Του Άκη Γαβριηλίδη
Τη χρονιά που έρχεται, η Θεσσαλονίκη ετοιμάζεται να γιορτάσει τα «εκατό χρόνια από την απελευθέρωσή της».
Για την ακρίβεια, αυτοί που προς το παρόν ετοιμάζονται να τα γιορτάσουν είναι οι επίσημοι και οι αρχές της πόλης, καθώς και οι επαγγελματίες του είδους (υπεύθυνοι πρακτορείων, διοργανωτές εκθέσεων/ συνεδρίων κ.ο.κ.). Ως προς το θέμα μάλιστα αυτό, προέκυψε ήδη μία διαφωνία: ποιες αρχές είναι οι αρμόδιες για τον εορτασμό; Ο δήμος της Θεσσαλονίκης, ή μήπως το σύνολο των τοπικών αρχών του ευρύτερου οικιστικού συγκροτήματος[1];
Πριν όμως τη διαφωνία αυτή, νομίζω ότι υπάρχει ένα βασικότερο ερώτημα που καλό θα ήταν να τεθεί και να συζητηθεί στο δημόσιο χώρο: με ποια ακριβώς έννοια χρησιμοποιείται εδώ ο όρος «απελευθέρωση»;
Καταρχάς, λογική προϋπόθεση της χρήσης μιας τέτοιας έκφρασης είναι η ταύτιση της ελευθερίας με το (ή με ένα) κράτος. Κατά τρόπο κάπως διεστραμμένο σε σχέση με την αρχική διατύπωση μιας ανάλογης ταύτισης εκ μέρους του Χέγκελ, ένας πληθυσμός ή/ και μια εδαφική έκταση κατέληξε να θεωρείται «ελεύθερη» με αποκλειστικό κριτήριο το εάν εντάσσεται σε αυτήν ή την άλλη κρατική επικράτεια –και ειδικότερα σε εκείνη που θεωρείται ως η «φυσική» της, που υποτίθεται ότι αντιστοιχεί στην εθνοτική καταγωγή και στον εθνικό χαρακτήρα του εν λόγω πληθυσμού ή έκτασης.
Όπως είναι προφανές, πρόκειται ήδη για μια υπεξαίρεση/ οικειοποίηση της έννοιας της ελευθερίας από τον «μεθοδολογικό εθνικισμό», για μια εξαιρετικά περιοριστική κατανόηση του όρου.
Ακόμη όμως και με αυτή την περιοριστική έννοια, είναι εξαιρετικά προβληματικό να ισχυριστούμε ότι ο ελληνικός στρατός που εισήλθε το 1912 στη Θεσσαλονίκη την «απελευθέρωσε». Πάντως οι τότε κάτοικοι της πόλης δεν έδειχναν να αισθάνονται ιδιαίτερα «απελευθερωμένοι». Τη χρονική στιγμή που ο ελληνικός στρατός, μετά από πολεμική εκστρατεία και εισβολή στα εδάφη τής τότε οθωμανικής αυτοκρατορίας, κατέλαβε (και) τη συγκεκριμένη πόλη, και για αρκετούς αιώνες προηγουμένως, ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης αποτελούνταν από πολυάριθμες εθνοτικές ομάδες, από τις οποίες η πολυπληθέστερη –αλλά και η σημαντικότερη από άποψη οικονομικής, πνευματικής και κοινωνικοπολιτικής δραστηριότητας- ήταν οι Σεφαραδίτες Εβραίοι, ενώ οι ελληνόφωνοι ορθόδοξοι ήταν μόλις η τρίτη σε αριθμό πληθυσμιακή ομάδα με περίπου 25%[2].
Ακόμη λοιπόν και με συμβατικά εθνοκρατικά κριτήρια, ο καταλληλότερος χαρακτηρισμός για αυτό που συνέβη το 1912 θα ήταν μάλλον «ηκατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον ελληνικό στρατό».
Η ομοιόμορφη και απροβλημάτιστη χρήση του όρου «απελευθέρωση» δημιουργεί την παραπλανητική εντύπωση ότι μέχρι το 1912 όλα ήταν «σκλαβιά», μαυρίλα, ή εν πάση περιπτώσει δεν μας πολυενδιαφέρει τι ήταν· η «πραγματική» ιστορία της πόλης αρχίζει μετά τη χρονολογία αυτή, ενώ ό,τι έγινε πριν έχει νόημα μόνο στο βαθμό που «προετοίμαζε» την τωρινή ευτυχή κατάληξη/ κατάληψη.
Ωστόσο, αν προσπαθούσαμε να κάνουμε έναν απολογισμό αυτών των 100 χρόνων και να δούμε τι αποτελέσματα είχε η ένταξη της πόλης στην επικράτεια του ελληνικού κράτους, θα διαπιστώναμε ότι δεν μπορούμε να βρούμε και πολλά πράγματα τα οποία να ήταν ιδιαίτερα «απελευθερωτικά» με οποιαδήποτε έννοια του όρου.
Καταρχάς, η μεγαλύτερη αυτή εθνοτική ομάδα στην οποία αναφερθήκαμε, στη συντριπτική της πλειοψηφία εξοντώθηκε βιολογικά δύο δεκαετίες αργότερα. Την εξόντωση αυτή βέβαια τη σχεδίασαν και την υλοποίησαν οι Ναζί. Οι υπόλοιποι κάτοικοι της πόλης όμως δεν φάνηκε να δυσαρεστήθηκαν ιδιαίτερα γι’ αυτό. Αντιθέτως, πολλοί από αυτούς, προεξάρχοντος του δήμου και των λοιπών αρχών της πόλης, δωσιλογικών ή εθνικοφρόνων, έσπευσαν να εξαφανίσουν κάθε ίχνος της παρουσίας των Εβραίων, ιδιοποιούμενοι όσα τους ήταν χρήσιμα και απλώς καταστρέφοντας τα υπόλοιπα. Μεταξύ των οποίων και ένα ανυπολόγιστης αρχαιολογικής αξίας εβραϊκό νεκροταφείο, ένα από τα σημαντικότερα της Ευρώπης, το οποίο καταστράφηκε ολοσχερώς με εκδικητική μανία εντός ελάχιστου χρόνου. Σήμερα, η πλειοψηφία των κατοίκων της πόλης δεν γνωρίζει καν ότι υπήρξε κάποτε ένα τέτοιο νεκροταφείο. Στη θέση του, με πρωτοφανή κυνισμό, ανεγέρθηκε το … πανεπιστήμιο της πόλης, το οποίο φέρει την επωνυμία «Αριστοτέλειο» αλλά έχει ως λογότυπο έναν Ρωμαίο στρατιωτικό που ανακηρύχθηκε σε χριστιανό άγιο μετά το θάνατό του –και που πάντως όσο ζούσε δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με τις επιστήμες και τα γράμματα.
Ένα άλλο αποτέλεσμα επίσης ήταν ότι, μία δεκαετία αργότερα, το ελληνικό κράτος εγκατέστησε στη Θεσσαλονίκη και στην ευρύτερη περιοχή πολλές δεκάδες χιλιάδες Μικρασιατών και Ποντίων προσφύγων, στις πλάτες των οποίων είχε την πρώτη ευκαιρία να δοκιμάσει σε τόσο μαζική κλίμακα την τεχνολογία του στρατοπέδου[3]. Μετά την απαραίτητη συμβολική και υλική καραντίνα, οι πληθυσμοί αυτοί χρησιμοποιήθηκαν στρατηγικά ως έποικοι για τον «εξελληνισμό» της ευρύτερης περιοχής, χωρίς να εκλείψει ποτέ ο κλοιός της στενής παρακολούθησης και η υποψία της «αμφίβολης ελληνικότητας» που τους βάραινε στον ένα ή τον άλλο βαθμό, με αποτέλεσμα να τους οδηγεί σε διαρκείς πλειοδοσίες προκειμένου να αποσείσουν την υποψία. Σήμερα βέβαια η αμφισβήτηση αυτή δεν διατυπώνεται ρητά, (αν εξαιρέσουμε κάποια συνθήματα που εκφωνούνται στον ευγενή χώρο του αθλητισμού), αλλά μία ένδειξη τη διαρκούς δραστικότητάς της υπήρξαν τα μεταξικής εμπνεύσεως συλλαλητήρια των αρχών της δεκαετίας του 90 εναντίον της ανακήρυξης της δημοκρατίας της Μακεδονίας. Φαινόμενα όχι ιδιαίτερα απελευθερωτικά και αυτά.
Σε αυτή την άλλοτε σιωπηρή και άλλοτε θορυβώδη εθνοκάθαρση –ή/και αυτο-εθνοκάθαρση- του κοινωνικού ιστού της πόλης. θα πρέπει να προσθέσουμε τη διάλυση της πολυεθνικής σοσιαλιστικής Φεντερασιόν, την πολύνεκρη καταστολή των διαδηλωτών της απεργίας του 1936 από το στρατό –τον ίδιο αυτό στρατό που λίγο νωρίτερα τους είχε «απελευθερώσει»- και τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη από το παρακράτος το 63.
Ένα υπόλοιπο όμως που περισσεύει, και που υπονομεύει διαβρωτικά την φαινομενικά πλήρη τακτοποίηση της μνήμης και την απώθηση των ενοχλητικών στοιχείων από το παρελθόν, είναι η οργάνωση του αστικού χώρου της Θεσσαλονίκης και, ειδικότερα, οι πολιτικές σε ζητήματα δημόσιας μνήμης –και μνημείων.
Αν κοιτάξει κανείς τις επιλογές όσον αφορά τα αγάλματα που κοσμούν (;) τις οδούς και τις πλατείες της Θεσσαλονίκης, αλλά και όσον αφορά τις ίδιες τις ονομασίες –και τις μετονομασίες- των εν λόγω οδών και πλατειών, θα σχηματίσει την εντύπωση ότι η πόλη βρίσκεται ακόμα, ή τουλάχιστο βρισκόταν μέχρι πρόσφατα, υπό κατοχή· ότι πρόκειται για μία πόλη στην οποία υπάρχει μια διάχυτη ανασφάλεια και μια ανάγκη να υπενθυμίζεται διαρκώς ποιος κάνει κουμάντο εδώ, να πειθαρχείται διαρκώς το βλέμμα των κατοίκων –και των επισκεπτών- προς την πανταχού παρούσα αρχή της ελληνοκανονιστικότητας. Αυτό όμως που απαιτείται να υπενθυμίζεται διαρκώς, είναι αυτό που δεν έχει τελείως οριστικοποιηθεί και εμπεδωθεί, που δεν έχει ακόμα περάσει στο χώρο του «αυθόρμητου» και του «αυτονόητου».
Τα αγάλματα λοιπόν που συναντά κανείς στο δημόσιο χώρο της Θεσσαλονίκης στη συντριπτική τους πλειοψηφία συντηρούν και τιμούν μία μνήμη μιλιταριστική, πολεμικής κατάκτησης. Πολλά απεικονίζουν επιδεικτικά διάφορους μαχαιροβγάλτες –συνήθως καπετάνιους του λεγόμενου «Μακεδονικού Αγώνα» των αρχών του 20ού αιώνα, οι οποίοι ωστόσο, παρά τη σχεδόν μονοπωλιακή προβολή τους, παραμένουν άγνωστοι και μάλλον αδιάφοροι για τους περισσότερους κατοίκους. Πέρα από αυτούς, το μενού διαθέτει φυσικά Αλέξανδρο (έφιππο), Φίλιππο (πεζό), Παύλο Μελά, Εμμανουήλ Παπά, και Κολοκοτρώνη.
Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, πάντως, εδώ και λίγο καιρό στο άγαλμα του τελευταίου έχει εναποτεθεί υλικά το ίχνος από μια πρακτική υπονόμευσηςαυτής της καταθλιπτικά ανδροκρατικής ατμόσφαιρας: κάποιοι/-ες ανώνυμες γκραφιτάδες σχεδίασαν πάνω στη φουστανέλα του αγάλματος το σύμβολο της queer προσέγγισης της σεξουαλικότητας, δύο «ασπίδες του Άρη» κολλημένες δίπλα δίπλα. Το γκραφίτι επιβιώνει μέχρι τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές· κανείς δεν επιχείρησε να το σβήσει, είτε λόγω αδιαφορίας είτε λόγω άγνοιας της σημασίας του. Χρειάστηκε λοιπόν να περιμένουμε μέχρι το 99ο έτος του «απελευθερωμένου» βίου της Θεσσαλονίκης/ Σαλόνικα/ Σελανίκ/ Σολούν, για να λάβει χώρα μία έμπρακτη αμφισβήτηση της ετερο/ελληνοκανονιστικότητας και μια αναδιεκδίκηση του δημόσιου χώρου όπως αυτή[4].
Και, φυσικά, όπως γίνεται προφανές, τα αγάλματα στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι απεικονιστικά, αν όχι νατουραλιστικά: αναπαριστούν υπαρκτά πρόσωπα, ένοπλους ήρωες μαχών και θριάμβων «όπως ήταν στην πραγματικότητα», ή έστω λίγο εξιδανικευμένους. Είτε, πιο πρόσφατα –έσχατη παραχώρηση-, νοητικές αφαιρέσεις/ συμπυκνώσεις υπαρκτών κατηγοριών προσώπων, όπως ιδίως ο bigger than lifesize «Κρητικός Μακεδονομάχος» που ατενίζει απειλητικά τους διαβάτες της Διαγωνίου, ή η καρτερική και αγόγγυστη «Γυναίκα της Πίνδου» που επιτελεί την υποταγή και τη σιωπηλή συμβολή της στους αγώνες του έθνους, και στην έμφυλη κατανομή των ρόλων, ακριβώς απέναντί του, υπό την έγγραφη –χαραγμένη στη βάση του αγάλματος- συνοδεία του έντεχνου ελαφρολαϊκού κιτς της δεκαετίας του 70. Αυτή είναι μάλλον και η μόνη γυναίκα –ή σύμβολο γυναίκας- που έχει απαθανατιστεί από τη μνημειακή αρχιτεκτονική της «απελευθερωμένης» Θεσσαλονίκης.
Εξίσου δυσεύρετη είναι η παρουσία οποιουδήποτε καλλιτέχνη ή διανοητή. Φυσικά υπάρχει ένα –εξαιρετικά κακόγουστο και πάντοτε αυστηρά αναπαραστατικό- άγαλμα του Αριστοτέλη στην ομώνυμη πλατεία, το οποίο όμως τοποθετήθηκε τη δεκαετία του 90 για πολύ διαφανείς χρησιμοθηρικούς σκοπούς: όχι βεβαίως επειδή οι ελληνοορθόδοξοι Μουτζαχεντίν που παριστάνουν την «πνευματική ελίτ της πόλης» καταλήφθηκαν από ξαφνικό θαυμασμό και ενδιαφέρον για τα Ηθικά Νικομάχεια και την Αθηναίων Πολιτεία, αλλά επειδή έτσι φαντάζονταν ότι θα δώσουν την «αποστομωτική απάντηση στους ιερόσυλους Σκοπιανούς»[5].
Εκτός από την τοποθέτηση νέων μνημείων, η αστυνόμευση της μνήμης συντελείται και με την ηθελημένη ή εξ αμελείας/ εξ αδιαφορίας καταστροφή όλων των κτισμάτων που δεν μπορούσαν να ενταχθούν στον κανόνα της αδιάλειπτης παρουσίας του ελληνισμού –ή έστω του ρωμαϊσμού. Ή που, ακόμα χειρότερα, διέψευδαν εμπράκτως την αφήγηση αυτή. Με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους δεκάδες μιναρέδες που δεσπόζουν στο skyline της πόλης σε όλες τις πρώτες φωτογραφίες της μέχρι και τη δεκαετία του 1910. Στο μόνο κτίσμα που μια τέτοια εθνοκάθαρση της μνήμης δεν ήταν δυνατό να γίνει υλικά, τον Λευκό Πύργο, έγινε συμβολικά, διά της πρόσδοσης νέου νοήματος –ή συσκότισης του νοήματος: στην είσοδό του τοποθετήθηκε «επεξηγηματικός» πίνακας ο οποίος πληροφορεί τους ενδιαφερομένους ότι πρόκειται για «μεταβυζαντινό» μνημείο –για να μην τύχει και τεθεί στη δημόσια κυκλοφορία η ανυπόφορη λέξη «οθωμανικό» και την μολύνει.
Αν στρέψουμε λοιπόν το βλέμμα, και το αυτί, από τις ρητές διακηρύξεις και αποσιωπήσεις που επαναλαμβάνουν εμμονοληπτικά τη διαβεβαίωση περί αδιάλειπτης ελληνικότητας, προς την έμπρακτη αφήγηση που συνιστούν οι παραπάνω επιλογές, θα δούμε να αποτυπώνεται σε αυτή μια εικόνα αμφιβολίας· η οποία δεν απομακρύνεται, αντιθέτως υπογραμμίζεται ακόμα περισσότερο από την ασφυκτική υπαγωγή αρχόντων και αρχομένων σε μια διαρκή «κυβερνολογική», σε έναν αυτοέλεγχο της συμμόρφωσης προς την ελληνοκανονιστικότητα. Αυτή η ανάγκη των κατοίκων να δίνουν συνεχώς εξετάσεις στον εαυτό τους και ο ένας στον άλλο, δεν νομίζω ότι αξίζει και πολύ το χαρακτηρισμό «απελευθέρωση». Μάλλον σαν υποδούλωση μοιάζει.
Τη χρονιά που έρχεται, η Θεσσαλονίκη ετοιμάζεται να γιορτάσει τα «εκατό χρόνια από την απελευθέρωσή της».
Για την ακρίβεια, αυτοί που προς το παρόν ετοιμάζονται να τα γιορτάσουν είναι οι επίσημοι και οι αρχές της πόλης, καθώς και οι επαγγελματίες του είδους (υπεύθυνοι πρακτορείων, διοργανωτές εκθέσεων/ συνεδρίων κ.ο.κ.). Ως προς το θέμα μάλιστα αυτό, προέκυψε ήδη μία διαφωνία: ποιες αρχές είναι οι αρμόδιες για τον εορτασμό; Ο δήμος της Θεσσαλονίκης, ή μήπως το σύνολο των τοπικών αρχών του ευρύτερου οικιστικού συγκροτήματος[1];
Πριν όμως τη διαφωνία αυτή, νομίζω ότι υπάρχει ένα βασικότερο ερώτημα που καλό θα ήταν να τεθεί και να συζητηθεί στο δημόσιο χώρο: με ποια ακριβώς έννοια χρησιμοποιείται εδώ ο όρος «απελευθέρωση»;
Καταρχάς, λογική προϋπόθεση της χρήσης μιας τέτοιας έκφρασης είναι η ταύτιση της ελευθερίας με το (ή με ένα) κράτος. Κατά τρόπο κάπως διεστραμμένο σε σχέση με την αρχική διατύπωση μιας ανάλογης ταύτισης εκ μέρους του Χέγκελ, ένας πληθυσμός ή/ και μια εδαφική έκταση κατέληξε να θεωρείται «ελεύθερη» με αποκλειστικό κριτήριο το εάν εντάσσεται σε αυτήν ή την άλλη κρατική επικράτεια –και ειδικότερα σε εκείνη που θεωρείται ως η «φυσική» της, που υποτίθεται ότι αντιστοιχεί στην εθνοτική καταγωγή και στον εθνικό χαρακτήρα του εν λόγω πληθυσμού ή έκτασης.
Όπως είναι προφανές, πρόκειται ήδη για μια υπεξαίρεση/ οικειοποίηση της έννοιας της ελευθερίας από τον «μεθοδολογικό εθνικισμό», για μια εξαιρετικά περιοριστική κατανόηση του όρου.
Ακόμη όμως και με αυτή την περιοριστική έννοια, είναι εξαιρετικά προβληματικό να ισχυριστούμε ότι ο ελληνικός στρατός που εισήλθε το 1912 στη Θεσσαλονίκη την «απελευθέρωσε». Πάντως οι τότε κάτοικοι της πόλης δεν έδειχναν να αισθάνονται ιδιαίτερα «απελευθερωμένοι». Τη χρονική στιγμή που ο ελληνικός στρατός, μετά από πολεμική εκστρατεία και εισβολή στα εδάφη τής τότε οθωμανικής αυτοκρατορίας, κατέλαβε (και) τη συγκεκριμένη πόλη, και για αρκετούς αιώνες προηγουμένως, ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης αποτελούνταν από πολυάριθμες εθνοτικές ομάδες, από τις οποίες η πολυπληθέστερη –αλλά και η σημαντικότερη από άποψη οικονομικής, πνευματικής και κοινωνικοπολιτικής δραστηριότητας- ήταν οι Σεφαραδίτες Εβραίοι, ενώ οι ελληνόφωνοι ορθόδοξοι ήταν μόλις η τρίτη σε αριθμό πληθυσμιακή ομάδα με περίπου 25%[2].
Ακόμη λοιπόν και με συμβατικά εθνοκρατικά κριτήρια, ο καταλληλότερος χαρακτηρισμός για αυτό που συνέβη το 1912 θα ήταν μάλλον «ηκατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον ελληνικό στρατό».
Η ομοιόμορφη και απροβλημάτιστη χρήση του όρου «απελευθέρωση» δημιουργεί την παραπλανητική εντύπωση ότι μέχρι το 1912 όλα ήταν «σκλαβιά», μαυρίλα, ή εν πάση περιπτώσει δεν μας πολυενδιαφέρει τι ήταν· η «πραγματική» ιστορία της πόλης αρχίζει μετά τη χρονολογία αυτή, ενώ ό,τι έγινε πριν έχει νόημα μόνο στο βαθμό που «προετοίμαζε» την τωρινή ευτυχή κατάληξη/ κατάληψη.
Ωστόσο, αν προσπαθούσαμε να κάνουμε έναν απολογισμό αυτών των 100 χρόνων και να δούμε τι αποτελέσματα είχε η ένταξη της πόλης στην επικράτεια του ελληνικού κράτους, θα διαπιστώναμε ότι δεν μπορούμε να βρούμε και πολλά πράγματα τα οποία να ήταν ιδιαίτερα «απελευθερωτικά» με οποιαδήποτε έννοια του όρου.
Καταρχάς, η μεγαλύτερη αυτή εθνοτική ομάδα στην οποία αναφερθήκαμε, στη συντριπτική της πλειοψηφία εξοντώθηκε βιολογικά δύο δεκαετίες αργότερα. Την εξόντωση αυτή βέβαια τη σχεδίασαν και την υλοποίησαν οι Ναζί. Οι υπόλοιποι κάτοικοι της πόλης όμως δεν φάνηκε να δυσαρεστήθηκαν ιδιαίτερα γι’ αυτό. Αντιθέτως, πολλοί από αυτούς, προεξάρχοντος του δήμου και των λοιπών αρχών της πόλης, δωσιλογικών ή εθνικοφρόνων, έσπευσαν να εξαφανίσουν κάθε ίχνος της παρουσίας των Εβραίων, ιδιοποιούμενοι όσα τους ήταν χρήσιμα και απλώς καταστρέφοντας τα υπόλοιπα. Μεταξύ των οποίων και ένα ανυπολόγιστης αρχαιολογικής αξίας εβραϊκό νεκροταφείο, ένα από τα σημαντικότερα της Ευρώπης, το οποίο καταστράφηκε ολοσχερώς με εκδικητική μανία εντός ελάχιστου χρόνου. Σήμερα, η πλειοψηφία των κατοίκων της πόλης δεν γνωρίζει καν ότι υπήρξε κάποτε ένα τέτοιο νεκροταφείο. Στη θέση του, με πρωτοφανή κυνισμό, ανεγέρθηκε το … πανεπιστήμιο της πόλης, το οποίο φέρει την επωνυμία «Αριστοτέλειο» αλλά έχει ως λογότυπο έναν Ρωμαίο στρατιωτικό που ανακηρύχθηκε σε χριστιανό άγιο μετά το θάνατό του –και που πάντως όσο ζούσε δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με τις επιστήμες και τα γράμματα.
Ένα άλλο αποτέλεσμα επίσης ήταν ότι, μία δεκαετία αργότερα, το ελληνικό κράτος εγκατέστησε στη Θεσσαλονίκη και στην ευρύτερη περιοχή πολλές δεκάδες χιλιάδες Μικρασιατών και Ποντίων προσφύγων, στις πλάτες των οποίων είχε την πρώτη ευκαιρία να δοκιμάσει σε τόσο μαζική κλίμακα την τεχνολογία του στρατοπέδου[3]. Μετά την απαραίτητη συμβολική και υλική καραντίνα, οι πληθυσμοί αυτοί χρησιμοποιήθηκαν στρατηγικά ως έποικοι για τον «εξελληνισμό» της ευρύτερης περιοχής, χωρίς να εκλείψει ποτέ ο κλοιός της στενής παρακολούθησης και η υποψία της «αμφίβολης ελληνικότητας» που τους βάραινε στον ένα ή τον άλλο βαθμό, με αποτέλεσμα να τους οδηγεί σε διαρκείς πλειοδοσίες προκειμένου να αποσείσουν την υποψία. Σήμερα βέβαια η αμφισβήτηση αυτή δεν διατυπώνεται ρητά, (αν εξαιρέσουμε κάποια συνθήματα που εκφωνούνται στον ευγενή χώρο του αθλητισμού), αλλά μία ένδειξη τη διαρκούς δραστικότητάς της υπήρξαν τα μεταξικής εμπνεύσεως συλλαλητήρια των αρχών της δεκαετίας του 90 εναντίον της ανακήρυξης της δημοκρατίας της Μακεδονίας. Φαινόμενα όχι ιδιαίτερα απελευθερωτικά και αυτά.
Σε αυτή την άλλοτε σιωπηρή και άλλοτε θορυβώδη εθνοκάθαρση –ή/και αυτο-εθνοκάθαρση- του κοινωνικού ιστού της πόλης. θα πρέπει να προσθέσουμε τη διάλυση της πολυεθνικής σοσιαλιστικής Φεντερασιόν, την πολύνεκρη καταστολή των διαδηλωτών της απεργίας του 1936 από το στρατό –τον ίδιο αυτό στρατό που λίγο νωρίτερα τους είχε «απελευθερώσει»- και τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη από το παρακράτος το 63.
Ένα υπόλοιπο όμως που περισσεύει, και που υπονομεύει διαβρωτικά την φαινομενικά πλήρη τακτοποίηση της μνήμης και την απώθηση των ενοχλητικών στοιχείων από το παρελθόν, είναι η οργάνωση του αστικού χώρου της Θεσσαλονίκης και, ειδικότερα, οι πολιτικές σε ζητήματα δημόσιας μνήμης –και μνημείων.
Αν κοιτάξει κανείς τις επιλογές όσον αφορά τα αγάλματα που κοσμούν (;) τις οδούς και τις πλατείες της Θεσσαλονίκης, αλλά και όσον αφορά τις ίδιες τις ονομασίες –και τις μετονομασίες- των εν λόγω οδών και πλατειών, θα σχηματίσει την εντύπωση ότι η πόλη βρίσκεται ακόμα, ή τουλάχιστο βρισκόταν μέχρι πρόσφατα, υπό κατοχή· ότι πρόκειται για μία πόλη στην οποία υπάρχει μια διάχυτη ανασφάλεια και μια ανάγκη να υπενθυμίζεται διαρκώς ποιος κάνει κουμάντο εδώ, να πειθαρχείται διαρκώς το βλέμμα των κατοίκων –και των επισκεπτών- προς την πανταχού παρούσα αρχή της ελληνοκανονιστικότητας. Αυτό όμως που απαιτείται να υπενθυμίζεται διαρκώς, είναι αυτό που δεν έχει τελείως οριστικοποιηθεί και εμπεδωθεί, που δεν έχει ακόμα περάσει στο χώρο του «αυθόρμητου» και του «αυτονόητου».
Τα αγάλματα λοιπόν που συναντά κανείς στο δημόσιο χώρο της Θεσσαλονίκης στη συντριπτική τους πλειοψηφία συντηρούν και τιμούν μία μνήμη μιλιταριστική, πολεμικής κατάκτησης. Πολλά απεικονίζουν επιδεικτικά διάφορους μαχαιροβγάλτες –συνήθως καπετάνιους του λεγόμενου «Μακεδονικού Αγώνα» των αρχών του 20ού αιώνα, οι οποίοι ωστόσο, παρά τη σχεδόν μονοπωλιακή προβολή τους, παραμένουν άγνωστοι και μάλλον αδιάφοροι για τους περισσότερους κατοίκους. Πέρα από αυτούς, το μενού διαθέτει φυσικά Αλέξανδρο (έφιππο), Φίλιππο (πεζό), Παύλο Μελά, Εμμανουήλ Παπά, και Κολοκοτρώνη.
Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, πάντως, εδώ και λίγο καιρό στο άγαλμα του τελευταίου έχει εναποτεθεί υλικά το ίχνος από μια πρακτική υπονόμευσηςαυτής της καταθλιπτικά ανδροκρατικής ατμόσφαιρας: κάποιοι/-ες ανώνυμες γκραφιτάδες σχεδίασαν πάνω στη φουστανέλα του αγάλματος το σύμβολο της queer προσέγγισης της σεξουαλικότητας, δύο «ασπίδες του Άρη» κολλημένες δίπλα δίπλα. Το γκραφίτι επιβιώνει μέχρι τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές· κανείς δεν επιχείρησε να το σβήσει, είτε λόγω αδιαφορίας είτε λόγω άγνοιας της σημασίας του. Χρειάστηκε λοιπόν να περιμένουμε μέχρι το 99ο έτος του «απελευθερωμένου» βίου της Θεσσαλονίκης/ Σαλόνικα/ Σελανίκ/ Σολούν, για να λάβει χώρα μία έμπρακτη αμφισβήτηση της ετερο/ελληνοκανονιστικότητας και μια αναδιεκδίκηση του δημόσιου χώρου όπως αυτή[4].
Και, φυσικά, όπως γίνεται προφανές, τα αγάλματα στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι απεικονιστικά, αν όχι νατουραλιστικά: αναπαριστούν υπαρκτά πρόσωπα, ένοπλους ήρωες μαχών και θριάμβων «όπως ήταν στην πραγματικότητα», ή έστω λίγο εξιδανικευμένους. Είτε, πιο πρόσφατα –έσχατη παραχώρηση-, νοητικές αφαιρέσεις/ συμπυκνώσεις υπαρκτών κατηγοριών προσώπων, όπως ιδίως ο bigger than lifesize «Κρητικός Μακεδονομάχος» που ατενίζει απειλητικά τους διαβάτες της Διαγωνίου, ή η καρτερική και αγόγγυστη «Γυναίκα της Πίνδου» που επιτελεί την υποταγή και τη σιωπηλή συμβολή της στους αγώνες του έθνους, και στην έμφυλη κατανομή των ρόλων, ακριβώς απέναντί του, υπό την έγγραφη –χαραγμένη στη βάση του αγάλματος- συνοδεία του έντεχνου ελαφρολαϊκού κιτς της δεκαετίας του 70. Αυτή είναι μάλλον και η μόνη γυναίκα –ή σύμβολο γυναίκας- που έχει απαθανατιστεί από τη μνημειακή αρχιτεκτονική της «απελευθερωμένης» Θεσσαλονίκης.
Εξίσου δυσεύρετη είναι η παρουσία οποιουδήποτε καλλιτέχνη ή διανοητή. Φυσικά υπάρχει ένα –εξαιρετικά κακόγουστο και πάντοτε αυστηρά αναπαραστατικό- άγαλμα του Αριστοτέλη στην ομώνυμη πλατεία, το οποίο όμως τοποθετήθηκε τη δεκαετία του 90 για πολύ διαφανείς χρησιμοθηρικούς σκοπούς: όχι βεβαίως επειδή οι ελληνοορθόδοξοι Μουτζαχεντίν που παριστάνουν την «πνευματική ελίτ της πόλης» καταλήφθηκαν από ξαφνικό θαυμασμό και ενδιαφέρον για τα Ηθικά Νικομάχεια και την Αθηναίων Πολιτεία, αλλά επειδή έτσι φαντάζονταν ότι θα δώσουν την «αποστομωτική απάντηση στους ιερόσυλους Σκοπιανούς»[5].
Εκτός από την τοποθέτηση νέων μνημείων, η αστυνόμευση της μνήμης συντελείται και με την ηθελημένη ή εξ αμελείας/ εξ αδιαφορίας καταστροφή όλων των κτισμάτων που δεν μπορούσαν να ενταχθούν στον κανόνα της αδιάλειπτης παρουσίας του ελληνισμού –ή έστω του ρωμαϊσμού. Ή που, ακόμα χειρότερα, διέψευδαν εμπράκτως την αφήγηση αυτή. Με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους δεκάδες μιναρέδες που δεσπόζουν στο skyline της πόλης σε όλες τις πρώτες φωτογραφίες της μέχρι και τη δεκαετία του 1910. Στο μόνο κτίσμα που μια τέτοια εθνοκάθαρση της μνήμης δεν ήταν δυνατό να γίνει υλικά, τον Λευκό Πύργο, έγινε συμβολικά, διά της πρόσδοσης νέου νοήματος –ή συσκότισης του νοήματος: στην είσοδό του τοποθετήθηκε «επεξηγηματικός» πίνακας ο οποίος πληροφορεί τους ενδιαφερομένους ότι πρόκειται για «μεταβυζαντινό» μνημείο –για να μην τύχει και τεθεί στη δημόσια κυκλοφορία η ανυπόφορη λέξη «οθωμανικό» και την μολύνει.
Αν στρέψουμε λοιπόν το βλέμμα, και το αυτί, από τις ρητές διακηρύξεις και αποσιωπήσεις που επαναλαμβάνουν εμμονοληπτικά τη διαβεβαίωση περί αδιάλειπτης ελληνικότητας, προς την έμπρακτη αφήγηση που συνιστούν οι παραπάνω επιλογές, θα δούμε να αποτυπώνεται σε αυτή μια εικόνα αμφιβολίας· η οποία δεν απομακρύνεται, αντιθέτως υπογραμμίζεται ακόμα περισσότερο από την ασφυκτική υπαγωγή αρχόντων και αρχομένων σε μια διαρκή «κυβερνολογική», σε έναν αυτοέλεγχο της συμμόρφωσης προς την ελληνοκανονιστικότητα. Αυτή η ανάγκη των κατοίκων να δίνουν συνεχώς εξετάσεις στον εαυτό τους και ο ένας στον άλλο, δεν νομίζω ότι αξίζει και πολύ το χαρακτηρισμό «απελευθέρωση». Μάλλον σαν υποδούλωση μοιάζει.
----
[1] http://ta-anilia.blogspot.com/2011/07/2012.html . Είναι αξιοσημείωτο πάντως ότι στην επίσημη ιστοσελίδα του δήμου Θεσσαλονίκης για τον εορτασμό (www.thessaloniki2012.gr), η λέξη «απελευθέρωση» δεν χρησιμοποιείται ούτε μία φορά. Παρά ταύτα, όλες οι αναφορές στον τύπο με αυτήν ακριβώς τη λέξη αναφέρονται στις μελλοντικές εκδηλώσεις.
[2] «Κατά την πρώτη συστηματική απογραφή του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης που έγινε από τις ελληνικές αρχές στις 28 Απριλίου 1913, η (…) ελληνική κοινότητα βρισκόταν στην τρίτη θέση του συνόλου των 157889 κατοίκων, με 39965 άτομα (25,3%) έναντι 61439 Ισραηλιτών (38,9%), 45867 μουσουλμάνων(29%), 6263 Βουλγάρων(3,9%) και 4364 (2,7%) άλλων εθνικοτήτων» (http://users.auth.gr/~marrep/LESSONS/ERGASTIRI/TOPIKH_ISTORIA/site1999/%CE%BA%CE%B5%CE%AF%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF_%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CF%80%CE%BB%CE%B7%CE%B8%CF%85%CF%83%CE%BC%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%AE_%CF%83%CF%8D%CE%BD%CE%B8%CE%B5%CF%83%CE%B7.htm )
[3]Bλ. σχετικά: “Εμείς οι έποικοι”, https://nomadicuniversality.wordpress.com/2011/02/28/%ce%b5%ce%bc%ce%b5%ce%af%cf%82-%ce%bf%ce%b9-%ce%ad%cf%80%ce%bf%ce%b9%ce%ba%ce%bf%ce%b9/
[4] Και όπως δύο ακόμα γεγονότα, διαφορετικής τάξεως το καθένα, που όμως επίσης άνοιξαν με τον τρόπο τους κάποιες γραμμές φυγής από την καταθλιπτική κυριαρχία της ιδεολογίας της Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών: η ήττα του ρατσιστή ορθόδοξου μητροπολίτη στις δημοτικές εκλογές, και η ματαίωση της παρέλασης της 28ης Οκτωβρίου. Ως ένα τρίτο θα μπορούσαμε να προσθέσουμε την καταδίκη του Παναγιώτη Ψωμιάδη για οικονομικές ατασθαλίες και την έκπτωσή του από την περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας (βλ. “Είναι πούστης ο Ψωμιάδης;”,https://nomadicuniversality.wordpress.com/2011/06/06/%ce%b5%ce%af%ce%bd%ce%b1%ce%b9-%cf%80%ce%bf%cf%8d%cf%83%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%bf-%cf%88%cf%89%ce%bc%ce%b9%ce%ac%ce%b4%ce%b7%cf%82/).
[5] Το ίδιο ισχύει φυσικά για την προτομή του «εθνικού αρχαιολόγου» Μανόλη Ανδρόνικου, ο οποίος ανακάλυψε τον υποτιθέμενο «τάφο του Φιλίππου».
http://nomadicuniversality.wordpress.com/2011/11/28/%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%B1%CF%80%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%85%CE%B8%CE%B5%CF%81%CF%8E%CE%B8%CE%B7%CE%BA%CE%B5-%CF%84%CE%BF-1912/