Του Μανώλη Βασιλάκη*
Συμπληρώθηκαν φέτος δέκα χρόνια από την ελληνοτουρκική κρίση των Ιμίων. Το πολεμικό επεισόδιο στα Ίμια τον Ιανουάριο του 1996 που έληξε ειρηνικά με παρέμβαση του προέδρου των ΗΠΑ αντιμετωπίστηκε σαν μια επονείδιστη ήττα και εσχάτη «ταπείνωση» από όλες τις «εθνικές δυνάμεις». Πρέπει να θυμίσομε ότι εκείνη την εποχή και επί πολλά έτη προ του επεισοδίου, η λέξη διάλογος ταυτιζόταν με ενδοτισμό και προδοσία. Και όποιος τολμούσε να προτείνει διάλογο με την Τουρκία για οποιοδήποτε θέμα καταγγελλόταν ως προδότης. Ακόμη και η περίπτωση μετάγγισης αίματος σε τραυματισμένο κάτοικο ακριτικού ελληνικού νησιού που διακομίσθηκε σε τουρκικό νοσοκομείο καταγγέλθηκε ως απαράδεκτη από τους εθνικώς καθαρούς άγαν πατριώτες!
Η μακρά περίοδος της απόλυτης εθνικιστικής παράνοιας θα τελείωνε με τους σεισμούς του 1999 που έπληξαν και τις δύο χώρες. Χαρακτηριστική τού πώς είδαν οι ξένοι το επεισόδιο των Ιμίων είναι η περιγραφή του Μπιλ Κλίντον στην αυτοβιογραφία του: «Τουλάχιστον έσωσα μερικά πρόβατα στο Αιγαίο».1 Και όμως, το «κόμμα του πολέμου» εκείνη την εποχή ήθελε να «ξεπλύνουμε την ντροπή» με στρατιωτική απάντηση που ήταν βέβαιον ότι σε εκείνες στις συνθήκες θα οδηγούσε σε πολεμική σύρραξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο τότε αρχηγός της Ν.Δ. Μ. Έβερτ μίλησε με κραυγές «Προδοσία! Προδοσία!», απειλούσε τους «προδότες»: «Υπάρχει και το Γουδί για τους ενόχους», τόνισε πως «η δεύτερη βραχονησίδα της Ίμια έπρεπε να ανακαταληφθεί με κάθε τρόπο, ακόμα και αν επρόκειτο να οδηγηθούμε σε θερμό επεισόδιο, με θύματα» και ότι «έπρεπε να πέσουμε μέχρις ενός»! Όσον αφορά την πτώση του στρατιωτικού ελικοπτέρου στα Ίμια όπου έχασαν τη ζωή τους τρεις Έλληνες αξιωματικοί, εκραύγαζε: «Είθε όλοι οι Έλληνες να πεθάνουν όπως πέθαναν τα τρία παλικάρια».2 Η πτώση αποδόθηκε από τις «εθνικές δυνάμεις» σε τουρκικά πυρά, όμως απεδείχθη ότι οφειλόταν στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Στο ίδιο μήκος κύματος και ο αδιάλλακτος πατριώτης Α. Σαμαράς του οποίου το κόμμα είχε τότε υπολογίσιμη κοινοβουλευτική δύναμη, μίλησε για «εθνική ήττα κατά κράτος» και η αντιπρότασή του ήταν η «κατάληψη μιας τουρκικής βραχονησίδας». Από κοντά και οι Τσοβόλας (ΔΗΚΚΙ), Κωνσταντόπουλος (ΣΥΝ), ΚΚΕ με εκφράσεις και κατηγορίες για «ντροπή», «εθνική ταπείνωση», «περιορισμό της εθνικής μας κυριαρχίας», «ραγιαδισμό», «επιδιαιτησία των Αμερικανών» κ.τ.τ. Ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης αφήνοντας αιχμές για τη μη ετοιμότητα των Ενόπλων Δυνάμεων3ευχαρίστησε από το βήμα της Βουλής την αμερικανική κυβέρνηση για τον πυροσβεστικό ρόλο της, πράγμα το οποίο προκάλεσε νέο παροξυσμικό κύμα από οιμωγές, κατάρες και ύβρεις. «Νύχτα της μεγάλης ντροπής»4 χαρακτηρίστηκε από τις εθνικόφρονες δυνάμεις η 29η Ιανουαρίου 1996. Ο «θρυλικός πολέμαρχος» Οτσαλάν θα «αποκάλυπτε» ότι τα γεγονότα των Ιμίων ήταν προβοκάτσια των ΗΠΑ 5, πράγμα που επιβεβαίωσε και η «πατριωτική» 17 Ν με προκήρυξή της.
Το πολεμικό κλίμα διαδέχθηκε για τους περισσότερους η «ιμιοπάθεια», δηλαδή το αίσθημα βαρυτάτης «εθνι-κής ταπείνωσης»
Το πολεμικό κλίμα διαδέχθηκε για τους περισσότερους η «ιμιοπάθεια», δηλαδή το αίσθημα βαρυτάτης «εθνικής ταπείνωσης». Ο εθνεγέρτης νυν Αρχιεπίσκοπος, τότε μητροπολίτης Δημητριάδος, Χριστόδουλος όμως δεν κατελήφθη από καταθλιπτική «ιμιοπάθεια», αλλά έριχνε πρώτος το πολεμικό σύνθημα «ειρήνη ή ελευθερία, ειρήνη ή εθνική ταπείνωση»6 με την ελληνοπρεπώς ορθή απάντηση «πόλεμος». Το σύνθημα αυτό ο Γιανναράς το είχε διατυπώσει με τρεις λέξεις: «αντίσταση ή υποταγή» και θα γινόταν μανιφέστο από τον Καραμπελιά7 των Εξαρχείων και μ’ αυτή τη μορφή θα αποτελούσε το πατριωτικό εμπόρευμα που διακινούσαν Γιανναράς, Σαμαράς, Καραμπελιάς, Παπαθεμελής, Ζουράρις, Ήφαιστος8, Γιαλλουρίδης, Λαζαρίδης, Κανέλλη, Σαρρής, Καργάκος και μια σειρά άλλων «γνησίων Ελλήνων», απογόνων των αγωνιστών του ’21, αλλά θα γινόταν και το ιδρυτικό σύνθημα της «Κίνησης Πατριωτικής Αφύπνισης “Δίκτυο 21”» με τις ευλογίες του Χριστόδουλου. Πιο ριζοσπαστική ήταν η πρόταση Παπαθεμελή, ότι η Ελλάδα «διεκδικεί τα πάντα από αυτούς που διεκδικούν από αυτήν τα πάντα».9
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα της γενικευμένης ιμιοπάθειας, η οποία διήρκεσε πολλά χρόνια μετά το επεισόδιο, οι πιο «ρεαλιστές» φιλοπόλεμοι αντί να επιδίδονται μόνο σε ύβρεις, ρητορική πολεμολογία και θεωρίες συνωμοσίας επεξεργάζονταν σχέδια μιας αποτελεσματικής στρατιωτικής αντιμετώπισης του «προαιώνιου εχθρού». Και επιτέλους απέκτησαν ολοκληρωμένη «ακαδημαϊκή» πρόταση με το πόνημα του Παναγιώτη Κονδύλη Θεωρία του Πολέμου (εκδ. Θεμέλιο, 1997), στο οποίο περιλαμβάνεται ένα εκτενέστατο επίμετρο όπου ο συγγραφέας του προτείνει τη «στρατηγική του πρώτου πλήγματος», δηλαδή ότι η Ελλάδα πρέπει να έχει έτοιμο επιτελικό σχέδιο ώστε «να καταφέρει το πρώτο (μαζικό) πλήγμα, αιφνιδιάζοντας τον εχθρό»: «Μπορεί να καταφερθεί στο πλαίσιο της κλιμάκωσης ενός τοπικού “θερμού επεισοδίου”, αλλά και πολύ νωρίτερα ακόμα, όταν δηλαδή διαπιστωθεί ότι επίκειται έτσι κι αλλιώς εχθρική επίθεση• το επιτελικό σχέδιο του πρώτου πλήγματος πρέπει λοιπόν να βρίσκεται στο συρτάρι ήδη από καιρό ειρήνης, χωρίς αυτό να σημαίνει καθόλου ότι όποιος το έχει καταστρώσει και όποιος θα το εφαρμόσει είναι αναγκαία ο επιτιθέμενος με την ιστορική και πολιτική έννοια του όρου. Καθώς το γεωπολιτικό δυναμικό της Τουρκίας μακροπρόθεσμα ενισχύεται, ενώ της Ελλάδας μακροπρόθεσμα συρρικνώνεται, ο επιτιθέμενος με την ιστορική και την πολιτική έννοια δεν μπορεί να είναι άλλος από την Τουρκία».
Εκτενή αποσπάσματα του εν λόγω επιμέτρου προδημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα Το Βήμα, με την οποία συνεργαζόταν ο συγγραφέας, στις 9.11.1997, τα οποία επέλεξε ο ίδιος. Θα περίμενε κανείς ότι με τις ιδέες περί πρώτου πλήγματος και προληπτικού πολέμου, μετά τη «λαμπρή» εφαρμογή τους από τον Χίτλερ, το θεωρητικό φλερτ θα περιοριζόταν στους νεοφασιστικούς και ακραίους εθνικιστικούς κύκλους, ότι εν πάση περιπτώσει οι σύγχρονοι «φιλόσοφοι» θα ήσαν πιο προσεκτικοί. Όμως το έργο του Κονδύλη διατρέχει η σκέψη του Carl Schmitt, ενώ το αξίωμα του Κλαούζεβιτς (o πόλεμος είναι Fortsetzung der Politik mit anderen Mitteln, συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα) είναι δόγμα πάντα επίκαιρο, ένα μέσον επίλυσης των διαφορών μας και με την Τουρκία, αλλά ιδωμένο από τον Κονδύλη με τη σμιττιανή ερμηνεία της ρήσης του Κλαούζεβιτς: ο πόλεμος είναι η ultima ratio του «πολιτικού» σύμφωνα με τον Schmitt, της πολιτικής δηλαδή.
Τις απόψεις του Κονδύλη περί «πρώτου πλήγματος» σχολίασε επικριτικά δυο εβδομάδες αργότερα ο Ριχάρδος Σωμερίτης στην ίδια εφημερίδα και ακολούθησε δημόσια αντιπαράθεσή τους έως τον Ιανουάριο του 1998, κατά την οποία δόθηκε η ευκαιρία στον Κονδύλη να εφαρμόσει μια καρικατούρα της στρατηγικής του «πρώτου πλήγματος» με ύβρεις και ειρωνείες εναντίον του «εχθρού» Ρ.Σ. και όσων έχουν διαφορετικές απόψεις από εκείνες του «φιλοσόφου», όπως λ.χ. ο Άγγελος Ελεφάντης10 και ο Κοσμάς Ψυχοπαίδης. Από την εθνική επιστράτευση εναντίον των «εσωτερικών εχθρών» δεν θα μπορούσε να λείψει ο Στ. Παπαθεμελής της Ελλάδας των –τουλάχιστον– δύο ηπείρων: «Συνιστούμε θερμά αυτή τη μελέτη [του Π. Κονδύλη] και ειδικά το κεφάλαιο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος» (Το Βήμα, 30.11.1997).
Ο θεωρητικός και υπηρέτης του ναζισμού μετεβλήθη τώρα σε έναν απλώς «μεγάλο συντηρητικό / ρομαντικό» στοχαστή και… φάρο της νομικής επιστήμης.
Οι πολεμικές απόψεις του Κονδύλη δεν είναι νέες και οφείλομε χάριτες σ’ αυτούς που έχουν την ετοιμότητα, τις ειδικές γνώσεις και τη διάθεση να αποκαλύπτουν την ουσία τους. Κάποιος επιπόλαιος αριστερός αρθρογράφος της Καθημερινής, θρηνώντας για τον θάνατο του Κονδύλη, έγραψε ότι εκτός όλων των άλλων «μας έκανε γνωστό και τον μεγάλο πολιτικό φιλόσοφο Καρλ Σμιτ», πράγμα που επανέλαβαν και άλλοι επιπόλαιοι αριστεροί. Αλλά ποιον Σμιτ; Αναφερθήκαμε, όχι τυχαίως, στην καταλυτική επίδραση του Carl Schmitt στο έργο του Κονδύλη, του οποίου το έργο Πολιτική Θεολογία, Τέσσερα κεφάλαια γύρω από τη διδασκαλία περί κυριαρχίας, μετέφρασε και εξέδωσε11 ο Π. Κονδύλης συνοδεύοντάς το με έναν εκτενέστατο δικό του επίλογο. Μ’ αυτό εισήγαγε τη βασική έννοια της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης (Ausnahmezustand), όπου «το Κράτος συνεχίζει να υπάρχει ενώ το Δίκαιο σβήνει». Ένα κράτος πάνω από τον νόμο, ένα κράτος που υψώνεται σε υπέρτατη νομική τάξη. Ούτε και στην «ανακάλυψη» του Schmitt πρωτοτυπεί ο Κονδύλης. Ταυτόχρονα μ’ αυτόν, τη δεκαετία του 1970, επανανακάλυψαν τη σκέψη του Carl Schmitt οι διανοούμενοι της εξτρεμιστικής ιταλικής Νέας Αριστεράς (όπως ο θεωρητικός της τρομοκρατίας Τόνι Νέγκρι και οι Cacciari, Tronti, De Giovanni), ο μαοϊκός Joachim Schickel κ.ά., αναγνωρίζοντάς τον ως κορυφαίο αντιφιλελεύθερο, εκτιμώντας τη ριζοσπαστική κριτική ή μάλλον πολεμική του κατά του κοινού εχθρού, του φιλελευθερισμού. Αναγνωρίζοντας ένα σταθερό σημείο αναφοράς στη θεωρία του Schmitt για το «κράτος εκτάκτου ανάγκης», γοητευμένοι επίσης από το έργο του H θεωρία του παρτιζάνου (“Theorie des Partisanen”, 1963), μια μελέτη πάνω στην πολιτική και τον πόλεμο, αλλά και από τις εργασίες του για τους κινδύνους της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Όσο περιέπιπταν σε ανυποληψία οι δογματικές μαρξιστικές οικονομικές και ιστορικές αναλύσεις τόσο οι θεωρίες του Schmitt αναπλήρωναν το κενό στους απογοητευμένους ακροαριστερούς. Ο θεωρητικός και υπηρέτης του ναζισμού μετεβλήθη τώρα σε έναν απλώς «μεγάλο συντηρητικό / ρομαντικό» στοχαστή και… φάρο της νομικής επιστήμης. Όταν όμως χαρακτηρίζεις «συντηρητικό» έναν εξέχοντα θεωρητικό του ναζιστικού ολοκληρωτισμού, τον spiritus rector, διαπράττεις λαθροχειρία, εσκεμμένη παραπλάνηση. Ο συνταγματολόγος