Του Δημήτρη Λιθοξόου
Στο
έργο «Περί των Θεμάτων (DeThematibus)»,
του αυτοκράτορα και σημαντικού λόγιου Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου (905-959),
και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο «Έκτον θέμα Πελοπόννησος», υπάρχει το εξής
απόσπασμα: «ύστερον δε πάλιν των Μακεδόνων υπό των Ρωμαίων ηττηθέντων, πάσα
η Ελλάς τε και Πελοπόννησος υπό των Ρωμαίων σαγήνην εγένετο, ώστε δούλους αντ’
ελευθέρων γενέσθαι. εσθλαβώθη δε πάσα η χώρα και
γέγονε βάρβαρος, ότε ο λοιμικός θάνατος πάσαν εβόσκετο την οικουμένην, υπηνίκα Κωνσταντίνος ο της κοπρίας
επώνυμος τα σκήπτρα της των Ρωμαίων διείπεν αρχής, ώστε τινά των εκ
Πελοποννήσου μέγα φροντούντα επί τη αυτού ευγενεία, ίνα μη λέγω δυσγενεία,
Ευφήμιον εκείνον τον περιβόητον γραμματικόν αποσκώψαι εις αυτόν τουτοΐ το
θρυλούμενον ιαμβείον ”γαρασδοειδής όψις εσθλαβωμένη”. ην δε ούτος Νικήτας ο
κηδεύσας επί θυγατρί Σοφία Χριστόφορον τον υιόν του καλού Ρωμανού και αγαθού
βασιλέως» [Constantinus Porphyrogenitus, Bonnae 1811, σελ. 53-54].
Σύμφωνα
με τον Πορφυρογέννητο (ο οποίος για τη συγγραφή της ιστορίας του είχε στη
διάθεσή του τα αυτοκρατορικά αρχεία) η χώρα που περιλάμβανε την Ελλάδα και την
Πελοπόννησο (δύο διακριτά τότε διαμερίσματα) είχε σλαβωθεί και είχε γίνει
βάρβαρη, από την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος Ε’ Κοπρώνυμος
(μεταξύ των ετών 741-775) και μάλιστα κατά τη διάρκεια της μεγάλης επιδημία
πανούκλας του 746-747 που έχει εξαπλωθεί παντού: «εσθλαβώθη δε πάσα η χώρα
(η Ελλάς τε και Πελοπόννησος) και γέγονε βάρβαρος, ότε ο λοιμικός θάνατος πάσαν
εβόσκετο την οικουμένην, υπηνίκα Κωνσταντίνος ο της κοπρίας επώνυμος τα σκήπτρα
της των Ρωμαίων διείπεν αρχής».
Την
πληροφορία αυτή ανέδειξε ο Jakob
Philipp Fallmerayer στον πρώτο
τόμο του πολύκροτου έργου του για την ιστορία της χερσονήσου του Μοριά κατά το
Μεσαίωνα [Geschichte der
Halbinsel Morea während des Mittelalters, 1830]. Ερμηνεύει εκεί το
παραπάνω χωρίο ο Φαλμεράγιερ:
«Όσοι
από τους Έλληνες της Πελοποννήσου είχαν ξεφύγει από τις προηγούμενες θύελλες,
όσοι είχαν γλιτώσει από το δολοφονικό ατσάλι των Ούννων, των Αβάρων και των
Σλάβων, είχαν τώρα μαζί με τους νεοεγκατεστημένους ξένους κατά μεγάλο μέρος
αφανιστεί σ’ αυτή την ανήκουστη καταστροφή και η Πελοπόννησος το 747 πρέπει να
έμοιαζε περισσότερο με εγκαταλελειμμένο άντρο ληστών ή με νεκροταφείο γεμάτο
σήψη παρά με χερσόνησο κατοικημένη και καλλιεργημένη από ανθρώπους. Νέα πλήθη
Σκλαβήνων εισέβαλαν νότια του Ισθμού, έπιασαν τις κενές περιοχές, γέμισαν όλη
τη χώρα» [σελ. 220-221 της
ελληνικής μετάφρασης του Παντελή Σοφτζόγλου, Αθήνα 2002].
Η
αλήθεια είναι πως του Fallmerayer είχε προηγηθεί ο άγγλος ιστορικός Edward Gibbon, ο οποίος είχε από το 1779
σχολιάσει τα προαναφερόμενα του Πορφυρογέννητου, στον ένατο τόμο της ιστορίας
του ως εξής: «As early as the eighth century, in the troubled reign of the Iconoclasts, Greece , and even Peloponnesus , were overrun by some Sclavonian bands, who outstripped the royal standard of Bulgaria. The strangers of old, Cadmus, and Danaus, and Pelops,
had planted in that fruitful soil the seeds of policy and learning, but the
savages of the North eradicated what yet remained of their sickly and withered
roots. In this irruption, the country and the inhabitants were transformed, the
Grecian blood was contaminated, and the proudest nobles of Peloponnesus were
branded with the names of foreigners and slaves». Είχε
μάλιστα προσθέσει «The epitomiser
of Strabo likewise observes, και νυν δε πάσαν Ήπειρον και
Ελλάδα σχεδόν και Μακεδονίαν, και Πελοπόννησον Σκύθαι Σκλάβοι νέμονται». [The history of the decline and fall of the Roman
Empire].
Γράφοντας
ο Πορφυρογέννητος για κάποιο αξιωματούχο Νικήτα από το Μόρια, που πάντρεψε την
κόρη του Σοφία με το Χριστόφορο, το γιο του βασιλιά Ρωμανού, θυμάται το
γραμματικό Ευφήμιο που σατίριζε τραγουδιστά τη «γαρασδοειδή εσθλαβωμένη όψη» του Νικήτα, που κόμπαζε στο παλάτι για
την ευγενική πελοποννησιακή καταγωγή του. Ο λόγος
της κοροϊδίας ήταν, ότι τότε θεωρούσαν στη βασιλική αυλή πως η Πελοπόννησος
έβγαζε μάλλον ανθρώπους από κακή γενιά (δυσγενείς). Το «σλαβόμουτρο»
ο Νικήτας, αυτή η σημαντική λεπτομέρεια της ιστορίας, δεν μπορούσε να θεωρείται
ευγενής και να περηφανεύεται για την αρχαιοελληνική καταγωγή του, καθώς το 10ο αιώνα, η Πελοπόννησος και η Ελλάδα
ήταν βάρβαρες χώρες, για τους κωνσταντινουπολίτες άρχοντες.
Εδώ
έχει ενδιαφέρον να δούμε τη θέση που παίρνει επί του προκειμένου, ένας μεγάλος
μεσαιωνοδίφης του 19ου αιώνα,
ο Charle Hopf. Ο Φραγκίσκος
Ζαμβάλδης μετέφρασε σε καθαρεύουσα ένα τμήμα από το έργο του Χοπφ και το
δημοσίευσε το 1872. Ο Hopf γράφει, για την πανούκλα του 746-747, πως υπήρξε ένα
τρομερό θανατικό που ήρθε από τη Σικελία και την Καλαβρία κι έπεσε πάνω στην
Πελοπόννησο (πρώτα στη Μονεμβασία), στην Ελλάδα και στα νησιά. Ο λοιμός «αφήρπαζεν
άπαν το πλήθος» και «μόνον ολίγοι εσώθησαν», «φεύγοντες από των
λοιμοβλήτων χωρών». Και συνεχίζει συνδέοντας το λοιμό με το σλάβικο
εποικισμό της χώρας:
«Καθ’
ον χρόνον ο λοιμός κατερήμου πάσαν την οικουμένην, η Ελλάς και η Πελοπόννησος,
κατά Κωνσταντίνον Πορφυρογέννητον ”εσθλαβώθη (πάσα η χώρα) και γέγονε
βάρβαρος”. Το «”εσθλαβώθη” όπερ είναι διά τον Φαλμεράυρ άλλο και κύριον
στήριγμα της θεωρίας του, υπελήφθη μεν συχνά ως η υποδούλωσις της χώρας. αλλά εκτός τούτου ότι ανίσταται
οίκοθεν το ζήτημα, τίνες υπήρξαν οι τότε καταδουλώσαντες – όχι βέβαια οι
Βυζαντινοί – ο αυτοκρατορικός συγγραφέας παρέσχει παρευθείς την μαρτυρίαν, ότι
ομιλεί περί πραγματικού εκσλαβισμού, δηλαδή, περί της εισβολής και της
εποικίσεως βαρβάρων Σλάβων εν Ελλάδι και Πελοποννήσω. Διά τούτο ο περίφημος
Γραμματικός Ευφήμιος απεχαιρέτησε τον Πελοποννήσιον Νικήταν, τον υπανδρεύσαντα
την εαυτού θυγατέρα μετά του αυτοκρατορικού ηγεμόνος Χριστοφόρου (τελευτήσαντος
τω 931) και καυχωμένου επί τη ευγενεία, ή μάλλον επί τη αγενή αυτού καταγωγή,
διό του πολυθρυλλήτου σκωπτικού στίχου. “γαρασδοειδής όψις εσθλαβωμένη” (κατά
τον Φίνλαυ γαϊδαροειδής). Όλαι αι προσπάθειαι του ερμηνεύσαι άλλως πως ταύτην
την λέξιν, π.χ. facies in servitutem redacta (όψις δεδουλωμένη) είναι τόσο
εσφαλμέναι, ώστε είναι θαυμαστόν πως ηδυνήθη τις να καταφύγη εις ταύτας. Η
Πελοπόννησος εσθλαβώθη. αυτό
είναι αναντίρρητον. άρχων
τις πελοποννήσιος, υπερήφανος διά τους προγόνους του, ελοιδορήθη υπό
φιλοπαίγμονος ανδρός διά την σλαβικήν καταγωγήν του και τον ουκέτι εξαλειφθέντα
σλαβικόν τύπον» [Καρόλου
Χοπφ, Οι Σλάβοι εν Ελλάδι,
1872, σελ. 27-28].
Ο
γερμανός ιστορικός Ferdinand Gregorovius, στον πρώτο τόμο του έργο του για τη
μεσαιωνική ιστορία των Αθηνών [Geschichte der Stadt Athen im Mittelalter, 1889, σελ. 111-114, 150],
σχολιάζοντας τα προαναφερόμενα από το βυζαντινό αυτοκράτορα γράφει: «Η άποψη
των βυζαντινών εθνογράφων ήταν, ότι τα κενά που δημιουργήθηκαν στο πληθυσμό της
ελληνικής στεριάς από εκείνη τη φοβερή επιδημία αναπληρώθηκαν από έναν
ιδιαίτερα μαζικό εποικισμό Σλάβων». Προσθέτει επίσης πως εκείνα τα χρόνια «σε
μια έκθεση που συνέταξε μια μοναχή για το ταξίδι του (επισκόπου) Wilibald ανάμεσα στο 722 και 725,
χαρακτηρίζεται η ακτή της Αργολίδας, όπου βρίσκεται η Μονεμβασία ως tera
slavinica». Παραπέμπει, όπως οGibbon, στο σχόλιο της επιτομής του
Στράβωνα «νυν πάσαν Ήπειρον και Ελλάδα και Πελοπόννησον και Μακεδονίαν
Σκύθαι Σλάβοι νέμονται» και καταλήγει λέγοντας πως «ο Κωνσταντίνος
Πορφυρογέννητος διηγείται για έναν επιφανή άνδρα, το Νικήτα Ρενδάκιο από την
Πελοπόννησο, ο οποίος συμπεθέρεψε με τον οίκο του αυτοκράτορα Ρωμανού Λεκαπηνού
και που ήταν περήφανος για την ελληνική καταγωγή του, ότι η σλάβικη φυσιογνωμία
του προκάλεσε τους σαρκασμούς του βυζαντινού γραμματικού Ευφήμιου» [βλ. τις
σελίδες 143-144 και 183 της μετάφρασης του Άγ. Τσάρα (1990)].
Ένας
ακόμα γερμανός ιστορικός, ο Gustav Friedrich Hertzberg, γράφει για εκείνους
τους βυζαντινούς άρχοντες που «προυκάλουν ενίοτε το σκώμμα και αυτών των εν
Κωνσταντινουπόλει επί τη αξιώσει αυτών ως καταγομένων υπό των αρχαίων Ελλήνων».
Και στέκεται με τη σειρά του στην περίπτωση του Νικήτα. Ο νεαρός δεσπότης
Χριστόφορος, γιος του αυτοκράτορα Ρωμανού του Λεκαπηνού (του πεθερού και
συμβασιλέα του αυτοκράτορα Πορφυρογέννητου), το 923 παντρεύτηκε τη Σοφία, την
κόρη του πατρικίου Νικήτα του Πελοποννήσιου. Ο Νικήτας ήταν τόσο περήφανος για
την «ψευδοελληνική καταγωγή» του ώστε έκανε το γραμματικό Ευφήμιο να τον
χλευάσει τραγουδιστά, με το σκωπτικό στίχο για τη «σλάβική όψη». Το «verschmitztes Slavengesicht» του Hertzberg για το «γαρασδοειδής όψις
εσθλαβωμένη» [βλ.Geschichte Griechenlandsseit dem
Absterben des antiken Lebens bis zur Gegenwart, πρώτος τόμος, 1876, σελ. 253], ο μεταφραστής Παύλος Καρολίδης το αποδίδει σωστά
με το καθαρευουσιάνικο «η επίτριπτος αυτού Σλαυική όψις» [βλ. σελ.
341-342 του πρώτου τόμου της μετάφρασης της Ιστορίας
της Ελλάδος του Χέρτσβεργ].
Αυτό το αρχαιοελληνικό «επίτριπτος», ο Γιάνναρης το ερμηνεύει στο λεξικό
του με το κατανοητό «τετραπέρατος, παμπόνηρος, κατεργάρης», μεταφορικά
[σελ. 847 του Μικρού Θησαυρού
της Ελληνικής Γλώσσης].
Η
ταύτιση του «γαρασδοειδή» με
το «γαϊδουρινή» είναι
άσχετη. Ο E. Sophocles που προτείνει αμήχανα το «ονώδης» βάζει δίπλα του σωστά και ένα
ερωτηματικό (?) [Greek lexiconof the Roman and Byzantine periods, 1900, σελ. 325].
O σλαβολόγος Franz Miklosich το«γαρασδοειδή» το συνδέει με το γοράσδος, που είναι
το παλαιοσλαβικό gorazdo και ερμηνεύει το τελευταίο με το λατινικό peritus [Lexicon Palaeoslovenico, 1865,
σελ. 137 & Etymologisches Wörterbuch, 1886, σελ. 73], που
σημαίνει «έμπειρος» [Κουμανούδης, Λατινοελληνικόν Λεξικόν, 1884, τομ. Β’
σελ. 145].
Ο
κορυφαίος γλωσσολόγος Gustav Mayer, αποδίδει το στιχάκι στα
γερμανικά ως «mitschlauem Gesicht”
(με πονηρό πρόσωπο) [Neugriechische Studien ΙΙ, 1894, σελ.20]. Ο γερμανός σλαβολόγος
του μεσοπολέμου Max Vasmer μεταφράζει το «γαρασδοειδής όψις
εσθλαβωμένη» σαν «verschmitzt
aussehendes Slavengesicht» ή κάποιος που έχει τετραπέρατο σλάβικο πρόσωπο ή
σλάβικη πανούργα φάτσα [Die Slaven in Griechenland, 1941, σελ. 15].
Ο
σλαβολόγος Φαίδων Μαλιγκούδης, σημειώνει πως παραλλαγές του σλαβικού επιθέτου gorazdu (πονηρός), υπάρχουν σήμερα
στις ανατολικές και δυτικές σλάβικες γλώσσες, όχι όμως στις νότιες
[Σλάβοι στη μεσαιωνική Ελλάδα, 1988, σελ. 64]. Για το Νικήτα Ρεντάκιο,
υπογραμίζει επιπλέον πως το επώνυμό του είναι σλαβικό και προέρχεται από το rediti, που σημαίνει βάζω σε
σειρά, σε τάξη, κυβερνώ. Άρα «ρεντάκης» είναι ο «κυβερνήτης»
[σελ. 84, 123].
Το
επώνυμο Ρεντάκης σώζεται σήμερα στα χωριά Πενταπλάτανος και Μελίσσι στην
περιοχή Γιαννιτσών.
Ανθρώπινη και κατανοητή είναι
για μας, η συμπεριφορά του σλαβικής καταγωγής άρχοντα Νικήτα Ρεντάκη, που θεωρούσε
εαυτόν απόγονο των αρχαίων Ελλήνων και καμάρωνε γι’ αυτό. Η διαφορά του χτες
και του σήμερα είναι, πως μια τέτοια στάση υπήρξε κατά το μεσαίωνα αφορμή για
να σπάσουν πλάκα (ή να κάνουν καζούρα, επί το ρωμαιϊκότερο), ενώ στις μέρες τον
κάθε Νικήτα τον παίρνουν στα σοβαρά και τον τιμούν για την «ευγενική»
καταγωγή του.
Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Δημήτρη Λιθοξόου στις 17-11-2010.