Του Σπυρου Καραβα
Ο Σπύρος Καράβας διδάσκει ιστορία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Το κείμενο αποτελεί εισήγηση στην Πολιτική Κίνηση ΑΕΙ και Ερευνητικών Κέντρων Αθήνας του Συνασπισμού, στις 16 Μαΐου 2008.
Το 2108, ο άπολις ιστορικός θα μειδιάσει ξεφυλλίζοντας τα δημοσιεύματα του έτους 2008, σε μακεδονική γλώσσα (χωρίς εισαγωγικά), με θέμα τους την αρχαία Μακεδονία και τον Μεγαλέξανδρο: τον Γκόλεμ Αλεξάντρ. Ο ίδιος ιστορικός, ειδικευμένος στη νεότερη βαλκανική ιστορία, θα διαπιστώσει ότι τα 15 περίπου χρόνια που προηγήθηκαν του 2008, η συγκεκριμένη ιστοριογραφία έβαινε αυξανόμενη. Μια βιβλιογραφία που παραπέμπει άλλοτε έμμεσα και άλλοτε άμεσα στην αιματολογική ή έστω πολιτισμική συγγένεια του εθνικού κράτους της Μακεδονίας με εκείνο του Μεγαλέξανδρου, κατά 23 αιώνες προγενέστερο. Εξ ου και το μειδίαμα του ιστορικού μας, καθώς το νεόδμητο κράτος της Μακεδονίας (χωρίς εισαγωγικά), που προέκυψε από την διάλυση της Ομόσπονδης Νοτιοσλαβίας -ως συνέχεια της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας από το 1944- βάλθηκε να αποδείξει σε εαυτούς και αλλήλους την αρχέγονη κληρονομιά του και το ένδοξο παρελθόν του, από τα βάθη των αιώνων.
Τίποτα το πρωτότυπο μέχρι εδώ, αφού η επινόηση ενός όσο πιο αρχαίου και ένδοξου παρελθόντος αποτελεί την πεπατημένη πρακτική που ακολούθησαν όλα τα εθνικά κράτη που ιδρύθηκαν από τον 19ο αιώνα και εξής. Η διεκδίκηση αυτή του παρελθόντος γίνεται ακόμη πιο ακραία, ακόμη περισσότερο ανιστόρητη, όταν υποβοηθείται από γειτονικούς εθνικισμούς. Και στην περίπτωση του εθνικισμού του εκπορευόμενου από τη Δημοκρατία της Μακεδονίας, ο ελληνικός εθνικισμός συνεισέφερε τα μάλα, τα 17 τελευταία χρόνια. Αναγόρευσε, για ακόμη μια φορά, έναν ύψιστο εχθρό στα σύνορά του ώστε να νοιώθει την ηδονή του ανάδελφου της ελληνικής φυλής.
Όμως, ο άπολις ιστορικός μας, μη γνωρίζοντας εισέτι την ψυχωτική σχέση των Νεοελλήνων με τη μυθώδη ιστορία τους, δηλαδή με τον εαυτό τους, θα εκπλαγεί μελετώντας τα ιστορούμενα υπό Ελλήνων, λογίων και μη, την αντίστοιχη περίοδο, εκεί στο γύρισμα του αιώνα από τον 20ό στον 21ο.
Πράγματι, όσα, κατά το πρόσφατο τουλάχιστον παρελθόν, διαμείφθηκαν και ιστορήθηκαν περί μακεδόνων και Μακεδονίας -γεωγραφικής, ιστορικής, κρατικής, διοικητικής και ό,τι άλλο- στο όμορο κράτος της Ελλάδας, 160 χρόνια ωριμότερο (;) από το εθνικό κράτος της Μακεδονίας, προξενούν την κατάπληξη του μελετητή.
Γιατί είναι αυτονόητο πράγμα κάθε λαός, κάθε ανεξάρτητο κράτος, κάθε έθνος να αυτοπροσδιορίζεται όπως θέλει: να ορίζει δηλαδή τον εαυτό του κατά την επιθυμία του. Η αρχή του αυτοπροσδιορισμού είναι συνακόλουθη με την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών. Δηλαδή μία από τις σημαντικότερες κατακτήσεις των λαών του προπερασμένου αιώνα.
Βαδίζοντας αντίθετα προς αυτή την δημοκρατική κατάκτηση, μιά κατάκτηση στην οποία οφείλει και το κράτος των Ελλήνων την ύπαρξή του, η ελληνική πολιτεία αρνήθηκε και αρνείται το όνομα του "άλλου" στο όνομα των μύθων της.
Και η Αριστερά; Η ανανεωτική, ριζοσπαστική, κινηματική και ό,τι άλλο Αριστερά, που ζητήματα όπως εκείνα του δικαιώματος τουαυτοπροσδιορισμού θα έπρεπε να τα έχει απαντήσει εδώ και χρόνια, τι έπραξε στην τελευταία εμπλοκή περί του ονόματος της γείτονος;1
Συμφώνησε ο Συνασπισμός μαζί με τα υπόλοιπα κόμματα της Βουλής, πλην του "πατριωτικού" ΛΑΟΣ, τον όρο, την προϋπόθεση, βάσει της οποίας η Ελλάδα θα αναγνώριζε την γειτονική Δημοκρατία. Και ο όρος αυτός ακούει στο κλισέ "γεωγραφικός προσδιορισμός".
Δεν θα σχολιάσω το ασόβαρο της παραπάνω προϋπόθεσης. Πρέπει όμως να πω ότι αιφνιδιάστηκα όπως και πολλοί άλλοι σύντροφοι, από τη συγκεκριμένη θέση του Συνασπισμού. Σαν να μην έγινε τίποτα τα τελευταία 17 χρόνια. Σαν να μην κινήθηκε κανείς από το χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς ενάντια στο ρεύμα της μισαλλοδοξίας και του εθνικισμού που ξεσήκωσε η ανεξαρτητοποίηση της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Σαν να μην γράφτηκε τίποτα σχετικά με το Μακεδονικό ζήτημα, από την εμφάνισή του μέχρι τις μέρες μας. Σαν να μην κινητοποιήθηκαν -παρά τις λοιδωρίες- μέλη και φίλοι του Συνασπισμού, τα 17 αυτά χρόνια, υποστηρίζοντας το δικαίωμα των γειτόνων να ονομάζονται εκείνο που πιστεύουν, εκείνο που αισθάνονται, εκείνο για το οποίο πάλεψαν, δηλαδή Μακεδόνες.2
Θα αναφερθώ σε ορισμένους κοινούς τόπους για το Μακεδονικό, προσπαθώντας να φωτίσω τα αίτια της ελληνικής "ευαισθησίας". Να διευκρινίσω εξ αρχής ότι δεν χρειάζονται ειδικές γνώσεις ιστορίας σ' έναν πολιτικό, σ' ένα κόμμα, σ' ένα κράτος για να αναγνωρίσει την γειτονική του χώρα ως Δημοκρατία της Μακεδονία, εκτός εάν η χώρα του δεν ονομάζεται Ελλάδα αλλά "Κατωμακεδονία" -μία λέξη- και οι πολίτες της "Κατωμακεδόνες" - μία λέξη επίσης.3
Τα παρεπόμενα της ανασφάλειας
Η ευαισθησία της Ελλάδας απέναντι στο Μακεδονικό ζήτημα τόσο πριν το 1912, όσο και μετά, δεν υποδηλώνει τίποτα άλλο, παρά μια τεράστια ανασφάλεια. Μια ανασφάλεια που οδήγησε τους ιθύνοντες και εθναποστόλους της, να κατασκευάσουν ένα επιχείρημα-παρωδία για να διεκδικήσουν τη Μακεδονία πριν το '12, και μια ιστορία-οφθαλμαπάτη στη συνέχεια για να πείσουν, κυρίως τους υπηκόους του Βασιλείου, για την "εξ απ' ανέκαθεν" ελληνικότητά της. Η Ελλάδα, οι πολιτικοί της, οι διπλωμάτες της, οι ταγοί του "ελληνοχριστιανισμού", όπως και η δημόσια ιστορία της, όταν μιλούν ακόμη και σήμερα για τη Μακεδονία, για το παρελθόν της ή το παρόν της, μοιάζουν με γελάδα που προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από τη φτέρη, εικόνα οικεία, είναι αλήθεια, της μακεδονικής υπαίθρου.
Το πρόβλημα είναι ότι η χώρα βρίσκεται εγκλωβισμένη στην κατασκευή που εδώ και 140 χρόνια περίπου φιλοτέχνησε, κυρίως, προς εσωτερική κατανάλωση. Όποια πολιτική ηγεσία τολμήσει να αποκαθηλώσει τα "παραδεδεγμένα", θα είναι υπόλογη στους ψηφοφόρους της. Οι ψηφοφόροι, η κοινή γνώμη δηλαδή, ούτε θέλει να μάθει ούτε, πολύ περισσότερο, να καταλάβει ούτε, βέβαια, νανιώσει εθνικά μειωμένη. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, η κοινή γνώμη το μόνο που είναι έτοιμη να πράξει είναι να τιμωρήσει τον πρώτο τολμητία που θα κινηθεί εκτός εθνικής γραμμής. Έτσι φτάσαμε στη γελοία κατάσταση ολόκληρος ο κόσμος, επίσημοι και ανεπίσημοι φορείς, να αποκαλούν το γειτονικό κράτος με το συνταγματικό όνομά του, ενώ το "ανάδελφο" έθνος των Ελλήνων να το αποκαλεί Σκόπια, και τους κατοίκους της Σκοπιανούς! Οι δε εντεταλμένοι της εξωτερικής μας πολιτικής να δηλώνουν στους ομολόγους τους, ως η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, "ξέρετε στην Ελλάδα έχουμε μία ευαισθησία για τη Μακεδονία...".
Είναι φύσει αδύνατον στο σημείωμα αυτό να εκτεθούν τα realia τουΜακεδονικού ζητήματος. Ο ενδιαφερόμενος, ωστόσο, εύκολα μπορεί να ανατρέξει σε όσες σοβαρές μελέτες είδαν το φως της δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια.4
"Παληοβούλγαροι", "Μακεδόνες" και "αγαθουργοί κακούργοι"
Θα περιοριστώ σε μερικές μόνο επισημάνσεις. Οι έλληνες ιθύνοντες έκαναν πολλές, αλλά τελικά άκαρπες προσπάθειες, τα 35 χρόνια που προηγήθηκαν του 1912, να αντικαταστήσουν τον όρο "Βούλγαροι", για τους σλαβόφωνους χριστιανούς της Μακεδονίας, με τον όρο "Μακεδόνες". Κι αυτό για να αφαιρέσουν, έστω και ονοματολογικά, το εθνολογικό πλεονέκτημα τουαντίπαλου δέους: της Βουλγαρίας. Ήδη από το μακρινό 1877, ορισμένοιλόγιοι άνδρες του "ελληνισμού" προσπαθούσαν να πείσουν την κοινή γνώμη ότι οι "βουλγαρόφωνοι Έλληνες" -ένα πρωτότυπο κατασκευαστικό δημιούργημα του ελληνικού αλυτρωτισμού- αυτοαποκαλούνται "Μακεδόνες" και ως τέτοιοι πρέπει να εκλαμβάνονται.5
Βάσει του ίδιου σκεπτικού, οι έλληνες επιτελείς, στα πρώτα βήματα της "ελληνικής αντεπίθεσης στη Μακεδονία", το 1904, διαπίστωναν με θλίψη ότι η "βουλγαρική προπαγάνδα" είχε πετύχει να εμφυσήσει "εις την ψυχήν του Μακεδονόφωνου πληθυσμού Βουλγαρικήν εθνικήν συνείδησιν". Και ως εκ τούτου, η ακολουθητέα γραμμή που προτεινόταν ήταν η αντικατάσταση του χαρακτηρισμού "παληοβούλγαρος" -η οποία βεβαίως παρέπεμπε σε αντίστοιχη αντιμετώπιση- καθώς και η ευγενέστερη "βουλγαρόφωνος έλληνας" με εκείνην του "Μακεδόνας"6.Στόχος να πειστούν οι συγκεκριμένοι Μακεδόνες ότι είναι απόγονοι του "έλληνα" στρατηλάτη Μεγαλέξανδρου...
Πέραν από τις ακροβασίες αυτές, των οποίων ουκ έστιν αριθμός, και τις οποίες ακόμη πληρώνουμε, εκείνο που κυρίως ενδιαφέρει εδώ είναι το πραγματικό γεγονός που σκοπίμως αποσιωπάται.Το γεγονός δηλαδή ότι μέχρι το 1912, το μόνο πολιτικό κίνημα αυτοδιάθεσης που συγκροτήθηκε και εκδηλώθηκε στον μακεδονικό χώρο ήταν εκείνο της ΒΜΡΟ [Βάτρεσνα Μακεντόνσκα Ρεβολιουτσιόνα Οργκανιζάτσια = Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ)]. Είτε στην καθαρά μακεδονική εκδοχή του είτε στη βουλγαρομακεδονική. Και στις δύο εκδοχές του υπήρξε το αντίπαλο δέος για τις ελληνικές βλέψεις στον ίδιο χώρο. "Έχομεν Σλαυϊκήν επανάστασιν εν Μακεδονία" δήλωνε ρητά ο Ίωνας Δραγούμης στον πατέρα του, την εποχή του Ίλιντεν, του μακεδονικού εικοσιένα, τον Ιούλιο του 1903. Διαπιστώνοντας συγχρόνως ότι "άπαντες οι σλαυόφωνοι πληθυσμοί ηκολούθησαν το Κομιτάτον [ΕΜΕΟ], ορθόδοξοι και σχισματικοί, και οι πλείστοι εκουσίως".7
Αντίθετα το ελληνικό και "ελληνίζον" στοιχείο της Μακεδονίας ούτε πριν την εμφάνιση της ΕΜΕΟ (1893) ούτε κατόπιν συγκρότησε κάποιο πολιτικό κίνημα υπέρ της απαλλαγής από τον τουρκικό ζυγό, υπέρ της αυτονόμησης της Μακεδονίας ή υπέρ της ένωσής της με την Ελλάδα. Σε πείσμα της επίσημης ελληνικής ιστοριογραφίας, που βλέπει να διαδέχονται το ένα το άλλο τα ελληνικά επαναστατικά κινήματα στη Μακεδονία, καθόλη τη διάρκεια της αλυτρωτικής παραζάλης, οι "ομογενείς" διατήρησαν την ψυχραιμία τους, τελώντας εν νομιμοφροσύνη τόσο έναντι της Πύλης όσο και απέναντι στον ρουμ Πατρίκ, τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Όσο για τις συμμορίες των ελλήνων μακεδονομάχων και σέρβων τσετών που δρουν την ίδια εποχή στη Μακεδονία, ούτε οι ίδιες βέβαια συνιστούν αυτονομιστικά κινήματα, αλλά ούτε και καταφέρνουν να υποδαυλίσουν κάτι ανάλογο. Αντίθετα, στόχος τους είναι ο στραγγαλισμός του κινήματος της ΕΜΕΟ, καθώς προσφέρουν τις υπηρεσίες τους επί μισθώ, στα αντίστοιχα εθνικά κέντρα των Αθηνών και του Βελιγραδίου, ειδικότερα οι μακεδονομάχοι ενίοτε συνεργαζόμενοι με τις τουρκικές δυνάμεις καταστολής.
Αυτοί οι "αγαθουργοί κακούργοι", κατά την έκφραση του Ίωνα Δραγούμη, θα δημιουργήσουν με την πολιτεία τους στη Μακεδονία τέτοια αποστροφή στους πολύπαθους σλαβόφωνους χωρικούς, που ο έλληνας Πρόξενος της Θεσσαλονίκης Λάμπρος Κορομηλάς θα ομολογήσει την αδυναμία να διεισδύσει η ελληνική προπαγάνδα στους συγκεκριμένους πληθυσμούς καθώς έχουν φθάσει στο σημείο να απεχθάνονται ό,τι είναι ελληνικό.
Η στρατιωτική κατάκτηση από την Ελλάδα του μεγαλύτερου καισημαντικότερου τμήματος της Μακεδονίας, τόσο οικονομικά όσο και γεωπολιτικά, δεν έλυσε το πρόβλημα. Αντίθετα δημιούργησε νέα προβλήματα διοίκησης, χειρισμού των "αλλογενών" και διπλωματικών περιπλοκών. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ανατρέξει στο εξαιρετικό επιστημονικό έργο του Τάσου Κωστόπουλου, Η απαγορευμένη γλώσσα, που πρωτοεκδόθηκε πριν οκτώ χρόνια.8
Και ναι μεν έχει υποστηριχθεί ότι το εικοσιδύο "χάσαμε την Σμύρνη αλλά στερεώσαμε την Μακεδονία με την μετοικεσία των προσφύγων",9 αλλά ο μελετητής της ιστορίας της ελληνικής Μακεδονίας θα διαπιστώσει την αγωνία και την ανασφάλεια των κυβερνώντων καθόλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου.
Εντελώς τηλεγραφικά θα υπενθυμίσω ότι από το '13 και εντεύθεν, τοΜακεδονικό αποτέλεσε μια "καυτή πατάτα" για τους έλληνες ιθύνοντες. Οι νομοθετικές ρυθμίσεις, οι διώξεις, οι εκτοπίσεις, οι κεκαλυμμένες δολοφονίες, οι ανταλλαγές πληθυσμών, οι μαζικές εκκαθαρίσεις, οι παντός είδους απαγορεύσεις, οι δημόσιοι εξευτελισμοί -που έλαβαν χώρα στην ελληνική Μακεδονία- δεν στάθηκαν δυνατόν να καταλαγιάσουν τις ανησυχίες των κυβερνήσεων, των διοικητικών επιτρόπων, του στρατού, των σωμάτων ασφαλείας και των πάσης φύσεως παρακρατικών και παραστρατιωτικών "παραγόντων".
Για λόγους οικονομίας χώρου δεν θα αναφερθώ στη συγκλονιστική δεκαετία του '40, όταν ο γηγενής πληθυσμός της ελληνικής Μακεδονίας πλήρωσε τον μεγαλύτερο φόρο αίματος, συστρατευόμενος κατά κύριο λόγο με τον ηττημένο του Εμφυλίου. Η εκτόπιση του σλαβομακεδονικού στοιχείου θεωρήθηκε, το 1949, ως η χρυσή ευκαιρία για μα απαλλαγεί η χώρα από τους "μη Έλληνες στην καταγωγή", δηλαδή τους τέως "βουλγαρόφωνους Έλληνες". Θα υπενθυμίσω μόνο ότι ο επαναπατρισμός των προσφύγων του εμφυλίου, που ψηφίσθηκε το 1982, εξαιρούσε και συνεχίζει να εξαιρεί όσους ήταν εγκατεστημένοι στη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Και όχι μόνο τους ίδιους αλλά και τους απογόνους τους. Πρόσφατα σε τηλεοπτική συνέντευξη ο Κ. Μητσοτάκης το είπε ωμά, αν και σε άλλα συμφραζόμενα: "Είδαμε και πάθαμε να απαλλαγούμε απ' αυτούς· δεν θα τους ξαναφέρναμε πίσω απ' το παράθυρο".
Η πολιτική του "ανύπαρκτου ζητήματος"
Ο μόνιμος φόβος των ελλήνων κρατούντων για πιθανή δημιουργία μειονοτικού ζητήματος στην ελληνική επικράτεια, θα τους υποχρεώσει να αρνούνται πεισματικά την ύπαρξη μακεδονικής εθνότητας και ανάλογα να προσαρμόζουν τα επιχειρήματά τους10. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι στην αρχή της νεομακεδονικής κρίσης, δεν δέχονταν ούτε καν την ύπαρξη Μακεδονίας εκτός ελληνικών συνόρων. Το σύνθημα η "Μακεδονία είναι μία και ελληνική" από τα χείλη του τότε προέδρου της Δημοκρατίας Κ. Καραμανλή εκπορεύτηκε. Η απαρχή της μακεδονικής "κατασκευής" χρονολογήθηκε το 1944, θεωρήθηκε "τιτοϊκή επινόηση" και απορρίφθηκε συλλήβδην ως ανιστόρητη.
Η μετεμφυλιακή Ελλάδα, ενταγμένη στο δυτικό άρμα της ψυχροπολεμικής διαίρεσης, μετά τη ρήξη Τίτο-Στάλιν είχε αποδεχθεί de facto τη δημιουργία της ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Συγχρόνως όμως ο όρος Μακεδόνας τέθηκε υπό επιτήρηση, η δε αναφορά στη Δημοκρατία της Μακεδονίας κατέστη απόρρητη.
Στο εξής, για την ελληνική διοίκηση, Μακεδόνες μπορούσαν να χαρακτηριστούν, πέρα από τον Φίλιππο, τον Μεγαλέξανδρο, καθώς και ορισμένους Βυζαντινούς αυτοκράτορες, οι κάτοικοι της ελληνικής Μακεδονίας πλην σλαβοφώνων. Για τους τελευταίους η δημόσια χρήση του όρου Μακεδόνας ήταν αυτοκτονική. Έτσι περιορίστηκαν στον αχρωμάτιστο πολιτικά και ιδεολογικά όρο -ντόπιοι- ή κατά την καθαρεύουσα της εποχήςεντόπιοι.
Όσο για τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, αυτή έπρεπε να μείνει αόρατη από τα αθώα ελληνικά μάτια. Ο χάρτης της διοικητικής διαίρεσης της Γιουγκοσλαβίας που εκπονήθηκε από το ΓΕΣ το 1951, παρά το γεγονός ότι δεν είναι ούτε επιτελικός (1:1.000.000) ούτε τοπογραφικός ούτε στρατιωτικός ούτε εθνολογικός, θα χαρακτηριστεί ως Απόρρητος μόνο γιατί σημειώνει το όνομα του τιτοϊκού κατασκευάσματος: ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ με ελληνικά μάλιστα στοιχεία. Είπαμε "το όνομά μας η ψυχή μας".
Μια παρένθεση: από το 1945 και εντεύθεν οι πολίτες της Γιουγκοσλαβίας είχαν το δικαίωμα να δηλώνουν την ιδιαίτερη εθνικότητά τους (Σέρβοι, Κροάτες, Σλοβένοι, Μακεδόνες κτλ…) ή αντ' αυτής "Γιουγκοσλάβοι". Στην απογραφή του 1981 σημειώθηκε και η μαζικότερη προτίμηση στη "Γιουγκοσλαβική εθνικότητα", που δεν ξεπέρασε όμως το 5,4% του συνολικού πληθυσμού της Γιουγκοσλαβίας. Και το ανέκδοτο: Οι συγγενείς δήλωναν πάντα τους νεκρούς τους με την ιδιαίτερή τους εθνικότητα. Εξ ού και το μακάβριο αστείο μεταξύ των δημογράφων ότι "οι Γιουγκοσλάβοι δεν πεθαίνουν ποτέ"11.
Η πολιτική του ανύπαρκτου ζητήματος την οποία εγκαινίασε η Ελλάδα την δεκαετία του '50 για το Μακεδονικό, συνηγορούσε προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά για να καταστεί πιο "ανύπαρκτο το ζήτημα" έπρεπε να καταστραφεί η μνημειακή μαρτυρία των φορέων του "ζητήματος". Έτσι, μετά τις υποχρεωτικές μετονομασίες τόπων και ανθρώπων, που είχαν προηγηθεί, θα ακολουθήσει η "ανάπλαση" των εκκλησιών, ο εξελληνισμός των εικόνων και τέλος η μακάβρια επιχείρηση της καταστροφής των νεκροταφείων. Ήταν τα μόνα μνημεία που διέθεταν οι "εντόπιοι".
Στο πεδίο της ιστοριογραφίας το ανύπαρκτο ζήτημα βρήκε την πληρέστερη δικαίωσή του. Το παρελθόν της Μακεδονίας χειρουργήθηκε. Κόπηκε και ράφτηκε, στη συνέχεια, στα μέτρα της κυριαρχίας του ελληνισμού ανά τους αιώνες. Ό,τι ενοχλούσε ή παραποιήθηκε ή απαλείφθηκε. Τελικός στόχος: ο αποπροσανατολισμός του κοινού. Η ιδεολογική χρήση της ιστορίας σε όλο της το μεγαλείο.
Η ιστορία προπαγάνδα που καλλιέργησαν οι έλληνες αρμόδιοι προς εσωτερική κατανάλωση, έπιασε και ρίζωσε. Έγινε αυταπόδεικτη αλήθεια για τους Έλληνες εντός και εκτός Ελλάδας.
Ουσιαστικός αντίλογος από σοβαρούς και μη στρατευμένους στην "ελληνική εθνική ιδέα" επιστήμονες, δεν υπήρξε. Άλλωστε η μεγαλοϊδεατική ανάγνωση του παρελθόντος έμοιαζε να πηγαίνει γάντι στην ελληνική κοινωνία. Μέχρι που έσπασε το ρόδι: ο υπαρκτός κατέρρευσε και μαζί του και η τιτοϊκή νοτιοσλαβία. Οι σοσιαλιστικές δημοκρατίες έγιναν ανεξάρτητες δημοκρατίες και οι απανταχού Έλληνες ξεχύθηκαν στους δρόμους, καθώς οι κυβερνώντες δεν μπορούσαν πια να κρύψουν κάτω από το χαλί τα τετελεσμένα.
Η ελληνική διπλωματία έκανε επίδειξη ασυναρτησίας, επιχειρηματολογώντας βάσει του καταγωγικού μύθου περί έθνους. Η πολιτική ηγεσία, φοβισμένη, ένοχη και εγκλωβισμένη σ' ό,τι είχε σπείρει η ίδια και οι προκάτοχοί της, μέσα σε ένα απίστευτο πέλαγος άγνοιας ψέλλιζε τα περί "αδιαπραγμάτευτων εθνικών δικαίων". Από κοντά, άνθρωποι του πνεύματος πρώτου μεγέθους, με τις δηλώσεις τους, θα σιγοντάρουν το κλίμα υστερίας.
Όλα τα επιχειρήματα του κράτους της Αθήνας που επιστρατεύτηκαν για να αιτιολογήσουν την μη αναγνώριση του κράτους των Σκοπίων με το συνταγματικό τους όνομα υπήρξαν επιστημονικά ανακριβή, πολιτικά τρωτά, διπλωματικά αδιέξοδα, στο ηθικό δε επίπεδο, τουλάχιστον αναξιοπρεπή. Όπως τεκμηριωμένα υποστηρίχθηκε, το πρόσφατο βέτο στο Βουκουρέστι, που χάιδεψε το εθνικό φιλότιμο των Νεοελλήνων, ούτε τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα ούτε την πολιτική σταθερότητα στα Βαλκάνια υπηρέτησε12.
Οι ξένοι απόρησαν με το εθνικιστικό παραλήρημα της Ελλάδας και απορούν με την συνεχιζόμενη αδιαλλαξία της Αθήνας. Πώς είναι δυνατόν ένα κράτος, μέλος της ευρωπαϊκής ένωσης, σε πλήρη οικονομική ανάπτυξη και σε περίοδο πολιτικής ομαλότητας από το 1974 και δώθε -τη στιγμή μάλιστα που δεν αμφισβητείται από κανέναν το αμετακίνητο των συνόρων-, να εμφανίζεται τόσο συμπλεγματικό και τόσο ανασφαλές απέναντι στον μικροσκοπικό γείτονά του;
Όπως παρατηρούσε ένας ξένος δημοσιογράφος, μόνο σε μία περίπτωση θα ήταν λογική άρα και κατανοητή η ελληνική αντίδραση: στην περίπτωση που η Ελληνική Δημοκρατία ονομαζόταν Μακεδονική Δημοκρατία. Και καθώς κάτι τέτοιο δεν ίσχυε, οι άσπονδοι εχθροί της Ελλάδας, δηλαδή οι ξένοι, έμειναν με την απορία.
Επειδή όμως δεν είναι τόσο κουτόφραγκοι όσο θέλουμε να πιστεύουμε, ίσως, παρατηρώντας τα εν Ελλάδι τεκταινόμενα, να τους ήρθε στο νου εκείνος ο περιπαιχτικός ορισμός περί έθνους, που έδωσε ο ανώνυμος συγγραφέας την δεκαετία του 1930. Το έθνος, έλεγε, είναι ένα σύνολο ανθρώπων που τους ενώνει η ίδια λανθασμένη ιδέα για την καταγωγή τους και μια κοινή απέχθεια έναντι των γειτόνων τους.
1. Και δεν εννοώ ατομικές αντιπαραθέσεις, περιορισμένες και αυτές, όπως λόγου χάριν από τον Ιό (βλ. μεταξύ άλλων "
Η αθέατη πλευρά του Μακεδονικού", εφ. Ελευθεροτυπία, 11 Νοεμβρίου 2007 και παλαιότερα, "
Οι δέκα μύθοι του 'Σκοπιανού'", εφ. Ελευθεροτυπία, 23 Οκτωβρίου 2005).
2. Θα έβγαιναν όλοι ωφελημένοι αν ξαναδιάβαζαν όσα στοχαστικά έχει γράψει σχετικά ο Φίλιππος Ηλιού, τώρα συγκεντρωμένα στον τόμο
Ψηφίδες Ιστορίας και Πολιτικής του Εικοστού Αιώνα, Εκδοτική Φροντίδα: Άννα Ματθαίου-Στρατής Μπουρνάζος-Πόπη Πολέμη, Αθήνα, Πόλις, 2007.
3. Πβ. Ιός, "
Ζανάσητε μπράτε Μακεντόντσι. Η ανασφάλεια της Κάτω Μακεδονίας", εφ.Ελευθεροτυπία, 19 Απριλίου 2008.
4. Βλ. ιδιαίτερα τη διεισδυτική και κριτική προσέγγιση της Αγγελικής Κωνσταντακοπούλου για την κυρίαρχη ελληνική ιστοριογραφική θέση ως προς το Μακεδονικό: "Ελληνικές εκδοχές του 'Μακεδονισμού'", στον τόμο Στην τροχιά του Φίλιππου Ηλιού. Ιδεολογικές χρήσεις και εμμονές στην ιστορία και την πολιτική, Εκδοτική φροντίδα: Άννα Ματθαίου-Στρατής Μπουρνάζος-Πόπη Πολέμη, Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη, 2008, σ. 53-74.
5. Εδουάρδου Στάνφορδ, Εθνογραφικός Χάρτης της Ευρωπαϊκής Τουρκίας της Ελλάδος, Αθήνα 1877, σ. 15. Πβ. και Τάσος Κωστόπουλος, "
'Το όνομα του Άλλου': από τους 'ελληνοβούλγαρους' στους 'ντόπιους Μακεδόνες'", στον τόμο Μειονότητες στην Ελλάδα, Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού, 2004, σ. 367-403. Ιός, "Ένα, δύο, τρία, πολλά ονόματα", εφ. Ελευθεροτυπία, 5 Ιουνίου 2005.
6. Αρχείο Μακεδονικού Αγώνα / Π. Σ. Δέλτα, ανυπόγραφη και αχρονολόγητη (αλλά του Γ. Κακουλίδη, το1904) έκθεση του Προξενείου Θεσσαλονίκης, φ. 1.7.3.
7. Ίων Δραγούμης, Τα τετράδια του Ίλιντεν, Εισαγωγή-επιμέλεια: Γιώργος Πετσίβας, Αθήνα 2000, σ. 195.
8. Το βιβλίο αυτό βρίσκεται στον αντίποδα της κυρίαρχης ελληνικής ιστοριογραφίας για το μακεδονικό ζήτημα, γιατί δεν αποσιωπά και δεν παραποιεί τα πεπραγμένα των ελλήνων αξιωματούχων στην ελληνική Μακεδονία. Παράλληλα αποφεύγει να διολισθήσει σε ερμηνευτικά στρογγυλέματα και σχετικοποιήσεις τόσο προσφιλή στο χώρο των κοινωνικών επιστημών, καθώς θεωρούνται συστατικά στοιχεία μιας δήθεν αντικειμενικής προσέγγισης.
9. Άγγελος Βλάχος, Μία φορά κι ένα καιρό ένας διπλωμάτης, τ. Γ', Αθήνα, Εστία, 1986, σ. 29.
10. Βλ. Λεωνίδας Εμπειρίκος-Αθηνά Σκουλαρίκη,
"Ο 'αλυτρωτισμός των Σκοπίων' ή η αποσιωπημένη μειονοτική διάσταση του Μακεδονικού", εφ. ΗΑυγή, 20 Απριλίου 2008.
11. Paul Garde, Le discours balkanique. Des mots et des hommes, Παρίσι 2004, σ. 183-184.
12. Ειδικός Συνεργάτης, "Η νέα μακεδονική μας περιπέτεια", π. Σύγχρονα Θέματα, τχ. 101, Απρίλιος-Ιούνιος 2006, σ. 5-12· πβ. και Αθηνά Σκουλαρίκη, "Μακεδονικό: πόσο δόκιμος είναι ο όρος αλυτρωτισμός;", στο ίδιο, σ. 13-17.
= = = =
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Αυγή», όπως αναδημόσιευτηκε από τον δικτυότοπο
Macedonian Abecedar - Μακεδονικό Αναγνωστικό