Ήδη από το 1933, όταν πρωθυπουργός της
Ελλάδας ήταν ο Παναγής Τσαλδάρης, εμφανίστηκαν τα πρώτα σημάδια της Ναζιστικής
ιδεολογίας. Στις 21 Μαΐου του 1933, στην παρέλαση που έγινε στην Κέρκυρα, μια
Ναζιστική σβάστικα έγινε ορατή πάνω στην βασιλική σημαία της Ελλάδας. Η εικόνα
της Ελληνικής σημαίας με την σβάστικα εμφανίζεται σε φωτογραφία της εποχής,
πίσω από την οποία είναι γραμμένο: «Λαϊκή Οργάνωσις Νέων Κερκύρας». Αυτή η εκδήλωση
Ελληνικής προπαγάνδας με την Ναζιστική σβάστικα έλαβε χώρα μήνες μόνο μετά την
εκλογή του Αδόλφου Χίτλερ σαν Καγκελάριου της Γερμανίας στις 30 Ιανουαρίου
1933.
Μετά τις εκλογές της 26ης
Ιανουαρίου 1936, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μολονότι ήταν νικητής, δεν μπόρεσε να
σχηματίσει κυβέρνηση. Κατόπιν ο Βασιλιάς Γιώργος ο Β’, μετά τον ξαφνικό θάνατο
του τότε Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Δεμερτζή στις 23 Απριλίου του 1936,
ανακήρυξε τον Ιωάννη Μεταξά Πρωθυπουργό και Υπουργό Άμυνας της Ελλάδας.
Αφού ανέλαβε την εξουσία, ο Ιωάννης
Μεταξάς εγκαθίδρυσε μια φασιστική δικτατορία γνωστή σαν «το καθεστώς της 4ης
Αυγούστου 1936». Αυτό το καθεστώς χαρακτηριζόταν από μια σειρά φασιστικά
σύμβολα του εξωτερικού. Υπηρετώ-ντας το Τρίτο Ράιχ του Χίτλερ, ο Μεταξάς ανέπτυξε
λεπτομερώς την ιδέα του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού»[1].
Οι μαθητές στα σχολεία χαιρετούσαν με
φασιστικό χαιρετισμό εκτείνοντας μπροστά το χέρι τους, όμοια με τον τρόπο που
τιμούνταν ο Χίτλερ. Τα φασιστικά ρούχα του καθεστώτος του Μουσσολίνι, όπως τα
μαύρα πουκάμισα, έγιναν η επίσημη ενδυμασία των μαθητών από τον δημοτικό
σχολείο μέχρι το πανεπιστήμιο. Δημιουργήθηκε η Εθνική Οργάνωσις Νέων (ΕΟΝ) με
την οποία ο Μεταξάς επιχείρησε να θεσμοποιήσει την εξουσία του. Μολονότι
στερούνταν λαϊκής υποστήριξης, η ΕΟΝ δεν ήταν παρά μια ασαφής μίμηση της
Χιτλερικής Νεολαίας[2].
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1936, ο Υπουργός της
Ναζιστικής προπαγάνδας της Γερμανίας Γιόζεφ Γκαίμπελς ήλθε στην Αθήνα και έγινε
επίσημα δεκτός με μεγάλες τιμές. Στο αεροδρόμιο, τον υποδέχτηκε ο Δήμαρχος της
Αθήνας, Κωνσταντίνος Κοτζιάς. Την επόμενη μέρα, στις 21 Σεπτεμβρίου 1936, ο
Γερμανός υπουργός Προπαγάνδας Πάουλ Γιόζεφ Γκαίμπελς συνάντησε τον Πρωθυπουργό
Μεταξά και πέρασαν όλη την ημέρα μαζί. Έκανε αρκετές επισκέψεις σε
αρχαιολογικούς χώρους. Το πρωί της 28ης Σεπτεμβρίου 1936, ο Γιόζεφ
Γκαίμπελς και η σύζυγός του επέστρεψαν στην Γερμανία μετά από ένα πολύ
επιτυχημένο ταξίδι. Πριν φύγει, ο Γκαίμπελς άφησε μια επιταγή 150.000 δραχμών
στον διπλωμάτη Δ. Βικέλα, σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης για το εθνικό προσωπικό
ασφαλείας που τον συνόδευε κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα[3].
Υπογράφοντας την συνθήκη μεταξύ Τουρκίας
και Ελλάδας στις 1-4 Νοεμβρίου 1913, η Ελλάδα δέχτηκε να αναγνωρίσει τα
ιδιοκτησιακά δικαιώματα των ιδιωτών που είχαν τίτλους ιδιοκτησίας από το
Οθωμανικό Κράτος σε αγροτική ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα. Το Βασίλειο της
Ελλάδας δεν έκανε προσπάθειες να επιβάλει αυτήν την συνθήκη για την ακίνητη
περιουσία, αλλά από το 1913 κι έπειτα εξέδωσε διάφορους νόμους για να κατάσχει
τις ιδιοκτησίες των Τσάμηδων, παραβιάζοντας έτσι την συνθήκη. Κατά την διάρκεια
της διακυβέρνησης του Ιωάννη Μεταξά, ψηφίστηκαν πολλοί άλλοι νόμοι, που
αφαιρούσαν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και ακολούθως παραχωρούσαν αυτές τις
ιδιοκτησίες σε Χριστιανούς Ορθόδοξους πρόσφυγες που είχαν έρθει από την Μικρά
Ασία.
Η κυβέρνηση του δικτάτορα Μεταξά, στις 4
Αυγούστου 1936, με την εθνικιστική της πολιτική, έλαβε μέτρα με τα οποία ενίσχυσε
περαιτέρω τις διακρίσεις ενάντια στους Μουσουλμάνους Αλβανούς. Υπέβαλε την
Τσαμουριά σε πλήρη επιτήρηση. Λαμβάνοντας υπ’ όψη του ότι η πρωτεύουσα της
Τσαμουριάς Φιλιάτες βρίσκεται πέρα από τον ποταμό Καλαμά και κοντά στα
Ελληνοαλβανικά σύνορα, έδωσε προτεραιότητα στην Ηγουμενίτσα κάνοντάς την
καινούργια πρωτεύουσα της Τσαμουριάς. Η κυβέρνηση του Μεταξά έκανε όλες αυτές
τις διοικητικές αλλαγές γιατί δεν αντιμετώπιζε τους Τσάμηδες σαν άξιους
εμπιστοσύνης πολίτες του Ελληνικού κράτους. Υπήρχαν Έλληνες συγγραφείς που
παρατηρούσαν με ανησυχία την φασιστική εκδίκηση του Μεταξά ενάντια στην
Αλβανική μειονότητα των Τσάμηδων και προειδοποιούσαν ότι αυτή θα οδηγούσε σε
τραγικές συνέπειες όχι μόνο για τους Τσάμηδες Μουσουλμάνους αλλά επίσης για όλη
την Ελλάδα[4].
Κατά την διάρκεια των ετών 1939-1940, 2.000
νέοι Τσάμηδες κλήθηκαν να υπηρετήσουν στρατιωτική θητεία, όμως η κυβέρνηση του
Μεταξά τους κράτησε σε ξεχωριστές πτέρυγες και σε υπηρεσίες που δεν
περιλάμβαναν όπλα, επειδή ήταν προκατειλημμένη απέναντί τους. Κατά την διάρκεια
του Ιταλο-Ελληνικού πολέμου, στους Αλβανούς στρατιώτες της Τσαμουριάς που
υπηρέτησαν στον Ελληνικό στρατό δεν δόθηκαν όπλα για να πολεμήσουν τους Ιταλούς
κατακτητές αλλά αυτοί χρησιμοποιήθηκαν στα μετόπισθεν σαν εργατική δύναμη για
την κατασκευή νέων γεφυρών και δρόμων[5].
Πριν από την είσοδο του Ιταλικού
φασιστικού στρατού στην Ελλάδα, η Ελληνική κυβέρνηση εξαπέλυσε μια νέα
εκστρατεία σφαγών και ειδεχθών εγκλημάτων κατά του Τσάμικου Αλβανικού
πληθυσμού. Δυο μήνες πριν την σύγκρουση μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδας, η φασιστική
κυβέρνηση του Μεταξά πραγματοποίησε μια πράξη χωρίς προηγούμενο στην παγκόσμια
ιστορία. Όλοι οι αρσενικοί Τσάμηδες από 16 έως 70 χρονών, πάνω από 5.000
άνθρωποι, κρατήθηκαν, φυλακίστηκαν και οδηγήθηκαν σε απομακρυσμένα νησιά του
Αιγαίου. Αυτή η κίνηση βασίστηκε στην απόφαση που είχε παρθεί νωρίτερα στην
Ηγουμενίτσα σε μια σύσκεψη υπό την προεδρία του Επισκόπου των Ιωαννίνων,
Σπυρίδωνα, στην οποία συμμετείχαν ο Αντιδήμαρχος της Ηγουμενίτσας Γεώργιος
Βασιλάκος, ο διοικητής της Χωροφυλακής και άλλοι εκπρόσωποι των Ελλήνων της
Τσαμουριάς[6].
Η περίοδος του Μεταξά σημαδεύτηκε από την
εξαναγκαστική αφομοίωση των μειονοτήτων της Ελλάδας όπως οι Αλβανοί, οι
Βούλγαροι, οι Τούρκοι και οι Βλάχοι, πράγμα που αποτελούσε παραβίαση της
Συνθήκης της Λοζάνης. Η κυβέρνηση της 4ης Αυγούστου του Μεταξά
προσπάθησε να επιβάλει στις μειονότητες που ζούσαν στην Ελλάδα την αποκλειστική
χρήση της Ελληνικής γλώσσας σε δημόσιους χώρους και στον οικογενειακό τους κύκλο.
Με αυτόν τον τρόπο, οι μειονότητες των Αλβανών, των Εβραίων, των Βουλγάρων και
των Σλαβομακεδόνων έγιναν θύματα της δικτατορικής διακυβέρνησης του Μεταξά.
Χιλιάδες άνθρωποι φυλακίστηκαν επειδή δεν ανήκαν στην Ελληνική εθνότητα. Τρεις
μήνες μετά τον θάνατο του Μεταξά στις 29 Ιανουαρίου 1941, αυτοί οι κρατούμενοι
παραδόθηκαν στους Ιταλούς και στους Γερμανούς εισβολείς και αυτοί οι εισβολείς
στην Ελλάδα εκτέλεσαν πολλούς απ’ αυτούς[7].
Ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς οικοδόμησε
ένα καθεστώς όπου κάθε αντίπαλος του φυλακίζονταν, βασανίζονταν και κατόπιν
εκπαιδεύονταν για να γίνει συνεργάτης της μυστικής αστυνομίας. Από τις πρώτες
μέρες του καθεστώτος του Μεταξά, πολλοί ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος
Ελλάδας (ΚΚΕ) φυλακίστηκαν. Μεταξύ τους ήταν και ο Νίκος Ζαχαριάδης, ο οποίος
φυλακίστηκε στην διαβόητη φυλακή της Κέρκυρας. Το καθεστώς έκλεισε τις
εφημερίδες της αντιπολίτευσης και μέχρι το 1938 είχαν φυλακιστεί γύρω στα 600
ηγετικά στελέχη των κομμουνιστών. Κατά κάποιο τρόπο, το Κομμουνιστικό Κόμμα
Ελλάδας έπαψε να υπάρχει. Πολλοί κομμουνιστές πέρασαν στην πλευρά του
καθεστώτος του Μεταξά προκειμένου να γλιτώσουν την φυλάκιση και τα
βασανιστήρια. Δύο κομμουνιστές βουλευτές ο Μιχάλης Τιρίμος και ο Μανώλης
Μανωλέας, αφού φυλακίστηκαν στο νησί της Κέρκυρας, δέχτηκαν να υπηρετήσουν την
μυστική αστυνομία του καθεστώτος.
Ο Ιωάννης Μεταξάς αποκαλούσε τον εαυτό του
«Πρώτο Αγρότη» και «Πρώτο Εργάτη», «Αρχηγό», «Πατέρα του Έθνους»,
υπερεκτιμώντας τον εαυτό του. Η λαϊκίστικη ρητορική του ενάντια στην
πλουτοκρατία, που σίγουρα δεν στερούνταν ειλικρίνειας, σπάνια ανταποκρίνονταν
στην πραγματικότητα. Ανάγκαζε τους νέους να κατατάσσονται στην Εθνική Οργάνωση
Νέων, η οποία αποσκοπούσε να αποτελέσει τον μηχανισμό διαιώνισης των ιδεών του
μετά τον θάνατό του, και να διαλύσει την απογοήτευσή του από ολόκληρο το φάσμα
της «πολιτικής τάξης», ιδιαίτερα από την άκρα αριστερά, απέναντι στην οποία
έτρεφε ιδιαίτερη απέχθεια[8].
Ο απλός κόσμος μισούσε την μορφή του Πρωθυπουργού
Μεταξά. Δεν μπορούσε να στηριχτεί σε ευρεία υποστήριξη του λαού για την
φασιστική και την Ναζιστική προπαγάνδα που προωθούσε. Αλλά κέρδισε την
συμπάθεια των Ελλήνων μόνο όταν στις 28 Οκτωβρίου 1940 είπε ΟΧΙ στην ειρηνική
κατοχή της Ελλάδας από τον Ιταλικό στρατό του Μουσσολίνι. Ο Ιωάννης Μεταξάς
οργάνωσε πολυάριθμες εθελοντικές στρατιωτικές μονάδες στο όνομα του Ελληνικού
πατριωτισμού για την απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου, τροφοδοτώντας έτσι τα
αισθήματα των Ελλήνων για εθνική ενότητα στην προσπάθεια τους να νικήσουν τον
Ιταλικό στρατό. Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, ο Ελληνικός στρατός έφτασε κοντά
στον Αυλώνα. Μετά τον θάνατο του Μεταξά, η Ελλάδα καταλήφθηκε γρήγορα από
Γερμανικές, Βουλγαρικές και Ιταλικές δυνάμεις, οι οποίες την διαίρεσαν σε τρία
μέρη.
Mε το ξεκίνημα του Ιταλο-Ελληνικού
πολέμου, η Ελληνική κυβέρνηση διέταξε την απομόνωση και την σύλληψη του
σημαντικότερων μελών της κοινότητας των Αλβανών Τσάμηδων. Ο διοικητής της
χωροφυλακής των Φιλιατών, ο Ζαμπέτας και άλλοι διοικητές στην Τσαμουριά
διατάχτηκαν να συλλάβουν τους πιο εξέχοντες Αλβανούς ηγέτες σε κάθε κέντρο της
Τσαμουριάς και σε κάθε μουσουλμανικό χωριό[9].
Η πράξη αυτή του Μεταξά ήταν σοβαρό λάθος,
το οποίο ακολούθησαν άλλες διαφορετικές και χωρίς νόημα πράξεις. Οι σύλληψη των
ηγετών των Τσάμηδων ξεκίνησε στους Φιλιάτες και αμέσως επεκτάθηκε σε όλη την
έκταση της Τσαμουριάς. Οι πρώτες συλλήψεις Τσάμηδων ηγετών έγιναν σε άτομα που
είχαν διακηρύξει τον αντιφασισμό τους από την αρχή, όπως ο Μούσα Ντέμη, ο Σούακ
Μέτια, ο Μουφτής των Φιλιατών Μεμέτ Ζεκιργιάι, ο Σάκο Μπράχο, ο Σάμετ Μουράτη, ο
Σαμπάν Ντέμη και ο Γκάλη Ξαφέρη, όλοι αυτοί από τους Φιλιάτες. Συλλήψεις έγιναν
επίσης στην Παραμυθιά, στο Bαρφάνι,
στο Μαργαρίτι, στην Ηγουμενίτσα, στη Βόλα, στην Άρπικα Καρμπουνάρα, κλπ.[10].
Οι πράξεις της Ελληνικής κυβέρνησης σε
βάρος των Τσάμηδων Αλβανών δικαιολογούνταν πάντα με την επίκληση της
ατεκμηρίωτης κατηγορίας ότι οι Τσάμηδες ήταν συνεργάτες του Ιταλικού Στρατού
και ήθελαν να προσχωρήσουν στην Αλβανία. Ταυτόχρονα ο Ελληνικός στρατός είχε
κατακτήσει όλο τον Αλβανικό νότο και βαθμιαία η Ελληνική γλώσσα εισάχθηκε στην
διοίκηση των πόλεων Κορυτσά, Πόγραδετς, Αργυρόκαστρο, Τεπελένι, Πρεμετή και Άγιοι
Σαράντα.
Στις 10 Νοεμβρίου 1940, η Ελλάδα κήρυξε
τον πόλεμο στην Ιταλία και στην Αλβανία με το Βασιλικό Διάταγμα 2636. Αυτή ήταν
μια πονηρή κίνηση της Ελλάδας προκειμένου να κατάσχει τις περιουσίες των
Αλβανών Τσάμηδων όπως επίσης και για να τους εκδιώξει για πάντα από τα εδάφη
τους. Το Βασιλικό Διάταγμα ήταν μεροληπτικό γιατί η Αλβανία βρισκόταν για πάνω
από έναν χρόνο κάτω από Ιταλική κατοχή, ο βασιλιάς της Ζώγος ο Α’ ήταν στην
εξορία και η Ιταλία είχε καταργήσει την ανεξαρτησία της Αλβανίας. Επιπροσθέτως,
στρατιωτικές μονάδες της Αλβανικής κυβέρνησης και εθελοντές είχαν πολεμήσει ενάντια
στην Ιταλική εισβολή στην Αλβανία στις 7 Απριλίου 1939. Μετά την Ιταλική
εισβολή στην Αλβανία, ο πληθυσμός της περνώντας στην παρανομία αντιστάθηκε στην
εισβολή των Ιταλών.
Στις 29 Ιανουαρίου 1941, ο Πρωθυπουργός
Ιωάννης Μεταξάς πέθανε και την θέση του πήρε ο Αλέξανδρος Κορυζής. Μετά την
εισβολή του Γερμανικού στρατού στην Ελλάδα και μετά από συνομιλία με τον βασιλιά
Γεώργιο τον Β’, ο Πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κορυζής αυτοκτόνησε στο σπίτι του
στις 18 Απριλίου 1941. Μερικές μέρες αργότερα, η Ελλάδα υπόγραψε την άνευ όρων παράδοσή
της και την συνεργασία της με την Ναζιστική Γερμανία.
Παρέλαση
της Ελληνικής νεολαίας στο νησί της Κέρκυρας με την Ναζιστική σημαία της
Γερμανίας, 21 Μαΐου 1933
Ο Ιωάννης Μεταξάς με τον Ναζί Υπουργό Προπαγάνδας, Γιόζεφ Γκαίμπελς, Αθήνα 1936, Αθήνα
Έλληνες στρατιώτες, πολιτικοί και ανώτεροι κληρικοί χαιρετούν τον Ιωάννη Μεταξά με τον Ναζιστικό χαιρετισμό του Χίτλερ, 1938, Αθήνα
Ελληνόπαιδα που χαιρετούν με τον Ναζιστικό χαιρετισμό
Μέλη της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας χαιρετώντας με τον Χιτλερικό-Ναζιστικό χαιρετισμό, 1936, Κιλκίς
Οι αρχές του Δήμου Μαργαριτίου επί κυβέρνησης Μεταξά μεφασιστικές στολές, 1936, Μαργαρίτι, Τσαμουριά
Το παραπάνω άρθρο περιλαμβάνεται σαν πρώτο κεφάλαιο στο βιβλίο του Άρμπεν Λάλλα "Οι συνεργάτες των κατακτητών οργανωτές και οι πρωτεργάτες της γενοκτονίας των Τσάμηδων", το οποίο στο προσεχές μέλλον θα παρουσιάσει διαδικτυακά η Αντιεθνικιστική Κίνηση σε συνεργασία με το Shades Magazine.
[1]Richard Clogg, Histori e Pёrmbledhur e Greqisё, Τίρανα 2004, σελ. 118
[2] Στο
ίδιο.
[3]www.news247.gr/eidiseis/politiki/mhxanh-toy-xronoy-otan-o-gkempelsepiskefthhke-sthn-athhna.2588601.html
[4] Hajredin
Isufi, ÇAMËRIA, Tίρανα, 2006, σελ. 121-122
[5] www.pashtriku.beepworld.de/nfokus.htm
[6] Shqiptarja.com,
Τίρανα, 28 Δεκεμβρίου 2014
[7] Σπύρος
Λιναρδάτος, Ιστορία της Αντίστασης 1950-45, Αθήνα, 1979, σελ. 58
[8] Richard Clogg, Histori e Përmbledhur e Greqisë, Tίρανα, 2004, σελ. 119
[9] Βλέπε , Hajredin Isufi, ÇAMËRIA, Τίρανα, 2006,σελ. 119
[10] Στο
ίδιο, σελ. 27.