Του Λέανδρου Μπόλαρη
Πρόσφατα το Ζ’ Νομικό Τμήμα του Άρειου Πάγου αποφάσισε ότι οι καταδικασθέντες στην «Δίκη των Εξ» το 1922 ήταν αθώοι. Οι «έξι» ήταν πρωθυπουργοί, υπουργοί και στρατιωτικοί της αντιβενιζελικής, βασιλικής παράταξης, που βρέθηκε στην κυβέρνηση από τον Νοέμβρη του 1920 μέχρι την κατάρρευση του Μετώπου στην Μικρά Ασία και την καταστροφή της Σμύρνης. Δικάσθηκαν από έκτακτο στρατοδικείο, καταδικάσθηκαν επί εσχάτη προδοσία και εκτελέστηκαν τον Νοέμβρη του 1922.
Συγκεκριμένα οι εκτελεσθέντες ήταν οι εξής: οι πρώην πρωθυπουργοί Π. Πρωτοπαπαδάκης, Δ. Γούναρης, Ν. Στράτος, οι υπουργοί Γ. Μπαλτατζής, Ν. Θεοτόκης και ο στρατηγός Γ. Χατζανέστης, ο επικεφαλής του στρατού στην Μικρά Ασία όταν κατέρρευσε το μέτωπο.
Το 2008 ο εγγονός του Πρωτοπαπαδάκη προσέφυγε στον Άρειο Πάγο για να γίνει αναψηλάφηση της δίκης. Όπως και έγινε. Δυο χρόνια μετά το αρμόδιο τμήμα έβγαλε αυτή την απόφαση.
Αυτή η είδηση προκάλεσε μια συζήτηση για την Μικρασιατική Εκστρατεία και τις ευθύνες όσων την διαχειρίστηκαν. Ποντιακά και προσφυγικά σωματεία από τη μια καταδίκαζαν την «πρόκληση στην ιστορική μνήμη», και βρήκαν πρόθυμους υποστηρικτές στο πρόσωπο εθνικιστών με αριστερό επίχρισμα όπως ο Αγζίδης. Από την άλλη δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι «Εξ» ήταν για δεκαετίες το σύμβολο της βασιλικής δεξιάς, των πολιτευτάδων του Λαϊκού Κόμματος και της ΕΡΕ και όχι μόνο: ο Στεφανόπουλος και οι βουλευτές της ΝΔ στην Πάτρα είχαν κάνει υπόθεσή τους την αποκατάσταση του Δ. Γούναρη.
Ποιοι έπρεπε να δικαστούν;
Από αυτή την συζήτηση απουσιάζουν μερικά βασικά πράγματα. Το πρώτο είναι τι είδους πόλεμος έγινε στην Μικρασία. Για ποιον πολεμούσε ο στρατός που αποβιβάστηκε στην Σμύρνη τον Μάη του 1919; Πολεμούσε για να επιβάλει τις θελήσεις των νικητών της Αντάντ για διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πολεμούσε για τα συμφέροντα των ελλήνων τραπεζιτών και εφοπλιστών, που είχαν κάνει τεράστια κέρδη από δέκα χρόνια πολέμου και ονειρεύονταν την «Ελλάδα των Δυο Ηπείρων και των Πέντε Θαλασσών».
Το δεύτερο στοιχείο που λείπει είναι η γνώμη που είχε ο κόσμος στην Ελλάδα για τον πόλεμο. Το 1919-20 πλέον, μετά από τόσα χρόνια διαρκών θυσιών, ο πόλεμος είχε γίνει μισητός. Και μαζί με τον πόλεμο είχε γίνει μισητός και ο Βενιζέλος. Οι Φιλελεύθεροι ήταν το κόμμα του πολέμου. Οι «βασιλόφρονες», το άλλο κόμμα της κυρίαρχης τάξης, είχε παρουσιαστεί ως αντιπολεμικό που δεν ήθελε μεγάλες περιπέτειες. Γι’ αυτό κέρδισαν τις εκλογές της 1ης Νοέμβρη 1920. Ο Βενιζέλος είχε γυρίσει νικητής και τροπαιούχος από το Παρίσι με τη Συνθήκη των Σεβρών ανά χείρας. Κι όμως, παρά τον εθνικό θρίαμβο, μαυρίστηκε στις εκλογές.
Το ΣΕΚΕ, το νεαρό επαναστατικό κόμμα, που είχε και αυτό ξεκάθαρη αντιπολεμική θέση, πήρε 80.000 ψήφους, σημαντικό επίτευγμα για εκείνη την εποχή. Ο Αβραάμ Μπεναρόγια ηγετικό στέλεχος του ΣΕΚΕ και μέλος της διοίκησης της ΓΣΕΕ τότε γράφει για την προεκλογική συγκέντρωση του κόμματος:
«Αλησμόνητος είναι η πρώτη εκλογική εκδήλωσις η οποία διέσχισε τας κεντρικάς οδούς των Αθηνών. Καίτοι πλήθος αντιβενιζελικών ενθαρρυνόμενον από τον θαρραλέον αγώνα του Κόμματος προσετέθη εις αυτήν, εν τούτοις η διαδήλωσις απέβη μια τεραστία αντιπολεμική ομαδική κραυγή ‘κάτω ο πόλεμος!’ κραυγή αδιάκοπος και εκνευριστική δια τους βενιζελικούς μπράβους οι οποίοι επετέθησαν δις δια να διασπάσουν τον καταπληκτικώς αυξανόμενον όγκον των διαδηλωτών αλλ’ απεκρούσθησαν. Εις την Θεσσαλονίκην επίσης αι εκλογικαί διαδηλώσεις είχον ζωηρόν χαρακτήρα αντιπολεμικόν».
Οι βασιλόφρονες της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως» δεν είχαν καμιά πρόθεση να σταματήσουν τον πόλεμο. Αντί γι’ αυτό, σχεδίασαν και εκτέλεσαν την εκστρατεία προς το Σαγγάριο το καλοκαίρι του 1921. Ο Γούναρης στο απολογητικό υπόμνημα που κατέθεσε στο στρατοδικείο, επισημαίνει ότι αν η παράταξή του ήθελε πράγματι να εγκαταλείψει την Μικρά Ασία (εκεί στηριζόταν η κατηγορία επί εσχάτη προδοσία) είχε δυο χρόνια στη διάθεσή της να το κάνει, αλλά δεν το έπραξε.
Ο ελληνικός στρατός βρέθηκε να πολεμάει στα βάθη της Ανατολίας, με τη μάταιη ελπίδα να τσακίσει το στρατό και τους αντάρτες του Κεμάλ Ατατούρκ και να επιβάλλει την Συνθήκη των Σεβρών. Η εκστρατεία απέτυχε και ο ελληνικός στρατός καθηλώθηκε μέχρι την επίθεση του Κεμάλ στις 22 Αυγούστου 1922. Το μέτωπο κατέρρευσε παταγωδώς. Ο στρατηγός Χατζηανέστης ήταν όντως ένας ανίκανος αξιωματικός, που έστειλε ένα ολόκληρο σώμα στρατού στην σφαγή στην κοιλάδα του Αλή Βεράν. Όμως, δεν ήταν ο μόνος υπεύθυνος, κάθε άλλο.
Με το στρατό διαλυμένο, τους πρόσφυγες να προσπαθούν να γλυτώσουν, τους φαντάρους να είναι ξεσηκωμένοι ενάντια στους αξιωματικούς, η κατάσταση μύριζε επανάσταση.
Κομμάτια της ηγεσίας του στρατού συνδεδεμένα με τους Φιλελεύθερους ανέλαβαν να δώσουν μια ψευδο-επαναστατική λύση στην κρίση, για να διασώσουν το αστικό καθεστώς. Ήταν το περίφημο «κίνημα του Πλαστήρα» όπως έμεινε γνωστό, η «Επανάστασις» του Σεπτέμβρη 1922.
Ο Σεραφείμ Μάξιμος στην κλασική πλέον μαρξιστική μελέτη για την πολιτική σκηνή του ελληνικού καπιταλισμού στη δεκαετία του ’20, «Κοινοβούλιο και Δικτατορία» είχε επισημάνει το εξής:
«Το πλαστηρικό κίνημα ήρθε αντίθετα να αντιδράση κι όχι να οργανώση μια λαϊκή εξέγερσι, που θα μπορούσε να ξεσπάσει αυθόρμητα ή να προπαρασκευασθή από στιγμή σε στιγμή μέσα στις πόλεις και στην ύπαιθρο από το επαναστατικό κόμμα. Γι’ αυτό ο πραγματικός του εχθρός δεν ήταν το μοναρχικό κόμμα, ήτανε η εργατική τάξη».
Η Δίκη των Εξ ήταν μια δίκη σκοπιμότητας που εξυπηρετούσε αυτόν τον σκοπό. Το πρώτο σκέλος του κατηγορητηρίου ήταν ότι ως κυβέρνηση δεν φρόντισαν να έχουν καλές σχέσεις με τους «Συμμάχους» -αυτό τα λέει όλα για το περιεχόμενο της δίκης. Οι «εξ» ήταν πράγματι εξιλαστήρια θύματα. Δεν ήταν όμως αθώα θύματα. Στο σκαμνί έπρεπε να κάτσει όλη η άρχουσα τάξη. Το αίμα που χύθηκε, αίμα φαντάρων, αμάχων (όχι μόνο προσφύγων αλλά και Τούρκων χωρικών) ήταν στα χέρια όλων τους.
Απεργίες και πόλεμος
Το αντιπολεμικό αίσθημα είχε αρχίσει να παίρνει διαστάσεις χιονοστιβάδας όσο γινόταν φανερό ότι ο πόλεμος δεν επρόκειτο να σταματήσει παρά τις διπλωματικές επιτυχίες. Σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς το 1921 υπήρχαν περίπου 100.000 ανυπότακτοι και λιποτάκτες. Στα βιβλία της ιστορίας συνήθως όλος αυτός ο κόσμος κατατάσσεται συλλήβδην στους «μοναρχικούς», στις ενώσεις των «επιστράτων» που κινητοποιούσε ο Μεταξάς για λογαριασμό του βασιλιά κλπ.
Ομως, αυτό είναι μισή –και λιγότερο- αλήθεια. Το απεργιακό κίνημα σε συνθήκες πολέμου είναι η απόδειξη ότι η εναντίωση στον πόλεμο είχε ένα πανίσχυρο ταξικό υπόβαθρο.
Τα γεγονότα του Βόλου, τα λεγόμενα «Φεβρουαριανά», πρέπει να σήμαναν ένα μεγάλο «καμπανάκι» στα αυτιά της κυρίαρχης τάξης και του κράτους της. Το υπόβαθρο της έκρηξης ήταν η ακρίβεια, ιδιαίτερα στο ψωμί και ο πόλεμος.
Στις 15 Φλεβάρη 1921, η «Πανεργατική Ενωση» σε συνεργασία με το τοπικό τμήμα του ΣΕΚΕ καλούν σε συλλαλητήριο γιατί οι αρχές επέτρεψαν την αύξηση της τιμής του ψωμιού. Τη συνέχεια την αφηγείται ο Α. Μπεναρόγια:
«Μετά το συλλαλητήριον οργανώθη διαδήλωσις...Εν ριπή οφθαλμού πόρτες, παράθυρα και τζάμια του μακαρονοποιείου θραύονται. Η μανία του εξεριθισθέντος πλήθους εκσπά εις το σπάσιμο των τζαμιών όλων των πέριξ καταστημάτων. Ματαίως οι Μπεναρόγιας, Κανάβας, Αποστολίδης, Αδαμίδης και άλλοι παρεκάλουν τους θερμοαίμους όπως σταματήση το άσκοπον έργον της καταστροφής. …Εκλήθη ο στρατός συγκεντρωθέντος εις τας παρόδους της παραλίας και έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν τα όπλα των οι στρατιώται ανέμενον την διαταγή ‘πυρ’. Αλλά επενέβησαν και πάλι οι ως ανω διαμαρτυρόμενοι και αιτούντες παρά των αξιωματικών όπως αποφευχθή η αιματοχυσία, ανελάμβανον δε όπως τερματίσουν την διαδήλωσιν. Η συμπάθεια των στρατιωτών εφαίνετο προς το μέρος των διαδηλωτών και οι αξιωματικοί φοβούμενοι, ίσως περιπλοκάς επικινδύνους πλέον, εδέχθησαν την πρότασιν. Το σπάσιμο είχε ήδη σταματήσει. Η διαδήλωση εσυνεχίσθη και από τα μπαλκόνια αναπετάσσοντο ερυθραί σημαίαι προς εξευμενισμόν των διαδηλωτών…».
Λίγες μέρες μετά τα «Φεβρουαριανά» στο Βόλο ξεκίνησε η θρυλική απεργία των σιδηροδρομικών. Το βασικό αίτημα ήταν το 8ωρο. Όμως, από την αρχή η απεργία μετατράπηκε σε μετωπική σύγκρουση με την κυβέρνηση. Τα καράβια και ο σιδηρόδρομος έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο στον πόλεμο. Και οι σιδηροδρομικοί, που δεν φημίζονταν για τον ριζοσπαστισμό τους, όχι μόνο απεργούσαν εν καιρώ πολέμου αλλά πρόσβαλαν τα ιερά και τα όσια:
«Κατά το διάστημα της απεργίας έγιναν οι γάμοι του βασιλέως Γεωργίου Β’ στους οποίους προσκλήθηκε να ευλογήσει ο Πατριάρχης Αντιοχείας ο οποίος απεβιβάσθηκε στη Καλαμάτα. Η Κυβέρνησιν εζήτησεν από τη Διοίκηση της ΠΟΣ, να επιτρέψει την κυκλοφορία μίας μηχανής με ένα όχημα για τη μεταφορά του Πατριάρχου στην Αθήνα. Η Διοίκηση όμως αρνήθηκε! Την άρνηση αυτή εκμεταλλεύθηκε η Κυβέρνηση και ο τύπος καθώς και τα ολιγάριθμα όργανά της μέσα στους σιδηροδρομικούς, και τα εξέγειραν κατά της Ομοσπονδίας και της απεργίας».
Μέτωπο
Την Πρωτομαγιά του 1921 ένα σύνταγμα ευζώνων στασίασε στη Θεσσαλονίκη καθώς πήγαινε στο μέτωπο. Ο Άγις Στίνας στις Αναμνήσεις του έχει περιγράψει τις συνθήκες που είχαν να κάνουν με τη δράση των εργατών:
«Η αστυνομία με το πρόσχημα των χριστιανικών εορτών απαγορεύει τις πρωτομαγιάτικες συγκεντρώσεις. Εμείς (Εργατικό Κέντρο και κόμμα) αποφασίσαμε να γιορτάσουμε τη διεθνή Πρωτομαγιά αγνοώντας το Πάσχα των χριστιανών και την απαγόρευση της Αστυνομίας... Η αστυνομία και η στρατιωτική διοίκηση πήραν έκτακτα μέτρα για να εμποδίσουν τις εκδηλώσεις των εργατών. Παρόλα όμως αυτά τα μέτρα, συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις συγκροτούνται σε διάφορες συνοικίες της πόλης, κόκκινες σημαίες κυματίζουν, φωνές ‘κάτω ο πόλεμος’, ‘συναδέλφωση των λαών πάνω απ’ τα σύνορα και τις πατρίδες’ τραντάζουν ολόκληρη την πόλη, συγκρούσεις με την έφιππο χωροφυλακή στο Κουλέ Καφέ, στο Τσινάρ, στους εβραϊκούς συνοικισμούς και το σημαντικότερο μία αποστολή στρατιωτών για τη Μικρά Ασία αρνείται να επιβιβαστεί στα πλοία, στασιάζει, σκίζει τις εικόνες του βασιλιά, συνενώνεται και συναδελφώνεται με τους εργάτες. Την ίδια μέρα κηρύσσεται ο στρατιωτικός νόμος».
Το 1921 «έκλεισε» απεργιακά με την απεργία της Ομοσπονδίας Ηλεκτροκινήσεως, (τραμ, ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, γκάζι και ηλεκτρικό της Αθήνας-Πειραιά) τον Νοέμβρη. Ήταν τόσο απόλυτη η απεργία, που όταν «κατέβηκαν οι διακόπτες» έσβησαν τα φώτα στην Βουλή την ώρα που αγόρευε ο Δ. Γούναρης ο πρωθυπουργός.
Η Αριστερά
Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας είχε λιγότερο από ένα με ενάμισι χρόνο ζωής όταν βρέθηκε αντιμέτωπο με την ιμπεριαλιστική εξόρμηση του ελληνικού κεφαλαίου στη Μικρά Ασία. Το ΣΕΚΕ κράτησε ψηλά τη σημαία του διεθνισμού, άντεξε στις πιέσεις για «εθνική ενότητα», και αυτό του άνοιξε το δρόμο να συνδεθεί με τους εργάτες και τους φαντάρους που ξεσηκώνονταν αηδιασμένοι ενάντια στον πόλεμο. Να τι έλεγε το ΣΕΚΕ τον Σεπτέμβρη του ’20, για την Συνθήκη των Σεβρών:
«Η ώρα του πολέμου έφθασεν! Ο εχθρός ευρίσκεται εντός των συνόρων και όχι πέραν αυτών! Είναι αυτοί οι εκμεταλλευταί μας οι οποίοι κρύπτονται όπισθεν των διαφόρων αστικών κομμάτων και οι οποίοι εμφανίζονται ενώπιον του λαού με πατριωτικά και εθνικιστικά ενδύματα, ενώ οι ίδιοι ως εργοδόται, ως τραπεζίται, ως τοκισταί, ως γαιοκτήμονες, ως έμποροι, ως πολιτικοί, τυραννούν και καταπιέζουν τον τόπο. Αυτοί είναι οι πραγματικοί –οι φυσικοί- εχθροί μας».
Και τότε και τώρα, ο φυσικός εχθρός βρίσκεται εντός των συνόρων. Και αυτόν πρέπει να ανατρέψουμε, να «τον κάτσουμε στο σκαμνί».
Δημοσιεύτηκε στο 941ο τεύχος της εφημερίδας "Εργατική Αλληλεγγύη" του Νοέμβρη του 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου