική θητεία (Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περί βασιλείου τάξεως 51). Ο Ιωάννης μπορεί να υπήρξε υποστηρικτής του Ρωμανού του 1ου ενάντια στον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο, και η κατάργηση του ενός λάμδα να υπήρξε ένας τρόπος για να τον παρουσιάσει σαν «χωριάτη» και άξεστο κάνοντας αναφορά στο ελαιόλαδο (Ελλάδιον). Βλέπε Αναγνωστάκης 1996: 122,125, και 133 με ν. 2.
10.   Παίρνοντας το Χρονικό της Μονεμβασιάς και ένα γράμμα του 15ου αιώνα του Μητροπολίτη του Κιέβου σε μια πρώτη ανάγνωση, μερικοί έχουν λανθασμένα υποθέσει ότι  η Τσακωνιά  ήταν μία  παρεφθαρμένη μορφή του Λακωνία (Κουκουλές 1926, Χατζηδάκης 1927, Συμεωνίδης  1972:57-70 και 87-103).
11.   Κατά τη διάρκεια της ύστερης Βυζαντινής περιόδου η Τσακωνική υπηρεσία ήταν υπηρεσία φρουρού στις πύλες, νυχτερινή σκοπιά, φύλαξη του κάστρου, και επιβολή των διαταγών των πολιτικών αρχόντων (Κίσλινγκερ 2001: 54-ν.440).
12.   Σ’ αυτό το συγκεκριμένο σημείο, ο Αρέθας της Καισάρειας μπορεί να ξαναδούλεψε το απόσπασμα, ή απλά εμπνεύστηκε, από τον Προκόπιο της Καισάρειας, σύμφωνα με τον οποίο οι «Ούννοι» που εισβάλλανε στην Αχαΐα το 539 ή το 540 παρέκαμψαν τις Θερμοπύλες και «κατέστρεψαν όλους τους Έλληνες εκτός από τους Πελοποννήσιους» (Πόλεμοι 2.4.11).
13.   Ενώ ο Νικήτας δεν πρόβαλλε καμία αξίωση στην Ελληνική εθνικότητα όταν έγραφε ότι ο πατέρας του ήταν Σπαρτιάτης και η μάνα του Αθηναία (επ. 2, Βρυώνης 1978: 252-ν.2), δεν μπορεί παρόλα αυτά να θεωρηθεί σαν «ένας Ρωμαίος που έτυχε να έχει γεννηθεί στην Σπάρτη» (Καλδέλλης 2007: 94). Στην πραγματικότητα, ο Νικήτας ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι είναι Ρωμαίος.
14.   Επιπλέον, όταν  μεταφράζει (λανθασμένα)  ονόματα τόπων ή φυλών από την «γλώσσα των Ρωμαίων» ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος έχει τα λατινικά στο μυαλό του (Περί  βασιλείου τάξεως, 27,29, και 32). 
15.   Το ότι ο όρος ήταν υποτιμητικός τεκμηριώνεται ακόμα περισσότερο από το σχόλιο του Προκόπιου: «λες και ήταν τελείως αδύνατο για έναν άνθρωπο από την Ελλάς να είναι ένας έντιμος άνθρωπος» (Κρυφή Ιστορία 24.7). Η υποτιμητική σημασία προκύπτει επίσης από την χρήση τη λέξης σε επιγραφές του 9ου αιώνα από την Βουλγαρία, σαν κι αυτές που σκαλίστηκαν για τους Βούλγαρους ηγεμόνες Κορμέση και Μαλαμίρ και βρέθηκαν στην Μαντάρα και στην Σούμεν, αντίστοιχα (Μπεσεβλίεβ 1963: 98-9 και 156).
16.   Ο Λέοντας ο 6ος έχει μια διαφορετική σειρά πραγμάτων στην περιγραφή του των πολιτικών εκπολιτισμού που εφάρμοσε ο Βασίλειος ο 1ος προς τους Σλάβους: Πρώτα «αρχαία» έθιμα, μετά γλώσσα (γρεκόσας), βάπτισμα, και τελικά στρατολόγηση στον στρατό του Αυτοκράτορα (προφανώς, σαν ένα σύμβολο αφοσίωσης).
17.    Επιπλέον, τα Ελληνικά που μιλούσαν οι Γραικοί μπορεί να μην ήταν τα ίδια σαν κι αυτά που χρησιμοποιούνταν στην εξευγενισμένη κοινωνία της Κωνσταντινούπολης, και βεβαίως όχι τα ίδια σαν τα φιλολογικά Ελληνικά των πηγών του πρώιμου  μεσαίωνα. Ο συγγραφέας της Ζωής του Αγίου Λουκά του Νεότερου τόνισε αυτήν την διαφορά, όταν περιέγραφε την καταστροφή που διαπράξανε στην Κεντρική Ελλάδα οι «Σκύθες», για τους οποίους «γνωρίζουμε ότι στην κοινή γλώσσα (αυτοί) αποκαλούνται Βούλγαροι» (Η ζωή του Αγίου Λουκά του Νεότερου 32, η έμφαση προστέθηκε).
18.   Όπως το θέτει ο Πέτρος Χαρανής, «μερικοί από αυτούς ήταν καθαροί Έλληνες (οι Καλαβρέζοι), άλλοι δεν ήταν τόσο καθαροί, αλλά αναμφισβήτητα εξελληνισμένοι» (Χαρανής 1949:85). Αφήνοντας κατά μέρος την μεταδοτική πλάνη της εθνικής καθαρότητας, είναι σημαντικό το ότι, σε μεγάλο βαθμό όπως ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, ο Χαρανής πίστευε ότι για να γίνει κάποιος Έλληνας, χρειαζόταν πρώτα (ή τουλάχιστον) να Ελληνοποιηθεί (π.χ. να μιλάει Ελληνικά) Κίσλινγκερ 2001:54. Πιστεύει ότι οι Γραικοί ήταν ο πληθυσμός της Πελοποννήσου που δεν είχε ακόμα οργανωθεί σαν θέμα.
19.   Ομοίως, όταν το 766 αυτός «συγκέντρωσε τεχνίτες από διάφορα μέρη», οι 500 εργάτες του πηλού τους οποίους ο Αυτοκράτορας έφερε στην Κωνσταντινούπολη δεν ήταν Έλληνες αλλά «από την Ελλάς και τα νησιά» (Θεοφάνης Ομολογητής, Χρονογραφία 440, Χαρανής 1955 Α:172).
20.Η λέξη δεν ήταν εφεύρεση του Θεοφάνη. Για τον Ιωάννη Μαλάλα, ο οποίος έγραφε στα μέσα του 6ου αιώνα, η Αυτοκρατόρισσα Ευδοκία ήταν και Ελλαδική, επειδή ήταν από την Ελλάδα, και Ελληνίδα, γιατί ήταν μια ειδωλολάτρισσα (Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία 353 και 355, Χαρανής 1953: 618).