Του Θανάση Τριαρίδη
1
Εδώ και κάμποσες Κυριακές γράφω πως ζούμε σε καιρούς νέας θεοκρατίας –και θεοκρατικής οργάνωσης της σκέψης μας και των αντανακλαστικών μας. Δεν είμαι βέβαιος αν αυτό γίνεται αθέλητα (από άγνοια ή αδιαφορία για τους διαλεκτικούς κανόνες) ή ηθελημένα, από διάθεση θεολογικοποίησης των ανθρώπινων απόψεων. Το βέβαιο (τουλάχιστον για μένα): είναι προτιμότερο να γίνει κανείς αυτιστικός παρά φορέας μιας αλάθητης αλήθειας που πνίγει κάθε αντίθετη φωνή.
Θα έπρεπε να το έχω συνηθίσει· πολλοί αναγνώστες παρεξηγούν τα γραπτά μου – ή θέλουν να τα παρεξηγούν. Σε μια σειρά επιφυλλίδων έχω μιλήσει (και με τα σκληρότερα λόγια) για την ανάγκη να απομονωθεί η πολιτική εξόντωσης και αργής γενοκτονίας που ακολουθεί η κυβέρνηση του Ισραήλ σε βάρος των Παλαιστινίων σε Γάζα και Δυτική Όχθη. Χρησιμοποίησα μάλιστα τον όρο «Άουσβιτς της Δυτικής Όχθης» παρόλη την προφανή ιστορική αναντιστοιχία (σε καμία περίπτωση μήτε ο αριθμός των θυμάτων είναι συγκρίσιμος, μήτε ο τρόπος της δαιμονοποίησης ετούτων των θυμάτων, μήτε ο τρόπος της οργάνωσης ενός τελετουργικού φόνου ανθρώπων σκορπισμένων σε όλο των κόσμο με μόνο κριτήριο την φυλετική τους καταγωγή συμπίπτει με τον τρόπο που το Ισραήλ επιτίθεται εναντίων των Παλαιστινίων). Ωστόσο επέλεξα μια τέτοια διατύπωση (γνωρίζοντας και, κατά κάποιο τρόπο, προαναγγέλλοντας τις επιθέσεις που θα δεχτώ) διότι στο μυαλό μου είχα (και έχω) τη σκέψη πως, τουλάχιστον μετά το Άουσβιτς, τον κάθε σχεδιασμένο αποκλεισμό με σκοπό τον διωγμό ή την εξόντωση ολόκληρων φυλετικών ή θρησκευτικών ομάδων (αυτό δεν είναι η εθνοκάθαρση;) πρέπει να τον εντοπίζουμε και να αγωνιζόμαστε εναντίων του όταν ξεκινάει και όχι όταν ολοκληρώνεται. Και (πάντοτε κατά τη γνώμη μου – και, καθώς δεν έχω βρεθεί ποτέ μου αυτόπτης στη Δυτική Όχθη ή στη Λωρίδα της Γάζας, σύμφωνα με την ενημέρωσή μου) ο τρόπος που η σημερινή κυβέρνηση του Ισραήλ προσπαθεί να πνίξει κάθε δυνατότητα επιβίωσης και ανάπτυξης των Παλαιστινίων (με στρατό κατοχής, βομβαρδισμούς, εκτελέσεις, τείχος, στρατόπεδα) ωθώντας τους σε έναν όλο και πιο θανάσιμο εναγκαλισμό με το θεοκρατικό Ισλάμ (σωστότερα: τους ωθεί να κάνουν την απελπισία τους τζιχάντ, μίσος και θάνατο) δεν είναι άμυνα (όπως ισχυρίζονται η κυβέρνηση Σαρόν και οι υποστηρικτές της): είναι πολιτική σχεδιασμένης εθνοκάθαρσης – έτσι πιστεύω. Κι αν το πιστεύω, οφείλω να το πω – κι αν κάποτε νιώσω πως έκανα λάθος, ελπίζω πως θα μπορώ και πάλι να το πω.
Ωστόσο βλέπω πολλούς να παριστάνουν ό,τι δεν καταλαβαίνουν τι λέω και γιατί το λέω - τον τελευταίο καιρό μου τυχαίνει αρκετοί να μου εκφράζουν την συμφωνία τους για τα όσα έχω γράψει για το Παλαιστινιακό με έναν αποκρουστικό αντισημιτισμό, που συχνά με κάνει να αμφιβάλω για το πώς πρέπει να μιλούμε σήμερα. Έτσι έχουμε φτάσει στο σημείο άνθρωποι που αρνούνται (ή: μισοαρνούνται) την ύπαρξη του Άουσβιτς και των ναζιστικών στρατοπέδων να επιχαίρουν όταν διαβάζουν για τα «Άουσβιτς της Δυτικής Όχθης». Δηλαδή: να θεολογικοποιούν την σκέψη μου σύμφωνα με τα δικά τους αλάθητα, να την ζεύουν στο φασιστικό σχήμα «είσαι εναντίων τους, άρα είσαι μαζί μας».
Να το ξεκαθαρίσω – όσο μπορώ: προσπαθώ πάντοτε να είμαι μαζί με τους αδύναμους, τους ανυπεράσπιστους και τους αδικημένους – τίποτε περισσότερο. Αν με τα κείμενα μου τάσσομαι (εκ του ασφαλούς και εξ αποστάσεως: δηλαδή από το ζεστό γραφείο του σπιτιού μου) υπέρ των Παλαιστινίων, δεν το κάνω έχω τον οποιοδήποτε ειδικό δεσμό μαζί τους (ίσα-ίσα με το Ισραήλ έχω την παρόρμηση συναισθηματικής αλληλεγγύης ακριβώς λόγω του Ολοκαυτώματος), αλλά γιατί μετά από την (όποια) προσπάθεια έκανα (και, όσο μπορώ, εξακολουθώ να κάνω) για να ενημερωθώ, βλέπω πως αυτοί είναι οι αδύναμοι (: οι ανυπεράσπιστοι) ετούτης της σύγκρουσης. Με τον ίδιο τρόπο τάσσομαι (το ξαναλέω: πάντοτε εκ του ασφαλούς, από τα ζεστά και σίγουρα) υπέρ των Τσετσένων που σφαγιάζονται από τους Ρώσους ή υπέρ των Ιρακινών που μακελεύονται από τους Αμερικάνους (για να αναφέρω δυο επίκαιρα παραδείγματα)’ αυτό δεν σημαίνει πως έχω κάποιον ειδικό δεσμό με τους Τσετσένους ή τους Ιρακινούς, μήτε και πως μπορώ να διανοηθώ τις από τηλεοράσεως εκτελέσεις ή τη σφαγή των παιδιών στο Μπεσλάν.
Αυτό είναι το (πιθανώς αφελές, πιθανώς απλοϊκό) κριτήριό μου: να στέκεσαι με την πλευρά αυτού που έζησε και ζει τη βία της ιστορίας ως θύμα, (: ο ανυπεράσπιστος που αφανίζεται στον στρόβιλό της δίχως καν να κατανοήσει τον μηχανισμό της). Αν μπορώ συλλογιστώ την έννοια της ιερότητας (αποφορτισμένη από την θεολογική τελεολογία), νομίζω πως μπορώ να το κάνω για τους αδικοσφαγμένους – για όλους τους αδικοσφαγμένους της ιστορίας. Σκέφτομαι τον Σεφέρη: σε τούτη την αποθεολογικοποιημένη ιερότητα τα θύματα ενώνονται σε μια παράξενη δικαιοσύνη της μνήμης. Δηλαδή: οι σφαγμένοι της Τριπολιτσάς και οι σφαγμένοι της Χίου, οι βομβαρδισμένοι της Δρέσδης και οι βομβαρδισμένοι της Χιροσίμα, οι πεινασμένοι της Ουκρανίας και οι πεινασμένοι των πολιτιστικών επαναστάσεων του Μάο. Όλοι αυτοί νιώθω πως είναι μαζί – ή κάτι τέτοιο θα ήθελα να νιώθω.
Μιλάμε για τους αδύναμους και ανυπεράσπιστους της ανθρώπινης πορείας – για την ιερότητα του χαμού τους. Σε τούτη τη αλλόκοτη σύναξη οι Εβραίοι βρίσκονται στην πρώτη σειρά. Δεν γίνεται διαφορετικά: οι Εβραίοι, ακριβώς επειδή ως κουλτούρα και ως παράδοση, ήταν σε θέση να επιβιώσουν ως μειονότητα, στάθηκαν ο πιο κυνηγημένος και ο πιο ανυπεράσπιστος λαός (: θρησκευτική ομάδα, εθνότητα ή ό,τι άλλο) της ιστορίας. Δεν υπήρξε άλλη μειονότητα που να συκοφαντήθηκε, να δαιμονοποιήθηκε, να κυνηγήθηκε και να εξοντώθηκε τόσο διαχρονικά και σε τέτοιο βαθμό όσο αυτοί. Η τελευταία χιλιετία της Ευρώπης είναι μια ιστορία διωγμών και γενοκτονιών των Εβραίων – κι ας ήταν μην είχαν βλάψει κανέναν, κι ας ήταν πάντοτε φορείς προόδου και πολιτισμού μέσα στις κοινωνίες που ζούσαν: το διάταγμα της καθολικής Ισαβέλλας του 1492, οι φλόγες της Ιερής Εξέτασης, οι λογής διωγμοί τους από τις κυρίαρχες πλειοψηφίες καθόρισαν την ιστορία της Δύσης. Το Ολοκαύτωμα ήταν η αδιανόητη (κι όμως πραγματωμένη από ανθρώπους) κατάληξη της ευρωπαϊκής ιστορίας: έξι εκατομμύρια άμαχοι άνθρωποι, οδηγήθηκαν σε ένα αλλόκοτο θυσιαστήριο και μέσα από αφάνταστους εξευτελισμούς θανατώθηκαν και στην συνέχεια κάηκαν στα κρεματόρια προκειμένου να αφανιστούν όχι μόνο ως βιολογική παρουσία αλλά και ως μνήμη από τη συνείδηση της ανθρωπότητας. Ξέρω πως το κακό δεν ζυγίζεται - μα δεν μπορώ να φανταστώ μεγαλύτερο κακό από αυτό.
Το πώς ετούτο το κακό μας τραυματίζει, εμάς, εδώ και τώρα, θα προσπαθήσω να το καταγράψω την επόμενη Κυριακή.
2.
Οι Εβραίοι είναι κομμάτι του κόσμου μου - ή θα ήθελα να είναι κομμάτι του κόσμου μου. Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μια πρωτεύουσα του Εβραϊσμού: το 1912 οι σεφαραδίτες Εβραίοι (δηλαδή αυτοί που ήρθαν από την Ισπανία στα 1492) ήταν η μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομάδα της Θεσσαλονίκης και επί τέσσερις αιώνες είχαν σημαδέψει την ζωή, την ιστορία και τον πολιτισμό μιας πόλης που έτσι κι αλλιώς ήταν μια πρωτεύουσα των προσφύγων. Την άνοιξη του 1943 ολόκληρος ο εβραϊκός πληθυσμός της Θεσσαλονίκης, μετά από σειρά διοικητικών μέτρων που κατέληξαν σε γκέτο, μαζεύτηκαν στο στρατόπεδο του συνοικισμού Χιρς και με φρικιαστική μεθοδικότητα στάλθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης – στην μεγαλύτερη πλειοψηφία τους στο Άουσβιτς. Κάθε σφραγισμένο τρένο κουβαλάει 2800 ανθρώπους – και μέχρι τις αρχές του Αυγούστου θα φύγουνε 19 συρμοί. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που προτίμησαν να ανέβουν στο βουνό ή φυγαδεύτηκαν – και ακόμη λιγότεροι επέστρεψαν από το Άουσβιτς. Από τις περίπου 56.000 των Εβραίων της προπολεμικής Θεσσαλονίκης μετά των πόλεμο είχαν επιζήσει μόλις 2.000. Δηλαδή είχε εξοντωθεί το 96% του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης – το μεγαλύτερο ποσοστό στην Ευρώπη.
Η υπαρξιακή ανάγκη αρκετών από τους επιζήσαντες να γράψουν το χρονικό του επικείμενου θανάτου τους (που ματαιώθηκε από ασήμαντες τροπές της τύχης), αλλά και η εξαιρετική δουλειά που έκαναν μελετητές όπως η Ερίκα Κούνιο-Αμαρίλιο, ο Αλμπέρτος Ναρ, η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε την μεθοδολογία που ακολουθούσαν οι Ναζί για το ηθικό και βιολογικό τέλος των κρατούμενων, την αργή σταδιοποίηση του αφανισμού τους. Θα μείνω μόνο σε μια αίσθηση από τις τόσες που γεννά η ανάγνωση ετούτων των μαρτυριών: ο τρόπος που είχε δομηθεί ο κόσμος και οι σχέσεις στα στρατόπεδα προϋπέθετε την αποδοχή της εξόντωσης ως φυσικής μοίρας, ως λογικής βεβαιότητας, ως μεταφυσικού προορισμού. Ο στόχος δεν ήταν απλώς και μόνο ο θάνατος του κρατούμενου: ήταν να βασανιστεί, να εξευτελιστεί, να ηττηθεί, να αποπροσωποποιηθεί και να αφανιστεί. Έτσι εξοντώθηκαν στο πλαίσιο της Τελικής Λύσης κάπου έξι εκατομμύρια Εβραίοι, μισό εκατομμύριο τσιγγάνοι, δεκάδες χιλιάδες ομοφυλόφιλοι, μαύροι και αντικαθεστωτικοί.
Κάπως έτσι κολοβώθηκε η Θεσσαλονίκη - σε μια τέτοια ακρωτηριασμένη πόλη μεγαλώσαμε όσοι είμαστε σήμερα κάτω από εξήντα χρονών. Μέσα από κάμποσα μουγγά χρόνια, υλική και ιδεολογική βία, φενάκες, ρητορείες, θωπείες του κενού, είμαστε ακόμη αντιμέτωποι (όσοι το επιλέγουμε) με το κρίσιμο ανθρώπινο στοίχημα: να βιώσουμε την παλιά πληγή της ιστορίας ως τωρινή πληγή του σώματός μας, να μην αφεθούμε σε οποιαδήποτε αφαίρεση και σε οποιαδήποτε μπάλωμα της φρίκης. Δηλαδή: είναι δική μας απόφαση (και όχι πολιτικός συσχετισμός) το αν θα λογαριάσουμε τη μνήμη των αδικοχαμένων Εβραίων (ως συνέχεια της μνήμης όλων των αδικοχαμένων της ιστορίας) για συνθήκη της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς μας. Κι ακόμη, είναι δική μας απόφαση το αν θα κρατήσουμε μέσα μας ετούτη τη συνθήκη ανθρώπινα ιερή – δίχως να την συμψηφίζουμε στο συνειδησιακό μας κόσμο με όσα λογαριάζουμε για σημερινά εγκλήματα της κυβέρνησης του Ισραήλ, ή με αυτό που αντιλαμβανόμαστε (όσοι και όπως το αντιλαμβανόμαστε) σήμερα ως πολιτική εξόντωσης ή και γενοκτονίας σε βάρος των Παλαιστινίων. Η μνήμη των αφανισμένων Εβραίων δεν είναι πολιτικό παιχνίδι, ούτε φιλανθρωπική χοροεσπερίδα – είναι η ιστορία του δικού μας κόσμου, του δικού μας πολιτισμού και τις δικής μας κτηνωδίας. Αλλιώς: είναι η ζωή που δεν ζήσαμε.
Θέλουμε να λέμε πως ετούτος ο αφανισμός των Εβραίων της Θεσσαλονίκης είναι υπόθεση των Ναζί και σε αυτόν οι Έλληνες δεν συμμετείχαν – ίσα ίσα προσπάθησαν να σώσουν κάποιους από αυτούς με κίνδυνο της ζωής τους. Δυστυχώς αυτή η εικόνα απέχει πολύ από την αλήθεια. Πράγματι αρκετοί Έλληνες της Θεσσαλονίκης προσπάθησαν να κρύψουν Εβραίους –μα ήσαν συντριπτικά περισσότεροι αυτοί που γράφτηκαν στη λίστες για να πάρουν τα ήδη λεηλατημένα μαγαζιά και σπίτια τους (το σχετικό «γραφείο» λειτούργησε υπό τον τραπεζίτη Ηλία Δούρο με πρώτους ευνοούμενους τον ταγματασφαλίτη Γιώργο Πούλο και τον συνεργαζόμενο Λάσκαρη Παπαναούμ). Ένα αίτημα του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης (να μην οδηγηθούν εκτός Ελλάδας οι Εβραίοι αλλά, κατά το πρότυπο της Βουλγαρίας, να συγκεντρωθούν σε ένα ελληνικό νησί), συνάντησε την απόλυτη άρνηση τόσο των Γερμανών όσο και κάμποσων Ελλήνων που συνεργάζονταν με τους Ναζί (ένας από αυτούς ήταν ο Γενικός Διοικητής Μακεδονίας Βασίλης Σιμωνίδης) – ενώ η εφημερίδα «Απογευματινή» κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο τίλτλο «Να φύγουν». Κοντολογής: σε αντίθεση με άλλες ελληνικές πόλεις (λόγου χάρη, με την Αθήνα όπου η τοπική κοινωνία, η Εκκλησία, με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, αλλά και οι διοικητικοί παράγοντες προστάτεψαν σε μεγάλο βαθμό τους Εβραίους), στη Θεσσαλονίκη είχαμε αυτό που ονομάζεται σιωπηλή συνεργασία: ο ελεγχόμενος τύπος πρωτοστατούσε στο πογκρόμ, η τοπική εκκλησία σιώπησε εκκωφαντικά, η συντριπτική πλειοψηφία των τοπικών παραγόντων συνεργάστηκε πειθήνια αλλά και ο απλός κόσμος δέχτηκε τα γεγονότα αδιαμαρτύρητα, με κλιμακούμενη απάθεια που συχνά έφτανε στην φανερή ευχαρίστηση. Οι εξαιρέσεις μοιάζουν τραγικά λίγες για μια πόλη που οι Εβραίοι δεν ήταν μια μικρή μειονότητα, αλλά αποτελούσαν το ένα τρίτο της πληθυσμού της και την είχαν διαμορφώσει με την παρουσία τους.
Ετούτη η εικόνα επαληθεύτηκε τραγικά μετά τον πόλεμο, τότε που δεν υπήρχε η δικαιολογία της κατοχής των Ναζί. Η μεταπολεμική Ελλάδα έκανε το κάθε τι να απαλείψει την μνήμη των Εβραίων από την μέχρι πρότινος εβραιούπολη Θεσσαλονίκη. Τα Εβραίικα Μνήματα που βρισκόταν σε ολόκληρη την περιοχή του σημερινού Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης που είχαν βεβηλωθεί και καταστραφεί από τους Ναζί και τους συνεργάτες τους (και δυστυχώς, όπως προκύπτει από το εξαιρετικό βιβλίο του Μπέρναρ Πιερόν «Εβραίοι και Χριστιανοί στην νεώτερη Ελλαδα», Εκδόσεις Πόλις, το αρχικά σχέδια απαλλοτρίωσης εκπονούνταν από την Ελληνική Διοίκηση καθ’ όλη την δεκατία του 1930), όχι μόνο δεν αποκαταστάθηκαν αλλά παρέμειναν για δεκαετίες σκαμμένοι λάκκοι –και οι πλάκες με τις εβραϊκές επιτύμβιες επιγραφές πλιατσικολογήθηκαν από τους «ηθικούς» Έλληνες ως οικοδομικό υλικό (ακόμη και σήμερα μπορεί να τις συναντήσει κανείς σε αυλές και πλακόστρωτα της Άνω Πόλης και των Σαράντα Εκκλησιών, αλλά και στην αυλή της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου). Εντέλει στον ιερό χώρο ταφής νεκρών προγόνων πέντε αιώνων με απόφαση του ελληνικού κράτους υψώθηκαν οι σημερινές πανεπιστημιακές σχολές («τέτοια η δικαιοσύνη μας») – κι ούτε ένα μνημείο ή μια στήλη θυμίζει την βεβήλωση. Φυσικά τα σπίτια και τα μαγαζιά που υφαρπάχτηκαν δεν επιστράφηκαν ποτέ, οι ανατιναγμένες συναγωγές δεν ξαναχτίστηκαν, οι εβραϊκές επιγραφές σβήστηκαν, τα εβραϊκά σύμβολα ασβεστώθηκαν, κάθε τι που θύμιζε το εβραϊκό παρελθόν της πόλης παραχώθηκε στη σιωπή, στα πλαίσια μιας αποκρουστικής «εθνικής ομογενοποίησης», δηλαδή «αποεβραιοποίησης» που ήταν ένα παλιό, κι όχι και τόσο κρυφό, αίτημα μερίδας του ελληνικού πληθυσμού (ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1910 - το βιβλίο του Πιερόν καταγράφει αναλυτικά αυτό το κλίμα). Το Εβραϊκό Νοσοκομείο Χιρς που είχε χτίσει η βαρόνη Χιρς στην μνήμη του άντρα της και το οποίο είχε οργανωθεί και λειτουργήσει υπό την καθοδήγηση και επίβλεψη του γιατρού Μισδραχή μετονομάστηκε σε Ιπποκράτειο – κι η εβραϊκή επιγραφή στην είσοδό του ξύθηκε, θαρρείς και ήταν φορέας κατάρας. Ο Γερμανός διοικητής Μαξ Μέρτεν, οργανωτής της αποστολής των Εβραίων στο Άουσβιτς αφού προηγουμένως τους υφάρπαζε τις περιουσίες τους, επί μία δεκαετία επισκεπτόταν την Θεσσαλονίκη ως ευυπόληπτος γερμανός πολίτης – κι όταν κάποτε συνελήφθη μετά από μια δικονομική παρωδία, παραδόθηκε κατόπιν θολών πιέσεων στις γερμανικές αρχές για να συνεχίσει ελεύθερος τη ζωή του. Οι συνεργάτες των Ναζί, ταγματασφαλίτες και δοσίλογοι, έγιναν η μεταπολεμική οικονομική και πολιτική εξουσία, ενώ οι προπολεμικές παρακρατικές οργανώσεις τύπου τρία Έψιλον (τύποις «Εθνική Ένωση Ελλάς», μα όλοι γνώριζαν πως τα αρχικά αυτά σήμαιναν «Έλληνες Εξοντώσατε Εβραίους») συνέχιζαν να διαφεντεύουν για δεκαετίες στην πολιτική ζωή της πόλης (είναι γνωστή η δράση των παρακρατικών μηχανισμών στην υπόθεση Πολκ και στη δολοφονία Λαμπράκη). Οι ελάχιστοι εναπομείναντες Εβραίοι οδηγήθηκαν στην αυτοπεριχαράκωση και τη σιωπή – και για μισό αιώνα, αν εξαιρέσει κανείς τη λογοτεχνία (Ιωάννου, Κοκάντζης, Χριστιανόπουλος, Βασιλικός, Καρέλλη, Ναρ, Ναχμία), μήτε στη ζωγραφική, μήτε στο θέατρο, μήτε στον κινηματογράφο αποτυπώθηκε η μνήμη του αφανισμού. Μόλις στο τέλος του 20ου αιώνα έγινε ένα μνημείο για τους αφανισμένους Εβραίους της Θεσσαλονίκης – κι αυτό κάθε λίγο βεβηλώνεται από τις νεοφασιστικές οργανώσεις.
Τι μας μένει από όλα αυτά; - την επόμενη Κυριακή θα κλείσω προσπαθώντας να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα.
3.
Έχω σκεφτεί πολλές φορές αν κανείς μπορεί να ελέγξει τη μνήμη του – εννοώ αν, πέρα από συνθήματα, ύμνους, παρελάσεις, διατεταγμένες εθιμοτυπίες, μπορεί να βάλει στο κέντρο της ζωής του το βίωμα ενός παρελθόντος που δεν έχει ζήσει. Στην μεταπολεμική Ελλάδα η μνήμη των Εβραίων στραγγαλίστηκε ως ανεπιθύμητο παρελθόν, μέσα από εθνικιστικά σχήματα και ελληνορθόδοξες απαντήσεις σε αόρατους «βόρειους κινδύνους». Η Θεσσαλονίκη έγινε από πολυπολιτισμικό υπόδειγμα μετεξελίχτηκε μια υπερσυντηρητική φοβική πόλη με ισχυρούς παρακρατικούς μηχανισμούς που λειτουργούν ακόμη και σήμερα. Ο αντισημιτισμός όχι μόνο δεν έπαψε αλλά εξακολουθεί μετασχηματισμένος σε ρατσισμό και ξενοφοβία. Κι εκείνοι που φύγανε με σφραγισμένα τρένα την άνοιξη του 1943 γίνονται όλο και ισχνότερες σκιές της ιστορικής μνήμης’ άραγε σε ποιο ακρογιάλι να στέκουν τα κουπιά τους;
Ο συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου (1927-1985) είναι μια χαρακτηριστική (ίσως, μαζί με τον Νίκο Κοκάντζη, η πιο χαρακτηριστική) περίπτωση βιωματικού συγγραφέα που θέλησε – κόντρα στην εθνοκεντρική κυρίαρχη ιδεολογία- να βάλει τη μνήμη των Εβραίων στο κέντρο μιας απο-εβραιοποιημένης μεταπολεμικής καθημερινότητας. Η συλλογική μνήμη στον Ιωάννου απλώνεται σε ένα προσωπικό σπάραγμα - κάπου ανάμεσα στην ακατανόητη ανάγκη και την εξίσου ακατανόητη ενοχή. Το απόσπασμα από το βιβλίο του «Το δικό μας αίμα» του 1978 (το οποίο πολύ εύστοχα παραθέτει και ο Μαρκ Μαζάουερ στο αντίστοιχο κεφάλαιό της ιστορίας του) είναι ενδεικτικό ετούτου το σπαράγματος, καθώς αναφέρεται στον πατέρα του που, ως μηχανοδηγός του Ο.Σ.Ε. οδήγησε εκείνη την άνοιξη του 1943 κάμποσα σφραγισμένα τρένα μέχρι το Βελιγράδι.
Αργά μια νύχτα ακούσαμε λυγμούς στη κουζίνα. Είχε γυρίσει ο πατέρας μου... Ήταν μουτζουρωμένος και κατάκοπος, αλλά προπάντων στεναχωρημένος. Ζητούσε να δει τον μικρό μου αδελφό που τότε ήταν τριών-τεσσάρων χρονών. Ξυπνήσαμε τον μικρό και τον φέραμε στην κουζίνα. Είχε οδηγήσει ξαφνικά ένα τρένο με Εβραίους μέχρι πάνω στη Σερβία και είχαν δει φοβερά πράγματα τα μάτια του. Οι Εβραίοι είχαν κιόλας αρχίσει να πεθαίνουν. Οι Γερμανοί σταμάτησαν το τραίνο σε μια ερημιά, είχαν το σχέδιό τους. Από μέσα οι Εβραίοι φώναζαν και κλωτσούσαν τα ξύλινα τοιχώματα. Πατικωμένοι καθώς ήταν δεν μπορούσαν να πάρουν ανάσα, εξάλλου δεν είχαν νερό. Οι Γερμανοί με το πιστόλι στο χέρι άρχισαν ν’ ανοίγουν τα βαγόνια, όχι όμως για το καλό των Εβραίων, αλλά για να τους ξαφρίσουν από τα κρυμμένα κοσμήματα, ρολόγια και λίρες. Τσιρίδες ακούγονταν. Από ένα βαγόνι έβγαζαν ένα μικρό αγόρι πεθαμένο και το απέθεσαν, χωρίς βέβαια να το θάψουν, στο αυλάκι, δίπλα στις ράγες. Έμοιαζε φαίνεται με τον αδελφό μου.
Τι μένει από όλα αυτά; Ένα κενό κάτω από λειψά σήματα, κολωβομένες μνήμες, πληγές δικές μας που πυορραγούν, φενακισμένες ρητορείες που ασβεστώνουν ολόπικρες αλήθειες. Η Ελλάδα, (καλύτερα: η Θεσσαλονίκη) μήτε προστάτεψε τους Εβραίους της, μήτε σεβάστηκε τη μνήμη τους. Αλλιώτικα: βολεύτηκε με τον αφανισμό τους, ακρωτηριάζοντας το μέλλον της ως πολή λαών και προσφύγων. Και μόνο λίγες φωνές αντιστάθηκαν στην μεγάλη και τόσο βολική σιωπή – στη σιωπή μας.
Αντιγράφω ακόμη δυο ποιήματα του Ιωάννου που ζυγώνουν ετούτη την απουσία την ανάγκη να γεμίσει με κάτι το κενό ετούτης της απουσίας από τα σπίστια της μαρτυρικής οδού Ιουστινιανού – όμως με τι; Το πρώτο ποίημα ονομάζεται «Με το τρένο» και δημοσιεύτηκε σε βιβλίο το 1963.
Όλη τη νύχτα λέγανε ψαλμούς
-τους παίρνουν όπου να ’ναι τους Εβραίους.
Τα ξημερώματα ήρθαν και μας φίλησαν,
Ξύπνησαν το μικρό τους, έβρασαν αυγό’
Φεύγουνε, λέει, ταξίδι με το τραίνο...
Τώρα στο πάτωμά τους μπαινοβγαίνουν άλλοι.
Οι ίδιες πόρτες κλείνουν και γι’ αυτούς,
Σε αυτά τα ίδια δωμάτια πλαγιάζουν.
Κι εγώ ακόμη αμφιβάλλω αν τους πήρανε’
Και τα βραδάκια σιγοτραγουδώ στις σκάλες
Το δεύτερο ποίημα ονομάζεται «Τα Ηλιοτρόπια των Εβραίων», κι είναι γραμμένο λίγο νωρίτερα, στα 1956.
Κάθε φορά που τρίζει η σκάλα μας,
«λες να ’ναι αυτοί επιτέλους;» σκέφτομαι,
κι ύστερα φεύγω και με τις ώρες
κατακίτρινα ζωγραφίζω ηλιοτρόπια.
Όμως αύριο ώσπου να ξεχαστώ,
την αίθουσα αναμονής το τρένο
απ’ την Κρακοβία θα περιμένω
Κι αργά τη νύχτα, όταν ίσως κατεβούν
ωχροί, σφίγγοντας τα δόντια’
«αργήσατε τόσο να μου γράψετε»
θα κάνω δήθεν αδιάφορα.
Να μιλούμε καθαρά – όσο μπορούμε: αν πιστεύουμε πως η μνήμη όσων έφυγαν είναι η ανθρώπινη προϋπόθεση της συνείδησης εκείνων που παραμένουν (δηλαδή: η προϋπόθεση της δικής μας συνείδησης), οφείλουμε να διεκδικήσουμε την μνήμη των αφανισμένων Εβραίων της Θεσσαλονίκης όχι ως επετειακή αγγαρεία αλλά ως μέρος της (όποιας) δικής μας πολιτικής ή μεταπολιτικής πρότασης (ή ουτοπίας). Οι ερωτήσεις δεν είναι εύκολες: πώς (με ποια αγάπη, με ποια ευαισθησία, με ποιον οίστρο) μπορούμε να βάλουμε εκείνους που κάποτε ετρίζαν τη σκάλα μας ξανά στον κόσμο μας; Πώς μπορούμε να δούμε τη δομημένη πια ζωή μας μαζί με αυτούς που λείψανε από αυτή; Κι ακόμη: πώς μπορούμε να διεκδικήσουμε τη μνήμη, ως ανθρώπινο κεκτημένο, απαλλαγμένο από τον αντανακλαστικό φασισμό στον οποίο εκπαιδευόμαστε, τα λογής και διαρκώς αναπαραγόμενα «ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστί»;
Οφείλουμε να μιλάμε – να κάνουμε τα λόγια μας προτάσεις, έστω και ανολοκλήρωτες, έστω και κολοβές, έστω και μετεωρισμένες ανάμεσα στη συγκίνηση και τη μοναξιά μας. Καταγράφω τις δικά μου λιγοστά λόγια για τούτη τη μνήμη, τις δικές μου προτάσεις – και, δίχως (φυσικά) να διεκδικώ καμία αυθεντία, μένω σε όσα μου φαίνονται δυνατά να γίνουν άμεσα, μέσα από τις σημερινές ελληνικές κοινωνικές δομές. Πρώτον: να υπάρξει ένα κεφάλαιο για την ιστορική πορεία των Εβραίων στην Ευρώπη και για το Ολοκαύτωμα, αλλά και για την συμβολή τους στον Ευρωπαϊκό πολιτισμό στο (κατά τα άλλα, πολύ καλό) βιβλίο «Οι ρίζες του ευρωπαϊκού πολιτισμού» της Πρώτης Λυκείου (από το οποίο, ωστόσο, απουσιάζει το αντίστοιχο κεφάλαιο για τους τσιγγάνους). Δεύτερον: να υπάρξει ένα αναλυτικό κεφάλαιο για την ιστορία του εβραϊσμού της Θεσσαλονίκης και την εξόντωσή του στα «Θέματα Ιστορίας» της Δευτέρας Λυκείου. Τρίτον: να περιληφθούν στα Κείμενα Λογοτεχνίας της Έκτης Δημοτικού, Τρίτης Γυμνασίου και Τρίτης Λυκείου λογοτεχνικά κείμενα Ελλήνων Εβραίων ή Ελλήνων για τους Εβραίους της Ελλάδας, για τη ζωή τους και την εξόντωσή τους (ας πούμε: Γιοσέφ Ελιγιά, Γιώργος Ιωάννου, Νίκος Κοκάντζης, Βασίλης Μπούτος, Αλμπέρτος Ναρ, Νίνα Κοκαλίδου-Ναχμία, Δημήτρης Χατζής, Νίκος Μπακόλας, Ζωή Καρέλλη) αλλά και μαρτυρίες από επιζώντες του Άουσβιτς (ας πούμε: αποσπάσματα από τη συλλογή των Ναρ-Κούνιο) αλλά και παράλληλα αποσπάσματα από βιβλία των (κι η αναφορά είναι ενδεικτική) Πρίμο Λέβι, Ελί Βίζελ, ΄Ιμρε Κέρτες. Τέταρτον: να αποκατασταθεί η ονομασία του Νοσοκομείου Ιπποκράτειο σε Εβραϊκό Νοσοκομείο Χιρς-Ιπποκράτειο και να υπάρξει στην είσοδό του μια θυμητική στήλη για τον γιατρό Μισδραχή. Πέμπτον: να γίνει ένα Μουσείο Μνήμης του Ολοκαυτώματος μέσα στον χώρο της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ. (και η πρόταση της συγκεκριμένης σχολής δεν είναι τυχαία) ως ελάχιστη αναγνώριση της βάναυσης βεβήλωσης ενός κοιμητηρίου (δηλαδή: ενός χώρου ιερής μνήμης προγόνων, γιατί αυτό είναι το κάθε κοιμητήριο) - και εκεί να συγκεντρωθεί κάθε είδους οπτικό-ακουστικό υλικό για την εξόντωση του εβραϊσμού της Θεσσαλονίκης αλλά και τις λογής αντισημιτικές προκαταλήψεις και συκοφαντίες (για παράδειγμα: τις διάφορες εκδοχές για την συκοφαντία του αίματος, τα αντισημιτικά ανέκδοτα, τις οργανώσεις τύπου τρία Έψιλον, το πώς δομήθηκε η συκοφαντία για την πυρκαγιά στο Κάμπελ). Στον ίδιο χώρο μπορεί να δημιουργηθεί κι ένα παράλληλο αρχείο μαρτυριών που αφορούν γενικότερα τη σεφαραδίτικη παράδοση και τον Εβραϊσμό στην Ελλάδα - και το οποίο θα υποστηρίζεται από την αντίστοιχη ιστοσελίδα στο Διαδίκτυο που θα περιλαμβάνει και θα κάνει προσβάσιμα στον καθένα τα εκθέματα, τα αρχεία, τις συγκεντρωμένες μαρτυρίες. Όλα αυτά μπορούν να αποτελέσουν την βάση για την έκτη πρόταση: την δημιουργία ενός Τμήματος Εβραϊκών Σπουδών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (και η αρχή μπορεί να γίνει άμεσα με ένα πολιτικό διατμηματικό πρόγραμμα): κάτι τέτοιο θα ήταν τιμή για όλους μας.
Όλα αυτά για να ξαναφέρουμε στη ζωή μας κάτι από τους παλιούς συμπολίτες μας που φεύγανε, λέει, ταξίδι με το τρένο. Όλα αυτά για την ιερή μνήμη των χαμένων Εβραίων, εκείνων που αργούνε τόσο να μας γράψουνε.
(Δημοσιεύτηκε σε τρεις συνέχειες στη Μακεδονία της Κυριακής, στις 5-12-2004, 12-12-2004 και 19-12-2004.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου