Γράφει ο Γιώργος Στόγιας
Σχετικά με τη χτεσινή κανιβαλική σεξιστική φασιστική διαδικτυακή επίθεση στη βουλευτή της ΔΗΜ.ΑΡ και ιστορικό Μ. Ρεπούση, έχω δυο απορίες και μερικές γενικότερες παρατηρήσεις:
Δεδομένης της λάσπης που τόσα χρόνια δέχεται η Μ. Ρεπούση αλλά και του πρόσφατου “πλασαρίσματος” της Χρυσής Αυγής στο προσκήνιο της πολιτικής μας ζωής, στην απευκταία περίπτωση βίαιης επίθεσης προς το πρόσωπό της, ο δημοσιογράφος Δημήτρης Κοτταρίδης (από τον οποίο, σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες ξεκίνησε το “κυνήγι της μάγισσας”) είναι υπεύθυνος πρόκλησης μίσους; Συνέλαβε και διέδωσε τον απαραίτητο σχολιασμό, την πλαισίωση η οποία στη συνέχεια έγινε γαϊτανάκι. Η ευθύνη του βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, στο ότι για μιας ημέρας διασημότητα, για μια “πετυχημένη” ατάκα, έσπειρε εθνικιστικό παροξυσμό.
Θα βγει κάποιο πολιτικό κόμμα, είτε “αστικό” είτε “επαναστατικό”, να καταδικάσει το φαινόμενο μιας ολικής στοχοποίησης έξω από κάθε έννοια κριτικής ή σάτιρας; Ή βαραίνει περισσότερο από τις δημοκρατικές αξίες, ο κίνδυνος μερικών χαμένων χιλιάδων ψήφων;
Η στάση που θα κρατήσουν τα κόμματα απέναντι στο φαινόμενο έχει ουσιαστική σημασία: Αν η στάση της κεντροδεξιάς ήταν διαφορετική την εποχή των πρώτων επιθέσεων στη Μ. Ρεπούση και στο βιβλίο, αν είχε δηλαδή δείξει υπευθυνότητα όπως η κ. Γιαννάκου, αντί να παραδώσει “γη και ύδωρ” στον ΛΑ.Ο.Σ. και στους νεοναζί (που τότε δε διακρίναμε), είμαι σίγουρος ότι τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Δε θα είχε κατασκευαστεί μια εθνική συναίνεση σαν μπετόν αρμέ να παρέχει ηθική και πολιτική νομιμοποίηση σε φασιστικές και σεξιστικές επιθέσεις.
Στους «πολέμους της μνήμης», οι οποίοι δεν αποτελούν ελληνική αποκλειστικότητα, μπορούμε να ξεχωρίσουμε δύο διαστάσεις. Την επιστημονική (ιστορία/ διδακτική της ιστορίας) και την πολιτική. Περί της πρώτης, σε σχέση με το αποσυρμένο βιβλίο της Στ’ Δημοτικού, μπορούμε να συζητούμε ατελείωτα για τις επιλογές που έγιναν από τη συγγραφική ομάδα, όπως επίσης και για τους λόγους για τους οποίους τελικά χάθηκε εκείνη η «μάχη». Μπορούμε να εξετάσουμε αν λόγω του ειδικού προορισμού του έργου για τη δημόσια εκπαίδευση υπήρχαν “εξαρτήσεις” που εμπόδιζαν τη συγγραφική ομάδα να πει “τα πράγματα με το όνομά τους”, με αποτέλεσμα να υποπέσει σε συμψηφισμούς. Έτσι, καθώς δε μπορούσε να γράψει για τα λάθη και τις βιαιοπραγίες που διέπραξε ο ελληνικός στρατός κατά την παραμονή του στην περιοχή της Σμύρνης και την επέλαση του στην ενδοχώρα, αποφάσισε να “απαλύνει” την περιγραφή των Τουρκικών “αντιποίνων”.
Αποτελεί όμως λάθος να κρίνεται ένα ολόκληρο βιβλίο, από μία φράση. Ένα βιβλίο ασύγκριτα καλύτερο από αυτό που χρησιμοποιείται. Ο “συνωστισμός” έγινε η φράση “σημαία” πίσω από την οποία πραγματοποιήθηκε η κινητοποίηση για την απόσυρση ενός βιβλίου που οι βασικές του διαφοροποιήσεις από τα προηγούμενα (και αυτά που ενοχλούσαν) ήταν άλλα: η απομυθοποίηση, η ιστορικοποίηση των “400 χρόνων σκλαβιάς” σε επίπεδο περιεχομένου, και ο εκσυγχρονισμός της διδακτικής, μέσω της χρήσης των πηγών, σε επίπεδο μεθοδολογίας. Από την άλλη μεριά, έχουν γίνει τεκμηριωμένες κριτικές στο βιβλίο, οι οποίες, μέσα στα πλαίσια ενός επιστημονικού διαλόγου, είναι χρήσιμο να συνεχίζονται.
Σε πολιτικό επίπεδο όμως, δεν έχουμε την πολυτέλεια να πατάμε σε δύο βάρκες, σε «ναι μεν αλλά». Το μόνο που πετυχαίνει μια τέτοια αμφιταλάντευση είναι να δίνει πολυφωνική κάλυψη σε ό, τι πιο ακραίο. Στο πρόσωπο της Μ. Ρεπούση, τέτοιες πολιτικές δυνάμεις επιθυμούν να χτυπήσουν -να πατήσουν και να αποτελειώσουν για να είμαι ακριβής – κάθε φωνή που αγωνίζεται στην κατεύθυνση ενός αναστοχασμού πάνω στην κατασκευή της εθνικής ταυτότητας αλλά και προς έναν εξορθολογισμό της εξωτερικής μας πολιτικής).
Πληρώνουμε τον ύπουλο νεοσυντηρητισμό της δεκαετίας του ’90. Του “Μακεδονικού”, της λατρείας του Μιλόσεβιτς, της κατακραυγής για τη σύλληψη του Οτσαλάν, της σταυροφορίας για τις ταυτότητες, του “ταπεινωτικού συμβιβασμού” στα Ίμια, της ανάληψης των Ολυμπιακών. Ότι κάποτε ήταν light, γαλάζιο, σχεδόν ποιητικό, ηρωικό, λαϊκό, ενίοτε αριστεροδέξιο, σήμερα είναι χυδαίο στο διαδίκτυο και κυκλοφορεί με μαχαίρια και σιδηρογροθιές στους δρόμους.
* Ο Γιώργος Στόγιας είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας του διαδικτυακού μυθιστορήματος Εαρινό Εξάμηνο.
Σχετικά με τη χτεσινή κανιβαλική σεξιστική φασιστική διαδικτυακή επίθεση στη βουλευτή της ΔΗΜ.ΑΡ και ιστορικό Μ. Ρεπούση, έχω δυο απορίες και μερικές γενικότερες παρατηρήσεις:
Δεδομένης της λάσπης που τόσα χρόνια δέχεται η Μ. Ρεπούση αλλά και του πρόσφατου “πλασαρίσματος” της Χρυσής Αυγής στο προσκήνιο της πολιτικής μας ζωής, στην απευκταία περίπτωση βίαιης επίθεσης προς το πρόσωπό της, ο δημοσιογράφος Δημήτρης Κοτταρίδης (από τον οποίο, σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες ξεκίνησε το “κυνήγι της μάγισσας”) είναι υπεύθυνος πρόκλησης μίσους; Συνέλαβε και διέδωσε τον απαραίτητο σχολιασμό, την πλαισίωση η οποία στη συνέχεια έγινε γαϊτανάκι. Η ευθύνη του βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, στο ότι για μιας ημέρας διασημότητα, για μια “πετυχημένη” ατάκα, έσπειρε εθνικιστικό παροξυσμό.
Θα βγει κάποιο πολιτικό κόμμα, είτε “αστικό” είτε “επαναστατικό”, να καταδικάσει το φαινόμενο μιας ολικής στοχοποίησης έξω από κάθε έννοια κριτικής ή σάτιρας; Ή βαραίνει περισσότερο από τις δημοκρατικές αξίες, ο κίνδυνος μερικών χαμένων χιλιάδων ψήφων;
Η στάση που θα κρατήσουν τα κόμματα απέναντι στο φαινόμενο έχει ουσιαστική σημασία: Αν η στάση της κεντροδεξιάς ήταν διαφορετική την εποχή των πρώτων επιθέσεων στη Μ. Ρεπούση και στο βιβλίο, αν είχε δηλαδή δείξει υπευθυνότητα όπως η κ. Γιαννάκου, αντί να παραδώσει “γη και ύδωρ” στον ΛΑ.Ο.Σ. και στους νεοναζί (που τότε δε διακρίναμε), είμαι σίγουρος ότι τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Δε θα είχε κατασκευαστεί μια εθνική συναίνεση σαν μπετόν αρμέ να παρέχει ηθική και πολιτική νομιμοποίηση σε φασιστικές και σεξιστικές επιθέσεις.
Στους «πολέμους της μνήμης», οι οποίοι δεν αποτελούν ελληνική αποκλειστικότητα, μπορούμε να ξεχωρίσουμε δύο διαστάσεις. Την επιστημονική (ιστορία/ διδακτική της ιστορίας) και την πολιτική. Περί της πρώτης, σε σχέση με το αποσυρμένο βιβλίο της Στ’ Δημοτικού, μπορούμε να συζητούμε ατελείωτα για τις επιλογές που έγιναν από τη συγγραφική ομάδα, όπως επίσης και για τους λόγους για τους οποίους τελικά χάθηκε εκείνη η «μάχη». Μπορούμε να εξετάσουμε αν λόγω του ειδικού προορισμού του έργου για τη δημόσια εκπαίδευση υπήρχαν “εξαρτήσεις” που εμπόδιζαν τη συγγραφική ομάδα να πει “τα πράγματα με το όνομά τους”, με αποτέλεσμα να υποπέσει σε συμψηφισμούς. Έτσι, καθώς δε μπορούσε να γράψει για τα λάθη και τις βιαιοπραγίες που διέπραξε ο ελληνικός στρατός κατά την παραμονή του στην περιοχή της Σμύρνης και την επέλαση του στην ενδοχώρα, αποφάσισε να “απαλύνει” την περιγραφή των Τουρκικών “αντιποίνων”.
Αποτελεί όμως λάθος να κρίνεται ένα ολόκληρο βιβλίο, από μία φράση. Ένα βιβλίο ασύγκριτα καλύτερο από αυτό που χρησιμοποιείται. Ο “συνωστισμός” έγινε η φράση “σημαία” πίσω από την οποία πραγματοποιήθηκε η κινητοποίηση για την απόσυρση ενός βιβλίου που οι βασικές του διαφοροποιήσεις από τα προηγούμενα (και αυτά που ενοχλούσαν) ήταν άλλα: η απομυθοποίηση, η ιστορικοποίηση των “400 χρόνων σκλαβιάς” σε επίπεδο περιεχομένου, και ο εκσυγχρονισμός της διδακτικής, μέσω της χρήσης των πηγών, σε επίπεδο μεθοδολογίας. Από την άλλη μεριά, έχουν γίνει τεκμηριωμένες κριτικές στο βιβλίο, οι οποίες, μέσα στα πλαίσια ενός επιστημονικού διαλόγου, είναι χρήσιμο να συνεχίζονται.
Σε πολιτικό επίπεδο όμως, δεν έχουμε την πολυτέλεια να πατάμε σε δύο βάρκες, σε «ναι μεν αλλά». Το μόνο που πετυχαίνει μια τέτοια αμφιταλάντευση είναι να δίνει πολυφωνική κάλυψη σε ό, τι πιο ακραίο. Στο πρόσωπο της Μ. Ρεπούση, τέτοιες πολιτικές δυνάμεις επιθυμούν να χτυπήσουν -να πατήσουν και να αποτελειώσουν για να είμαι ακριβής – κάθε φωνή που αγωνίζεται στην κατεύθυνση ενός αναστοχασμού πάνω στην κατασκευή της εθνικής ταυτότητας αλλά και προς έναν εξορθολογισμό της εξωτερικής μας πολιτικής).
Πληρώνουμε τον ύπουλο νεοσυντηρητισμό της δεκαετίας του ’90. Του “Μακεδονικού”, της λατρείας του Μιλόσεβιτς, της κατακραυγής για τη σύλληψη του Οτσαλάν, της σταυροφορίας για τις ταυτότητες, του “ταπεινωτικού συμβιβασμού” στα Ίμια, της ανάληψης των Ολυμπιακών. Ότι κάποτε ήταν light, γαλάζιο, σχεδόν ποιητικό, ηρωικό, λαϊκό, ενίοτε αριστεροδέξιο, σήμερα είναι χυδαίο στο διαδίκτυο και κυκλοφορεί με μαχαίρια και σιδηρογροθιές στους δρόμους.
* Ο Γιώργος Στόγιας είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας του διαδικτυακού μυθιστορήματος Εαρινό Εξάμηνο.