Schmitt (1888-1985) ήταν σύμβουλος της (ομοσπονδιακής) κυβέρνησης von Papen του Ράιχ στην υπόθεση «Πρωσία ενάντια στο Ράιχ» για την κατάλυση της πρωσικής κυβέρνησης της οποίας ηγείτο το SPD. Ήταν ο νομικός και θεωρητικός της θεωρίας της αρχής Führer (“Führerprinzip”), του Κράτους του “Führer” και οι θεωρίες του χρησιμοποιήθηκαν για την ιδεολογική θεμελίωση της δικτατορίας του ναζισμού• κατασκεύασε ή «δάνεισε» πολλές αρχές του στους ναζί, έπαιξε ρόλο καθοδηγητικό στην κατασκευή της νομικής βάσης και της βιτρίνας του ναζιστικού καθεστώτος. Στο δοκίμιό του “Die Diktatur” (1921), ο ορκισμένος εχθρός του αστικού φιλελευθερισμού και του κοινοβουλευτικού συστήματος προέβαλε την άποψη ότι ένας ισχυρός δικτάτορας θα μπορούσε να ενσαρκώσει τη θέληση των ανθρώπων αποτελεσματικότερα από οποιοδήποτε νομοθετικό σώμα, καθώς μπορεί να είναι αποφασιστικός, ενώ τα κοινοβούλια εμπλέκονται αναπόφευκτα με τη συζήτηση και τον συμβιβασμό. Στον Πολιτικό Ρομαντισμό (“Politische Romantik”, 1921) ασχολήθηκε με την αδυναμία λήψεως γρήγορης και αποτελεσματικής απόφασης. Ένας δικτάτορας, ένας ηγέτης, ένας φύρερ, θα μπορούσε να ξεπεράσει τις αδυναμίες της δημοκρατίας• η αποθέωση του κράτους, η ιδέα του ολοκληρωτικού κράτους, του Κράτους του “Führer”, ήταν η «μεγάλη ιδέα» του Schmitt. Ακολούθησε η Πολιτική Θεολογία (1922), έργο με το οποίο θεμελίωνε περαιτέρω τις ολοκληρωτικές θεωρίες του, τη θεολογική καταγωγή των νομικών εννοιών, επεξεργαζόταν την έννοια της κυριαρχίας («κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει για την κατάσταση έκτακτης ανάγκης»). Στο διασημότερο έργο του Η έννοια του πολιτικού (“Der Begriff des Politischen”, 1932) θεμελιώδης έννοια για την κρατική κυριαρχία είναι η διάκριση, και δη «οντολογικώς», μεταξύ των φίλων και των εχθρών. Η έννοια του «πολιτικού» είναι μια προσπάθεια επίτευξης της κρατικής ενότητας και ταυτότητας με τον καθορισμό του περιεχομένου της πολιτικής ως αντίθεσης σε έναν ξένο «Άλλον» και φυσικά μέσω της υπέρτατης κυριαρχίας του Κράτους του Führer. Δεν παρέλειψε βέβαια να εισαγάγει και την έννοια του «εσωτερικού εχθρού».
Το 1933 εντάχθηκε στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα (NSDAP), ανήλθε σε πολλά κομματικά αξιώματα και διορίσθηκε Σύμβουλος Επικρατείας της Πρωσίας από τον Göring. Το κύμα των χωρίς δίκη εκτελέσεων, των μαζικών δολοφονιών ανάμεσα στις οποίες και 13 μελών του Ράιχσταγκ, γνωστό ως Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών (30 Ιουνίου 1934), ο Χίτλερ το εξήγησε λέγοντας ότι «ήμουν ο ανώτατος δικαστής του γερμανικού λαού». Ο «νομοθέτης του στέμματος» του Τρίτου Ράιχ Carl Schmitt, όπως τιμητικά τον αποκαλούσε ο εθνικοσοσιαλιστικός Τύπος, έγραψε τότε άρθρο με τίτλο «Ο Φύρερ προστατεύει τον νόμο» (13.7.1934), κρίνοντας τις δολοφονίες ως την «υψηλότερη μορφή κυρίαρχης δικαιοσύνης», προβάλλοντας την… επιστημονική άποψη ότι «ήταν ο ίδιος [ο Φύρερ] η υψηλότερη δικαιοσύνη».12 Τον Οκτώβριο του 1936, ως πρόεδρος της Ένωσης Νομικών, μιλώντας σε ένα συνέδριο με θέμα «Η Γερμανική Νομική στον Αγώνα κατά του Εβραϊκού Πνεύματος», διατύπωσε την «καθαρή» θέση του στο «εβραϊκό ζήτημα» και εξέφρασε τον ριζοσπαστικό αντισημιτισμό του, απαιτώντας την «κάθαρση» της γερμανικής νομοθεσίας από το «εβραϊκό πνεύμα» (Jüdischem Geist), την «κάθαρση» των βιβλιοθηκών από τις εβραϊκές εργασίες, φθάνοντας έως του σημείου να απαιτεί να μαρκάρονται εφεξής όλες οι δημοσιεύσεις εβραίων επιστημόνων με ένα μικρό σύμβολο (J). Άλλωστε: «Ένας εβραίος συγγραφέας δεν έχει για μας κανένα κύρος». Έκλεισε την ομιλία του με την κατά λέξη αναφορά στα λεγόμενα του Χίτλερ: «Με το να αποκρούσω τους Εβραίους, αγωνίζομαι στην υπηρεσία του Κυρίου». Ήδη από το 1934, αλλά ακόμη και μετά το 1950, αμετανόητος πάντα, έκανε λόγο για «εβραϊκή έννοια του δικαίου» σε αντίθεση με τη «χριστιανική» τοιαύτη• κάθε φυλή, κάθε ράτσα, αναπτύσσει τη νομική σκέψη που της αρμόζει… Παρά ταύτα αποτελεί ειρωνεία της ιστορίας ότι δεν θεωρήθηκε επαρκώς ναζί από το όργανο των SS, καθότι «οπορτουνιστής, εγελιανός κρατικός στοχαστής» και «βασικά ένας Καθολικός» και έπεσε σε δυσμένεια. Προσπαθώντας να ανακτήσει την επιρροή του στους ναζί, προέβαλε τη θεωρία του Grossraume (γεωγραφικός ζωτικός χώρος).
Αυτός ο οπορτουνιστής όταν συνελήφθη το 1945 εδήλωσε αλαζονικά και κυνικά στους Ρώσους ανακριτές του: «Ήπια τον ναζιστικό βάκιλο αλλά δεν μολύνθηκα», οι οποίοι τον απελευθέρωσαν. Όμως ξανά συνελήφθη από τις αμερικανικές δυνάμεις, φυλακίσθηκε έως το 1947, δικάστηκε στη Δίκη της Νυρεμβέργης, αλλά απαλλάχθηκε από την κατηγορία για συνενοχή σε εγκλήματα πολέμου, αφού δεν είχε σκοτώσει κανέναν με τα χεράκια του• μόνο στη δολοφονία της δημοκρατίας και του «εβραϊκού πνεύματος» συνέπραξε… Καθαιρέθηκε όμως από την πανεπιστημιακή του έδρα, του απαγορεύθηκε να διδάσκει και υποχρεώθηκε να ζήσει το υπόλοιπο της αμαρτωλής ζωής του στη γενέτειρά του Plettenberg. Μέχρι τον θάνατό του παρέμεινε επιθετικά αμετανόητος για τη συνεργασία του με τους ναζί.13
Η «διδασκαλία του Schmitt» κυριολεκτικώς μετακενώθηκε στην ελληνική αριστεροεθνικιστική σκέψη (ίσως και μη σκέψη) μέσα από το έργο του μαθητή του Π. Κονδύλη είτε με μεταφράσεις, άλλοτε με απροκάλυπτο κι άλλοτε με υπόρρητο θαυμασμό και πάντως χωρίς την υπογράμμιση του ναζιστικού παρελθόντος του, το οποίο προσπερνά με τριάντα όλες κι όλες ουδέτερες λέξεις αντί της ενημέρωσης ποιος είναι ο Schmitt και ποιες οι συνέπειες της εφαρμογής των κραυγαλέα ανεπιστημονικών ιδεών και δοξασιών του. Άλλο το θαυμαστό λογοτεχνικό χάρισμα και η ευρυμάθεια του Schmitt και άλλο η επιστημονική σκέψη• ούτε αυτή τη διάκριση δεν μπορούσε να κάνει ο Κονδύλης. Δεν είμαστε αντίθετοι στη δημοσίευση οιωνδήποτε απόψεων, όμως όταν πρόκειται για κατασκευές που διαδραμάτισαν τόσο αιματηρό ρόλο στην ιστορία, οφείλει κανείς όχι να τον «μαρκάρει» με ένα μικρό σύμβολο (Ν, δηλαδή ναζί), όπως εκείνος τους εβραίους επιστήμονες, αλλά εξ αρχής να διευκρινίσει ότι δεν είναι απλώς ένας «συντηρητικός» και «ρομαντικός» στοχαστής, όπως αποκαλείται ο Schmitt από όλους τους σύγχρονους αναθεωρητές της ιστορίας. Να προτάξει ότι είναι αυτός που έγραψε λ.χ. το «Ο Φύρερ προστατεύει τον νόμο» και μετά ας δημοσιεύσει τα άπαντά του και ας εκδηλώσει τον θαυμασμό του και ας ψιττακίζει τις ιδέες του.
Αν πρόκειται να διαβάσει κανείς τις φλύαρες και ανεπιστημονικές θεωρίες απόφασης και πολέμου του Κονδύλη, είναι προτιμότερο να διαβάσει τον μεγάλο στυλίστα δάσκαλό του Carl Schmitt
Αυτά εν ολίγοις για τον «πνευματικό» τού «φιλόσοφου» Κονδύλη. Στη σκέψη του (και ιδίως στα επιστημονικοφανή έργα του Ισχύς και Απόφαση14, Η ηδονή, η ισχύς, η ουτοπία15 –στα οποία σκοπίμως απέφυγε να παραθέσει βιβλιογραφία–, Θεωρία του Πολέμου) αναγνωρίζει κανείς την καταλυτική επίδραση του Schmitt άχρις ψιττακισμού, τη διάκριση «εχθρού-φίλου», την έννοια της «απόφασης», του decisionism, παρά τα σχετικά άλλοθι που δημιουργεί, την αλλεργία του προς τις «φιλελεύθερες» έννοιες. Ιδίως της «απόφασης» να καταφέρουμε το πρώτο πλήγμα στον «εχθρό» που «διακρίνει» ότι είναι «ο Τούρκος». Αναγνωρίζεται ακόμη εύκολα η σκέψη του Schmitt στην επίθεση στην «ουτοπία» του δυτικού «κράτους δικαίου», όπως το χαρακτηρίζει ο Κονδύλης, και στα «ανθρώπινα δικαιώματα», με ακαταμάχητο επιχείρημα τη σκέψη του Schmitt! Που είναι ένας μεγαλοφυής… «συντηρητικός». Αναγνωρίζει ότι το «φιλοσοφικό» έργο του Κονδύλη είναι μια Schmittiana χωρίς το λογοτεχνικό χάρισμα του Schmitt (απενοχοποίηση, γενίκευση και αναγωγή αυτών που ο Schmitt θεωρούσε νόμους της ιστορίας ή της πολιτικής σε φυσικούς νόμους, σε νόμους καθολικής ισχύος). Όσο για τη «θεσμική ομαλότητα», τη «“δημοκρατική” ομαλότητα», την οποία σέβεται η σύγχρονη ελληνική κοινοβουλευτική αριστερά, ο «φιλόσοφος» Κονδύλης της κάνει σφοδρή επίθεση γι’ αυτό: «τα ψοφοδεή κατάλοιπα της Αριστεράς εξωραΐζουν την πολιτική τους χρεοκοπία… με κωμικοτραγικές εκδηλώσεις προσήλωσης προς τους “θεσμούς” και ζήλου για την “απρόσκοπτη λειτουργία” τους»16. Αν τέτοιες απόψεις δημοσιεύονταν όταν η φρίκη ήταν νωπή, τις δεκαετίες του 1950 και του ’60, ο συγγραφέας τους θα χαρακτηριζόταν νοσταλγός του ναζισμού ή του φασισμού και δεν θα είχε τόπο να σταθεί, τρεις δεκαετίες όμως αργότερα γίνονταν αποδεκτές προς ακαδημαϊκή συζήτηση!… Ένα «περιγραφικό» κυνικό και μικρομηδενιστικό συνονθύλευμα μιας σμιττιανο-κλαουζεβιτσο-νιτσεϊκής σαλάτας με σως Weber, Hegel, Marx και ορισμένα άλλα φιλοσοφικά καρυκεύματα και βεβαίως έκδηλο θαυμασμό στη σταλινική17 «ουτοπία» είναι η «φιλοσοφία» του και το πολεμικό πνεύμα της. Μια επιστροφή στο σκότος και τον ζόφο των ενστίκτων. Όλα είναι πόλεμος, όπως γράφει ο Κονδύλης: «Δεν υπάρχουν αξίες ούτε μάχονται αξίες αναμεταξύ τους, παρά μόνο συγκεκριμένες υπάρξεις, οι οποίες μέσω της διατύπωσης και της ερμηνείας αξιών προσπαθούν να ανατρέψουν ή να εδραιώσουν ορισμένες σχέσεις μεταξύ τους. [] Ως μετεξέλιξη της ύπαρξης, καθώς αυτή επιδιώκει με διαφόρους τρόπους τη διεύρυνση και εδραίωση της ισχύος της, έχει λοιπόν και το “πνεύμα”, ακόμα και με τη στενότερη έννοια της διανοητικής-θεωρητικής δραστηριότητας, υφή πολεμική, δηλαδή καθορίζεται εξ ίσου όσο και τα υπόλοιπα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής από την κεντρική θέση εχθρού-φίλου. [] Πολεμικό είναι το “πνεύμα”, γιατί συνδέεται πάντοτε με ορισμένους υπαρξιακούς φορείς, τους οποίους βοηθά να υποτυπώσουν αποφάσεις έχοντας υπ’ όψη τους τον εκάστοτε εχθρό. [] Δεν υπάρχουν ιδέες. Υπάρχουν μόνον ανθρώπινες υπάρξεις μέσα σε συγκεκριμένες καταστάσεις…»18. Υπάρξεις με αξιώσεις επιβολής, ισχύος κ.λπ. Όλα είναι πόλεμος, όλα στηρίζονται στη σχέση εχθρός-φίλος, όλα είναι θέμα απόφασης, επιβολής, ισχύος… «Δεν υπάρχουν αξίες». «Δεν υπάρχουν ιδέες»! Παρ’ όλα αυτά ο ίδιος στην τοποθέτηση του Σπύρου Τσακνιά: «Θα σας χαρακτήριζα έναν ιστορικό των ιδεών και έναν μελετητή της ανθρώπινης συμπεριφοράς» απάντησε: «Ας μου επιτραπεί κατ’ αρχήν να προσθέσω στον “ιστορικό των ιδεών” και τον κοινωνικό ιστορικό…» (περ. Διαβάζω, τχ. 384, Απρ. 1998). Ο επικρατέστερος χαρακτηρισμός για τον Κονδύλη είναι «ιστορικός των ιδεών» (π.χ. Π. Νούτσος, Σπ. Μόσκοβος, Α. Στυλιανός, Το Βήμα 15.11.1998• Volker Gerhardt, Νέα Εστία, τχ. 1736, Ιούλ.-Αύγ. 2001• Αιμ. Μεταξόπουλος, Ν. Σεβαστάκης, «Βιβλιοθήκη»/Ελευθεροτυπία, 5.2.1999), ή «φιλόσοφος των ιδεών», «ιστορικός της φιλοσοφίας και φιλόσοφος της ιστορίας». Ιδέες και αξίες ασφαλώς υπάρχουν παρά τα όσα γράφει ο Κονδύλης, αλλά αρχές και συνέπεια δεν υπήρχαν στον παρ’ ολίγον επίσημο διανοούμενο του ΓΕΣ. Όπως έγραφε ο ίδιος, με τη μετριοφροσύνη που τον διέκρινε, παρουσιάζοντας το 1997 τη σειρά Ο Νεώτερος Ευρωπαϊκός Πολιτισμός των εκδόσεων Νεφέλη: «Η νεώτερη Ελλάδα δεν προσέφερε τίποτα στον πολιτισμό και όποιος έχει τη στοιχειώδη νηφαλιότητα θα πρέπει να το κατανοήσει». Ο τύφος του ήταν εφάμιλλος με εκείνον του πνευματικού πατέρα του Carl Schmitt. Ο πιο καλός μαθητής του μηδένισε όλους τους μεγάλους Έλληνες ποιητές, συγγραφείς, μουσικούς κ.ά., όμως προσέφερε στο ΓΕΣ και στον ελληνικό πολιτισμό τη θεωρία του πολέμου… Αν πρόκειται να διαβάσει κανείς τις φλύαρες και ανεπιστημονικές θεωρίες απόφασης και πολέμου του Κονδύλη, είναι προτιμότερο να διαβάσει τον μεγάλο στυλίστα δάσκαλό του Carl Schmitt ο οποίος τις διατυπώνει με άκρα γλαφυρότητα και προπαντός λιτότητα• λόγου χάρη: «Πες μου ποιος είναι ο εχθρός σου και θα σου πω ποιος είσαι»• κι ακόμη πιο λιτά: «Distinguo ergo sum» (Διαφέρω άρα υπάρχω).
Η ευρυμάθεια του Κονδύλη, οι εγκυκλοπαιδικές γνώσεις του είναι αναμφισβήτητες• το μεταφραστικό έργο του σημαντικό• άλλο όμως ένας εργατικός μελετητής της ιστορίας της φιλοσοφίας και άλλο «φιλόσοφος».
Οι αντιδημοκρατικές και αντιφιλελεύθερες απόψεις, οι επικίνδυνες ιδέες και οι επικίνδυνες θεωρίες από επικίνδυνα μυαλά όχι μόνον δεν πρέπει να είναι σεβαστές, αλλά να αποκαλύπτονται και να επικρίνονται με επιχειρήματα. Και ο Ρ. Σωμερίτης διέθετε το διανοητικό θάρρος και τα δημοκρατικά αντανακλαστικά να το πράξει τότε. Η συνέχεια ήταν επίσης συναρπαστική. Το 1998 συμπληρώνονταν 50 χρόνια από την Παγκόσμια Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στο σχετικό αφιέρωμα του Βήματος (3.5.1998) έλαβε μέρος και ο αλλεργικός σε κάθε φιλελεύθερη έννοια και ιδίως εκείνες της ανοχής και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Κονδύλης, και η πρώτη φράση του άρθρου του ήταν: «Δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα». Χλεύαζε την «παθιασμένη ομολογία πίστεως στα “ανθρώπινα δικαιώματα”», χλεύαζε για μια ακόμη φορά το «δυτικό “κράτος δικαίου”»19, χλεύαζε και την «εξημερωμένη πλέον δυτική “Αριστερά”», που «έπαιζε τον ρόλο του “χρήσιμου ηλίθιου”». Παραπλεύρως όμως ο καθηγητής Π. Σούρλας αποκάλυπτε ποιοι είναι οι εχθροί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η ευρυμάθεια του Κονδύλη, οι εγκυκλοπαιδικές γνώσεις του είναι αναμφισβήτητες• το μεταφραστικό έργο του σημαντικό• άλλο όμως ένας εργατικός μελετητής της ιστορίας της φιλοσοφίας και άλλο «φιλόσοφος». Είναι πάντως κρίμα που σπατάλησε τόση ενέργεια στην ανακαίνιση και απενοχοποίηση ολοκληρωτικών και μηδενιστικών, επικίνδυνων εν τέλει ιδεών. Γιατί οι γνώσεις του ήσαν μακράν πολλών εγχωρίων όντως ημιμαθών φιλοσοφούντων – που επειδή μισούν τον φιλελευθερισμό και τον «άλλον», άρα υπάρχουν. Η πολεμολογία του Κονδύλη δικαιολογήθηκε από τους θαυμαστές του ως ακαδημαϊκή ανάλυση, δηλαδή επιστημονική (από πότε ο ανορθολογισμός και η θεωρητικοποίηση της αυθαιρεσίας είναι επιστήμη;), ως θύμα «αναγνωστικής παρεξήγησης» (!), ως θεωρία απλώς ή έστω και ως «κυνικός ρεαλισμός» – ακόμη κι έτσι χαρακτηρίσθηκε προκειμένου να δικαιολογηθεί. Δυστυχώς γι’ αυτούς δεν είναι ούτε ακαδημαϊκή εργασία ούτε ρεαλιστική. Όπως έγραψε ο Κοσμάς Ψυχοπαίδης:20
«Όμως η θεωρία [του Κονδύλη] δεν μπορεί να θεμελιώσει τίποτε, μπορεί μόνον να οριοθετήσει την σχέση του φίλου προς τον εχθρό στην κάθε συγκυρία (μοτίβο εδώ του Καρλ Σμιτ) και να αποκαταστήσει την ιστορία ως άπειρη επανάληψη αποφάσεων, αδιαμεσολάβητων αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων μεταξύ φίλων και εχθρών. Καθώς η απόφαση για αντιπαράθεση είναι εγκατεστημένη μέσα στη σκέψη δεν υπάρχει τόπος για κριτική σκέψη. Καθώς διαβρώνει κάθε αξιακό, απαξιώνει και το κύρος των δικαιωμάτων που εμφανίζονται ως μέσα επιβολής εξουσιαστικών αξιώσεων και τίποτε άλλο. Απαξιώνει την ανοχή της ετερότητας στη δημοκρατία παρουσιάζοντάς την σαν τρόπο επιβολής του κυρίαρχου δυτικού πολιτισμικού προτύπου σε όλους τους άλλους, υποστηρίζοντας ότι η δημοκρατία δεν έχει κανενός είδους κανονιστική αξία κ.λπ. Ο τρόπος αυτός σκέψης ανοίγει τον δρόμο σε πρωτοβουλίες κάποιων που προκρίνουν τη σύρραξη, θα ήθελαν να έδιναν “το πρώτο χτύπημα” στον εχθρό και παίζουν πολεμικά παιχνίδια από τις εφημερίδες έτοιμοι να πουν, όταν τα πράματα σκουρύνουν, ότι οι ίδιοι είναι ανεύθυνοι και δεν τα εννοούσαν όλα αυτά στα σοβαρά».
Ο πυρήνας της σκέψης του Π. Κονδύλη σημαδεύεται ανεξίτηλα από ένα όνομα: Carl Schmitt. Όπως γράφει ο στενός φίλος του Α. Λαυραντώνης, τον οποίον ο Κονδύλης θεωρούσε «πνευματικό πατέρα» του: «Το ίδιο έκανε και αργότερα (το 1973-74) με ολόκληρα κεφάλαια από έργα του Καρλ Σμιτ, (του οποίου το όνομα και το έργο άκουγα για πρώτη φορά), όταν αναζητώντας πιθανούς ιδεολογικούς μας συγγενείς, ανακάλυψε ότι υπήρχαν και άλλοι που εκινήθηκαν στους χώρους των δικών μας “πνευματικών” περιπλανήσεων, αναζητήσεων και αδιεξόδων, έστω και αν ξεκινούσαν από διαφορετικές αντιλήψεις και ιδεολογικές αφετηρίες».21 Η εμμονή τριάντα χρόνων σ’ αυτές τις ιδέες εκδηλώθηκε ως μονομανία και την τελευταία δεκαετία της ζωής του ως μόνιμη παραίσθηση, λες και ο σύγχρονος και ο αυριανός κόσμος είναι μόνον ισχύς - απόφαση - πόλεμος. Σε αποσπάσματα δύο επιστολών του το 1976 από τη Γερμανία προς τον μη γερμανομαθή Λαυραντώνη στην Αθήνα, τις οποίες έφερε στο φως ο Γ. Μερτίκας, τον ρωτά αν ήθελε να του στείλει τη μετάφραση μιας βιβλιοκρισίας του C. Schmitt καθώς και δύο μεταφρασμένα από τον ίδιο κεφάλαια από το Πολιτική Θεολογία: «Λυπάμαι πολύ που δεν μπορείς να διαβάσεις τα βιβλία αυτού του ανθρώπου. Θα έβρισκες σε πολύ μεγάλο βαθμό τις δικές σου σκέψεις και αυτό θα σου προκαλούσε ικανοποίηση (άλλωστε ο νοητός, ή πραγματικός διάλογος με όσους συμφωνούμε αποδεικνύεται συνήθως γονιμότερος από τον διάλογο με τους διαφωνούντες: ένδειξη για το πόσο μικρό ρόλο παίζουν τα έλλογα επιχειρήματα στη ζωή των ανθρώπων…)».22 Στη δεύτερη επιστολή του επίσης λίγο μετά τη μεταπολίτευση (5.6.1976) καταφερόταν κατά των «ανερμάτιστ[ων] και αμαθ[ών] διανοούμεν[ων]» της Ελλάδας που «νομίζουν ότι η χώρα βρίσκεται σε “προοδευτική πορεία” (τυπικός πνευματικός αυνανισμός)»!
Αν ο δάσκαλός του C. Schmitt είναι ο κορυφαίος εχθρός του αστικού φιλελευθερισμού, τον ίδιο τίτλο διεκδίκησε και ο Κονδύλης με τα μεταμφιεσμένα σμιττιανά έργα (του). Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του Θεωρία του Πολέμου ο πρώτος ύμνος που επέλεξε να παραθέσει, ανωνύμως –ως συνήθως τον αποδίδει στο έντυπο (γενικώς)–, είναι ότι ο Κονδύλης «έσφαξε πολλές “ιερές αγελάδες” της δυτικοφιλελεύθερης ιστορικής και πολιτικής σκέψης». Φυσικό ήταν λοιπόν να επεξεργασθεί και το σχέδιο ακαριαίας μαζικής σφαγής χιλιάδων Τούρκων, στα εκατοντάχρονα ακριβώς του ένδοξου 1897, εμφανίζοντάς τους ως επιτιθέμενους «με την ιστορική και πολιτική έννοια του όρου».
————————————————————–
Δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Διεθνής & Ευρωπαϊκή Πολιτική (τεύχος 2) Απρ.-Ιούν. 2006, σσ.192-204.
Δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Διεθνής & Ευρωπαϊκή Πολιτική (τεύχος 2) Απρ.-Ιούν. 2006, σσ.192-204.
Υποσημειώσεις:
- Ο Μπιλ Κλίντον στην αυτοβιογραφία του Η ζωή μου (My life) που εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2004 γράφει για την ελληνοτουρκική κρίση των Ιμίων ότι «Τούρκοι δημοσιογράφοι υπέστειλαν μια ελληνική σημαία και ανήρτησαν μια τουρκική…Μου ήταν αδιανόητο πώς δυο μεγάλες χώρες με μια πραγματική διαφορά γύρω από την Κύπρο θα κατέληγαν τελικά σε πόλεμο για δέκα εκτάρια βραχονησίδων στα οποία ζούσαν μόνο μερικά πρόβατα». Αφού περιγράφει τις επαφές του με Σημίτη, Ντεμιρέλ, Τσιλέρ και τις ολονύκτιες προσπάθειες του Ρ. Χόλμπρουκ, σημειώνει ότι γελούσε με τη σκέψη πως, ανεξάρτητα αν θα κατάφερνε να φέρει την ειρήνη στη Μέση Ανατολή, στη Βοσνία ή στη Βόρειο Ιρλανδία, «τουλάχιστον θα είχα σώσει μερικά πρόβατα του Αιγαίου». Του ήταν αδιανόητο διότι ένας ξένος δεν μπορεί να συλλάβει την εθνικιστική παραφροσύνη. [↩]
- Μ. Βασιλάκης, Άπαντα Έβερτ. Πολιτική Ιλαροτραγωδία, εκδ. Γνώσεις 1996, σσ. 171-186. [↩]
- Την άποψη αυτή ανέπτυξε, με τεκμηριωμένο τρόπο, ο τότε πρωθυπουργός στο βιβλίο του: Κώστας Σημίτης, Πολιτική για μια δημιουργική Ελλάδα 1996-2004 , εκδ. Πόλις, 2005. Στο εν λόγω βιβλίο αναφέρεται στην κρίση των Ιμίων στις σσ. 58-74. Ειδικότερα στη σ. 70 γράφει: «Το συμπέρασμα που πολύ απλά προέκυπτε απ’ όλα αυτά ήταν πως η Ελλάδα δεν είχε τη στρατιωτική δυνατότητα άμεσης επέμβασης. Η στρατιωτική ηγεσία δεν είχε καν προετοιμάσει σχέδιο για ένα τέτοιο ενδεχόμενο». [↩]
- Χρ. Γιανναράς, Καθημερινή, 7.9.1997. [↩]
- Ελευθεροτυπία, 12.3.1996. Ο Οτσαλάν με συνέντευξή του στον Π. Παναγιωτόπουλο (τηλεόραση Sky, 11.3.1996) πρότεινε ταυτοχρόνως ελληνοκουρδικό πόλεμο εναντίον της Τουρκίας ο οποίος θα είχε σαν αποτέλεσμα την ταυτόχρονη λύση Ελληνοτουρκικών προβλημάτων, Κυπριακού, Κουρδικού. Και ένα χρόνο αργότερα αυτόν τον παράφρονα εκδοροσφαγέα θα αποκαλούσαν νέο Κολοκοτρώνη τα 2/3 των Ελλήνων βουλευτών και θα ζητούσαν την επίσημη πρόσκλησή του στην Ελλάδα… [↩]
- Το Βήμα, 25.2.1996. [↩]
- Γ. Καραμπελιάς: «Αντίσταση ή υποταγή», περ. Άρδην, Μάρτιος 1996 και Γ. Καραμπελιάς: «Το μοναδικό αυθεντικό δίλημμα, αντίσταση ή υποταγή» (Ελευθεροτυπία, 23.3.1996). [↩]
- Π. Ήφαιστος: «Το ψευτοδίλημμα πόλεμος ή ειρήνη»: «Επείγει ο εκσυγχρονισμός της διπλωματίας μας με την ορθολογιστική ενσωμάτωση του παράγοντα “πόλεμος” στην εθνική μας στρατηγική» (Ελευθεροτυπία, 9.5.1996). [↩]
- Το δίλημμα σύμφωνα με τον Παπαθεμελή είναι: «Φιλανδοποίηση ή ισραηλινοποίηση». Ο Παπαθεμελής κηρύσσει απερίφραστα το δόγμα: η χώρα μας «διεκδικεί τα πάντα από αυτούς που διεκδικούν από αυτήν τα πάντα», διότι «όπως εξελίσσονται τα πράγματα έχουμε δύο δυνατότητες ως έθνος. Η μία είναι ο δρόμος της “φιλανδοποίησης” της πολιτικής μας. Αυτό σημαίνει απόπειρα επιβίωσης με παραβίωση στη σκιά μιας ισχυρής Τουρκίας, της οποίας έχουμε καταστεί πειθήνιος δορυφόρος. Ο δρόμος αυτός και νομοτελειακά θα σήμαινε finis Graecae. Δεν μας πρέπει. Αξίζουμε μια άλλη Ελλάδα. Μια δυνατή Ελλάδα. Αλλά αυτή με τρέχοντες διεθνείς όρους σημαίνει “ισραηλινοποίηση” της χώρας… Με ορολογία κλασικής Ελλάδας και Μακρυγιάννη η ισραηλινοποίηση πρέπει να ονομασθεί ελληνοποίηση» (Το Βήμα, 17.3.1996). [↩]
- Μια ευρεία περίληψη του Επιμέτρου του Κονδύλη καθώς και όλα τα κείμενα της αντιπαράθεσης, μπορεί να βρει ο αναγνώστης στο: Μ. Βασιλάκης, Τι έκαναν ο Ριχάρδος και ο Γιάννης στο Πρωτοδικείο, εκδ. Γνώσεις, 2005. Στο πλευρό του «φιλοσόφου» οι Στ. Παπαθεμελής (Το Βήμα, 30.11.1997), ο Γ. Τριάντης (Ελευθεροτυπία, 1.12.1997) και το Παρόν του Μ. Κουρή (30.11.1997). [↩]
- Εκδόσεις Λεβιάθαν, Αθήνα 1994. [↩]
- Ian Kershaw, Χίτλερ (1889-1936), Ύβρις, εκδ. Scripta, 2000, σ. 577. [↩]
- Πολλά από τα παραπάνω στοιχεία είναι αντλημένα από το έξοχο πολυσέλιδο άρθρο του καθηγητή Mark Lilla του University of Chicago υπό τον εύγλωττο τίτλο “The Enemy of Liberalism”, The New York Review, May 15, 1997.
Παραθέτομε ένα μικρό απόσπασμα:
«Μέχρι την ημέρα θανάτου του ο Schmitt παρέμεινε επιθετικά αμετανόητος για τη συνεργασία του. Στα αμέσως μεταπολεμικά έτη αφιέρωσε πολλή ενέργεια στη συγγραφή αυτοαθωωτικών σημειώσεων, μερικές από τις οποίες δημοσιεύθηκαν πριν από μερικά έτη στη Γερμανία υπό τον τίτλο Glossarium… Το βιβλίο δημιούργησε μια αίσθηση που σόκαρε ακόμη και τους υπερασπιστές του Schmitt με τη βιαιότητα της γλώσσας του. “Οι Εβραίοι παραμένουν Εβραίοι”, γράφει ο Schmitt, “ενώ οι κομμουνιστές μπορούν να βελτιωθούν και να αλλάξουν… Ο πραγματικός εχθρός είναι ο αφομοιωμένος Εβραίος”. “Καλύτερα η εχθρότητα του Hitler παρά η φιλία αυτών που επιστρέφουν εμιγκρέδες και ανθρωπιστές”. “Τι ήταν πραγματικά πιο αισχρό, να συνταχθείς με τον Hitler το 1933 ή να τον φτύσεις το 1945;”. Συνέθεσε ακόμη και ένα σύντομο αντισημιτικό ποίημα, το οποίο μπορεί να αποδοθεί περίπου έτσι:
Ο καθένας μιλά για τις ελίτ,
Αλλά η πραγματικότητα αρνείται να τις αντιμετωπίσει:
υπάρχουν μόνο Ισρα-ελίτες
σε έναν μεγάλο παγκόσμιο χώρο.
Ο Schmitt άντεξε τη μοίρα του επαίσχυντα/αναξιοπρεπώς μετά από τον πόλεμο, χύνοντας τη σπλήνα του στις δακρύβρεχτες γεμάτες αυτολύπηση σημειώσεις του».
Eξαιρετικά είναι επίσης και τα βιβλία:
Jan-Werner Müller, A Dangerous Mind: Carl Schmitt in Post-War European Thought, Yale University Press, 2003.
Joseph W. Bendersky, Carl Schmitt, Theorist for the Reich, Princeton University Press, 1983. [↩] - Εκδόσεις Στιγμή, 1991. [↩]
- Εκδόσεις Στιγμή, 1992. [↩]
- Πολιτική Θεολογία, εκδ. Λεβιάθαν, 1994, Επιλεγόμενα Κονδύλη, σ. 217. [↩]
- Όπως γράφει, παραπέμποντας σε ομιλία του Στάλιν της 19.11.1928, «ο απροκατάληπτος (sic) σημερινός ιστορικός μπορεί να διαπιστώσει ότι μονάχα η ραγδαία εκβιομηχάνιση και η βίαιη κολλεκτιβοποίηση κατέστησαν δυνατή στη δεδομένη στιγμή την κοσμοϊστορική νίκη της Σοβιετικής Ένωσης πάνω στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία». «Η κατάρρευση του κομμουνισμού δεν σημαίνει λοιπόν τον οριστικό αποχαιρετισμό της παγκόσμιας ιστορίας από την Ουτοπία, παρά αποτελεί ήττα του μεγάλου ρωσικού έθνους». (Στο Η ηδονή, η ισχύς, η ουτοπία, όπ.π., σσ. 112 και 134 αντιστοίχως). Τι κρίμα που ο Κονδύλης δεν αναφέρθηκε στο διασημότερο άρθρο του Ι. Στάλιν στην Pravda, «Ίλιγγος από τις επιτυχίες» (2.3.1929). Δηλαδή τις δήθεν επιτυχίες στη δημιουργία κολχόζ, στην εκτεταμένη κολεκτιβοποίηση, όπου υπό τον φόβο μιας γενικευμένης αγροτικής εξέγερσης έγραφε ότι ήταν «υπερβολή», λόγω της μέθης από την επιτυχία, η κολεκτιβοποίηση ακόμη και των οικόσιτων πουλερικών. Γι’ αυτήν τη σταλινική κτηνωδία και τα καταστροφικά αποτελέσματά της, βλ. το αριστούργημα του Jean-Jacques Marie, Στάλιν, εκδ. Οδυσσέας, 2003, ιδιαίτερα τα κεφάλαια Η μεγάλη στροφή, Κουλάκος και Γκούλαγκ, Η μαύρη χρονιά (σσ. 316-421). [↩]
- Στο Ισχύς και απόφαση, όπ.π., σσ. 135, 150-151 και 153. Είναι χαρακτηριστική του πνευματικού πολεμικού ήθους του η απάντηση που έδωσε στον καθηγητή Στέλιο Βιρβιδάκη και τον Θ. Γεωργίου η αυθεντία του επειδή διατύπωσαν ενστάσεις και όχι ύμνους για το εν λόγω πόνημά του, στο περ. Λεβιάθαν, τχ. 15, Αθήνα, 1994. [↩]
- Σε τίποτε δεν πρωτοτυπεί ψιττακίζοντας Schmitt. O «πνευματικός» του πατέρας έγραφε ότι όλα εκείνα τα οποία εμφανίζονται ως βάσεις του φιλελευθερισμού –ατομικισμός, ανθρώπινα δικαιώματα, κράτος δικαίου– είναι μυθεύματα. Αλλά δεν είναι ανάγκη να πάμε τόσο μακριά• όλα αυτά μπορεί κανείς να τα βρει και στην κιβωτό του εγχώριου ανορθολογικού λόγου, στην πολιτική θεολογία δηλαδή του Χρ. Γιανναρά, και ιδίως στο πόνημά του Η απανθρωπία του δικαιώματος, εκδ. Δόμος, 1998. [↩]
- Αυγή, 20.4.2001. [↩]
- Περιοδικό Σημειώσεις, τχ. 54, Δεκ. 2000: Αντώνης Λαυραντώνης «Τα διαμορφωτικά χρόνια του Π. Κονδύλη». [↩]
- Όπ.π., τχ. 53, Ιούλ. 2000. Δες στο ίδιο και ένα διαφωτιστικό άρθρο του Μάριου Μαρκίδη «Ο Κονδύλης κι εμείς: οι δρόμοι που πήραμε». [↩]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου