Με το παρόν θα κινηθούμε στα πλαίσια της συνέντευξης μας που εμφανίστηκε σε μια μπροσούρα Antifa, αναλύοντας μερικά βασικά θέματα που αναφέρθηκαν εκεί, ώστε να γίνουμε τουλάχιστον πιο κατανοητοί. Ο λόγος της συμμετοχής απόψε σε αυτή τη συζήτηση είναι ότι ίσως υπάρχουν μερικά άτομα που ενδιαφέρονται να γνωρίσουν τις απόψεις μας.
Καταρχάς λίγα λόγια για τα κίνητρά μας μιας και θεωρούμε καθοριστικό τον υποκειμενικό παράγοντα: Αφετηρία των αντιφασιστικών μας αντιλήψεων και της μέχρι πρότινος αντιφασιστικής μας δράσης ήταν και είναι η επίπονη και επίμονη ενασχόληση με την επινόηση, δημιουργία και λειτουργία του Άουσβιτς και των παραγώγων του, δηλαδή η ενασχόληση με εκείνη την διαδικασία της επιμελούς και εξονυχιστικής προετοιμασίας, οργάνωσης και πραγματοποίησης του εγκλήματος των εγκλημάτων. Θεωρούμε το Άουσβιτς σαν το μέχρι σήμερα πιο κορυφαίο επίτευγμα του ανθρώπινου πολιτισμού και των ανθρώπινων ιδανικών, σαν την ολοκλήρωση της ανθρώπινης ύπαρξης. Το ζενίθ το ανθρωπισμού δηλαδή.
Φυσικά και δεν είχαμε εκ γενετής αυτές τις γνώσεις και αντιλήψεις. Οι περισσότεροι/ες από εμάς, δρούσαμε μέχρι τότε λίγο-πολύ αγχωμένοι/ες ή ευτυχισμένοι/ες σε ριζοσπαστικές οργανώσεις είτε των χωρών προέλευσής μας είτε σε γερμανικές (αυτόνομες, αντιφά, ριζοσπαστική αριστερά κτλ). Η αρχή έγινε με τα ραγδαία γεγονότα που ακολούθησαν την επανένωση των δύο Γερμανιών, μετά δηλαδή το 1990. Τι συνέβη τότε; Από το 1991 ξέσπασαν σε όλη τη Γερμανία και ιδιαίτερα στην πρώην ανατολική, μαζικά λαϊκά πογκρόμ ενάντια στο κάθε τι μη γερμανικό, πρωτίστως και κύρια ενάντια στους μετανάστες και πρόσφυγες, αλλά και σε ό,τι θεωρούσαν ότι ήταν εβραϊκό (νεκροταφεία, μνημεία, ιδρύματα, άτομα κλπ). Όλα αυτά αυτονόητα οδηγούν κάθε σκεπτόμενο άτομο να προσπαθήσει να δώσει μια λογική απάντηση με αφορμή αυτό το ξαφνικό συμβάν (ξαφνικό γιατί δεν το περιμέναμε, ούτε είχε προβλεφθεί από τις ιδεολογίες που ασπαζόμασταν), στο ερώτημα «γιατί, για ποιο λόγο?» συνέβησαν αυτές οι δυναμικές, δολοφονικές πράξεις των ιθαγενών και μάλιστα με μια άκρατη έκφραση συναισθηματικής ευτυχίας των δραστών; Σε αυτά τα αμείλικτα ερωτήματα προστέθηκε και η άμεση εμπειρία την οποία ζήσαμε από την πρώτη στιγμή, όταν απεγνωσμένα προσπαθούσαμε να προβάλλουμε αντίσταση στις λαϊκές γερμανικές ορδές που σε ένα μίγμα από υπερκατανάλωση μπύρας, κατουρημένα παντελόνια, κάψιμο τούρκικων οικογενειών, αλαλαγμών και πυρπόλησης καταφυγίων προσφύγων με μολότοφ, απολάμβαναν το γερμανικό λάιφσταιλ.
Φωτογραφία από το Rostock-Lichtenhagen τον Αύγουστο του 1992 μπροστά στον καταυλισμό προσφύγων και μεταναστών, την ώρα του πογκρόμ.
Καταρχάς λίγα λόγια για τα κίνητρά μας μιας και θεωρούμε καθοριστικό τον υποκειμενικό παράγοντα: Αφετηρία των αντιφασιστικών μας αντιλήψεων και της μέχρι πρότινος αντιφασιστικής μας δράσης ήταν και είναι η επίπονη και επίμονη ενασχόληση με την επινόηση, δημιουργία και λειτουργία του Άουσβιτς και των παραγώγων του, δηλαδή η ενασχόληση με εκείνη την διαδικασία της επιμελούς και εξονυχιστικής προετοιμασίας, οργάνωσης και πραγματοποίησης του εγκλήματος των εγκλημάτων. Θεωρούμε το Άουσβιτς σαν το μέχρι σήμερα πιο κορυφαίο επίτευγμα του ανθρώπινου πολιτισμού και των ανθρώπινων ιδανικών, σαν την ολοκλήρωση της ανθρώπινης ύπαρξης. Το ζενίθ το ανθρωπισμού δηλαδή.
Φυσικά και δεν είχαμε εκ γενετής αυτές τις γνώσεις και αντιλήψεις. Οι περισσότεροι/ες από εμάς, δρούσαμε μέχρι τότε λίγο-πολύ αγχωμένοι/ες ή ευτυχισμένοι/ες σε ριζοσπαστικές οργανώσεις είτε των χωρών προέλευσής μας είτε σε γερμανικές (αυτόνομες, αντιφά, ριζοσπαστική αριστερά κτλ). Η αρχή έγινε με τα ραγδαία γεγονότα που ακολούθησαν την επανένωση των δύο Γερμανιών, μετά δηλαδή το 1990. Τι συνέβη τότε; Από το 1991 ξέσπασαν σε όλη τη Γερμανία και ιδιαίτερα στην πρώην ανατολική, μαζικά λαϊκά πογκρόμ ενάντια στο κάθε τι μη γερμανικό, πρωτίστως και κύρια ενάντια στους μετανάστες και πρόσφυγες, αλλά και σε ό,τι θεωρούσαν ότι ήταν εβραϊκό (νεκροταφεία, μνημεία, ιδρύματα, άτομα κλπ). Όλα αυτά αυτονόητα οδηγούν κάθε σκεπτόμενο άτομο να προσπαθήσει να δώσει μια λογική απάντηση με αφορμή αυτό το ξαφνικό συμβάν (ξαφνικό γιατί δεν το περιμέναμε, ούτε είχε προβλεφθεί από τις ιδεολογίες που ασπαζόμασταν), στο ερώτημα «γιατί, για ποιο λόγο?» συνέβησαν αυτές οι δυναμικές, δολοφονικές πράξεις των ιθαγενών και μάλιστα με μια άκρατη έκφραση συναισθηματικής ευτυχίας των δραστών; Σε αυτά τα αμείλικτα ερωτήματα προστέθηκε και η άμεση εμπειρία την οποία ζήσαμε από την πρώτη στιγμή, όταν απεγνωσμένα προσπαθούσαμε να προβάλλουμε αντίσταση στις λαϊκές γερμανικές ορδές που σε ένα μίγμα από υπερκατανάλωση μπύρας, κατουρημένα παντελόνια, κάψιμο τούρκικων οικογενειών, αλαλαγμών και πυρπόλησης καταφυγίων προσφύγων με μολότοφ, απολάμβαναν το γερμανικό λάιφσταιλ.
Φωτογραφία από το Rostock-Lichtenhagen τον Αύγουστο του 1992 μπροστά στον καταυλισμό προσφύγων και μεταναστών, την ώρα του πογκρόμ.
Η λέξη πογκρόμ είναι μια ρώσικη λέξη και σημαίνει «διαλύω, καταστρέφω». Με αυτή τη λέξη χαρακτηρίστηκαν οι επιθέσεις του όχλου (κυρίως των ρώσων χωρικών) στην τσαρική Ρωσία ενάντια στους εβραίους που ζούσαν εκεί (πάνω από 2.000 εβραίοι δολοφονήθηκαν στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα). Προϋπόθεση για να ονομαστεί μια ενέργεια σαν πογκρόμ είναι α) οι δράστες να είναι πολλαπλάσιοι των θυμάτων και να δρουν σαν όχλος, β) το αποτέλεσμα της επίθεσης να είναι επιζήμιο μέχρι θανάτου για τα θύματα και γ) να υπάρχει χρονική διάρκεια της πράξης (πχ. μια ξαφνική επίθεση που εκπληρώνει τις 2 πρώτες προϋποθέσεις, αλλά είναι στιγμιαία δεν θα ήταν σωστό να ονομαστεί πογκρόμ, ακόμα κι αν υπάρχουν περισσότερα θύματα).
Ε, αυτά τα 3 βασικά χαρακτηριστικά εμφανίστηκαν με όλη την πληρότητα τους στα γεγονότα της δεκαετίας του ‘90. Η μόνη γερμανική ιδιαιτερότητα σε σχέση με τα πογκρόμ στη Ρωσία ή αλλού, ήταν ίσως ότι στις περισσότερες περιπτώσεις είχαν εορταστικό χαρακτήρα (τρικούβερτο πογκρόμ δηλαδή).
Και μια που μιλάμε για πογκρόμ και πλησιάζουν και οι μέρες του Πάσχα, μια ιστορική λεπτομέρεια: Το πρώτο πογκρόμ που ξέσπασε στην τσαρική Ρωσία (και το οποίο καθιέρωσε αυτό το χαρακτηρισμό), ήταν το 1859 στην Οδησσό. Ο όχλος δεν ήταν ρώσοι ή ουκρανοί, αυτοί ήταν τότε και οι ίδιοι μειοψηφία στην πόλη, αλλά οι έλληνες της πόλης, κυρίως ναυτεργάτες, καραβοκύρηδες και άλλοι έλληνες κάτοικοι της. Έμεινε στην ιστορία σαν το «πασχαλινό πογκρόμ» γιατί πραγματοποιήθηκε τις μέρες του Πάσχα. Ήταν ένα μίγμα από θρησκευτικό (χριστιανικό αντιεβραϊσμό) αλλά και τετριμμένο, καθημερινό αντισημιτισμό (οι εβραίοι ως ανταγωνιστικοί παμπόνηροι έμποροι και τοκογλύφοι).
Η απάντηση που δώσαμε στο παραπάνω ερώτημα για τους λόγους και αίτια αυτού του γερμανικού ξεσπάσματος, ήταν η ιστορική συνείδηση του γερμανικού πληθυσμού που εδραιώθηκε στο εθνικοσοσιαλιστικό σύστημα με αποκορύφωμα τη μοναδική εμπειρία του από την ενεργό συμμετοχή του, ψυχή τε και σώματι στο Ολοκαύτωμα. Ο εθνικοσοσιαλισμός αποτελεί μέχρι σήμερα την πηγή έμπνευσης και προσανατολισμού όλων αυτών και των συμπαθούντων τους ανά τον κόσμο που ονομάζουμε κοινώς Ναζίδες, από την ένωση των συλλαβών στις λέξεις εθνικό (γερμ. National) και σοσιαλισμό (γερμ. Sozialismus).
Και επειδή ο εθνικοσοσιαλισμός είναι ο ολοκληρωμένος φασισμός, δηλαδή ο φασισμός στην απόλυτη μορφή του και πάντα στη βάση του αντισημιτισμού και του ρατσισμού, θεωρούμε αδιανόητη μια αντιφασιστική δράση, χωρίς δράση ενάντια στον αντισημιτισμό και το ρατσισμό. Αδιανόητη όχι με την έννοια ότι δεν υπάρχουν άτομα και ομάδες που θεωρούν τον εαυτό τους αντιφασίστες/τριες και ταυτόχρονα είναι και αντισημίτες και ρατσιστές (πχ. η απόλυτη πλειοψηφία των ελλαδικών ομάδων), αλλά ότι απλά δεν είναι – πάντα κατά την ταπεινή μας γνώμη – ούτε αντιρατσιστές /-στριες ούτε αντιφασίστες/-στριες.
Ε, αυτά τα 3 βασικά χαρακτηριστικά εμφανίστηκαν με όλη την πληρότητα τους στα γεγονότα της δεκαετίας του ‘90. Η μόνη γερμανική ιδιαιτερότητα σε σχέση με τα πογκρόμ στη Ρωσία ή αλλού, ήταν ίσως ότι στις περισσότερες περιπτώσεις είχαν εορταστικό χαρακτήρα (τρικούβερτο πογκρόμ δηλαδή).
Και μια που μιλάμε για πογκρόμ και πλησιάζουν και οι μέρες του Πάσχα, μια ιστορική λεπτομέρεια: Το πρώτο πογκρόμ που ξέσπασε στην τσαρική Ρωσία (και το οποίο καθιέρωσε αυτό το χαρακτηρισμό), ήταν το 1859 στην Οδησσό. Ο όχλος δεν ήταν ρώσοι ή ουκρανοί, αυτοί ήταν τότε και οι ίδιοι μειοψηφία στην πόλη, αλλά οι έλληνες της πόλης, κυρίως ναυτεργάτες, καραβοκύρηδες και άλλοι έλληνες κάτοικοι της. Έμεινε στην ιστορία σαν το «πασχαλινό πογκρόμ» γιατί πραγματοποιήθηκε τις μέρες του Πάσχα. Ήταν ένα μίγμα από θρησκευτικό (χριστιανικό αντιεβραϊσμό) αλλά και τετριμμένο, καθημερινό αντισημιτισμό (οι εβραίοι ως ανταγωνιστικοί παμπόνηροι έμποροι και τοκογλύφοι).
Η απάντηση που δώσαμε στο παραπάνω ερώτημα για τους λόγους και αίτια αυτού του γερμανικού ξεσπάσματος, ήταν η ιστορική συνείδηση του γερμανικού πληθυσμού που εδραιώθηκε στο εθνικοσοσιαλιστικό σύστημα με αποκορύφωμα τη μοναδική εμπειρία του από την ενεργό συμμετοχή του, ψυχή τε και σώματι στο Ολοκαύτωμα. Ο εθνικοσοσιαλισμός αποτελεί μέχρι σήμερα την πηγή έμπνευσης και προσανατολισμού όλων αυτών και των συμπαθούντων τους ανά τον κόσμο που ονομάζουμε κοινώς Ναζίδες, από την ένωση των συλλαβών στις λέξεις εθνικό (γερμ. National) και σοσιαλισμό (γερμ. Sozialismus).
Και επειδή ο εθνικοσοσιαλισμός είναι ο ολοκληρωμένος φασισμός, δηλαδή ο φασισμός στην απόλυτη μορφή του και πάντα στη βάση του αντισημιτισμού και του ρατσισμού, θεωρούμε αδιανόητη μια αντιφασιστική δράση, χωρίς δράση ενάντια στον αντισημιτισμό και το ρατσισμό. Αδιανόητη όχι με την έννοια ότι δεν υπάρχουν άτομα και ομάδες που θεωρούν τον εαυτό τους αντιφασίστες/τριες και ταυτόχρονα είναι και αντισημίτες και ρατσιστές (πχ. η απόλυτη πλειοψηφία των ελλαδικών ομάδων), αλλά ότι απλά δεν είναι – πάντα κατά την ταπεινή μας γνώμη – ούτε αντιρατσιστές /-στριες ούτε αντιφασίστες/-στριες.
Ο υποκειμενικός παράγοντας
Η μοναδική και κυρίαρχη διαφορά ανάμεσα στο ανθρώπινο ον και στα άλλα όντα του πλανήτη δεν είναι ούτε τόσο η σωματική, ούτε η εξωτερική μορφή και εμφάνιση, αλλά η ύπαρξη νοημοσύνης και ως εκ τούτου η ικανότητα του να κάνει επιλογές και να παίρνει υπεύθυνες αποφάσεις για τις πράξεις του ή ακριβέστερα για τα εγκλήματά του. Ε, αυτή ακριβώς η ουσιαστική διαφορά είναι για μας το καθοριστικό, ώστε να βάζουμε στο κέντρο της κριτικής μας και της δράσης μας το υποκείμενο. Ούτε την αστική τάξη, ούτε το κεφάλαιο, ούτε τα Ούφο, ούτε καμιά θρησκεία, εθνικότητα κλπ σαν την αιτία της στάσης και της δράσης του κάθε υποκειμένου, αλλά το εξής ένα και μοναδικό: τις αυτόνομες αποφάσεις του υποκειμένου και τις από αυτές απορρέουσες πράξεις του, είτε θετικές (απελευθερωτικές εξεγέρσεις κλπ) είτε αρνητικές (πογκρόμ, ρατσιστικές, ομοφοβικές, σεξιστικές) επιθέσεις κλπ.
Ως γνωστόν, ο αυτοπροσδιορισμός «έλληνας» δεν έχει καμία σχέση με την καταγωγή. Θα είχε ίσως (παρόλο που ακόμη κι αυτό είναι επίπονο), σχέση με την καταγωγή, αν το λέει κάποιος που κάτι τέτοιο του είναι σημαντικό, πχ ότι είναι Αρβανίτης, Σλάβος, Βλάχος, Τούρκος, Λαζός κλπ. Ή αν αυτοπροσδιορίζεται γεωγραφικά, π.χ. Πελοποννήσιος, Κρητικός, Ηπειρώτης κλπ. Η προσκόλληση έτσι στην προβολή μιας φανταστικής καταγωγής, γιατί περί αυτού πρόκειται, δεν μπαίνει σε καμιά περίπτωση για προσδιορισμό προέλευσης ούτε και τυχαία αλλά εξυπηρετεί για το ίδιο το άτομο συγκεκριμένους σκοπούς και ψυχικές ανάγκες.
Όταν λοιπόν κάποιος /α ελληνίζει, ελληνοφέρνεται ή ελληνοφρικάρει (διαλέγετε και παίρνετε) εκφράζει ταυτόχρονα με αυτό τον προσδιορισμό και τη στάση του την αμέριστη υποστήριξη και υπερηφάνεια του για το βίαιο εξελληνισμό και εκχριστιανισμό μειονοτήτων, για τα πογκρόμ και τις σφαγές των Διαφορετικών, για τη δημιουργία ενός τεχνητού έθνους στη βάση του μύθου του εξ αίματος και της πατρώας γης. Η επιμονή, δε, του να θεωρεί τον εαυτό του σήμερα «έλληνα/ιδα», μπορεί να υπάρξει μόνο σε σχέση, σε παράλληλη συνύπαρξη με τους διωγμούς και την εναντίωση σε κάθε τι το διαφορετικό από το προαναφερόμενο ομοιογενές μονολιθικό σώμα. Ή όπως γράφαμε παλιά, για να μπορέσεις να πεις ότι είσαι έλληνας πρέπει να πεις το τι δεν είσαι, αλλιώς δεν τα καταφέρνεις. Στην πάροδο του χρόνου, αυτή η διαδικασία ομοιογένειας όχι μόνο δεν ξεθώριασε αλλά συμπληρώθηκε και ενδυνάμωσε, χάρη κυρίως στην αριστερά, με άλλα χαρακτηριστικά πέραν των παραδοσιακών περί πατρίδας, θρησκείας, έθνους, οικογένειας, χαρακτηριστικά όπως η συνωμοσιολογία, ο αντιαμερικανισμός, ο αντιιμπεριαλισμός (ελληνικός εθνικισμός), το αιώνιο θύμα των άλλων όπου όλοι καραδοκούν το κακό του κτλ (ακόμη και η Θάνου η ντοπαρίστρια δήλωσε πριν 3 βδομάδες στη δίκη της ότι η δίωξη της προέρχεται από συνωμοσία για να αμαυρώσουν την Ελλάδα). Σήμερα είναι βίωμα ο αντιαλβανισμός, αύριο ο αντιμουσουλμανισμός και πάγια ο αντισημιτισμός. Για αυτό γράφαμε κάποτε ότι οι Άλλοι, οι Διαφορετικοί στην ελληνική κοινωνία εκπληρώνουν (πέρα από τα άμεσα υλικά οφέλη για τους ιθαγενείς) έναν υπέρτατο εθνικό σκοπό: τη συνοχή και σύσφιξη των εθνικών δεσμών των πλειοψηφικών, το δυνάμωμα της ανώτερης φυλής, τη δικαιολόγηση κάθε εγκλήματος. Έτσι ο ανθελληνισμός δεν είναι τίποτε άλλο από την απόλυτη άρνηση τόσο των παραπάνω μύθων όσο και την αξιωματική (με την έννοια του αξιώματος, του «δόγματος») αντίθεση σε όλα τα παραπάνω εγκλήματα που πράττουν ή που σκοπεύουν να πράξουν.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, το «έλληνας» είναι καταρχάς ένα ισχυρό συναίσθημα, ένα μίγμα από υπέρταση εθνικής ταυτότητας και καταφοράς κατά του Άλλου στο στιλ «πας μη Έλλην στόχος μας». Φυσικά και υπάρχει εναλλακτική λύση πέρα από τη δυναμική λύση που προτείνουμε εμείς: Η επίσκεψη σε έναν καλό ψυχολόγο, τουλάχιστον για όσους νομίζουν ότι η ψύχωση αυτή ξεπερνιέται με πιο ανώδυνους τρόπους από το να τις τρώει κάθε λίγο και λιγάκι (όπως ελπίζουμε) από άπλυτους, από τουρκόσπορους, από φιλοσιωνιστές και από γυφτοσκοπιανούς.
Ίσως εδώ θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μια συχνά εμφανιζόμενη παρεξήγηση όσον αφορά τη στάση μας απέναντι σε αυτούς που καταδιώκονται: Το σημαντικότερο για εμάς δεν είναι η συμπαράσταση στα θύματα του ξεσπάσματος της ελληνικής κοινωνίας αλλά στην καταπολέμηση αυτής της ίδιας της κοινωνίας. Ή αλλιώς, η συμπαράσταση έρχεται ντε φάκτο, έμμεσα, ιδιαίτερα όταν η δράση μας ενάντια τους, τους περιορίζει στις τρύπες τους ή ακόμη καλύτερα τους εξαφανίζει.
Όταν λοιπόν κάποιος /α ελληνίζει, ελληνοφέρνεται ή ελληνοφρικάρει (διαλέγετε και παίρνετε) εκφράζει ταυτόχρονα με αυτό τον προσδιορισμό και τη στάση του την αμέριστη υποστήριξη και υπερηφάνεια του για το βίαιο εξελληνισμό και εκχριστιανισμό μειονοτήτων, για τα πογκρόμ και τις σφαγές των Διαφορετικών, για τη δημιουργία ενός τεχνητού έθνους στη βάση του μύθου του εξ αίματος και της πατρώας γης. Η επιμονή, δε, του να θεωρεί τον εαυτό του σήμερα «έλληνα/ιδα», μπορεί να υπάρξει μόνο σε σχέση, σε παράλληλη συνύπαρξη με τους διωγμούς και την εναντίωση σε κάθε τι το διαφορετικό από το προαναφερόμενο ομοιογενές μονολιθικό σώμα. Ή όπως γράφαμε παλιά, για να μπορέσεις να πεις ότι είσαι έλληνας πρέπει να πεις το τι δεν είσαι, αλλιώς δεν τα καταφέρνεις. Στην πάροδο του χρόνου, αυτή η διαδικασία ομοιογένειας όχι μόνο δεν ξεθώριασε αλλά συμπληρώθηκε και ενδυνάμωσε, χάρη κυρίως στην αριστερά, με άλλα χαρακτηριστικά πέραν των παραδοσιακών περί πατρίδας, θρησκείας, έθνους, οικογένειας, χαρακτηριστικά όπως η συνωμοσιολογία, ο αντιαμερικανισμός, ο αντιιμπεριαλισμός (ελληνικός εθνικισμός), το αιώνιο θύμα των άλλων όπου όλοι καραδοκούν το κακό του κτλ (ακόμη και η Θάνου η ντοπαρίστρια δήλωσε πριν 3 βδομάδες στη δίκη της ότι η δίωξη της προέρχεται από συνωμοσία για να αμαυρώσουν την Ελλάδα). Σήμερα είναι βίωμα ο αντιαλβανισμός, αύριο ο αντιμουσουλμανισμός και πάγια ο αντισημιτισμός. Για αυτό γράφαμε κάποτε ότι οι Άλλοι, οι Διαφορετικοί στην ελληνική κοινωνία εκπληρώνουν (πέρα από τα άμεσα υλικά οφέλη για τους ιθαγενείς) έναν υπέρτατο εθνικό σκοπό: τη συνοχή και σύσφιξη των εθνικών δεσμών των πλειοψηφικών, το δυνάμωμα της ανώτερης φυλής, τη δικαιολόγηση κάθε εγκλήματος. Έτσι ο ανθελληνισμός δεν είναι τίποτε άλλο από την απόλυτη άρνηση τόσο των παραπάνω μύθων όσο και την αξιωματική (με την έννοια του αξιώματος, του «δόγματος») αντίθεση σε όλα τα παραπάνω εγκλήματα που πράττουν ή που σκοπεύουν να πράξουν.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, το «έλληνας» είναι καταρχάς ένα ισχυρό συναίσθημα, ένα μίγμα από υπέρταση εθνικής ταυτότητας και καταφοράς κατά του Άλλου στο στιλ «πας μη Έλλην στόχος μας». Φυσικά και υπάρχει εναλλακτική λύση πέρα από τη δυναμική λύση που προτείνουμε εμείς: Η επίσκεψη σε έναν καλό ψυχολόγο, τουλάχιστον για όσους νομίζουν ότι η ψύχωση αυτή ξεπερνιέται με πιο ανώδυνους τρόπους από το να τις τρώει κάθε λίγο και λιγάκι (όπως ελπίζουμε) από άπλυτους, από τουρκόσπορους, από φιλοσιωνιστές και από γυφτοσκοπιανούς.
Ίσως εδώ θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μια συχνά εμφανιζόμενη παρεξήγηση όσον αφορά τη στάση μας απέναντι σε αυτούς που καταδιώκονται: Το σημαντικότερο για εμάς δεν είναι η συμπαράσταση στα θύματα του ξεσπάσματος της ελληνικής κοινωνίας αλλά στην καταπολέμηση αυτής της ίδιας της κοινωνίας. Ή αλλιώς, η συμπαράσταση έρχεται ντε φάκτο, έμμεσα, ιδιαίτερα όταν η δράση μας ενάντια τους, τους περιορίζει στις τρύπες τους ή ακόμη καλύτερα τους εξαφανίζει.
Να το εξηγήσουμε:
1. Το εκάστοτε θύμα δεν έχει καμιά σχέση με τα εγκλήματα της κοινωνίας που αναφέραμε (ρατσισμός, αντισημιτισμός, ομοφοβία, σεξισμός κλπ) διότι αυτά είναι γέννημα θρέμμα της φαντασίας των θυτών και μόνο. Αν δηλαδή δεν τα κατασκεύαζαν, ούτε πχ ο όρος ομοφοβία θα υπήρχε στο σύγχρονο ελληνικό λεξιλόγιο (σύγχρονο γιατί πράγματι, πχ τόσο στην ελληνική αρχαιότητα όσο και στον αραβικό κόσμο πριν την αποικιοκρατία δεν υπήρχαν λέξεις και έννοιες διαφοροποίησης και ταξινόμησης των σεξουαλικών προτιμήσεων). Από τη στιγμή που θέσουμε αυτά τα ζητήματα σε σχέση με τα θύματα έχουμε ήδη χάσει, με το να αρχίσουμε δηλαδή να κάνουμε σκέψεις για την καλή ή κακή συμπεριφορά καθώς και τον τρόπο ζωής των θυμάτων (οπτική γωνία των λαϊκών μαζών), είτε και για την αγωνιστικότητα ή παθητικότητα τους (οπτική γωνία της ελαρ/ελαν[2]). Δηλαδή κάνουμε μοίρασμα ευθυνών ενός εντελώς μονόπλευρου ζητήματος. Από κει και μετά απορρέουν όλα τα δεινά που μαστίζουν σήμερα την αριστερά και την αναρχία με το να ψάχνουν αίτια είτε στον καπιταλισμό, είτε στην συμπεριφορά των θυμάτων (πχ ότι δεν αγωνίζονται όπως πρέπει κλπ).
2. Αν πρώτευε σε μας η συμπαράσταση στα θύματα, σημαίνει από την άλλη ότι θα παίζαμε το παιχνίδι του ανθρωπισμού. Τι εννοούμε? Όταν ένας μετανάστης μαχαιρώνεται από ένα φασίστα, δεν τον βοηθάνε έπειτα σε τίποτα η συμπόνια και τα θερμά λόγια συμπαράστασης μας. Τα ψυχικά μας συναισθήματα για να το πούμε ωμά, δεν είναι δικό του πρόβλημα. Μόνο όταν καταφέρουμε να αποτρέψουμε την επίθεση εναντίον του έχει ένα προτέρημα από εμάς. Αυτό ακριβώς προσπαθήσαμε να εκφράσουμε με ένα παλιό σύνθημα μας «όταν επιτίθενται ρατσιστές πρέπει να φροντίσουμε έτσι ώστε να μην το ξανακάνουν ποτέ». Όλα τα άλλα είναι απλά εφησυχασμός της δικής μας συνείδησης και τίποτε άλλο.
3. Από την άλλη, συμπάθεια προς μια μειονοτική ομάδα σημαίνει ότι μπαίνει σε ισχύ ο ανάλογος μηχανισμός με αυτόν που λειτουργεί και στους θύτες, με αντίθετα όμως πρόσημα. Δηλαδή πρέπει να κατασκευαστεί στη φαντασία μας ένα σύνολο αποδεκτών προς τις αντιλήψεις μας χαρακτηριστικών, ιδιοτήτων και ιδιαιτεροτήτων αυτής της πληθυσμιακής ομάδας, να αποδοθούν αυτά τα κατασκευάσματα της φαντασίας μας ως μόνιμες σταθερές στην ομάδα αυτή και έτσι να λειτουργήσει η συμπάθεια, ο θαυμασμός κλπ. Ως γνωστόν, όμως, κάθε άτομο αποτελεί και μια μοναδικότητα που το συμπαθούμε ή το αντιπαθούμε πάντα σε σχέση με τον χαρακτήρα του, τις αντιλήψεις του κλπ , όταν έρθουμε δηλαδή σε άμεση ή έμμεση επαφή μαζί του, δηλαδή είναι κάθε φορά ένα προσωπικό και ατομικό και ουδέποτε ομαδικό θέμα. Έτσι ούτε κατά διάνοια θα περνούσε από το μυαλό μας να πούμε ότι πχ συμπαθούμε τους Ρομά, τους εβραίους, τους αλβανούς κλπ. Ακόμα χειρότερα, θεωρούμε αυτού του είδους τη συμπάθεια σαν την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Ιστορικά αλλά και σύγχρονα έχουμε τέτοιες καταστάσεις, η πιο γνωστή είναι πχ ο φιλοσιμητισμός. Ο φιλοσημίτης είναι αυτός που τη στιγμή που θα απογοητευθεί από τον «ιδανικό εβραίο» του, μετατρέπεται στο χειρότερο αντισημίτη.
Το συναίσθημα της συμπάθειας που φυσικά έχουμε απέναντι στα θύματα, απορρέει όχι από κάποια χαρακτηριστικά που προσθέτουμε ή επινοούμε σε/για μια διωκόμενη ομάδα ανθρώπων, αλλά αποκλειστικά από το γεγονός ότι είναι στο στόχαστρο αυτών που αντιπαλεύουμε. Πιο καθαρά: Η συμπάθεια μας προς τα θύματα των φασιστών δεν έχει καμία σχέση με το ποιόν ή τις αντιλήψεις των θυμάτων αλλά μόνο και αποκλειστικά με το γεγονός ότι είναι θύματα τους, ότι διώκονται, ότι βρίσκονται στο στόχαστρο τους.
Εδώ έγκειται και η κυρίαρχη διαφορά ανάμεσα σε αυτούς που ανήκουν (είτε το θέλουν είτε όχι) στην πλειοψηφία και σε αυτούς που ανήκουν στα θύματα της πλειοψηφίας, που δεν πρέπει ποτέ να την ξεχνάμε: ότι επειδή το θύμα τους το βγάζουν έξω από την κοινωνία τους, επειδή το αντιμετωπίζουν σαν ξένο και επιζήμιο σώμα του υγιούς εθνικού και κοινωνικού κορμού, του αφαιρούν οποιαδήποτε δυνατότητα διαλογής, ακόμη και να γίνει (στη χειρότερη περίπτωση) σαν αυτούς, δηλαδή δεν έχει την πολυτέλεια, το λουξ που λέμε, της επιλογής τού «άνθρωπος ή γουρούνι». Από την άλλη, εμείς από τη θέση μας και από το πως μας βλέπουν οι άλλοι, κάνουμε ότι κάνουμε μόνο μέσα από την απόφαση μας να το κάνουμε, επιλέγουμε δηλαδή ποια στάση θα κρατήσουμε και αν θα την κρατήσουμε. Και πριν κανείς νομίσει ότι αυτό μας τιμά, να υπενθυμίσουμε ότι αυτή η απόφαση μας έχει ανά πάσα στιγμή τη δυνατότητα να αναιρεθεί και να γίνουμε όποτε μας γουστάρει ή όταν βαρεθούμε ή κουραστούμε, τακτικά, υγιή και χρήσιμα μέλη αυτής της κοινωνίας. Πράγμα που έχει σαν συνέπεια ότι θα πρέπει καθημερινά να ανανεώνουμε αυτή μας την απόφαση και να τη βάζουμε σε δοκιμασία μέσα από την πράξη μας και τη στάση μας... μια ολόκληρη ζωή. Αυτή η διαφορά ανάμεσα στα ντε φάκτο μέλη της κοινωνίας και σε αυτούς που θεωρούνται τα ξένα σώματα της είναι η σημαντικότερη, είναι η διαφορά εφ όλης της ύλης που λέμε. Αυτήν ακριβώς την επιλογή δεν την έχει το θύμα. Καταβαίνετε λοιπόν γιατί απεχθανόμαστε φράσεις του είδους, «είμαστε όλοι μετανάστες» κλπ. Κάτι τέτοια προσπαθούν απλά να καλύψουν αυτήν ακριβώς τη θεμελιακή διαφορά, παρουσιάζοντας μια εξίσωση που δεν υπάρχει.
3. Από την άλλη, συμπάθεια προς μια μειονοτική ομάδα σημαίνει ότι μπαίνει σε ισχύ ο ανάλογος μηχανισμός με αυτόν που λειτουργεί και στους θύτες, με αντίθετα όμως πρόσημα. Δηλαδή πρέπει να κατασκευαστεί στη φαντασία μας ένα σύνολο αποδεκτών προς τις αντιλήψεις μας χαρακτηριστικών, ιδιοτήτων και ιδιαιτεροτήτων αυτής της πληθυσμιακής ομάδας, να αποδοθούν αυτά τα κατασκευάσματα της φαντασίας μας ως μόνιμες σταθερές στην ομάδα αυτή και έτσι να λειτουργήσει η συμπάθεια, ο θαυμασμός κλπ. Ως γνωστόν, όμως, κάθε άτομο αποτελεί και μια μοναδικότητα που το συμπαθούμε ή το αντιπαθούμε πάντα σε σχέση με τον χαρακτήρα του, τις αντιλήψεις του κλπ , όταν έρθουμε δηλαδή σε άμεση ή έμμεση επαφή μαζί του, δηλαδή είναι κάθε φορά ένα προσωπικό και ατομικό και ουδέποτε ομαδικό θέμα. Έτσι ούτε κατά διάνοια θα περνούσε από το μυαλό μας να πούμε ότι πχ συμπαθούμε τους Ρομά, τους εβραίους, τους αλβανούς κλπ. Ακόμα χειρότερα, θεωρούμε αυτού του είδους τη συμπάθεια σαν την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Ιστορικά αλλά και σύγχρονα έχουμε τέτοιες καταστάσεις, η πιο γνωστή είναι πχ ο φιλοσιμητισμός. Ο φιλοσημίτης είναι αυτός που τη στιγμή που θα απογοητευθεί από τον «ιδανικό εβραίο» του, μετατρέπεται στο χειρότερο αντισημίτη.
Το συναίσθημα της συμπάθειας που φυσικά έχουμε απέναντι στα θύματα, απορρέει όχι από κάποια χαρακτηριστικά που προσθέτουμε ή επινοούμε σε/για μια διωκόμενη ομάδα ανθρώπων, αλλά αποκλειστικά από το γεγονός ότι είναι στο στόχαστρο αυτών που αντιπαλεύουμε. Πιο καθαρά: Η συμπάθεια μας προς τα θύματα των φασιστών δεν έχει καμία σχέση με το ποιόν ή τις αντιλήψεις των θυμάτων αλλά μόνο και αποκλειστικά με το γεγονός ότι είναι θύματα τους, ότι διώκονται, ότι βρίσκονται στο στόχαστρο τους.
Εδώ έγκειται και η κυρίαρχη διαφορά ανάμεσα σε αυτούς που ανήκουν (είτε το θέλουν είτε όχι) στην πλειοψηφία και σε αυτούς που ανήκουν στα θύματα της πλειοψηφίας, που δεν πρέπει ποτέ να την ξεχνάμε: ότι επειδή το θύμα τους το βγάζουν έξω από την κοινωνία τους, επειδή το αντιμετωπίζουν σαν ξένο και επιζήμιο σώμα του υγιούς εθνικού και κοινωνικού κορμού, του αφαιρούν οποιαδήποτε δυνατότητα διαλογής, ακόμη και να γίνει (στη χειρότερη περίπτωση) σαν αυτούς, δηλαδή δεν έχει την πολυτέλεια, το λουξ που λέμε, της επιλογής τού «άνθρωπος ή γουρούνι». Από την άλλη, εμείς από τη θέση μας και από το πως μας βλέπουν οι άλλοι, κάνουμε ότι κάνουμε μόνο μέσα από την απόφαση μας να το κάνουμε, επιλέγουμε δηλαδή ποια στάση θα κρατήσουμε και αν θα την κρατήσουμε. Και πριν κανείς νομίσει ότι αυτό μας τιμά, να υπενθυμίσουμε ότι αυτή η απόφαση μας έχει ανά πάσα στιγμή τη δυνατότητα να αναιρεθεί και να γίνουμε όποτε μας γουστάρει ή όταν βαρεθούμε ή κουραστούμε, τακτικά, υγιή και χρήσιμα μέλη αυτής της κοινωνίας. Πράγμα που έχει σαν συνέπεια ότι θα πρέπει καθημερινά να ανανεώνουμε αυτή μας την απόφαση και να τη βάζουμε σε δοκιμασία μέσα από την πράξη μας και τη στάση μας... μια ολόκληρη ζωή. Αυτή η διαφορά ανάμεσα στα ντε φάκτο μέλη της κοινωνίας και σε αυτούς που θεωρούνται τα ξένα σώματα της είναι η σημαντικότερη, είναι η διαφορά εφ όλης της ύλης που λέμε. Αυτήν ακριβώς την επιλογή δεν την έχει το θύμα. Καταβαίνετε λοιπόν γιατί απεχθανόμαστε φράσεις του είδους, «είμαστε όλοι μετανάστες» κλπ. Κάτι τέτοια προσπαθούν απλά να καλύψουν αυτήν ακριβώς τη θεμελιακή διαφορά, παρουσιάζοντας μια εξίσωση που δεν υπάρχει.
Απεργίες, κοινωνικές κατακτήσεις, εργατική τάξη, αντικαπιταλισμός και άλλοι κώδικες επικοινωνίας της κοινωνίας
Η ισχύουσα και συνολικά αποδεκτή αντίληψη είναι ότι κοινωνικές κατακτήσεις, o αντικαπιταλισμός κλπ είναι αυτομάτως, εξορισμού, κάτι το απελευθερωτικό και το θετικό. Το ίδιο ισχύει και για την ιδιότητα εργάτης, εργαζόμενος κλπ. Ο εθνικοσοσιαλισμός, αλλά και άλλα φασιστικά καθεστώτα, μας δίδαξε όμως ακριβώς το αντίθετο. Έτσι είχαμε επί εθνικοσοσιαλισμού στην Γερμανία τα μεγαλύτερα, πλατύτερα και διαχρονικότερα (ισχύουν δηλαδή μέχρι σήμερα) κοινωνικά επιτεύγματα: Υπεραπασχόληση, καθιέρωση της εργατικής πρωτομαγιάς σαν αργία, απελευθέρωση της γυναίκας, ασφαλιστικό σύστημα συντάξεων, κοινωνική περίθαλψη, κοινωνικό σύστημα υγείας, λαϊκές κολεκτίβες αλληλοβοήθειας κλπ, όλα αυτά δηλαδή που ισχύουν μέχρι σήμερα στην πλειοψηφία τους στη Γερμανία και που θαυμάζει και ονειρεύεται ο έλληνας εργάτης, αγνοώντας εσκεμμένα ότι όλα αυτά είχαν ένα αντίτιμο: 6 εκατ. νεκρούς εβραίους, εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς Ρομά, χιλιάδες νεκρούς ομοφυλόφιλους και «ψυχικά ασθενείς», εκατομμύρια νεκρούς στην κατακτημένη Ευρώπη κλπ. Ραχοκοκαλιά αυτού του αντιτίμου ήταν η γερμανική εργατική τάξη, που με αυταπάρνηση και αυτοθυσία, αγνοώντας κακουχίες και απροσδόκητες δυσκολίες που εμφανίστηκαν σε αυτή την πορεία επαναστατικής έξαρσης, συμμετείχε ενεργά ή παθητικά, ανάλογα με τις δυνατότητες της, στο μεγαλειώδες αυτό έργο της εξόντωσης, γνωστό στην ιστορία σαν Ολοκαύτωμα. «Το να εξοντώσεις έναν άνθρωπο, είναι θέμα πολιτικής ή θέμα ηθικής. Το να εξοντώσεις 6 εκατ. ανθρώπους είναι θέμα εργατικής ηθικής» έγραφε κάποτε ο W. Pohrt, ένας γερμανός συγγραφέας.
Λέμε ότι ο εθνικοσοσιαλισμός μας δίδαξε, γιατί το ίδιο ακριβώς ερώτημα πρέπει να βάζουμε κάθε φορά που έχουμε δυναμικές επεμβάσεις κοινωνικών ομάδων για κοινωνικές κατακτήσεις. «Τι ζητάνε, για ποιούς τις ζητάνε, σε βάρος ποιών θέλουν να τις κατακτήσουν; Ποια εγκλήματα συνεπάγονται από αυτές τις κατακτήσεις»; Έτσι μας είναι αδύνατον όχι μόνο να συμμετάσχουμε, άλλα ούτε καν να νοιώσουμε οποιοδήποτε είδος συμπαράστασης πχ. με διαδηλωτές, όσες χιλιάδες και να είναι, που με ελληνικές σημαίες στο χέρι και στον εγκέφαλο τους, συγκρούονται με την αστυνομία και εξεγείρονται «ενάντια στο ΔΝΤ και τους τοκογλύφους που απομυζούν την Ελλάδα και το λαό της». Είναι οι ίδιοι, αυτή τη φορά με τη μορφή του επαναστατημένου απεργού, που μετέτρεψαν όλη την Ελλάδα σε Μανωλάδες και Σεπτέμβρηδες του 2004, είναι οι ίδιοι που φιγούραραν επί χρόνια σαν αφεντικά απέναντι σε αλβανούς, πακιστανούς, αφρικανούς κλπ., είναι οι ίδιοι μόνιμοι πελάτες του τράφικινγκ και των εθνικών εξάρσεων, είναι οι ίδιοι που άρπαξαν την ευκαιρία να προσθέσουν στο σκυλάκι τους και την οικιακή υπηρέτρια τους από τις Φιλιππίνες, είναι οι ίδιοι που το παίζουν εξουσία, ιδιαίτερα απέναντι στους Άλλους, μόλις πάρουν μια θέση θυρωρού ή κλητήρα, είναι οι ίδιοι ρουφιάνοι, που μόλις βρουν ευκαιρία, τρέχουν επώνυμα ή ανώνυμα στην αστυνομία για να καταδώσουν οποιονδήποτε και οποιαδήποτε αποφασίζει να δρα εκτός και ενάντια των καθορισμένων νομικών, κοινωνικών και πολιτικών πλαισίων τους (μην ξεχνάμε ότι η πλειοψηφία των συλλήψεων τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά τον Δεκέμβρη του 2008, έγιναν λόγω επιτυχούς ρουφιανιάς των εργαζόμενων συμπολιτών μας), είναι οι ίδιοι που ανέχονται το σημερινό αίσχος των φυλακών και των απάνθρωπων βασανιστηρίων που λαμβάνουν χώρα εκεί, είναι οι ίδιοι που ανέχονται και συμβάλλουν στην περαιτέρω περιθωριοποίηση των Ρομά κτλ.
Αλλά και από την άλλη (για να μην αφήσουμε παράθυρο διαφυγής), ούτε και βλέπουμε κάτι το απελευθερωτικό, όταν επαναστατημένοι διαδηλωτές βρίζουν τους μπάτσους ή τους φασίστες σαν «πούστηδες», «μουνιά», «μογγολάκια» κλπ. αλλά το αντίθετο: Βλέπουμε σε αυτές τις απελευθερωτικές εκφράσεις, τις βάσεις και το όραμα για την οικοδόμηση μιας εναλλακτικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας σε ομοφοβική, σεξιστική, ρατσιστική και αντισημιτική βάση με επαναστατικά όμως αυτή την φορά πρόσημα.
Το παράδοξο σε αυτήν τη κοινωνία είναι ότι, παρόλο που είναι όπως την περιγράψαμε αλλά κι ακόμη χειρότερα, συνεχίζει να λειτουργεί αρμονικά με μια ιδιαίτερη κωδική επικοινωνία ανάμεσα στα εξεγερμένα ή υποτακτικά μέλη της. Λέξεις-κώδικες όπως εργάτης, ταξικό, αντικαπιταλισμός, κεφάλαιο, τράπεζες κλπ μετατρέπονται σε κλειδιά που ανοίγουν κάθε πόρτα, κάθε συνέλευση και κάθε καρδιά. Οι κώδικες αυτοί δεν χρειάζονται καμιά εξήγηση ή ανάλυση, αρκεί απλά να ειπωθούν. Το άτομο ή η ομάδα που τις εκστομίζει στο λόγο της ή τις επαναλαμβάνει συνεχώς στις προκηρύξεις και στα καλέσματά της γίνεται αυτομάτως οικείο, συντροφικό, προσφιλές. Αυτή την κωδικοποιημένη επικοινωνία τη γνωρίσαμε στην πρόσφατη απεργία πείνας των μεταναστών[3], όπου σε κανέναν δεν αρκούσε η λέξη «μετανάστες», έπρεπε να προστεθεί και η κωδική λέξη «εργάτες», ώστε να υπάρχει μια δικαιολογία, πολιτικά τεκμηριωμένη και άνευ ενδοιασμών, για να μπορέσει να δικαιολογηθεί όποιος έλληνας έκανε αλληλεγγύη, γιατί στο διάολο ασχολείται με ξένους. Σκεφτείτε το τεράστιο κενό στο χώρο της αλληλεγγύης, αν οι μετανάστες απεργοί πείνας ανακοίνωναν ότι απαιτούν άδεια παραμονής και εργασίας για να ανοίξουν μαγαζιά ή για να κάνουν εμπόριο. Δεν ξέρουμε από ποιους τότε θα έπρεπε να φοβούνται περισσότερο.
Αλλά και από την άλλη (για να μην αφήσουμε παράθυρο διαφυγής), ούτε και βλέπουμε κάτι το απελευθερωτικό, όταν επαναστατημένοι διαδηλωτές βρίζουν τους μπάτσους ή τους φασίστες σαν «πούστηδες», «μουνιά», «μογγολάκια» κλπ. αλλά το αντίθετο: Βλέπουμε σε αυτές τις απελευθερωτικές εκφράσεις, τις βάσεις και το όραμα για την οικοδόμηση μιας εναλλακτικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας σε ομοφοβική, σεξιστική, ρατσιστική και αντισημιτική βάση με επαναστατικά όμως αυτή την φορά πρόσημα.
Το παράδοξο σε αυτήν τη κοινωνία είναι ότι, παρόλο που είναι όπως την περιγράψαμε αλλά κι ακόμη χειρότερα, συνεχίζει να λειτουργεί αρμονικά με μια ιδιαίτερη κωδική επικοινωνία ανάμεσα στα εξεγερμένα ή υποτακτικά μέλη της. Λέξεις-κώδικες όπως εργάτης, ταξικό, αντικαπιταλισμός, κεφάλαιο, τράπεζες κλπ μετατρέπονται σε κλειδιά που ανοίγουν κάθε πόρτα, κάθε συνέλευση και κάθε καρδιά. Οι κώδικες αυτοί δεν χρειάζονται καμιά εξήγηση ή ανάλυση, αρκεί απλά να ειπωθούν. Το άτομο ή η ομάδα που τις εκστομίζει στο λόγο της ή τις επαναλαμβάνει συνεχώς στις προκηρύξεις και στα καλέσματά της γίνεται αυτομάτως οικείο, συντροφικό, προσφιλές. Αυτή την κωδικοποιημένη επικοινωνία τη γνωρίσαμε στην πρόσφατη απεργία πείνας των μεταναστών[3], όπου σε κανέναν δεν αρκούσε η λέξη «μετανάστες», έπρεπε να προστεθεί και η κωδική λέξη «εργάτες», ώστε να υπάρχει μια δικαιολογία, πολιτικά τεκμηριωμένη και άνευ ενδοιασμών, για να μπορέσει να δικαιολογηθεί όποιος έλληνας έκανε αλληλεγγύη, γιατί στο διάολο ασχολείται με ξένους. Σκεφτείτε το τεράστιο κενό στο χώρο της αλληλεγγύης, αν οι μετανάστες απεργοί πείνας ανακοίνωναν ότι απαιτούν άδεια παραμονής και εργασίας για να ανοίξουν μαγαζιά ή για να κάνουν εμπόριο. Δεν ξέρουμε από ποιους τότε θα έπρεπε να φοβούνται περισσότερο.
Επίλογος-προειδοποίηση
Η υλοποίηση μιας τέτοιας αντίληψης σε οδηγεί αυτομάτως στην απομόνωση από τις μάζες (για τους άλλους εφιάλτης, για μας τιμή μας μιας και παίρνουμε υπόψη μας την συμβουλή του Oscar Wilde «για να καθοδηγήσεις τις μάζες, πρέπει να ανακατευτείς με τον όχλο»), σε τοποθετεί ενάντια και απέναντι στο κοινωνικό σύνολο, σε κάνει ανθελληνικό και αντικοινωνικό στοιχείο εξ ορισμού. Το λέμε αυτό όχι για να το αντικρούσουμε αλλά για να το πιστοποιήσουμε και για να προειδοποιήσουμε: Mια τέτοια αντικοινωνική, αρνητική στάση, ούτε βραβεία, ούτε επαίνους ούτε κάτι το θετικό ή εποικοδομητικό έχει. Το μόνο θετικό της είναι η άρνηση της, το μόνο εποικοδομητικό της είναι η καταστροφή του υπάρχοντος.
[1] Ο τίτλος είναι μια «κλεμμένη» παραλλαγή του τίτλου ενός αντιφα-συνεδρίου στην Γερμανία
[2] =Ελληνοαριστερά/ελληνοαναρχία
[3] Απαραίτητη υποσημείωση: Τα γεγονότα της εξόδου των μεταναστών από την νομική, οδήγησαν σε μια αντιπαράθεση σχετικά με την αγωνιστικότητα ή το ρεφορμισμό αυτής της απόφασης, πράγμα που δεν μας ενδιαφέρει. Το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι οι συνέπειες από αυτό το γεγονός: όταν ένα κτίριο, στην περίπτωση μας η «ιστορική» σχολή της νομικής, δεν είναι σε θέση, για οποιοδήποτε λόγο, να περιθάλψει 237 μετανάστες απεργούς πείνας, πρέπει να κατεδαφιστεί. Και όταν έχει γίνει αποδεκτό ότι το πανεπιστημιακό άσυλο υπάρχει μόνο για να προστατεύει τα ελληνόπουλα όταν βρίσκονται στο ακαδημαϊκό στάδιο μόρφωσης τους αλλά ποτέ 237 μετανάστες απεργούς πείνας, τότε η κατάργηση αυτού του ασύλου μας αφήνει απολύτως αδιάφορους.
Café Morgenland, 14.04.2011
[1] Ο τίτλος είναι μια «κλεμμένη» παραλλαγή του τίτλου ενός αντιφα-συνεδρίου στην Γερμανία
[2] =Ελληνοαριστερά/ελληνοαναρχία
[3] Απαραίτητη υποσημείωση: Τα γεγονότα της εξόδου των μεταναστών από την νομική, οδήγησαν σε μια αντιπαράθεση σχετικά με την αγωνιστικότητα ή το ρεφορμισμό αυτής της απόφασης, πράγμα που δεν μας ενδιαφέρει. Το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι οι συνέπειες από αυτό το γεγονός: όταν ένα κτίριο, στην περίπτωση μας η «ιστορική» σχολή της νομικής, δεν είναι σε θέση, για οποιοδήποτε λόγο, να περιθάλψει 237 μετανάστες απεργούς πείνας, πρέπει να κατεδαφιστεί. Και όταν έχει γίνει αποδεκτό ότι το πανεπιστημιακό άσυλο υπάρχει μόνο για να προστατεύει τα ελληνόπουλα όταν βρίσκονται στο ακαδημαϊκό στάδιο μόρφωσης τους αλλά ποτέ 237 μετανάστες απεργούς πείνας, τότε η κατάργηση αυτού του ασύλου μας αφήνει απολύτως αδιάφορους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου