Τετάρτη 27 Ιουλίου 2022

9 θέσεις του Shades Magazine για την εθνική ιδεολογία

Βρισκόμαστε στην ευχάριστη θέση να αναδημοσιεύσουμε τις "9 θέσεις του Shades Magazine για την εθνική ιδεολογία":

9 θέσεις του Shades Μagazine για την εθνική ιδεολογία

 Πολλά από τα περιεχόμενα αυτών των θέσεων βρίσκονται και στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού. Άλλα πάλι είναι το περιεχόμενο συζητήσεων όλα τα πρoηγούμενα χρόνια στο εσωτερικό του εγχειρήματος. Τις θέσεις αυτές θα τις επεξεργαστούμε και πάλι φέτος το καλοκαίρι και θα αποτελέσουν κομμάτι του μανιφέστου του εγχειρήματος μας.

[1]

Ο 19ος αιώνας είναι ο αιώνας της μαζικής επικράτησης των αστικών επαναστάσεων, της γέννησης των περισσοτέρων εθνικών κρατικών σχηματισμών και της κατασκευής των εθνικών ταυτοτήτων. Αν και η αυτή η διαδικασία δεν ξεκίνησε τον 19αι, ωστόσο, στον αιώνα αυτόν, φαίνεται να παίρνει την μορφή που στις περισσότερες περιπτώσεις γνωρίζουμε σήμερα. Εκεί αναδύεται ο ρομαντισμός, που στην πιο γνωστή πτυχή του, εστίασε στον πατριωτισμό – εθνικισμό και τους επεκτατικούς πολέμους και εν τέλει στην κατασκευή των Εθνικών Λαϊκών Κοινοτήτων και των Εθνικών Ιδεολογιών. Βασικό ιδεολογικό συνεκτικό στοιχείο αυτών των νεοκατασκευασμένων εθνικών αστικών κρατών ήταν η ισονομία, ανεξαρτήτως τάξης και κοινωνικού στρώματος. Το εθνικό κράτος είναι ο υπερασπιστής όλων των μελών της Εθνικής Λαϊκής Κοινότητας σε αντιδιαστολή με τον περίφημο αιώνιο ή μη «Άλλο». Βασισμένη στην κάλπικη υπόσχεση της αστικής κυριαρχίας, η εθνική ιδεολογία είναι εμπνευσμένη από την Γαλλική Επανάσταση και τον διαφωτισμό. Την ιδέα της χειραφέτησης του ατόμου μέσα από την αστική ιδιωτική κοινωνία, εκεί που δημιουργήθηκαν τα αστικά κράτη των “πολιτών”. Το κράτος είναι ο ρυθμιστής, το κέντρο άσκησης της ταξικής εξουσίας του κεφαλαίου πάνω στο προλεταριάτο, που, όμως εμφανίζεται σαν ένας ουδέτερος μηχανισμός που στόχο έχει την διεύθυνση μιας κοινωνίας ίσων ατόμων και των κοινών συμφερόντων του Έθνους. Η διαδικασία γέννησης αυτών των κρατών ήταν επίπονη, βίαιη και αιματηρή. Η εθνική ιδεολογία αυτών των κρατικών εθνικών σχηματισμών, για παράδειγμα, στην μία εκδοχή της, τη γερμανική, βασίστηκε στην φαντασμαγορική διάσταση της ενότητας μέσω του αίματος, καταγωγής, γλώσσας, θρησκείας.

[2]

Βασική θέση του εγχειρήματος μας είναι η εναντίωση στη κυρίαρχη εθνική ιδεολογία του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους. Είναι για μας ξεκάθαρο ότι η σύσταση του νεοελληνικού Κράτους και η εθνική του ιδεολογία οργανώθηκε γύρω από λόγους και πρακτικές τόσο αντι-μουσουλμανικές όσο και αντισημιτικές ως βασικές προϋποθέσεις και αποτελέσματα ταυτόχρονα της ελληνοποίησης και της συγκρότησης της ίδιας της ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Η σφαγή του εβραϊκού και μουσουλμανικού πληθυσμού στη Τριπολιτσά του 1821, τα αντισημιτικά πογκρόμ όπως αυτό στη Κέρκυρα το 1891, η αναγκαστική αφομοίωση του εβραϊκού πληθυσμού μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης το 1912, αλλά και η μοίρα, που επιφύλαξε η συνεργασία των ελληνικών αρχών και μεγάλου μέρους του πληθυσμού με τις αντίστοιχες ναζιστικές αρχές κατοχής στην εκτόπιση των Ελλήνων Εβραίων στο Άουσβιτς, είναι μονάχα μερικές από αυτές. Με άλλα λόγια αντι-μουσουλμανισμός και αντισημιτισμός αποτέλεσαν δύο από τα σπουδαιότερα κοινωνικά χαρακτηριστικά αναφορικά με τη γένεση και την περαιτέρω διαμόρφωση της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας.

[3]

Η ελληνική εθνική ιδεολογία, όπως και κάθε άλλη εθνική ιδεολογία στηρίζεται στο μύθευμα, του φυλετικά αδιάσπαστου του γένους, ότι δηλαδή υπάρχει συνέχεια του ελληνικού έθνους από τα αρχαία χρόνια μέχρι και σήμερα στη νεωτερική εποχή. Συνοπτικά, η ιδέα αυτού του εθνικού μύθου είναι η ύπαρξη ενός ενιαίου γλωσσικά, πολιτισμικά και φυλετικά υποκειμένου που ζει και αναπαράγεται στην περιοχή που βρίσκεται σήμερα το ελληνικό κράτος, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, από την εποχή του χαλκού (τουλάχιστον) έως και σήμερα. Η ανάδειξη του ελληνικού εθνικού μύθου, αποτελεί προϊόν μιας σύνθετης διαδικασίας, που ολοκληρώνεται περίπου στα τέλη του 19ου αιώνα και σύμφωνα με αυτόν η εθνική λαϊκή κοινότητα είναι αθάνατη και άφθαρτη μέσα στο χρόνο. Ανεξάρτητα από τις οικονομικές και κοινωνικές βαθμίδες εξέλιξης των ανθρώπινων κοινωνιών, το ελληνικό έθνος παραμένει αναλλοίωτο. Πάνω στην αιώνια ιστορική συνέχεια του ελληνικού έθνους στηρίζεται στη πραγματικότητα ολόκληρη η εθνική ιδεολογία. Η διαστρέβλωση της ιστορίας, ο αντι-υλιστικός και αντι-επιστημονικός τρόπος προσέγγισης των ιστορικών γεγονότων είναι το βασικό συστατικό της ελληνικής εθνικής, όπως και κάθε άλλης ιδεολογίας.

[4]

Όσο περισσότερο παράλογες και αυθαίρετες είναι οι ερμηνείες της ιστορίας από την επίσημη ελληνική ιστοριογραφία, τόσο περισσότερο ενθουσιάζονται οι μάζες που νιώθουν την ανάγκη για εθνική υπερηφάνεια. Η ιδεολογική σφυρηλάτηση του έθνους είναι μια απαραίτητη συνθήκη για τις επιδιώξεις του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους, στους ανταγωνισμούς του με αντίπαλα εθνικά καπιταλιστικά κρατικά στρατόπεδα και τα συμφέροντα τους. Κάθε εθνικό καπιταλιστικό κράτος έχει τους δικούς του τρόπους στην αναπαραγωγή της ιδεολογίας του. Από τα πρώτα χρόνια της ζωής μας, η οικογένεια είναι ο πυρήνας αναπαραγωγής της εθνικής ιδεολογίας και τη πειθάρχηση που αυτή επιβάλει. Αυτή η σφυρηλάτηση της εθνικής ιδεολογίας εκφράζεται και μέσα από τη «λαϊκή παράδοση», όπως για παράδειγμα με το αντισημιτικό έθιμο του καψίματος του Ιούδα. Αργότερα αναλαμβάνουν άλλοι μηχανισμοί του αστικού κράτους. Το σχολείο, η εκκλησία, ο στρατός, το πανεπιστήμιο και οι υπάλληλοι τους, αναλαμβάνουν το «ιερό καθήκον» για την διάδοση της εθνικής κυρίαρχης ιδεολογίας. Αυτοί οι υπάλληλοι δεν είναι μονάχα ο ορισμός της ημιμόρφωσης, αλλά η ίδια η απόπειρα χειραγώγησης των καταπιεσμένων υποτελών μέσα στο εθνικό καπιταλιστικό κράτος. Κάθε απόπειρα από την πλευρά των καταπιεσμένων να αρθούν αυτές οι ιδεολογικές αλυσίδες, που τους επιβάλει το εθνικό αστικό κράτος, πρέπει να συντριβούν. Γίνεται το «ύψιστο πατριωτικό καθήκον». Σε κάθε γωνιά του ελλαδικού χώρου, αυτοί οι υπάλληλοι, από τους παπάδες, τους δασκάλους, τους καθηγητές μέχρι το προσωπικό των αστικών πολιτικών κομμάτων, δίνουν τον «αγνό πατριωτικό τους αγώνα» για την αφομοίωση των καταπιεσμένων στην Εθνική Λαϊκή Κοινότητα. Για όσους/ες δεν συμμορφώνονται, το έργο το αναλαμβάνουν οι κατασταλτικές δυνάμεις του μονοπωλίου της βίας του κράτους. Όλα τα παραπάνω αποτελούν μια υλική σχέση που εμπεδώνει την κυριαρχία της άρχουσας αστικής τάξης πάνω στις κυριαρχούμενες μάζες.

[5]

Στα εκπαιδευτικά ιδρύματα του αστικού εθνικού κράτους, η εθνική χειραγώγηση του πληθυσμού έχει κεντρικό χαρακτήρα και γίνεται μέσω του μαθήματος της ιστορίας. Το κουτσούρεμα της ιστορίας και η προσαρμογή της ώστε να υποστηρίζει τον εθνικό μύθο ανάλογα με τις ανάγκες κάθε εποχής έχει γίνει με διάφορους ευφάνταστους τρόπους. Εκεί, αποτυπώνεται με ξεκάθαρο τρόπο, πως το αστικό εθνικό κράτος βλέπει τον εαυτό του, πως αντιμετώπισε του εχθρούς του κατά την περίοδο της κατασκευής του και πως εφευρίσκει τους δικούς ήρωες. Εκεί απεικονίζεται ολόκληρος ο εθνικός μύθος. Στα βιβλία της εθνικής ιστορίας του σχολείου, οι μαθητές και μαθήτριες “μαθαίνουν” για την υπεροχή του “ελληνικού πολιτισμού” από τα αρχαία χρόνια μέχρι και σήμερα. Αυτή η λατρεία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού παίρνει σχεδόν θρησκευτικό χαρακτήρα. Η εικονοκλαστική ερμηνεία της αρχαιότητας που έφερε η Αναγέννηση γίνεται κομμάτι αυτής της θρησκευτικής αφοσίωσης. Οι υποτελείς του σύγχρονου ελληνικού καπιταλιστικού κράτους θεωρούνται από αυτήν την ιστορία απόγονοι των αρχαίων ελληνικών πόλεων, ενώ το Βυζάντιο, που ως γνωστό, ήταν και ο νεκροθάφτης της αρχαίας παγανιστικής θρησκείας και του ελληνιστικού στοιχείου γενικότερα, θεωρείται η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού. Οι υποτελείς του εθνικού κράτους καλούνται να θυσιαστούν αν χρειαστεί, όπως και οι υποτιθέμενοι πρόγονοι τους, σε κάποιο μελλοντικό πόλεμο.

[6]

Ο εθνικισμός είναι βασικό συστατικό κάθε εθνικής ιδεολογίας. Είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την συστράτευση των υποτελών ενός καπιταλιστικού κράτους στον ανταγωνισμό του με τα αντίπαλα καπιταλιστικά κράτη και τις επεκτατικές του βλέψεις. Ο εθνικισμός είναι η ιδεολογία της αστικής τάξης. Τα σημερινά σύνορα του ελληνικού κράτους βάφτηκαν με το αίμα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων κατά τη διάρκεια επέκτασης του κράτους στις αμέτρητες πολεμικές επιχειρήσεις τον 19αι, καθώς και δύο Βαλκανικών πολέμων (1912 – 1913).

[7]

Για να επιβιώσει, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος στον αγώνα του με τα αντίπαλα στρατόπεδα έπρεπε δώσει προτεραιότητα στην εθνική ομογενοποίηση του πληθυσμού. Έπρεπε δηλαδή να δώσει λύση σε ένα βασικό πρόβλημα. Ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού μέσα σε αυτό νεοκατασκευασμένο κράτος δεν μιλούσε ελληνικά ούτε είχε ελληνική συνείδηση. Στον ελλαδικό χώρο ζούσε ένα μωσαϊκό διαφορετικών μειονοτήτων με διαφορετική γλώσσα και παράδοση, ενώ το πλήθος των χωριών και των τοποθεσιών δεν είχαν ελληνική ονομασία. Στη γεωγραφική περιοχή που βρίσκεται σήμερα το ελληνικό κράτος, πριν την ελληνική αστική επανάσταση του 1821 και μετά, ζούσαν μειονότητες όπως οι Βλάχοι, οι Αρβανίτες, Μακεδόνες, Εβραίοι, Τσιγγάνοι και πάρα πολλοί άλλοι. Οι μειονότητες που ενσωματώθηκαν σταδιακά μέσα στο ελληνικό κράτος, γνώρισαν τι σημαίνει βία και καταπίεση. Απαγορεύτηκε στις μειονότητες αυτές να μιλούν την γλώσσα τους, ακόμα και στο σπίτι, τα τραγούδια και τα έθιμα τους απαγορεύτηκαν. Όσοι/ες αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με τις εντολές της ελληνικής εξουσίας αντιμετώπισαν το σκληρό πρόσωπο της, μέσω των μικρών και μεγαλύτερων υπαλλήλων της, όπου κάποιοι πήραν  τον δρόμο της προσφυγιάς και άλλοι αναγκάστηκαν να συμμορφωθούν με τις εντολές των αρχών. Από τον χαφιέ της χωροφυλακής, στον Παπά και τον δάσκαλο αλλά και τον στρατό, οι άνθρωποι αυτοί ένιωσαν στο πετσί τους την ελληνική εξουσιαστική επιβολή για την ομογενοποίηση του πληθυσμού. Η Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού σε συνεργασία με τις τοπικές αρχές ανέλαβε τον εξελληνισμό της ονομασίας τοποθεσιών, χωριών και πόλεων. Το ίδιο συνέβη και με τα επώνυμα των ανθρώπων που είχαν μειονοτική καταγωγή.

[8]

Η αριστερά, αντί να δει ως δική της υπόθεση την κριτική της εθνικής ιδεολογίας και κυρίως ως μια απόπειρα ανασυγκρότησης του κομμουνιστικού κινήματος ύστερα από την ήττα στον εμφύλιο, ενσωματώθηκε από το ίδιο τον εθνικό κορμό, υιοθέτησε το κυρίαρχο αφήγημα του ηρωικού ελληνικού λαού απέναντι στον κατακτητή, παραβλέποντας το μεγάλο ποσοστό της συνεργασίας μεγάλης μερίδας της ελληνικής κοινωνίας με τους ναζί, κυρίως δηλαδή των αστικών και μικροαστικών στρωμάτων. Το ίδιο έκανε και με την ελληνική επανάσταση του 1821, που στο όνομα της “προόδου” και της ανάπτυξής των παραγωγικών δυνάμεων, κλείνει τα μάτια στο σκληρό, εκείνο το σκοτεινό πρόσωπο αυτής της επανάστασης.

[9]

Η επέτειος από τα 200 χρόνια της ελληνικής αστικής επανάστασης, μια από τις πρώτες που ακολούθησαν την γαλλική, είναι μια ευκαιρία να ξεκαθαρίσουμε από την πλευρά μας και να διαχωριστούμε από τα ανορθολογικά παραληρήματα της ελληνικής αριστεράς. Επομένως, η επέτειος αυτή πρέπει να την δούμε και ως μια ιστορική ευκαιρία απεγκλωβισμού της επαναστατικής πολιτικής από τις αγκυλώσεις της εθνικής ιδεολογίας. Η διαλεκτική του ζητήματος μας επιτρέπει και ταυτόχρονα μας επιβάλει να δούμε εκείνες τις ιστορικές στιγμές, που δημιουργήθηκαν ρήγματα σε βάρος της εθνικής ελληνικής καπιταλιστικής εξουσίας και που χαλάει το κυρίαρχο εθνικό αφήγημα. Για παράδειγμα, οι σκληρές απεργίες των καπνεργατών στο Βόλο και στη Βόρεια Ελλάδα, το κίνημα των Εβραίων εργατών στη Θεσσαλονίκη (Φεντερασιόν), οι συγκρούσεις με τους φασίστες της ΕΕΕ στη περιοχή Κάμπελ, καθώς και η κορύφωση του επαναστατικού πολέμου κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής και μετά στον “εμφύλιο” είναι μερικές από αυτές, ασχέτως των θεωρητικών και υλικών ορίων τους. Ειδικά για την περίοδο του 40 – 50 όπου ο πατριωτικός λόγος των λαϊκών μετώπων κυριάρχησε στις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος.

Δημοσιεύτηκε στο site του διαδικτυακού περιοδικού Shades Magazine στις 3 Ιουλίου 2022:

 https://theshadesmag.wordpress.com/2022/07/03/sxedio-thesewn-ethnos/



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου