Του Νάσου Θεοδωρίδη
Η Αντιεθνικιστική Κίνηση
είμαστε μια ομάδα ενεργών πολιτών, θα έλεγα μια ομάδα ΑΝΤΙΦΡΟΝΟΥΝΤΩΝ, που
ξεκίνησε με πρωτοβουλία μιας παρέας φίλων που συμμεριζόμασταν τις ίδιες απόψεις
ενάντια στις επίσημες θέσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής
Βασικός μας σκοπός είναι η πληροφόρηση
των Ελλήνων πολιτών σχετικά με θέματα αναφερόμενα στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις,
στον Εθνικισμό, και στις Μειονότητες. Αυτό γίνεται κυρίως μέσω διαδικτύου αλλά
και με τη διοργάνωση δημόσιων εκδηλώσεων και συζητήσεων με αιρετικό
περιεχόμενο.
Προσπαθούμε μέσω της μεθόδου της εκλαΐκευσης
των γνώσεων, να προωθήσουμε μια εναλλακτική πολιτική προσέγγιση ζητημάτων στα
οποία υπάρχει στην Ελλάδα μια καταθλιπτική μονοφωνία, και ουσιαστικά μια έμμεση
απαγόρευση διατύπωσης οποιασδήποτε θέσεις που θα αμφισβητεί τα παγιωμένα ταμπού
περί μονίμως αδικημένης Ελλάδας και περί μονίμως μοχθηρής Τουρκίας, που
θεωρείται ο προαιώνιος εχθρός.
Αναφορικά
με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, πρωταρχικό ρόλο για μας παίζει η διαμάχη για
την εθνική κυριαρχία των χωρικών υδάτων του Αιγαίου, του εναερίου χώρου και της
υφαλοκρηπίδας. Τα θέματα αυτά συνιστούν τους γενεσιουργούς παράγοντες των
τρομακτικών εξοπλισμών τόσο της Ελλάδας όσο και την Τουρκίας.
Αμφότερες
οι χώρες στην προσπάθεια τους να προετοιμάσουν τους λαούς τους για
πόλεμο, επιδιώκουν την υποστήριξη των πολιτών τους αναφορικά με την πολιτική
την οποία διεξάγουν, ακόμη κι αν αυτό οδηγήσει σε μια μελλοντική αλληλοσφαγή
της τουρκικής και της ελληνικής νεολαίας. Και οι δύο χώρες στην προπαγάνδα τους
σχετικά με την πολιτική αυτή χρησιμοποιούν μερικές αλήθειες, δεν διστάζουν όμως
να χρησιμοποιούν μισές αλήθειες ή ακόμη και ψέματα.
Εμείς
ως Αντιεθνικιστική Κίνηση διαφωνούμε με την εκτίμηση ότι υπάρχει σήμερα
οποιοσδήποτε κίνδυνος πολέμου με την Τουρκία. Θεωρούμε ότι η όλη εθνικιστική
φιλολογία περί Τουρκικής απειλής, φιλολογία που την "τρίχα την κάνει
τριχιά" όπως έγινε με το εκατέρωθεν δημοσιογραφικό όργιο για τις
βραχονησίδες, αποσκοπεί στην δικαιολόγηση των κολοσσιαίων εξόδων της Ελλάδας
για εξοπλισμούς και μισθούς στρατιωτικών και των περί αυτούς. Σε τελευταία
ανάλυση πρόκειται για μια καθαρά οικονομική επιχείρηση, από την οποία
κερδισμένοι βγαίνουν οι κάθε λογής μιζαδόροι των εξοπλισμών και οι
στρατιωτικοί, ενώ χαμένη βγαίνει η τυφλωμένη από έναν εκτός τόπου και χρόνου
παραδοσιακό εθνικισμό ελληνική κοινωνία. Αυτής της οικονομικής επιχείρησης
διαφημιστικό υλικό είναι οι, από άποψη διεθνούς δικαίου, ανύπαρκτες παραβιάσεις
του ελληνικού εναέριου χώρου από τουρκικά μαχητικά αεροπλάνα και οι κλιμακώσεις
τύπου Ιμίων. Κατά τα άλλα, οι Τουρκία και η Ελλάδα είναι στρατιωτικά σύμμαχες
στα πλαίσια του Ν.Α.Τ.Ο. και των αμερικανικών στρατιωτικών επεμβάσεων στο
Αφγανιστάν και το Ιράκ. Με τέτοιες δόλιες μεθόδους η Ελλάδα καταφέρνει να
ξοδεύει για στρατιωτικές δαπάνες αναλογικά προς τον πληθυσμό της τόσα πολλά που
μόνο η Κίνα και η Ινδία ξοδεύουν περισσότερα. Το ποιοι θησαυρίζουν από αυτά τα
λεφτά και το ποιοι πληρώνουν τους δημοσιογράφους, καλλιτέχνες, καθηγητές,
πολιτικούς κλπ. που έχουν κάνει τον αχαλίνωτο εθνικισμό σημαία τους, ίσως να
μην το μάθουμε ποτέ.
Έτσι,
λαμβάνοντας υπ’ όψη το γεγονός ότι τα μέλη της Αντιεθνικιστικής Κίνησης
προέρχονται από διαφορετικούς πολιτικούς και ιδεολογικούς φορείς, η δράση μας
περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στα προαναφερθέντα θέματα, ώστε με τον τρόπο
αυτό να επιτευχθεί μια όσο το δυνατό μεγαλύτερη συνένωση δράσεως ετερογενών
αντιεθνικιστικών δυνάμεων.
Η ΕΠΕΚΤΑΤΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Σχετικά με τις ελληνικές θέσεις ως
προς τον εθνικό εναέριο χώρο,
οι κυβερνήσεις μας ισχυρίζονται ότι ο εναέριος χώρος που εκτείνεται ανάμεσα στα
6 και στα 10 μίλια ανήκει στον εθνικό εναέριο χώρο και για τον λόγο αυτό όταν
τα τουρκικά αεροπλάνα πετούν μέσα από τον χώρο αυτό, καταπατούν λένε τα
κυριαρχικά μας δικαιώματα. Ο εναέριος
χώρος ανάμεσα στα 6 και στα 10 μίλια δεν υπάγεται στον εθνικό εναέριο χώρο. Για
το ψεύδος αυτό οι ελληνικές κυβερνήσεις βασίζονται σε ένα ελληνικό προεδρικό
διάταγμα του 1936 το οποίο όρισε πως για τον εναέριο χώρο ανάμεσα στα 6 και στα
10 μίλια η Ελλάδα από μόνη της αναλαμβάνει την υποχρέωση της ρύθμισης της
εναέριας κυκλοφορίας.
Το
προεδρικό αυτό διάταγμα δεν αναφέρεται ούτε σε κυριαρχικά δικαιώματα ούτε σε
οριοθέτηση του εθνικού εναέριου χώρου, απλώς ως έγγραφο παρέμεινε στα
χρονοντούλαπα του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, χωρίς να έχει καμία διεθνή
αξία.
Ο
χώρος λοιπόν ανάμεσα στα 6 και στα 10 μίλια αποτελεί διεθνή εναέριο χώρο και
όχι εθνικό, αυτό είναι το πρώτο χοντρό ψέμα της ελληνικής
πλευράς.
Σε ό,τι αφορά τις ελληνικές θέσεις
σχετικά με την επέκταση των χωρικών υδάτων του Αιγαίου στα 12 μίλια, είναι αλήθεια ότι στο συνέδριο
αναφορικά με το διεθνές δίκαιο των θαλασσών, που έλαβε χώρα στο Ρίο ντε λα
Πλάτα της Νοτίου Αμερικής, έγινε αποδεκτό ότι όχι μόνο το ηπειρωτικό τμήμα κάθε
χώρας αλλά και τα νησιά έχουν δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων τους στα 12
μίλια.
Την
συνθήκη αυτή δεν προσυπέγραψαν ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ούτε η
Τουρκία. Όμως η Τουρκία διατύπωσε εγγράφως σε κάθε σελίδας της συνθήκης που
αφορούσε στο Αιγαίο την άρνηση της προς προσυπογραφή, με το αιτιολογικό ότι
τυχόν εφαρμογή της συνθήκης στο Αιγαίο θα απειλήσει τα ζωτικά της συμφέροντά.
Ενδιαφέρον
είναι ότι όχι μόνο οι ΗΠΑ δεν συμφώνησαν με την επέκταση των χωρικών υδάτων του
Αιγαίου στα 12 μίλια, αλλά και πολλές ναυτικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και
η τέως Σοβιετική Ένωση. Η Σοβιετική Ένωση διατύπωσε στο παρελθόν μέσω
διπλωματικής νότας την διαφωνία της για μια τέτοια επέκταση.
Η
ύπαρξη της συνθήκης του Ριο ντε λα Πλάτα είναι γεγονός, όμως γεγονός είναι ότι
χώρες οι οποίες δεν προσυπογράφουν μια οιανδήποτε διεθνή συνθήκη, νομικώς δεν
δεσμεύονται από την συγκεκριμένη συνθήκη, όπως στην προκειμένη περίπτωση η
Τουρκία.
Tο πρόβλημα τόσο της Τουρκίας όσο και
των ναυτικών χωρών είναι ότι μια τυχόν επέκταση των χωρικών υδάτων του Αιγαίου
στα 12 μίλια θα μετατρέψει και το τμήμα του Νότιου Αιγαίου που είναι σήμερα
διεθνές, σε ελληνική λίμνη γεγονός το οποίο είναι για τις χώρες αυτές
απαράδεκτο.
Στις
11 Ιανουαρίου 1980 ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Κωνσταντίνος Καραμανλής
διατύπωσε στην Βουλή τα εξής : « Το Αιγαίο δεν είναι ελληνική μονοθάλασσα (ή
λίμνη), το Αιγαίο έχει ελληνικά χωρικά ύδατα, έχει τουρκικά χωρικά ύδατα και
έχει και διεθνή ύδατα ».
Στην
Μαδρίτη προ ετών υπεγράφη από τους Πρωθυπουργούς της Ελλάδας και της Τουρκίας
ένα κείμενο στο οποίο αναφέρονταν τα εξής : « για την επίλυση των
προβλημάτων του Αιγαίου θα γίνει σεβασμός του Διεθνούς Δικαίου αλλά και των
ζωτικών συμφερόντων και των δύο κρατών».’
Μάλιστα,
το 1923 το εύρος των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο ορίστηκε στα 3 ναυτικά μίλια. Η
επέκταση στα 6 μίλια έγινε μονομερώς
από την Ελλάδα το 1936! Με τυχόν
επέκταση στα 12 μίλια, η ελληνική
κυριαρχία στα ύδατα του Αιγαίου από 35% σήμερα θα έφτανε στο 64%. Αν εμείς ως
Αριστερά (ορθώς) καταδικάζουμε το casus beli της Τουρκίας, τότε θα πρέπει να
καταδικάσουμε και τους γενεσιουργούς παράγοντες ενός τέτοιου δόγματος,
και όχι να καμωνόμαστε ότι διατυπώθηκε ξεκάρφωτα από τους Τούρκους ιθύνοντες !!
Σχετικά
με την υφαλοκρηπίδα οι ελληνικές κυβερνήσεις ζητούν από την Τουρκία να
αποδείξει ότι σέβεται το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες, προσερχόμενη
με την ελληνική κυβέρνηση στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης για την επίλυση του
θέματος.
Οι
ελληνικές κυβερνήσεις λησμονούν βέβαια ότι ούτε η Ελλάδα σέβεται τις διεθνείς
συνθήκες εφόσον έχει εξοπλίσει παράνομα τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου με
στρατιωτικές μονάδες και κάθε είδους πολεμικό υλικό. Σύμφωνα με τις διάφορες
συνθήκες που υπέγραψε η χώρα μας, έχει την υποχρέωση να διατηρεί τα νησιά
αποστρατικοποιημένα.
Από
την άλλη πλευρά και η Τουρκία διατηρεί στα δυτικά της παράλια την 4ην
στρατιά του Αιγαίου με πολυπληθή αποβατικά πλοία. Τώρα ακόμα και εάν το γεγονός
αυτό δεν απαγορεύεται από τις διεθνείς συνθήκες, δεν μπορεί ωστόσο να
θεωρηθεί ως φιλική πράξη.
Έτσι,
οι ελληνικές κυβερνήσεις μέσω νομοθετικής πράξης της Βουλής διακήρυξαν το
δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει στο μέλλον τα χωρικά ύδατα του Αιγαίου στα
12 μίλια, οπότε εάν και εφ’ όσον το νότιο Αιγαίο γίνει ελληνική λίμνη, πράγμα
που ρεαλιστικά αντιμετωπιζόμενο μπορεί να θεωρηθεί ως αδύνατο, τότε αυτόματα
λύεται και το θέμα της υφαλοκρηπίδας προς μέγα όφελος της χώρας μας, άσχετα από
μια ενδεχόμενη απόφαση του διεθνούς δικαστηρίου της Χάγης, η οποία ουσιαστικά
καθίσταται άχρηστη.
Σε αντίθεση με την κυρίαρχη θεώρηση που
λέει ότι μόνο η Τουρκία παραβιάζει το διεθνές δίκαιο και ότι τάχα η Ελλάδα προωθεί
τις αρχές της καλής γειτονίας, υποστηρίζω ότι μια γνήσια φιλειρηνική προσέγγιση
δεν έχει κανένα λόγο να συναινέσει π.χ. στην επίσημη θέση περί οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας,
διότι σε αυτή την περίπτωση το Αιγαίο μετατρέπεται σε «ελληνική λίμνη», με την Ελλάδα
να ελέγχει το 97% της υφαλοκρηπίδας όταν η Τουρκία έχει χιλιάδες μίλια ακτής στο
Αιγαίο!
Ας μην ξεχνάμε ότι την κρίση στα Ίμια
/ Καρντάκ, την προκάλεσε η προσπάθεια του ελληνικού Πενταγώνου να δημιουργήσει «υποδομή»
σε βραχονησίδες του Αιγαίου και να τις παρουσιάσει ως «κατοικήσιμες»(!!) , δηλαδή
με υφαλοκρηπίδα!
Μάλιστα, στο πεδίο της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Ανατολικού
Αιγαίου φανερώνεται η πλήρης
αντίφαση ακόμη και της «παραδοσιακής πατριωτικής αριστερής προσέγγισης».
Ενώ δηλαδή επικρίνεται πάντοτε η αποστολή Ελλήνων στρατιωτών (ακόμη και σε βοηθητικές
θέσεις) σε ξένες χώρες (π.χ. Αφγανιστάν), είναι εξοργιστικό να αποσιωπάται ότι η
Ελλάδα στην περίπτωση της
Χίου, της Λέσβου, της Σάμου, της Ικαρίας, κατά παράβαση της Συνθήκης
της Λωζάννης, στρατιωτικοποίησε τα νησιά γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Το
ίδιο ισχύει και για τα Δωδεκάνησα, όπου στην παραχώρησή τους στην Ελλάδα από την
Ιταλία οριζόταν η αποστρατιωτικοποίηση τους.
ΜΕΡΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΓΙΑ
ΤΗ ΣΥΝΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ
Κάθε
φορά που τίθεται το ενδεχόμενο συνεκμετάλλευσης των κοιτασμάτων στο Αιγαίο, η
πληροφόρηση είναι μονομερής και οποιαδήποτε αιρετική θέση τίθεται αυτομάτως
εκτός ατζέντας. Όμως μια αριστερή – και άρα βαθιά αντιεθνικιστική - προσέγγιση
στο ζήτημα της συνεκμετάλλευσης του Αιγαίου από τις δύο γειτονικές χώρες
(Ελλάδα και Τουρκία) οφείλει να εκκινήσει από την κατάφαση δύο αδιαμφισβήτητων
παραδοχών : Πρώτον, ότι η Ειρήνη είναι ένα υπέρτατο
αγαθό που όλοι οι προοδευτικοί άνθρωποι το επιζητούμε διακαώς και
πασχίζουμε είτε να το αποκτήσουμε είτε να το διατηρήσουμε πάση θυσία.
Και δεύτερον, ότι ο ελληνικός και ο τουρκικός λαός θα πρέπει να βρουν ένα
σταθερό δρόμο φιλίας και συνεργασίας που θα αντέξει στο χρόνο.
Με μια ματιά στο χάρτη μπορεί κανείς
να καταλάβει ότι μια μονόπλευρη και ολοκληρωτική ηγεμονία δηλαδή της
ελληνικής άρχουσας τάξης στο Αιγαίο δεν στηρίζεται σε κανένα δίκαιο. Αυτή
η κατάσταση πρέπει να αλλάξει. Αυτό είναι δεδομένο, λογικό και αναπόφευκτο.
Το Αιγαίο δεν είναι ελληνική λίμνη, αλλά μια διεθνής θάλασσα που απλώς
τυχαίνει να περιλαμβάνει έναν μεγάλο αριθμό ελληνικών νησιών, χωρίς αυτό
να δίνει κάποιο ιδιαίτερο προνόμιο στην ελληνική πλευρά να κυριαρχεί εξορισμού
(!!) και επί των υπόλοιπων στοιχείων της Φύσης, δηλαδή επί νερού, θάλασσας
και υπεδάφους.
Καταρχάς, τα οικονομικά οφέλη μιας
συνεκμετάλλευσης είναι ολοφάνερα και για τις δύο χώρες. Βέβαια, μπορεί να
αντιτάξει κάποιος ότι τα κέρδη καταλήγουν στις τσέπες των ολίγων. Όμως σε
περίοδο κρίσης η ανεύρεση επιπρόσθετων πόρων ,και μάλιστα άνευ περιττών
προστριβών «εθνικής βάσης», θα συμβάλει αντικειμενικά στην αλλαγή
συσχετισμών μεταξύ πλούσιων και φτωχών, ώστε ο νέος αυτός υλικός παράγοντας
να αφαιρέσει κάθε σημερινό «επιχείρημα για υπερφορολόγηση χαμηλών και μεσαίων
τάξεων προκειμένου να ξεπεραστεί η κρίση. Με τα οικονομικά οφέλη σχετίζεται και
το θέμα των στρατιωτικών εξοπλισμών. Το καλό κλίμα συνεργασίας θα
συμβάλει σε μια δραστική μείωση – και μελλοντικά ίσως και κατάργηση – των
πολυδάπανων προμηθειών πανάκριβου στρατιωτικού υλικού, που συνιστά αυτή
καθαυτή μια αφόρητη οικονομική αιμορραγία.
Aκόμη πιο σημαντική όμως θα είναι η
θετική πολιτική επίπτωση της συνεκμετάλλευσης, καθώς αυτή θα αποτελέσει ζωντανή
και διαρκή Γέφυρα Ειρήνης και Φιλίας στο Αιγαίο. Οι δύο οικονομίες θα μάθουνε
να ζουν στους ίδιους ρυθμούς, με αποτέλεσμα η προοπτική ενός πολέμου να
καθίσταται εντελώς ασύμφορη επιλογή και να εξωθηθεί οριστικά στις
καλένδες. Και μόνο για το γεγονός ότι οι νεώτερες γενιές της Ελλάδας θα πάψουνε να γαλουχούνται με το παραμύθι
του τουρκικού κινδύνου, αξίζει τον κόπο να αποτελέσει η συνεκμετάλλευση μια
βασική επιδίωξη της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, διότι θα πρόκειται για
θρίαμβο της συνύπαρξης των πολιτισμών.
Τέλος, είναι προφανές ότι μια
συνεκμετάλλευση προϋποθέτει να έχουν καθοριστεί με κοινή αποδοχή τα χωρικά ύδατα, η
υφαλοκρηπίδα και η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ). Δεν είναι π.χ. αυτονόητο
ότι η ύπαρξη του Καστελόριζου αρκεί για να πιστώσει όλη την ΑΟΖ στην Ελλάδα !! Απαιτείται πλέον είτε μια απευθείας
διαπραγμάτευση με κοινές υποχωρήσεις, κατά τις οποίες π.χ. η Ελλάδα
θα μπορούσε να προχωρήσει σε ένα σύστημα διαφορικών χωρικών υδάτων που
να ξεκινά από τα 12 στο Ιόνιο και φτάνει τα 6 στο περίκλειστο Αν.
Αιγαίο, είτε μια κοινή προσφυγή των δύο χωρών στη Χάγη , όχι όμως
μόνο για ένα θέμα, αλλά για ολόκληρη τη δέσμη των εκκρεμοτήτων, ώστε η
μοιρασιά να γίνει από το Διεθνές Δικαστήριο.
Η ΚΡΙΣΗ ΣΤΑ ΙΜΙΑ/
ΚΑΡΝΤΑΚ
Η
κρίση των βραχονησίδων Ίμια / Καρντάκ, στις 30 και 31 Γενάρη του 1996, έφερε
την Ελλάδα και την Τουρκία στα πρόθυρα του πολέμου. Η κρίση των Ίμια / Καρντάκ
από τότε μέχρι σήμερα παρουσιάζεται σαν μια καλοστημένη προβοκάτσια της
Τουρκίας. Η τούρκικη κυβέρνηση έχει βάλει στο μάτι το Αιγαίο, μας λένε και σαν
πρώτο βήμα θέλει να κατοχυρώσει ότι υπάρχουν αμφισβητούμενες περιοχές, «γκρίζες
ζώνες». Τέτοιου είδους αναλύσεις στηρίζονται σε πολύ επιλεκτική μνήμη. Η κρίση
στα Ίμια δεν έπεσε από τον ουρανό εκείνη τη δραματική νύχτα. Είχε παρελθόν. Από
τις αρχές του 1995 κιόλας, το υπουργείο Αιγαίου είχε ανακοινώσει προγράμματα
«εποικισμού βραχονησίδων», με οικονομικές ενισχύσεις για όποιον επέλεγε να
εγκατασταθεί σ’ αυτές. Γιατί τόση ταραχή για κάποια έρημα βράχια στη μέση του
πελάγου; Κατοικημένες βραχονησίδες με τη σημαία να κυματίζει, σημαίνει ότι
έχουν χωρικά ύδατα και υφαλοκρηπίδα. Εκεί κρύβεται το μυστικό. Ο έλεγχος των
βραχονησίδων ήταν ένα βήμα για να ενισχυθούν οι ελληνικές διεκδικήσεις στα
διεθνή ύδατα του Αιγαίου, να μετατραπεί σε μια κλειστή «ελληνική λίμνη».
Κατά
τη γνώμη μου, τα Ίμια/ Καρντάκ δεν ανήκουν στις παρακείμενες βραχονησίδες, που
ορίζει η Συνθήκη παραχώρησης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα από την Ιταλία, και
κατά πάσα πιθανότητα είναι τουρκικά, και οπωσδήποτε αμφισβητήσιμα. Την
αμφισβήτηση αυτή ασφαλώς μπορεί να άρει ένα διεθνές δικαιοδοτικό όργανο.
Σε
κάθε περίπτωση εμείς είμαστε ενάντια στον πόλεμο με την Τουρκία και γι’ αυτό το
λόγο είμαστε ενάντια σε όλους όσοι φωνάζουν ότι το 1996 θα έπρεπε να γίνει
πόλεμος στα Ίμια και τώρα θέλουν να πάρουν τη ρεβάνς για την «εθνική
ταπείνωση».
Η
ελληνοτουρκική σύγκρουση όμως βασίζεται και σε ΙΣΤΟΡΙΚΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ..
Δεν είναι τυχαίο ότι το πολύκροτο έργο
του διάσημου Γερμανού ιστορικού Ιάκωβου Φίλιππου Φαλμεράυερ "Περί της
καταγωγής των σημερινών Ελλήνων" που τυπώθηκε στην Γερμανία το 1835 και
προ ετών κυκλοφόρησε δειλά στην Ελλάδα, δεν είχε εμφανιστεί επί 150 χρόνια στις
προθήκες των ελληνικών βιβλιοπωλείων. Αιτία η ενοχλητική για το κατεστημένο
αλλά πλήρως τεκμηριωμένη επιστημονικά άποψη του Φαλμεράυερ πως οι σημερινοί
κάτοικοι της Ελλάδος δεν έχουν καμία σχέση με τους αρχαίους. Ωστόσο το
σημαντικό αυτό έργο, που οι Έλληνες εθνικιστές το αποκήρυξαν με βαρύτατες
ύβρεις, έγινε ιδιαίτερα γνωστό στο εξωτερικό όταν παρουσιάσθηκε στη Βαυαρική
Ακαδημία Επιστημών. Ο Φαλμεράυερ κατέδειξε πως το πάλαι ποτέ ένδοξο αρχαίο ελληνικό
έθνος εκμηδενίσθηκε οριστικά το 589 μ.Χ. στα χρόνια του Ρωμαίου αυτοκράτορα
Μαυρικίου). Το τελειωτικό χτύπημα που εξολόθρευσε τον ελληνικό πληθυσμό ήλθε το
746 μ.Χ. με τη σαρωτική επιδημία της πανούκλας που θέρισε τους ελάχιστους
εναπομείναντες Έλληνες. Το τελευταίο επιβεβαιώνεται από τον Βυζαντινό
αυτοκράτορα Κων/νο Πορφυρογέννητο που εξιστορεί στα "Θεματικά".
Εξάλλου όλα τα τοπωνύμια της Πελοποννήσου ήσαν σλαβικά μέχρι και τον 19ο αιώνα.
Το 1840, λίγα χρόνια μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κρατιδίου, μεταλλάχθηκαν
σε ελληνικά.
Επίσης,
για παράδειγμα, η ελληνική εισβολή στη Μικρά Ασία παρουσιάζεται ως κάτι το
αυτονοήτως θεμιτό.
Το
γεγονός ότι το 1922 έλαβαν χώρα από την μεριά του τουρκικού στρατού και των
Τούρκων ανταρτών εγκλήματα εναντίον του άοπλου ελληνικού πληθυσμού, κυρίως στην
Σμύρνη, είναι εκτός αμφιβολίας. Εκείνο όμως που έχει αποκρυβεί επιμελώς μέχρι
σήμερα είναι τα εγκλήματα Γενοκτονίας που διέπραξε ο ελληνικός στρατός το 1919
και μετά ενάντια στον άμαχο τούρκικο πληθυσμό.
Ένα
από τα πολλά παραδείγματα είναι η σφαγή του άμαχου τουρκικού πληθυσμού της
πόλης του Αϊδινίου στις 28 και 29 Ιουνίου 1919. Κατά τις δυο αυτές ημέρες,
επικείμενης της επίθεσης του τουρκικού στρατού, μονάδες του ελληνικού
στρατού έβαλαν φωτιά στις τέσσαρες γωνίες της τουρκικής συνοικίας της
πόλης και με πολυβόλα, τοποθετημένα σε υψηλά κτίρια και μιναρέδες, πυροβολώντας
εμπόδιζαν τους άμαχους να εγκαταλείψουν τα φλεγόμενα σπίτια τους, με συνέπεια
γέροι, γυναίκες και παιδιά να καούν ζωντανοί. Κατά τις δυο αυτές μέρες σκοτώθηκαν
4.400 άτομα, από τα οποία 4.000 ήταν μουσουλμάνοι και 400 μη μουσουλμάνοι. Οι
βιαιότητες αυτές του ελληνικού στρατού περιγράφονται και στα υπομνήματα που
υπέβαλαν στις συμμαχικές αρχές ο Σταμάτης, Έλληνας ορθόδοξος δικαστής του
Αϊδινίου και ο Χρυσόστομος, Έλληνας μητροπολίτης της πόλης του
Ντενιζλί.
ΑΛΛΟΣ ΕΝΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ
ΜΥΘΟΣ ΑΦΟΡΑ ΤΟ ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Οι
επετειακές κραυγές που συνήθως ακούγονται και γράφονται κάθε άνοιξη
για το ζήτημα της όντως απεχθούς και μαζικής εξόντωσης των Ποντίων δεν συμβάλλουν
σε μια ψύχραιμη προσέγγιση και αποτίμηση του ιστορικού αυτού ζητήματος. Δυστυχώς μέχρι
σήμερα ουδείς ειδήμων ασχολήθηκε αντικειμενικά με την ιστορική ανάλυση της άλλης πλευράς της αλήθειας, στο
θέμα του ελληνισμού του Πόντου.
Η επιχειρηματολογία της εθνικιστικής
μερίδας των Ποντίων, σε σχέση με αυτά που υπέφερε ο Ποντιακός λαός από το 1915
έως το 1924, αναφέρεται πράγματι σε πολλές αλήθειες, ταυτόχρονα όμως δεν
διστάζει να χρησιμοποιεί μισές
αλήθειες, να αποκρύπτει άλλες αλήθειες, και να διαδίδει πολλά
ψεύδη.
Από κοινωνικής και πολιτικής σκοπιάς
το πιο αναληθές
κατασκεύασμα είναι η θεωρία του λεγόμενου επαναστατικού αγώνα προς «απελευθέρωση» του Πόντου από τον
«τουρκικό ζυγό». Θεωρητικά ο όρος «απελευθέρωση» μπορεί να έχει αποδεκτό
περιεχόμενο μόνο όταν αφορά σε μια σχετικά μεγάλη εδαφική περιοχή όπου η φίλια
εθνική ομάδα αποτελεί την πληθυσμιακή πλειοψηφία. Στην προκειμένη περίπτωση ο
ελληνικός πληθυσμός των τριών νομών ή Βιλαετίων του Πόντου αποτελούσε μια
σημαντική, μια μικρή ή μια εντελώς ασήμαντη μειοψηφία. Τα επίσημα αυτά
στατιστικά στοιχεία, που αφορούν στο έτος 1912, προέρχονται από τον
καθηγητή
του Πανεπιστημίου Αθηνών Σωτηριάδη.
Συγκεκριμένα, στο νομό, δηλαδή στο Βιλαέτι της Τραπεζούντας οι Έλληνες ανέρχονταν μόνο στο 25.9%
του συνολικού πληθυσμού, συγκεκριμένα οι Τούρκοι αριθμούσαν 957.866 άτομα
ενώ οι Έλληνες ανέρχονταν μόνο σε 353.533.
Το πραγματικό αντάρτικο στον Πόντο
άρχισε μόλις το 1916, όταν οι Ρώσοι κατέλαβαν την πόλη της Τραπεζούντας
μεταφέροντας το ρώσο-τουρκικό πολεμικό μέτωπο στην περιοχή εκείνη.
Οργανωτής του ελληνικού αντάρτικου ήταν ο φανατικός «στρατηγός» Καραβαγγέλης ο
οποίος ήρθε στην Σαμψούντα το 1908 ως μητροπολίτης. Μετά την δημιουργία των
ανταρτικών σωμάτων με χρήματα και πολεμοφόδια που πήρε ο μητροπολίτης από τους
Ρώσους, τα εξαπέλυσε να προσβάλουν τον τουρκικό στρατό στα μετόπισθέν του, την στιγμή
κατά την οποίαν οι Τούρκοι πολεμούσαν τον ρωσικό στρατό στο μέτωπο της
Τραπεζούντας.
Οι αντάρτες του Πόντου
συντάχθηκαν κατά την διάρκεια του πολέμου με τα εχθρικά κατοχικά
στρατεύματα της Ρωσίας, καταπολέμησαν τον στρατό του κράτους του οποίου ήταν
υπήκοοι, καταπιέζοντας και σκοτώνοντας αλλόθρησκους συμπολίτες τους.
Οι ταλαίπωροι αντάρτες, το πλείστον
τουρκόφωνοι και αναλφάβητοι, έπεσαν στην παγίδα του αιμοσταγούς αυτού παπά
χωρίς να αναλογιστούν τις συνέπειες του λεγόμενου απελευθερωτικού αγώνα, δηλαδή
δεν συνειδητοποίησαν καν το τι θα απογίνονταν αυτοί μετά το τέλος του πολέμου,
όταν ο μεν παπάς θα εξαφανιζόταν για να σωθεί, όπως και έγινε , αυτοί όμως
θα παρέμεναν. Κάτω από την εγκληματική καθοδήγηση του Καραβαγγέλη οι
χριστιανοί άρχισαν να πυκνώνουν τις τάξεις των ανταρτών χτυπώντας πισώπλατα τον τουρκικό
στρατό και ληστεύοντας κυρίως τουρκικά χωριά, για να μπορέσουν να επιβιώσουν.
Λόγω των πράξεων αυτών ο τουρκικός
στρατός άρχισε στην περιοχή της Μπάφρας το κυνήγι εναντίον των ανταρτών, που
μετεξελίχθηκε βεβαίως σε μαζική
εθνοκάθαρση, απολύτως κατακριτέα αλλά και διακριτή από μια
«γενοκτονία», που θα προϋπέθετε «άμεσο δόλο εξόντωσης μέχρις ενός», πράγμα
αναπόδεικτο.
Όμως στα ελληνικά ΜΜΕ γίνεται συνεχής
αναφορά στα εγκλήματα που διέπραξαν οι Τούρκοι εναντίον των Ελλήνων στον Πόντο,
παρασιωπώντας συστηματικά τις εγκληματικές πράξεις των Ελλήνων ανταρτών, τις
οποίες παρουσιάζει κομπάζοντας σε μια μελέτη του ο εθνικιστής Πόντιος
συγγραφέας Ανθεμίδης ( «Επαναστατική
τρομοκρατία – Αντίποινα των Ελλήνων κατά του τουρκικού πληθυσμού»). Συνεπώς,, είναι
ανεπίτρεπτο να ζητούμε με θορυβώδη τρόπο
από την Τουρκία να καταδικάσει τα δικά της εγκλήματα, χωρίς όμως να ζητάμε
συγνώμη για παρόμοια
εγκλήματα που έκανε η «δική μας» πλευρά.
Κλείνοντας, προτείνω να
υιοθετήσει το Κέντρο Μελετών δυο άμεσες πρακτικές και τολμηρές προτάσεις που
θα συμβάλουν στη βελτίωση του κλίματος
των ελληνοτουρκικών σχέσεων αλλά και θα έχουν θετική επίπτωση στην
καθημερινότητά μας
1)
Αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου με άμεσο κλείσιμο
των στρατοπέδων και αποχώρηση όλων των φαντάρων
2)
Διακοπή των επικίνδυνων, άχρηστων και πολυδάπανων αεροπορικών «αναχαιτίσεων»
στους ουρανούς του Αιγαίου. Τέτοιες πρόβες πολεμικών παιχνιδιών στις πλάτες των
λαών πρέπει να σταματήσουν.