Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Αποσπάσματα Επιστολών

Του Δημήτρη Λιθοξόου

Διευκρινήσεις που ζητήθηκαν, δευτερολογίες σε αντιρρήσεις και διάφορα άλλα αποσπάσματα της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας μου του τελευταίου χρόνου, με αναγνώστες του δημοσιευμένου έργου μου, αποσπάσματα που θεώρησα πως ξεφεύγουν μιας συζήτησης και μπορούν να θεωρηθούν γενικότερου ενδιαφέροντος, αποτελούν το σώμα του κειμένου που ακολουθεί.

14 Δεκεμβρίου 2009

Επέλεξα από νέος να μην ασχοληθώ επαγγελματικά με τα γράμματα. Αυτήν την επιλογή μου ωστόσο την πλήρωσα (έχοντας πια συμπληρώσει τα ένσημα στον ιδιωτικό τομέα για να συνταξιοδοτηθώ με τις διατάξεις των βαρέων) με χιλιάδες ώρες μελέτης που έχασα.

Το ερώτημα, που συχνά επανέρχεται, για το ποιοι τίτλοι σπουδών μου δίνουν το δικαίωμα να πολιτικολογώ (γιατί αυτό κάνω με το συγγραφικό έργο μου), είναι έξω από τη λογική μου. Δε ζητάς από το Καθεστώς που αγωνίζεσαι να ανατρέψεις, πιστοποιητικά γνώσεων και δεξιότητας. Εάν το πράττεις, είσαι μέρος ή θύμα του Καθεστώτος και μάλλον δεν το ξέρεις.

Για μένα παρεμφερές ζήτημα, που με απασχολούσε στα νιάτα μου, ήταν αν ένα πανεπιστήμιο μπορεί να γίνει Κόκκινο με πολιτικούς αγώνες ή Κόκκινο είναι μόνο το πανεπιστήμιο εκείνο που καίγεται.

Αν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τζούνιορ είχε δίκιο το Δεκέμβρη του 2008, χαρακτηρίζοντας τους εξεγερμένους νέους εχθρούς «της Δημοκρατίας» (: του μεταπολιτευτικού δηλαδή Καθεστώτος), η μοναξιά μου είναι πλέον μικρότερη.

Η εμμονή μου στην ανακάλυψη της αλήθειας για ζητήματα που με απασχολούσαν και η συνειδητοποίηση του γεγονότος πως η κοπιαστική μελέτη αποτελεί το δρόμο για να οδηγηθούμε σε αυτήν, με έκανε ερευνητή. Η επιθυμία μου να κοινοποιήσω τις αλήθειες που ανακάλυπτα, παρά και ενάντια στη δυσαρέσκεια που προκαλούσε η συμπεριφορά μου αυτή σε καθεστωτικές δυνάμεις, με οδηγούσε ξανά στην πολιτική, όσο και αν προσπαθούσα να δραπετεύσω από αυτή. Κάθε φορά από την πόρτα έφευγα από τις πολιτικές οργανώσεις και πάντα από το παράθυρο επέστρεφα, μέσω των γραπτών μου, στην πολιτική, σχεδόν χωρίς να το καταλάβω. Τελικά κατανόησα πως η θεωρητική και ερευνητική ενασχόληση με τα κοινωνικά ζητήματα, πρωταρχικά ανήκει στο χώρο της πολιτικής και δευτερευόντως στο χώρο της λεγόμενης επιστήμης (που στην ουσία υπηρετεί την πρώτη).

Για παράδειγμα δεν μπορεί να γράψεις για το 1821, σαν αποστασιοποιημένος ιστορικός. Όταν θα φτάσεις να περιγράψεις την τύχη του μουσουλμανικού πληθυσμού στο Μοριά, ή θα αποκρύψεις τα γεγονότα ή θα τα διαστρεβλώσεις, ή θα τα δικαιολογήσεις λέγοντας «στον πόλεμο συμβαίνουν αυτά» ή θα τα χαρακτηρίσεις ως γενοκτονία. Αν είσαι έλληνας υπήκοος (δεν γράφω Πολίτης γιατί δεν μπορούμε στις δοσμένες συνθήκες να λειτουργήσουμε ως τέτοιοι) και υποστηρίξεις μία από τις τρεις πρώτες εκδοχές μπορείς να γίνεις αποδεκτός σαν φιλίστωρ ερασιτέχνης ή σαν αξιοσέβαστος δημοσιογράφος ή σαν δημόσιος υπάλληλος που διαμορφώνει αντιλήψεις (ως δάσκαλος, φιλόλογος ή πανεπιστημιακός). Αν ισχυριστείς ότι το 1821 υπήρξε στην Ελλάδα γενοκτονία των μουσουλμάνων (Τούρκων και Αλβανών), η εκπαιδευμένη κοινότητα (στην περίπτωση μας η ιδεολογικοπολιτική κοινότητα του ελληνικού έθνους), με την υπόδειξη του Καθεστώτος, σε απομονώνει ως εχθρό, καθώς προσβάλεις μια βασική ψηφίδα της εθνικής της αφήγησης, βάλλεις δηλαδή κατά του ελληνικού εθνικού μύθου.

Παρ’ όλα αυτά πιστεύω πως αξίζει να αγωνίζεσαι κόντρα στο ρεύμα, όταν υπερασπίζεσαι την αλήθεια. Σταδιακά μερικά άτομα, ευαίσθητα, έξυπνα και μη καθολικά ενσωματωμένα, θα προβληματιστούν από τα αιρετικά λεγόμενα και θα ξεκινήσουν να ψάχνουν και να αντιστέκονται, με μια δικιά τους (πλην όμως αντικειμενικά) παράλληλη πορεία. Επειδή στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 γνώρισα την τιμωρία της απόλυτης μοναξιάς – και άντεξα – μπορώ να ισχυριστώ ότι τα πράγματα σήμερα είναι καλύτερα.

Με το ίντερνετ ζούμε την τρίτη επανάσταση στο χώρο του πνεύματος, μετά την ανακάλυψη της γραφής και της τυπογραφίας. Έτσι αποχαιρέτισα οριστικά τους εκδότες και τους βιβλιοπώλες της μεταπολιτευτικής Ελλάδας των «Ελλήνων Χριστιανών», όλο το γαλανόλευκο κύκλωμα που κινείται γύρω από το βιβλίο και αποφάσισα να «εκδίδομαι» μόνος μου ηλεκτρονικά, απευθυνόμενος εκ των πραγμάτων κυρίως στις νεότερες γενεές. Ποτέ δεν παρεμβαίνω στο ίντερνετ, σε άλλες σελίδες πέρα από τη δική μου. Εννοώ επώνυμα, γιατί ανώνυμα είναι για μένα κάτι αδιανόητο, από τα νεανικά μου χρόνια (τότε που οι περισσότεροι αριστεροί κρύβονταν πίσω από ψευδώνυμα σε εφημερίδες και περιοδικά). Σε ιντερνετικές προκλήσεις ή επιθέσεις που δέχομαι, απαντώ αν αξίζει τον κόπο, σε κάποιο κείμενό μου, εκ των υστέρων. Έμμεσα και όποιος καταλάβει. Στην παρούσα φάση, στο διαδίκτυο κυριαρχούν οι αμόρφωτοι και οι ημιμαθείς. Ωστόσο στρατηγικά, το ψέμα έχει κοντά ποδάρια.

Τα κείμενά μου έχουν γραφτεί με μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους. Παρά λοιπόν τις μεταγενέστερες διορθώσεις, σηματοδοτούν και την πορεία μου από μια αρχικά κριτική στάση προς κάποιες ακραίες πλευρές του εθνικισμού (εθνικής ιδεολογίας) στη σημερινή άεθνη περίοδο. Το πρόβλημα ενός καλόπιστου αναγνώστη, κατά την ανάγνωση του έργου μου, είναι ότι μερικές λέξεις που ορίζουν βασικές έννοιες, εκείνος τις ερμηνεύει με τον τρόπο που του έμαθε το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα, ενώ εγώ τις έχω ορίσει διαχρονικά διαφορετικά.

Είμαι άθεος, άεθνος, ευρωπαϊστής και μετα-αριστερός (με την έννοια ότι βγήκα από το χώρο της Αριστεράς και οραματίζομαι μια κοινωνία απαλλαγμένη από τα δεσμά της ιδεολογίας του κρατισμού, του μονοκομματισμού, του εθνικισμού και της μεταφυσικής). Το βασικό πολιτικό πρόβλημα για μένα είναι: αν η Ευρώπη θα προχωρήσει στο μέλλον ως κοινότητα εθνικών κρατών ή θα μετασχηματιστεί σε μία πολυπολιτισμική ανθρωποκεντρική Πολιτική Ενότητα. Επιλέγω το δεύτερο και ξέρω πως προϋπόθεση για μια πορεία σε αυτή την κατεύθυνση είναι η παρέμβαση στο χώρο της ιδεολογίας. Επιδιώκω πολιτικά την υπέρβαση των εθνών, διαλέγω στη χώρα που ζω να αναμετρηθώ με την κυρίαρχη ιδεολογία (την οποία εξ άλλου γνωρίζω καλά, καθώς με είχαν φτιάξει στο παρελθόν εθνικά Έλληνα). Αυτό βέβαια είναι το δύσκολο γιατί έχει μεγάλες συνέπειες, καθώς χαρακτηρίζεσαι εχθρός της κοινότητας. Το εύκολο και σύνηθες είναι λόγου χάρη να ζεις στην Τουρκία και να χτυπάς τον ελληνικό εθνικισμό ή να ζεις στην Ελλάδα και να βάλλεις κατά του τουρκικού Έθνους. Εγώ γράφω για όσα έκαναν οι Έλληνες κατά των Άλλων σε αυτό τον τόπο, στο όνομα των συμφερόντων του Έθνους και δεν λέγονται γιατί σοκάρουν.

Τα πάσης φύσεως μειονοτικά δικαιώματα που καταπατούνται από το πολιτικό Καθεστώς στην Ελλάδα, με απασχολούν διαχρονικά ως ακτιβιστή και για αυτό κρίνομαι.

Η βασική πολιτική διαφορά μου, που με ορίζει και ως άεθνο, είναι ότι από τη μια διαβάζω το παρελθόν της περιοχής με διαφορετικό τρόπο από τον κυρίαρχο (εθνικοί μύθοι) και από την άλλη εργάζομαι στρατηγικά για την αποδυνάμωση του εθνικισμού, έχοντας ως πολιτική πρόταση την οικοδόμηση μιας πολυπολιτισμικής ανθρωποκεντρικής ευρωπαϊκής Δημοκρατίας.

Η πρόταση μου για μια πολιτισμική ενιαία Ευρώπη, που θέτει στο κέντρο της πολιτικής της το φτωχό άνθρωπο και όχι το κέρδος, προκύπτει από το δικό μου βιωμένο κόσμο. Είναι μία πολιτική πρόταση που πιθανόν να μη πραγματοποιηθεί ποτέ. Δεν είναι ωστόσο μύθος. Αποσκοπεί στην υπέρβαση του εθνικού μοντέλου, και είναι ενδιάμεσος σταθμός προς μία μελλοντική οικουμενική πολιτεία. Το μέλλον θα δείξει, αν είναι ουτοπική, ανεδαφική και ανεφάρμοστη.

**

Οι μύθοι αποτελούν προϊόν της σκέψης. Αυτό δε σημαίνει ωστόσο πως η ανθρώπινη σκέψη είναι καταδικασμένη να καταλήγει πάντα σε μύθους. Θα έλεγα μάλιστα πως η μάχη για την κατανόηση του κόσμου, είναι μια προσπάθεια του ανθρώπινου πνεύματος για την αποδέσμευση από τη μυθική θεώρηση των πραγμάτων. Είναι το δύσβατο πνευματικό μονοπάτι που, παρά τα αναπόφευκτα πισωγυρίσματα, οδηγεί από τη Θρησκεία στην Επιστήμη.

Η επιθυμία να ανήκεις σε ένα σύνολο, είναι σύμφυτο με την ανθρώπινη φύση. Τα κοινωνικά καθεστώτα εκμεταλλεύονται διαχρονικά το γεγονός αυτό και μέσω των ιδεολογικών μηχανισμών (θρησκεία, σχολείο, τύπος) επιδιώκουν να εντάξουν τα άτομα σε σύνολα αποδοχής μυθικών αφηγήσεων, τα οποία προσφέρουν νομιμοποίηση στους άρχοντες. Οι ιδέες (όσο ψευδείς και χαλκευμένες κι αν είναι) όταν μετατραπούν σε πεποίθηση των λαών, τότε αποκτούν μια δική τους, σχεδόν αυτόνομη, υλική δύναμη.

Τα έθνη είναι αυτοπροσδιοριζόμενες ιδεολογικοπολιτικές κοινότητες. Οι μύθοι είναι συστατικά στοιχεία των εθνικών κοινοτήτων. Τα άτομα-μέλη των εθνών συγκροτούν κοινότητα ακριβώς επειδή πιστεύουν στον ίδιο μύθο και πολιτικά σχεδιάζουν από κοινού το μέλλον τους.

Είναι κεντρικό ζήτημα για την κατανόηση του εθνικού φαινομένου η θεώρηση του έθνους ως πολιτικής – ιδεολογικής κοινότητας.

Η εθνική ιδεολογία είναι η κυρίαρχη ιδεολογία της αστικής τάξης σε μία ιστορική περίοδο: εκείνης των συνόρων και του προστατευτισμού. Οι σύγχρονοι αριστεροί εχθροί της παγκοσμιοποίησης, δανείζονται μια αστική ιδεολογία, τον εθνικισμό, για να κτυπήσουν τη νέα ιδεολογία του μεταεθνικού παγκόσμιου κεφαλαίου. Για μια ακόμα φορά, η Αριστερά – δυστυχώς – είναι εκτός τόπου και χρόνου.

Το να δηλώνεις αντιαμερικάνος, σε μία χώρα όπου ο αντιαμερικανισμός είναι καθεστωτικός, είναι πολύ βολικό και διόλου επαναστατικό.

Για τους περισσότερους αριστερούς στην Ελλάδα, το πραγματικό περιεχόμενο του σοσιαλισμού ή του κομμουνισμού που οραματίζονται, είναι μία οικονομία και κοινωνία, ελεγχόμενη από την κρατική γραφειοκρατία, και σε τελευταία ανάλυση από την κομματική ιεραρχία.

Η κουκουέδικη θέση πως όποιος υπερασπίζεται τη δημιουργία μιας μεταεθνικής ενωμένης Ευρώπης είναι όργανο του ιμπεριαλισμού και πιθανόν πράκτορας, είναι προέκταση ενός τρόπου σκέψης που έβγαλε προδότη το Βαφιάδη, χαφιέ τον Πλουμπίδη, λακέ του κεφαλαίου τον Ντούπτσεκ, εχθρό της σοσιαλιστικού στρατοπέδου το Βαλέσα και πεφωτισμένο ηγέτη τον Μπρέζνιεφ. Η ολοκλήρωση της «πατριωτικής» στροφής που ξεκίνησε το ΚΚΕ στα χρόνια του ΕΛΑΣ, μετέτρεψε σταδιακά το κόμμα σε σοσιαλφασιστική ή καλύτερα σε εθνικο-σοσιαλιστική οργάνωση, που τα λόγια και τα έργα της παραπέμπουν ευθέως στην πολιτική της ναζιστικής φράξιας του Ερνστ Ρεμ και ρητορική της τη δεκαετία του ’30.

Ο στρατηγικός στόχος του Περισσού για την Ελλάδα, οδηγεί σε μια χώρα τύπου Αλβανίας του Ενβέρ Χότζα, όπου «οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων», όλοι τους πλέον δημόσιοι υπάλληλοι, θα αναγκάζονται να υμνούν την «προλεταριακή» δικτατορία και τη σοφή σκέψη της Παπαρήγα και της Κανέλη και να βρίζουν τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό για την πείνα τους.

Και κάτι ακόμα για την ηθική διάσταση των «συντρόφων» του ΚΚΕ: Όχι μόνο δέχτηκαν να πουλήσουν τους μακεδόνες συντρόφους τους (το μισό Δημοκρατικό στρατό) αφήνοντας τους στην πολιτική προσφυγιά ως «μη έλληνες το γένος», για λόγους φιλοτομαρισμού (προκειμένου να γυρίσουν πίσω αυτοί), όχι μόνο αρνήθηκαν τις παλιές θέσεις τους για πολιτική ισονομία των μειονοτήτων, αλλά ξεπέρασαν σε εθνικισμό τους νικητές (τους) του εμφυλίου πολέμου, όταν τελευταία αρνήθηκαν ακόμα και την ίδια την εθνική ύπαρξη του μακεδονικού έθνους.

Οι χειρότερες και πλέον ευφάνταστες μεσαιωνικές ζωγραφιές της «κόλασης», μοιάζουν με παιδική χαρά μπροστά στα σχέδια του ΚΚΕ για το μέλλον της χώρας.

**

Η έννοια της εθνότητας είναι για μένα κενή περιεχομένου. Πριν τις εθνικές ιδεολογικο-πολιτικές κοινότητες υπήρχαν οι θρησκευτικο-πολιτισμικές κοινότητες. Πριν τους εθνικά Έλληνες υπήρχαν οι Ρομιοί (Ρωμιοί)

Ο ελληνικός εθνικισμός είναι η ιδεολογία των ελλήνων υπηκόων, έτσι όπως αυτοί διαμορφώθηκαν μέσω των μηχανισμών του εκπαιδευτικού συστήματος και της δημοσιογραφίας, έντυπης και ηλεκτρονικής (στα νεότερα χρόνια). Υπάρχουν τεράστια υλικά λαϊκά συμφέροντα για τη διατήρηση του υπάρχοντος εθνικού στάτους, σημαντικότερα των οποίων είναι, εκτός των πάσης φύσεως με το κράτος συνδεδεμένων εργολάβων, εκείνα των πολυπληθών προνομιούχων στρωμάτων της δημοσιοϋπαλληλικής γραφειοκρατίας.

Το μορφωτικό επίπεδο των περισσότερων κατοίκων αυτής της χώρας, είναι αυτό που τους πρόσφερε το ελληνικό σχολείο, δηλαδή ένας μηχανισμός επιβολής μιας ενοποιητικής εθνικής ιδεολογίας, που υπηρετεί διαχρονικά τα συμφέροντα ενός άθλιου κοινωνικοπολιτικού Καθεστώτος. Ελλείψει ριζοσπαστικής διανόησης (καθώς οι λόγιοι στην Ελλάδα είναι κρατικοδίαιτοι, άρα έχουν δουλείες) ένας ανήσυχος άνθρωπος, ένα άτομο που ψάχνει την αλήθεια, έχει να διαβεί σχεδόν μόνος του ένα πολύχρονο κοπιαστικό μονοπάτι έρευνας, ώστε να αρχίσει να καταλαβαίνει τι συμβαίνει σε αυτό τον τόπο.

Η νεοελληνική πνευματική ζωή, έτσι όπως διαχρονικά έχει διαμορφωθεί, οφείλεται στην ιδεολογική κρεατομηχανή του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, που καταστρέφει την κριτική σκέψη και καταπνίγει τον ριζοσπαστισμό των νέων. Το σκουπιδαριό των δημοσιογράφων συνεχίζει τη δια βίου αποχαύνωση του πληθυσμού (κυρίως με την τηλεόραση).

Δεν είναι μόνο η Ιστορία, αλλά πολλές επιστήμες, που αποτελούν στην Ελλάδα πανεπιστημιακούς κλάδους της κυρίαρχης πολιτικής ιδεολογίας: του ελληνικού εθνικισμού. Η γλωσσολογία, η λαογραφία, η κοινωνική ανθρωπολογία, η φιλολογία, η γεωγραφία, τρέφουν κι αυτές τον εθνικό μύθο.

Το πρόβλημα της ελληνικής εθνικής αφήγησης είναι η διατήρηση του ιδεολογικού «αδιάσπαστου νήματος» που υποτίθεται πως συνδέει το σημερινό υπήκοο της Ελλάδας με την προ του Ομήρου εποχή.

Τα μειονοτικά ζητήματα, είναι ο αδύνατος κρίκος της κυρίαρχης εθνικής ελληνικής ιδεολογίας, γι αυτό και ο φιλομειονοτικός λόγος θεωρείται εχθρικός και «πρακτόρικος», πρωτίστως από το ελληνικό κράτος (όσους δηλαδή τρέφονται από τη φορολογία και αποκτούν ισχύ από τη δημόσια θέση τους) και δευτερευόντως από το οπαδικής συμπεριφοράς Έθνος (τον εθνικά «σκεπτόμενο» λαό).

**

Τα μακεδονικά πράγματα τα γνωρίζω όχι μόνο από τα βιβλία, αλλά και μέσω των ανθρώπων που πρωταγωνιστούν την τελευταία περίοδο σε αυτά, καθώς έζησα και αγωνίστηκα μαζί με τη μακεδονική μειονότητα (αυτής που έχει απομείνει όρθια), για πολλά χρόνια, παραμένουν δε οι περισσότεροι φίλοι μου, πλην λίγων «απογόνων των Μεγαλέξαντρου» που δεν θέλουν ανάμεσά τους «Έλληνες» και μάλιστα άεθνους μετα«αριστερούς» σαν και μένα.

Το Ουράνιο τόξο είναι μία οργάνωση ελλήνων υπηκόων που συλλογικά αυτοπροσδιορίζονται ως εθνικά Μακεδόνες. Για πρώτη φορά πήρε μέρος στις ευρωεκλογές του 1994 και έλαβε περισσότερους από 7.000 ψήφους (παρά την εκτεταμένη νοθεία, σύμφωνα με κυπίτικα στοιχεία της εποχής, που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα ΣΤΟΧΟΣ). Συμμετείχα και τότε στο ψηφοδέλτιο της οργάνωσης, όπως επίσης το 2005 (6.200 ψήφοι) και τον περασμένο Ιούλιο (4.500) ψήφοι. Στις εργασίες της οργάνωσης συμμετείχα ως μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου, τα διαστήματα 1994-1997 και 2005-7/2009. Στο ενδιάμεσο είχα αποχωρήσει, μετά από σύγκρουση με την ομάδα Τήλιου-Πασόη (που διαγράφηκε). Μετά τις τελευταίες εκλογές παραιτήθηκα για λόγους οργανωτικούς και ζητήματα προσανατολισμού της δουλειάς. Πολιτικά συμφωνώ με τη φιλοευρωπαϊκή πολιτική της οργάνωσης και παραμένω φίλος με τα στελέχη της.

Πολλοί θεωρούν ότι η σταθερή θέση μου για το δίκαιο των γειτόνων μας, σχετικά με το όνομα Μακεδόνες και Μακεδονία, συμβάλει στη δημιουργία, μετεξέλιξη και αναπαραγωγή του σύγχρονου εθνικού μακεδονικού μύθου. Η υπόθεση όμως αυτή είναι εντελώς αβάσιμη, καθώς η αποδοχή και μόνο των σύγχρονων κανόνων δικαίου μεταξύ των χωρών και του δικαιώματος του συλλογικού αυτοκαθορισμού, οδηγεί στη δικαίωση των εθνικά Μακεδόνων, καθώς δεν υπάρχει άλλη ιδεολογικοπολιτική εθνική κοινότητα στον πλανήτη που να χρησιμοποιεί ή να διεκδικεί για τον εαυτό της το όνομα αυτό.

Προϋπόθεση για την υπέρβαση του εθνικού, είναι η ελεύθερη έκφρασή του. Το ελληνικό έθνος προς το παρόν «απαγορεύει» την ύπαρξη του μακεδονικού έθνους, που έτσι κι αλλιώς υπάρχει. Για μένα οι σύγχρονοι λαοί, ως ιδεολογικοπολιτικές εθνικές κοινότητες, έχουν «το δικαίωμα» να πιστεύουν στην ανοησία πως είναι απόγονοι και κληρονόμοι αρχαίων λαών.

Οι παλιοί γηγενείς ρωμιοί κάτοικοι της Μακεδονίας, που οι παππούδες τους ζούσαν στους νότιους μακεδονικούς καζάδες, θεωρούν εαυτούς εθνικά Έλληνες και γεωγραφικά εαυτούς Μακεδόνες. Οι κάτοικοι της γειτονικής χώρας (συν οι μακεδονικές μειονότητες σε Ελλάδα, Βουλγαρία, Αλβανία και οι μακεδόνες μετανάστες σε άλλες χώρες) θεωρούν εαυτούς όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και εθνικά Μακεδόνες (για την ακρίβεια Makedonci). Εθνικά Μακεδόνες και όχι εθνικά Έλληνες. Δεν παίρνουν δηλαδή το όνομα ενός άλλου έθνους. Δεν υπάρχουν άλλοι εθνικά Μακεδόνες πλην αυτών στον πλανήτη. Και αυτό μπορούν να το κάνουν, σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει τις σχέσεις μεταξύ των χωρών παγκοσμίως. Η Ελλάδα ως χώρα έχει το άδικο με το μέρος της. Καθυστερεί την καθολική αναγνώριση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας λόγω της οικονομικής και πολιτικής δύναμής της.

Το ότι οι εθνικά Έλληνες κάτοικοι της Μακεδονίας (γηγενείς, πρόσφυγες ή πρώην παλαιοελλαδίτες) θεωρούν, λόγω της ελληνικής εθνικής ιστορίας (μύθου) που διδάχτηκαν, τον δικό τους τοπικό προσδιορισμό «Μακεδόνες», σημαντικότερο από τον συλλογικό εθνικό αυτοπροσδιορισμό «Μακεδόνες» των γειτόνων (που και αυτοί στηρίζουν την ονομασία τους σε δικές τους αλήθειες και μύθους), είναι ένα τετελεσμένο, το οποίο έχει αποκτήσει μια δική του δυναμική.

Πολλοί λίγοι στις δύο χώρες καταλαβαίνουν το ότι δεν μπορείς να μιλάς σοβαρά, όταν διεκδικείς να έχεις προγονική σχέση και κληρονομικά δικαιώματα με ένα λαό που έζησε στην περιοχή πριν εκατό γενεές.

Η αλήθεια είναι ότι το έθνος των Μακεδόνων δημιουργήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα και πήρε το όνομά του από τη χώρα που ζούσε (Μακεδονία) αυτός ο νοτιοσλαβικός (ως προς τις γλωσσικές διαλέκτους που μιλούσε) λαός. Η χώρα έδωσε το όνομα στην ιδεολογικοπολιτική κοινότητα του μακεδονικού έθνους. Ο πολιτισμός, η κουλτούρα, η γλώσσα των εθνικά Μακεδόνων εντάσσονται στο χώρο των Νότιων Σλάβων. Η μεταπολεμική ηγεσία της γειτονικής, τότε ομόσπονδης δημοκρατίας της Μακεδονίας, υποστήριζε το σλαβικό πολιτισμικό παρελθόν της πλειοψηφίας των κατοίκων της.

Η γοητεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τα κατορθώματα των αρχαίων Μακεδόνων άρχισαν σταδιακά να παντρεύονται με το σλαβικό παρελθόν από μερικούς γείτονες λόγιους. Δεν ήταν ωστόσο αυτό ένα πλειοψηφικό ρεύμα. Μετά την πολιτική επίθεση της Ελλάδας κατά της Μακεδονίας, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο μακεδονικός εθνικισμός απάντησε στα «επιχειρήματα» του ελληνικού εθνικισμού με τα ίδια όπλα. Αποδεχόμενος την ελληνική θέση, «το δίκιο είναι με αυτόν που έχει τους αρχαιότερους προγόνους», θεώρησε αντανακλαστικά τους αρχαίους Μακεδόνες προγόνους του. Έγινε λοιπόν και αυτός εξίσου «αρχαίος». Οι εθνικές «ανάγκες» και κυρίως η πίεση των Ελλήνων, υποχρέωσε τους εθνικά Μακεδόνες να ψάξουν για ρίζες στην αρχαιότητα. Δεν έκαναν τίποτα περισσότερο απ’ ότι έγινε στο ελληνικό βασίλειο το 19ου αιώνα. Ο ελληνικός εθνικισμός ανταπάντησε κατηγορώντας το μακεδονικό εθνικισμό για πλιάτσικο στην ιστορία. Σα να φωνάζει ο ληστής, «πιάστε τον κλέφτη». Έτσι ένα άλυτο φιλολογικό ζήτημα, όπως αυτό της γλώσσας των αρχαίων μακεδόνων, εξελίχθηκε σε πολιτικό καυγά δυό εθνών. Αυτή ωστόσο η ιδεολογική σύγκρουση, από λογική άποψη, έχει την ίδια αξία όπως η διαμάχη ενός μουσουλμάνου και ενός χριστιανού, για το αν ο Χριστός ήταν προφήτης ή γιος του Θεού. Προφανώς για έναν άθεο, η διαμάχη στερείται ουσίας.

Κάθε σύγχρονος λαός έχει τα εθνικά παραμύθια του, που είναι (λίγο ή περισσότερο) διαφορετικά μεταξύ τους. Τα παραμύθια όμως, είναι απλώς παραμύθια. Ποτέ δε λένε την αλήθεια. Και η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει «σήμα κατατεθέν» στα παραμύθια. Για να στερήσεις σε ένα λαό το δικαίωμα να πιστεύει στα παραμύθια του, πρέπει να τον εξοντώσεις. Αν δεν μπορείς ή δε θέλεις να το πράξεις αυτό, συμβιβάζεσαι με το γεγονός.

Το μακεδονικό αποτελεί έναν από τους αδύνατους κρίκους της εθνικής αφήγησης, δηλαδή του ελληνικού εθνικού μύθου. Γι αυτό και η λυσσαλέα επίθεση του Καθεστώτος προς όποιον τολμήσει να διαβεί τη λεγόμενη «κόκκινη γραμμή».

Η διαδικασία ένταξης των ατόμων σε μία εθνική κοινότητα, αποτελεί ένα εξαιρετικά σύνθετο ζήτημα. Έχω αναφέρει χαρακτηριστικά το παράδειγμα μανάδων στη Μακεδονία που «γέννησαν» τρία αντιμαχόμενα έθνη, καθώς σε αρκετές περιπτώσεις ο ένας αδελφός εντάχθηκε στους αυτονομιστές τσεντραλιστές, ο άλλος στους βουλγαρίζοντες βερχοφιστές και ο τρίτος έγινε γκρεκομάνος και μπήκε σε ελληνικό σώμα. Είναι θεμελιώδες για την κατανόηση του ζητήματος, να μη γίνεται σύγχυση μεταξύ πολιτισμικών και ιδεολογικοπολιτικά εθνικών στοιχείων.

Στην περίπτωση του ελληνικού εθνικισμού, οι αρχαίοι Μακεδόνες πρώτα ορίστηκαν ως «εχθρός», μέσα στα πλαίσια της ελληνικής εθνικής ιστορίας και στη συνέχεια, όταν οι πολιτικές ανάγκες επέβαλαν επεκτατική πολιτική και προς Βορρά (Μεγάλη Ιδέα), θεωρήθηκαν και αυτοί Έλληνες.

**

Σχετικά με τις σφαγές των πατριαρχικών κατά τη διάρκεια του (αντι)μακεδονικού αγώνα: Δεν τις αρνήθηκα ποτέ, υπάρχουν ωστόσο δημοσιευμένα τα ονόματα των θυμάτων σε πολλές ελληνικές πηγές. Αυτό που δεν υπήρχε (και το έγραψα εγώ) ήταν τα εγκλήματα των Ελλήνων. Το βιβλίο μου έχει τίτλο «ελληνικός» και όχι «βουλγαρικός» ή «σερβικός» αντιμακεδονικός αγώνας. Στο τέλος του βιβλίο μου υπάρχει συγκεντρωτικός πίνακας σφαγών κατά κατηγορία, σύμφωνα με το βρετανικό προξενείο Θεσσαλονίκης.

Πολλοί μετανάστες που πήγαν στις ΗΠΑ και είχαν ως μητρική γλώσσα αυτή που η παγκόσμια κοινότητα των γλωσσολόγων (πλην Ελλήνων και Βουλγάρων) χαρακτηρίζει ως μακεδονική (macedonian), είχαν ονόματα «αγίων» της ορθόδοξης εκκλησίας ή ιστορικών και μυθικών προσώπων της αρχαίας Ελλάδας. Αυτό είναι απόλυτα λογικό, αφού ο ιδεολογικός μηχανισμός ελεγχόταν για αιώνες μέσω των παπάδων και των δασκάλων από το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Η ονοματοδοσία αυτή δεν είχε, σε προεθνικές εποχές, εθνικά χαρακτηριστικά.

Από τη στιγμή που το ελληνικό κράτος ενσωμάτωσε τις μακεδονικές επαρχίες, ο εξελληνισμός των ονομάτων (βαφτιστικών και οικογενειακών) υπήρξε καθολικός μέσω του ελέγχου του μηχανισμού της εκκλησίας και της τοπικής «αυτό»διοίκησης. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να συγκρίνει για παράδειγμα τα ονόματα και τα επώνυμα των κατοίκων στα μακεδονόφωνα χωριά της Καστοριάς, που δημοσίευσα, σύμφωνα με την έκθεση του Δημοκρατικού στρατού στον ΟΗΕ, σε αντιπαραβολή με εκείνα που υπάρχουν στα ανέκδοτα αρχεία του Ινστιτούτου Ιστορίας της Δημοκρατίας της Μακεδονίας και στηρίζονται στις προφορικές μαρτυρίες αυτών των ίδιων των κατοίκων - φυγάδων πολιτικών προσφύγων.

Οι έλληνες μακεδονολόγοι της γενιάς μου, απέκρυβαν συστηματικά ή πλαστογραφούσαν τα στοιχεία για τη γλωσσική σύσταση του πληθυσμού της Μακεδονίας και τα εγκλήματα των ελλήνων «μακεδονομάχων». Τα σύγχρονα φαιοκόκκινα πνευματικά τέκνα τους, ο τυφλός φανατισμός των οποίων τους έχει στερήσει τη δυνατότητα του ορθού λόγου και το μίσος του φανατισμού έχει εξαφανίσει την ανθρωπιά τους, πανηγυρίζουν σήμερα «ανακαλύπτοντας» ότι αυτούς που εγώ χαρακτηρίζω Μακεδόνες, ο Καλαποθάκης και οι μισθοφόροι του τους χαρακτήριζαν Βούλγαρους. Με κατηγορούν δηλαδή γιατί δε «σκέφτομαι» όπως αυτοί. Αυτό ακριβώς κάνει ο ελληνικός εθνικισμός εδώ και έναν αιώνα. Παλιότερα σκότωνε τους τσεντραλιστές και τους νοφίτες. Στην εποχή μας τρομοκρατεί τους μακεδόνες ακτιβιστές. Και διαχρονικά εξοντώνει τους Μακεδόνες, βλαστημώντας τους «παλιοβούλγαρους».

**

Παρ’ ότι υπάρχει εισαγωγικό κείμενο στην ιστοσελίδα μου για τις μετονομασίες, οι εθνικά (μη) σκεπτόμενοι δεν καταλαβαίνουν, ότι στο γεωγραφικό χώρο που καλύπτει σήμερα η Ελλάδα, δεν υπήρξε άλλο κράτος πριν το ελληνικό, που να μετονόμασε τους οικισμούς. Οι οικισμοί άλλαζαν ονόματα, στο διάβα του χρόνου, από τους λαούς που πηγαινοέρχονταν στην περιοχή. Όσο για τα «πολλά λάθη» που υπάρχουν στο σχετικό κείμενο, υποθέτω πως οι σχολιάζοντες αναφέρονται στην καταγραφή κάποιων οικισμών, χωρίς να μπορούν να αντιληφθούν ότι ακολουθώ τη γραφή τους σύμφωνα με τα ΦΕΚ της μετονομασίας.

Δεν έχω γράψει πουθενά ότι οι Αρβανίτες είχαν, έστω και για κάποιο διάστημα στο παρελθόν, αλβανική εθνική συνείδηση. Το ότι απέκτησαν όμως ελληνική εθνική συνείδηση, όπως εξ’ άλλου και οι Ρομιοί, είναι κάτι που συνέβη μετά το 1821. Για μένα το ελληνικό έθνος δημιουργείται στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Τα βαλκάνια πριν από τον 19ο αιώνα είναι προεθνικά. Επομένως όταν κάνω λόγο για Αρβανίτες, Βλάχους, Ρομιούς, Βούλγαρους, Μακεδόνες, Τούρκους, Γύφτους, Εβραίους, εννοώ πάντα πολιτισμικές κοινότητες.

Η έκταση της αρβανίτικης πολιτισμικής κοινότητας αποτυπώνεται στο χάρτη που έχω δημοσιεύσει. Στο μέτρο του ανθρωπίνως δυνατού, νομίζω πως τα λάθη που πιθανόν να υπάρχουν σε αυτό το χάρτη πρέπει να είναι ελάχιστα. Γενικά πιστεύω πως όταν μιλάμε για γλώσσες και πολιτισμούς του παρελθόντος ή του παρόντος, πρέπει τα χωριά αυτών των ανθρώπων να εμφανίζονται στο χάρτη. Έτσι τίθεται τέρμα στις γενικολογίες και αοριστολογίες των άσχετων και των ημιμαθών.

Οι Τσάμηδες, όπως έχει επικρατήσει να ονομάζονται, είναι οι με τα όπλα διωγμένοι από τις ένοπλες κρατικές και παρακρατικές δυνάμεις μουσουλμάνοι Αλβανοί κάτοικοι της Ηπείρου, που είχαν εξαιρεθεί της υποχρεωτικής ανταλλαγής (μετά από παρέμβαση της Αλβανίας). Η εκδίωξή τους, όπως και το διώξιμο όλων των μουσουλμάνων (ακόμα και των Ρομιών) με εξαίρεση εκείνων της Θράκης, ο διωγμός των Μακεδόνων και η απαγόρευση του επαναπατρισμού τους, το κλείσιμο των ρουμάνικων σχολείων των Βλάχων, οι δεκάδες χιλιάδες στερήσεις ιθαγενειών (Τούρκων και Μακεδόνων), έχουν να κάνουν με την ολοκλήρωση του σχεδίου του εθνικού εξελληνισμού των βορείων επαρχιών της Ελλάδας, μιας περιοχής που κατέκτησε με τα όπλα το ελληνικό κράτος το 1912-1913 και οι χριστιανοί Ρομιοί κάτοικοί της, οι οποίοι θα μπορούσαν ευκολότερα να εξελληνιστούν εθνικά, αποτελούσαν μια μικρή μειοψηφία.

Τα όπλα και η διπλωματία πρόσφεραν νέα εδάφη, μεγαλύτερη αγορά, περισσότερους φόρους και εθνικά ξένους πληθυσμούς. Αυτό ήταν το μεγάλο πρόβλημα που ανέλαβαν να λύσουν οι ιδεολογικοί και κατασταλτικοί μηχανισμοί του ελληνικού κράτους. Τα περί «συνεργατών των καταχτητών», που υποστηρίζουν οι κρατικοδίαιτοι έλληνες διανοούμενοι, προσβάλουν τη λογική όταν αναφέρονται σε ένα ολόκληρο λαό (Τσάμηδες).

Οι γλωσσικές κοινότητες μέχρι την καθιέρωση της υποχρεωτικής σχολικής εκπαίδευσης, που καθιέρωσαν τα εθνικά κράτη για λόγους ιδεολογικής ομογενοποίησης των υπηκόων τους, διατηρούσαν τη μητρική φωνή αγράμματα. Στα προεθνικά Βαλκάνια, η γλώσσα της εκκλησίας υπηρετεί την ανάγκη των παπάδων να διαβάζουν τα γραμμένα στην «ιερή» ελληνιστική κείμενα. Αυτή η γλώσσα μοιάζει, αλλά είναι επαγγελματική και διαφορετική των ρομέικων διαλέκτων της εποχής. Οι κατά τόπους ορθόδοξοι Ρομιοί ελάχιστα καταλάβαιναν από τη λειτουργία στην εκκλησία. Το πατριαρχείο ενδιαφερόταν για την αναπαραγωγή της γλώσσας της συντεχνίας των κληρικών και όχι για τον εκρομαϊσμό του ποιμνίου. Τα λίγα ρομέικα τα μάθαιναν οι «αλλόφωνοι» στο παζάρι, προκειμένου να επιζήσουν. Για τον ίδιο λόγο οι Ρομιοί μάθαιναν λίγα τούρκικα, βλάχικα, μακεδόνικα και βουλγάρικα.

Αυτές οι διγλωσσίες ή πολυγλωσσίες της εποχής ήταν ωστόσο μια καθαρά ανδρική υπόθεση, μια και οι γυναίκες που ζούσαν περιορισμένες στο σπίτι μιλούσαν και μάθαιναν στα παιδιά τους τη γλώσσα των προγόνων. Τα σύνορα των γλωσσικών κοινοτήτων για αιώνες ακουμπούν μεταξύ τους και δεν αναμιγνύονται. Τα περί διγλώσσων λοιπόν, αφορούν τις εθνικές προπαγανδιστικές ανάγκες και όχι το χώρο της αλήθειας. Για παράδειγμα τα μακεδονόφωνα (βόρεια) και τα ρωμιόφωνα (νότια) χωριά της περιοχής Καστοριάς βρίσκονταν έτσι για εκατοντάδες χρόνια.

Ελληνική είναι η γλώσσα (οι γλώσσες) που μιλούσαν οι αρχαίοι Έλληνες. Ρομέικα ή ρωμαίικα (romaic) είναι η γλώσσα (πολλές διαφορετικές διάλεκτοι) των Ρομιών (Ρωμιών). Κοινή Νεοελληνική είναι η Καθαρεύουσα (με καταλήξεις πια της Δημοτικής), δηλαδή μια κατασκευασμένη από το ελληνικό κράτος γλώσσα, που αναγκαστικά μάθαμε και χρησιμοποιούμε, η δημιουργία της οποίας υπαγορεύτηκε από ιδεολογικούς εθνικούς λόγους. Πρόκειται για κρατική απόπειρα νεκρανάστασης γλώσσας, με όλα τα συνακόλουθα κωμικοτραγικά αποτελέσματα που επέφερε η ζωή, όπως για παράδειγμα ότι τα χιλιάδες σύγχρονα λόγια δάνεια (τις θεωρούμενες «ίδιες λέξεις»), οι αρχαίοι τις πρόφεραν διαφορετικά ή ότι τελικά μπήκαν στη γλώσσα χιλιάδες «χυδαίες» ή «μιξοβάρβαρες» ρομέικες λέξεις, παρά τις λυσσαλέες αντιστάσεις των κρατικοδίαιτων γλωσσαμυντόρων για 180 χρόνια. Έτσι η εθνική προσπάθεια για την ανάσταση της αρχαίας αττικής διαλέκτου κατέληξε στη δημιουργία μιας γλώσσας Φρανκεστάιν. Κάτι που απεύχονταν οι ρομιοί δημοτικιστές, αλλά εγκλωβισμένοι οι ίδιοι στην ελληνική εθνική ιδεολογία και μη έχοντας τα απαραίτητα θεωρητικά εφόδια, δε μπόρεσαν να δώσουν τη μάχη από καλύτερη θέση ώστε να αποτρέψουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου