Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017

Οι Αλβανοί κάτοικοι της Αττικής (Αρβανίτες)

Εισαγωγικό σημείωμα
   Όποιος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, πριν από την, αιματηρή για τους μετανάστες και αποβλακωτική και εξαχρειωτική για τους ντόπιους, επέλαση του εθνικισμού κατά την δεκαετία του 1990, θα θυμάται ότι οι πιο παλιοί κάτοικοι της Αττικής, δηλ. αυτοί που κατοικούσαν στον νομό (έξω από την Αθήνα) πριν από τον ερχομό των προσφύγων από την Μικρά Ασία, ήταν οι Αλβανοί, γνωστοί σαν Αρβανίτες. Όλες οι ιστορικές πηγές, όπως και όσα είδαμε οι παλιότεροι με τα ίδια μας τα μάτια, συμφωνούν ότι έξω από την Αθήνα, όλοι οι Έλληνες της Αττικής (εκτός των προσφύγων) ήταν στην πραγματικότητα Αλβανοί. Κατά την δεκαετία του 1960, μάλιστα, υπήρχαν στα χωριά της Αττικής αρκετοί γέροι που μιλούσαν ακόμα τα Αλβανικά, εξαιτίας του ότι οι γονείς τους τούς μίλαγαν Αλβανικά και όχι Ελληνικά, όπως, με την άμεση ή έμμεση βία, υποχρεώθηκαν να μιλάνε οι νεότεροι Αλβανοί της Αττικής (Αρβανίτες) στα παιδιά τους. Και δεν ντρεπόντουσαν για την εθνική καταγωγή τους, όπως τους επέβαλε να ντρέπονται σήμερα ο εθνικισμός, που τους επέβαλε επίσης να διαχωρίζονται εθνολογικά από τους Αλβανούς, που άρχισαν να έρχονται στην Ελλάδα από την δεκαετία του 1990, και να ισχυρίζονται ότι είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Ένα χαρακτηριστικό για το ζήτημα μας τραγούδι της δεκαετίας του 1960 λέει «Καπετάνιο Αρβανίτη, καροτσέρη φουκαρά…» επιβεβαιώνοντας το γνωστό σε όλους γεγονός ότι οι Αλβανοί των γύρω από την Αττική νησιών, σαν την Ύδρα και της Σπέτσες (για να αναφέρουμε τα πιο διακεκριμένα κατά την νεότερη ιστορία), είχαν διακριθεί στην ναυτιλία. Και σε αυτούς τους Αλβανούς, όπως ο Μιαούλης, ο Τσαμαδός και η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, στηρίχτηκε η λεγόμενη Ελληνική Επανάσταση του 1821, τόσο από άποψη στόλου, όσο και από άποψη χρημάτων, γιατί ήταν πάμπλουτοι. Αυτοί οι Αλβανοί, δηλ. οι κάτοικοι της Αττικής και των νησιών, δεν είχαν καμιά εθνολογική διαφορά από τους Αλβανούς μουσουλμάνους, τους γνωστούς Τουρκαλβανούς, που αποτελούσαν τον στρατό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Ελλαδικό χώρο. Είχαν μόνο θρησκευτική.
   Επειδή, σήμερα, οι νέοι Αρβανίτες ελάχιστα ενδιαφέρονται για την αληθινή εθνική καταγωγή των προγόνων τους, και δεν παίρνουν με τις ντομάτες τους Χρυσαυγίτες και τους παπάδες που ανοίγουν γραφεία στα χωριά της Αττικής, κολακεύοντάς τους ότι είναι βιολογικοί (και όχι μόνο από εθνολογική άποψη) απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων («Αίμα, τιμή, Χρυσή Αυγή»), ενώ αντίθετα βγάζουν έναν απίστευτο ρατσισμό απέναντι στους ομοεθνείς τους Αλβανούς, που άρχισαν να έρχονται στην Ελλάδα από την δεκαετία του 1990, η αναδημοσίευση κειμένων, όπως το παρακάτω του διακεκριμένου ιστορικού της Αθήνας, Ακαδημαϊκού Δημήτριου Καμπούρογλου, (που αποτελεί υποκεφάλαιο του τρίτομου βιβλίου του «Ιστορία των Αθηνών», το οποίο ολοκληρώθηκε το 1896) είναι πάντα χρήσιμη και επίκαιρη. Ιδιαίτερα, επειδή, έργα σαν την «Ιστορία των Αθηνών» του Καμπούρογλου, επειδή περιέχουν αρκετές δυσάρεστες αλήθειες για τον Ελληνικό εθνικό μύθο, ενώ είναι γραμμένα στην νεκρή γλώσσα που επέβαλε στο παρελθόν το Ελληνικό κράτος, την καθαρεύουσα, δεν μεταφράζονται  και έτσι δεν διαβάζονται από τους νέους. Εμείς μεταφράσαμε το υποκεφάλαιο «Χωριάτες» του τρίτου τόμου της παραπάνω ιστορίας, από όπου μαθαίνουμε την αλήθεια για τους παλιότερους κατοίκους της Αττικής, πριν, ακόμα και τα ονόματα των χωριών τους, όπως Χαρβάτι, Λιόπεσι, Μπραχάμη, Μαγκουφάνα, Χασάνι, Λιόσια, Χασιά, Μενίδι, Μπουγιάτι κλπ., πέσουν κι αυτά θύματα της επέλασης του εθνικισμού που τα άλλαξε σε Παλλήνη, Παιανία, Αγιος Δημήτριος, Πεύκη, Ελληνικό, Ίλιον, Φυλή, Αχαρνές, Άγιος Στέφανος κλπ. Όπως έκανε τα ονόματα των Ελλήνων να συμφωνούν με αυτά που είναι γραμμένα στις αστυνομικές τους ταυτότητες, και όχι όπως τα έλεγε μέχρι το 1990 ο κόσμος, με συνέπεια οι Κώστηδες να γίνουν Κωνσταντίνοι, οι Αλέκοι Αλέξανδροι, οι Φίλιππες Φίλιπποι, οι Τέληδες Αριστοτέληδες, οι Μίμηδες και οι Μήτσοι Δημήτρηδες, οι Τασίες Αναστασίες, οι Πόπες Καλλιόπες, οι Σούλες Αθανασίες κλπ. 
Αντιεθνικιστική Κίνηση

ΧΩΡΙΑΤΕΣ
Του Δημήτριου Καμπούρογλου
   
   Με αυτό το όνομα ήταν τότε γνωστοί οι Αλβανόφωνοι και δίγλωσσοι, οι περισσότεροι από αυτούς Ηπειρώτες, κάτοικοι των χωριών της Αττικής.
   Αυτοί είχαν διασκορπιστεί σε όλη την έκταση της Αττικής, την οποία από τον 140 αιώνα στιγμάτισαν με βαρβαρικής καταγωγής ονόματα ποικίλης προέλευσης, έχοντας προσκληθεί κυρίως για να καλλιεργήσουν και να προστατέψουν την χώρα ή είχαν εξαναγκαστεί να κατέβουν, εξαιτίας καταστροφικών πολέμων στις χώρες τους.
   Οι Αλβανόφωνοι αυτοί άποικοι της Αττικής έγιναν αντικείμενο πολλών αλλά όχι επαρκών ερευνών.
   Η σπουδαιότερη εργασία είναι αυτή του Σπ. Λάμπρου, η οποία έχει την μορφή μονογραφίας με το όνομα «Ονοματολογία της Αττικής και η εις την χώραν εποίκησις των Αλβανών».
   Σε αυτήν ο κύριος Λάμπρος είχε την καλοσύνη να χρησιμοποιήσει και μερικές δικές μας τοπογραφικές σημειώσεις που του παραχωρήσαμε ευχαρίστως.
   Εκτός από αυτόν προσπαθήσαμε αρκετά να διαφωτίσουμε την εποίκιση των Αλβανοφώνων στην Αττική, με δύο σημειώματά μας, που δημοσιεύτηκαν στην Εβδομάς του 1887, με τον τίτλο «Η κάθοδος των Ρουμελιωτών», υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων και την άποψη ότι, κατά τα μεταγενέστερα χρόνια, έγινε κυρίως άνοδος των Αλβανοφώνων από την Πελοπόννησο στην Αττική.
   Οι Χωριάτες αυτοί της Αττικής είναι πράγματι πάρα πολλοί, και μεταξύ τους υπάρχουν απόγονοι και διακεκριμένων Ηπειρωτικών και άλλων, από κοντινές χώρες, οικογενειών. Και κάποιος Σπάτας, από τον οποίο ονομάστηκε το γνωστό χωριό της Αττικής, αγνοούμε αν ακόμη σώζεται (η οικογένειά του, Σ.τ.μ.), ζούνε όμως ακόμη και Λιόσοι και Μπούες. Για την ηγετική οικογένεια Δούσμανη, που ήταν σύμμαχοι του Καστριώτη, κάναμε ήδη λόγο στα προηγούμενα.
   Εξαιτίας του μεγάλου αριθμού αυτών των Χωριατών πιστεύτηκε, από αυτούς που βλέπουν επιπόλαια τα πράγματα, ότι εξαλβανίστηκε και η ίδια η Αθήνα. Και πριν λίγο καιρό, όταν βρέθηκε κοντά στην Καμουχαρέα επιτύμβια πλάκα λίγο δυσανάγνωστη, όλοι οι περίεργοι που εμφανίστηκαν εκεί, έλεγαν ότι επρόκειτο για λέξεις Αλβανικές, ενώ ήταν επίγραμμα στην αρχαία γλώσσα από τα συνηθισμένα και ήδη αηδιαστικά.
   Ευτυχώς η στην Αθήνα υπό διαρκή προνόμια ελληνοπρεπής και σε όλα ιδιόρρυθμη ζωή μετέτρεψε σε Σινικό το αδύναμο τοίχος της τουρκοκρατούμενης πόλης, και αυτοί οι Αλβανόφωνοι που είναι εγκατεστημένοι στην άκρη της πόλης, κυρίως στην Πλάκα, είναι πολύ μεταγενέστεροι, από τα κοντινά, κυρίως τα παραλιακά χωριά, που κατέφυγαν (στην Αθήνα, Σ.τ.μ.) λόγω έλλειψης ασφάλειας (σε αυτά, Σ.τ.μ.) και δεν άσκησαν καμιά επίδραση στους Αθηναίους. Και μετά στην Αθήνα εγκαταστάθηκαν Χασιώτες (από το χωριό Χασιά, Σ.τ.μ.), όπως και εξαιτίας της καταδίωξης και της ληστείας και μερικοί κάτοικοι της Μάνδρας του Μαρουσιού, κατά την βασιλεία του Όθωνα.
   Οι Χωριάτες των Μεσογείων της Αττικής μοιάζουν περισσότερο με αυτούς των Θηβών, ενώ αυτοί του Μενιδίου και της Χασιάς –οι λεγόμενοι πρόσβοροι (εκτεθειμένοι στον βόρειο άνεμο, Σ.τ.μ.)- μοιάζουν προς τους κατοίκους της Κορινθίας και της Περαχώρας, όντας ψηλοί, με μαύρα μεγάλα μάτια, που ρέπουν μεν στην κακουργία, αλλά είναι πιο ευθείς και πιο φιλόξενοι, από τους ειρηνικούς, όμως πονηρότατους και αφιλόξενους κατοίκους των Μεσογείων και του Καταδέματος της Αττικής.
   Στην ριζωμένη στους Ηπειρώτικους πληθυσμούς συνήθεια, να δίνουν κατά τις μεταναστεύσεις τους σε νέες χώρες τα ονόματα των βουνών, των ποταμών και γενικά των τοποθεσιών της πατρίδας τους, οφείλεται η προίκιση της Αττικής με τόσα Ηπειρώτικα, αλλά και Αλβανικά, Μακεδόνικα και ίσως και Σλαβικά ονόματα.
   Το Μενίδι, η Χασιά, το Λιόπεσι, το Χαρβάτι, το Σούλι, το Σάλεσι, το Μπουγιάτι, και άπειρα άλλα είναι τέτοια πρόχειρα παραδείγματα.
   Ακόμα και αυτό το Μαρούσι που είναι δίπλα στην Αθήνα, παρά τα λεγόμενα για Αμαρύσια Αρτέμιδα, δεν φαίνεται Ελληνικό και υπάρχει και Μαρούσι στο Γαύριο της Άνδρου, όπως υπάρχει στο Ναύπλιο Βαρούσι κτλ.
   Δεν μιλάμε για αυτά που πήραν τα ονόματά τους από τους ιδιοκτήτες τους, όπως για παράδειγμα Τατόη, Χαϊδάρη, Χασάνη, Καράς, Μπραχάμη, όπως και από Έλληνες ιδιοκτήτες τους και μάλιστα επίσημους, όπως Γέρακας, Πικέρμη, Μαγκαφάνα κτλ., ούτε γι’ αυτό που θεωρήθηκε Σλαβικό το Σοπόλια, που όμως έχει μεγάλη αναλογία προς το δίπλα στο Χαλάνδρι Σοχώρια, και συνεπώς είναι ελληνικότατο.
   Η συνήθεια του να μεταφέρουν τα ονόματα της πατρίδας τους υπάρχει ακόμα, αφού και ήδη στην Καλλιφόρνια, για παράδειγμα, οι μετανάστες από την Σκιάθο όχι μόνο έδωσαν το όνομα της Σκιάθου, αλλά και κάποιων τοποθεσιών της πατρίδας τους, όπως Πλατανιά, Φτελιά, Στροφυλλιά, Ξάνεμο κτλ.
   Όπου τα νέα ονόματα επικράτησαν στην Αττική, εκεί προϋπήρξαν εκτάσεις που είχαν ερημωθεί και ονόματα που είχαν ξεχαστεί, ενώ η Κηφισιά, ο Μαραθώνας, ο Ωρωπός και άλλα, διατήρησαν τα ονόματά τους, κατοικούμενα πάντοτε, αν όχι από πυκνό, πάντως από Ελληνικό πληθυσμό, όταν εγκαταστάθηκαν εκεί αυτοί που ήρθαν.
   Υπάρχουν όμως και χωριά, στα οποία το Ελληνικό στοιχείο υπέστη την επίδραση του νεόφερτου πληθυσμού, με τον οποίο συμβίωσε. Αυτό συνέβηκε, για παράδειγμα, στο Μενίδι που οι κάτοικοι του είναι δίγλωσσοι, το οποίο δέχτηκε το όνομα των επιδρομέων. Διατηρήθηκαν όμως χαρακτηριστικά έθιμα των δύο φύλων, ιδιαίτερα κατά τον γάμο, όπως μερικά που αναφέραμε προηγούμενα (στο βιβλίο, Σ.τ.μ.).
   Μεταξύ των Αθηναίων και των νεόφερτων Αλβανόφωνων δεν παρατηρείται καμιά απολύτως ομοιότητα.
   Οι Χωριάτες, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν έχουν επώνυμα αλλά προσκολλάνε στο όνομα τους το όνομα του πατέρα τους και του παππού τους. Και πολλές φορές, όταν αυτό δεν αρκεί, για να διακρίνονται, λόγω των συνωνυμιών, προσθέτουν κάποια ιδιότητα ή κάποιο επάγγελμα, ή τον τόπο προέλευσης τους, συνήθως φροντίζουν άλλοι γι’ αυτό προσθέτοντας κάποιο παρεπώνυμο (παρατσούκλι) συνήθως σατυρικό, π.χ. ο Μήτρο Κόλλια-Γιάννη-Θανάσης μπορεί να είναι γνωστός απλά σαν Γκαβός, ή Κουτσός κ.λ.π.
   Άπειρα και πολύ αστεία είναι τα Αθηναϊκά παρατσούκλια.
   Και η φυσιογνωμία των Αλβανόφωνων είναι τελείως διαφορετική. Υπάρχει όμως και καταπληκτική διαφορά στον χαρακτήρα.
   Οι Χωριάτες είναι ανδρείοι, εργατικοί, λιγόλογοι, αλλά και φιλάργυροι, βάναυσοι και σκληροί, δέρνοντας ανελέητα ακόμα και τους ίδιους τους γέρους γονείς τους, και προπαντός αφιλόξενοι (εχθρός και ξένος στα Αλβανικά είναι η ίδια λέξη), καθώς επίσης και ξεροκέφαλοι: «του χωριάτη το σκοινί μονό δεν φτάνει, διπλό φτάνει και περισσεύει» λέει η παροιμία.
   Σαν δείγμα της βαναυσότητας τους μπορεί να χρησιμεύσει το έθιμο της Καθαρής Δευτέρας στη Χασιά. Στρίβοντας δηλ. δυο σχοινιά τοποθετούν μεταξύ τους τα πίσω πόδια ενός άτυχου σκύλου, στον οποίο έδωσαν να φάει κατά κόρον τα μακαρόνια της Κυριακής που περίσσευσαν. Δένοντας μετά τις άκρες του διπλού σχοινιού σε πασσάλους, το αφήνουν και αρχίζει να κάνει ο σκύλος περιστροφικές κινήσεις. Τότε μαζεύονται όλοι για να θαυμάσουν το λαμπρό θέαμα. Βάζουν επίσης δίπλα στον σκύλο κάποιον ξένο, ο οποίος αγνοεί το παιχνίδι, ή κάποιον ηλίθιο, τον οποίο ο σκύλος καταλερώνει. Τότε το πλήθος επευφημεί και διαλύεται ξεκαρδισμένο στα γέλια.
   Οι Αθηναίοι, από την άλλη μεριά, είναι φιλόξενοι, γλυκομίλητοι, περιποιητικοί, ευαίσθητοι, αλλά ζηλιάρηδες, πονηρούληδες, περιγελαστές, νωθροί και όχι τόσο γενναίοι, εξαιτίας της μακραίωνης αποχής τους από τα όπλα.
   Η φωνή τους, το βλέμμα τους, η θέση του κεφαλιού, η κατασκευή του λαιμού, τα πάντα ήταν όχι μόνο διαφορετικά άλλα εκπληκτικά αντίθετα από αυτά των Αλβανόφωνων Χωριατών.
   Μέχρι πρόσφατα ζούσαν στην συνοικία Αλίκοκου (ενορία Σωτήρος Κοττάκη) δύο υπέργηροι γείτονες, ο ένας Αθηναίος –ο μπάρμπα Αργύρης- και ο άλλος Αλβανόφωνος Πλακιώτης που κατάγονταν από τα χωριά –που τον έλεγαν γερο-Γκίνη, αν δεν κάνουμε λάθος-. Ο πρώτος μόλις ξυπνούσε το πρωί, πήγαινε στη βρύση να πιει τραγουδώντας και δίνοντας πολύ πετυχημένες απαντήσεις στους θαμώνες του κοντινού καφενείου που τον παρενοχλούσαν. Ο δεύτερος ήταν σκυθρωπός και αμίλητος, ιδιαίτερα το πρωΐ. Καθόταν στον δρόμο που ήταν το σπιτάκι του, ρίχνοντας αγριωπές ματιές, μέσα από τα πολύ πυκνά φρύδια του, προς τους διαβάτες.
   Αν και σε σχέση με τους Αθηναίους οι Χωριάτες υστερούσαν σε όλα, υπήρξαν παρ’ όλα αυτά πολύ χρήσιμοι κατά την Επανάσταση, εξαιτίας της ανδρείας τους, της σκληραγωγίας τους και της γνώσης της Αλβανικής γλώσσας, με την οποία συννενοούντουσαν με τους Τουρκαλβανούς, και προπαντός ήταν γνώστες της χρήσης των όπλων.
   Διηγούνται το εξής για έναν Αθηναίο γέρο με το όνομα Παπουκάτος, στον οποίο κατά την Επανάσταση έδωσαν ένα γεμάτο μπιστόλι, για να ρίξει, και έτσι να πάρει το βάπτισμα του πυρός. Όταν είδαν να κρατάει για πολύ ώρα τεντωμένο το χέρι του χωρίς να ακούγεται εκπυρσοκρότηση, του φώναξαν:
   -Ρίξ’ την λοιπόν!
   Και αυτός απάντησε:
   -Δεν πέτει ατή της (δεν πέφτει από μόνη της, Σ.τ.μ.);
   Τόσο πολύ οι Αθηναίοι, που κατόπιν αγωνίστηκαν ηρωϊκά, αγνοούσαν στην αρχή την χρήση των όπλων.
   Στα χωριά της Αττικής δεν αγνοούσαν παντελώς τα Ελληνικά γράμματα. Δύσκολα θα πιστέψει κάποιος σήμερα ότι, επί Τουρκοκρατίας περισσότεροι γέροι ήξεραν γράμματα από ότι σήμερα. Εντούτοις δημοσιεύσαμε στα Μνημεία (Τόμος Γ’, νβ’-νγ’) κάποια έγγραφα της Επανάστασης που φέρουν αρκετές υπογραφές από πρωτόγερους (προεστούς, Σ.τ.μ.) των χωριών. Σήμερα ένας θεός ξέρει αν θα μπορέσει κάποιος να βρει δύο ή τρεις γέρους που να γνωρίζουν να υπογράψουν. Όπως είναι γνωστό, μόλις πριν από λίγα χρόνια, δυστυχώς, εισήχθηκε η δημοτική εκπαίδευση στα χωριά της Αττικής!...