Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

Ποιος απελευθερώθηκε το 1912;

kritikos makedonomahos


Του Άκη Γαβριηλίδη


Τη χρονιά που έρχεται, η Θεσσαλονίκη ετοιμάζεται να γιορτάσει τα «εκατό χρόνια από την απελευθέρωσή της».
Για την ακρίβεια, αυτοί που προς το παρόν ετοιμάζονται να τα γιορτάσουν είναι οι επίσημοι και οι αρχές της πόλης, καθώς και οι επαγγελματίες του είδους (υπεύθυνοι πρακτορείων, διοργανωτές εκθέσεων/ συνεδρίων κ.ο.κ.). Ως προς το θέμα μάλιστα αυτό, προέκυψε ήδη μία διαφωνία: ποιες αρχές είναι οι αρμόδιες για τον εορτασμό; Ο δήμος της Θεσσαλονίκης, ή μήπως το σύνολο των τοπικών αρχών του ευρύτερου οικιστικού συγκροτήματος[1];


Πριν όμως τη διαφωνία αυτή, νομίζω ότι υπάρχει ένα βασικότερο ερώτημα που καλό θα ήταν να τεθεί και να συζητηθεί στο δημόσιο χώρο: με ποια ακριβώς έννοια χρησιμοποιείται εδώ ο όρος «απελευθέρωση»;
Καταρχάς, λογική προϋπόθεση της χρήσης μιας τέτοιας έκφρασης είναι η ταύτιση της ελευθερίας με το (ή με ένα) κράτος. Κατά τρόπο κάπως διεστραμμένο σε σχέση με την αρχική διατύπωση μιας ανάλογης ταύτισης εκ μέρους του Χέγκελ, ένας πληθυσμός ή/ και μια εδαφική έκταση κατέληξε να θεωρείται «ελεύθερη» με αποκλειστικό κριτήριο το εάν εντάσσεται σε αυτήν ή την άλλη κρατική επικράτεια –και ειδικότερα σε εκείνη που θεωρείται ως η «φυσική» της, που υποτίθεται ότι αντιστοιχεί στην εθνοτική καταγωγή και στον εθνικό χαρακτήρα του εν λόγω πληθυσμού ή έκτασης.


Όπως είναι προφανές, πρόκειται ήδη για μια υπεξαίρεση/ οικειοποίηση της έννοιας της ελευθερίας από τον «μεθοδολογικό εθνικισμό», για μια εξαιρετικά περιοριστική κατανόηση του όρου.
Ακόμη όμως και με αυτή την περιοριστική έννοια, είναι εξαιρετικά προβληματικό να ισχυριστούμε ότι ο ελληνικός στρατός που εισήλθε το 1912 στη Θεσσαλονίκη την «απελευθέρωσε». Πάντως οι τότε κάτοικοι της πόλης δεν έδειχναν να αισθάνονται ιδιαίτερα «απελευθερωμένοι». Τη χρονική στιγμή που ο ελληνικός στρατός, μετά από πολεμική εκστρατεία και εισβολή στα εδάφη τής τότε οθωμανικής αυτοκρατορίας, κατέλαβε (και) τη συγκεκριμένη πόλη, και για αρκετούς αιώνες προηγουμένως, ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης αποτελούνταν από πολυάριθμες εθνοτικές ομάδες, από τις οποίες η πολυπληθέστερη –αλλά και η σημαντικότερη από άποψη οικονομικής, πνευματικής και κοινωνικοπολιτικής δραστηριότητας- ήταν οι Σεφαραδίτες Εβραίοι, ενώ οι ελληνόφωνοι ορθόδοξοι ήταν μόλις η τρίτη σε αριθμό πληθυσμιακή ομάδα με περίπου 25%[2].
Ακόμη λοιπόν και με συμβατικά εθνοκρατικά κριτήρια, ο καταλληλότερος χαρακτηρισμός για αυτό που συνέβη το 1912 θα ήταν μάλλον «ηκατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον ελληνικό στρατό».
Η ομοιόμορφη και απροβλημάτιστη χρήση του όρου «απελευθέρωση» δημιουργεί την παραπλανητική εντύπωση ότι μέχρι το 1912 όλα ήταν «σκλαβιά», μαυρίλα, ή εν πάση περιπτώσει δεν μας πολυενδιαφέρει τι ήταν· η «πραγματική» ιστορία της πόλης αρχίζει μετά τη χρονολογία αυτή, ενώ ό,τι έγινε πριν έχει νόημα μόνο στο βαθμό που «προετοίμαζε» την τωρινή ευτυχή κατάληξη/ κατάληψη.
Ωστόσο, αν προσπαθούσαμε να κάνουμε έναν απολογισμό αυτών των 100 χρόνων και να δούμε τι αποτελέσματα είχε η ένταξη της πόλης στην επικράτεια του ελληνικού κράτους, θα διαπιστώναμε ότι δεν μπορούμε να βρούμε και πολλά πράγματα τα οποία να ήταν ιδιαίτερα «απελευθερωτικά» με οποιαδήποτε έννοια του όρου.


Καταρχάς, η μεγαλύτερη αυτή εθνοτική ομάδα στην οποία αναφερθήκαμε, στη συντριπτική της πλειοψηφία εξοντώθηκε βιολογικά δύο δεκαετίες αργότερα. Την εξόντωση αυτή βέβαια τη σχεδίασαν και την υλοποίησαν οι Ναζί. Οι υπόλοιποι κάτοικοι της πόλης όμως δεν φάνηκε να δυσαρεστήθηκαν ιδιαίτερα γι’ αυτό. Αντιθέτως, πολλοί από αυτούς, προεξάρχοντος του δήμου και των λοιπών αρχών της πόλης, δωσιλογικών ή εθνικοφρόνων, έσπευσαν να εξαφανίσουν κάθε ίχνος της παρουσίας των Εβραίων, ιδιοποιούμενοι όσα τους ήταν χρήσιμα και απλώς καταστρέφοντας τα υπόλοιπα. Μεταξύ των οποίων και ένα ανυπολόγιστης αρχαιολογικής αξίας εβραϊκό νεκροταφείο, ένα από τα σημαντικότερα της Ευρώπης, το οποίο καταστράφηκε ολοσχερώς με εκδικητική μανία εντός ελάχιστου χρόνου. Σήμερα, η πλειοψηφία των κατοίκων της πόλης δεν γνωρίζει καν ότι υπήρξε κάποτε ένα τέτοιο νεκροταφείο. Στη θέση του, με πρωτοφανή κυνισμό, ανεγέρθηκε το … πανεπιστήμιο της πόλης, το οποίο φέρει την επωνυμία «Αριστοτέλειο» αλλά έχει ως λογότυπο έναν Ρωμαίο στρατιωτικό που ανακηρύχθηκε σε χριστιανό άγιο μετά το θάνατό του –και που πάντως όσο ζούσε δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με τις επιστήμες και τα γράμματα.


Ένα άλλο αποτέλεσμα επίσης ήταν ότι, μία δεκαετία αργότερα, το ελληνικό κράτος εγκατέστησε στη Θεσσαλονίκη και στην ευρύτερη περιοχή πολλές δεκάδες χιλιάδες Μικρασιατών και Ποντίων προσφύγων, στις πλάτες των οποίων είχε την πρώτη ευκαιρία να δοκιμάσει σε τόσο μαζική κλίμακα την τεχνολογία του στρατοπέδου[3]. Μετά την απαραίτητη συμβολική και υλική καραντίνα, οι πληθυσμοί αυτοί χρησιμοποιήθηκαν στρατηγικά ως έποικοι για τον «εξελληνισμό» της ευρύτερης περιοχής, χωρίς να εκλείψει ποτέ ο κλοιός της στενής παρακολούθησης και η υποψία της «αμφίβολης ελληνικότητας» που τους βάραινε στον ένα ή τον άλλο βαθμό, με αποτέλεσμα να τους οδηγεί σε διαρκείς πλειοδοσίες προκειμένου να αποσείσουν την υποψία. Σήμερα βέβαια η αμφισβήτηση αυτή δεν διατυπώνεται ρητά, (αν εξαιρέσουμε κάποια συνθήματα που εκφωνούνται στον ευγενή χώρο του αθλητισμού), αλλά μία ένδειξη τη διαρκούς δραστικότητάς της υπήρξαν τα μεταξικής εμπνεύσεως συλλαλητήρια των αρχών της δεκαετίας του 90 εναντίον της ανακήρυξης της δημοκρατίας της Μακεδονίας. Φαινόμενα όχι ιδιαίτερα απελευθερωτικά και αυτά.


Σε αυτή την άλλοτε σιωπηρή και άλλοτε θορυβώδη εθνοκάθαρση –ή/και αυτο-εθνοκάθαρση- του κοινωνικού ιστού της πόλης. θα πρέπει να προσθέσουμε τη διάλυση της πολυεθνικής σοσιαλιστικής Φεντερασιόν, την πολύνεκρη καταστολή των διαδηλωτών της απεργίας του 1936 από το στρατό –τον ίδιο αυτό στρατό που λίγο νωρίτερα τους είχε «απελευθερώσει»- και τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη από το παρακράτος το 63.


Ένα υπόλοιπο όμως που περισσεύει, και που υπονομεύει διαβρωτικά την φαινομενικά πλήρη τακτοποίηση της μνήμης και την απώθηση των ενοχλητικών στοιχείων από το παρελθόν, είναι η οργάνωση του αστικού χώρου της Θεσσαλονίκης και, ειδικότερα, οι πολιτικές σε ζητήματα δημόσιας μνήμης –και μνημείων.
Αν κοιτάξει κανείς τις επιλογές όσον αφορά τα αγάλματα που κοσμούν (;) τις οδούς και τις πλατείες της Θεσσαλονίκης, αλλά και όσον αφορά τις ίδιες τις ονομασίες –και τις μετονομασίες- των εν λόγω οδών και πλατειών, θα σχηματίσει την εντύπωση ότι η πόλη βρίσκεται ακόμα, ή τουλάχιστο βρισκόταν μέχρι πρόσφατα, υπό κατοχή· ότι πρόκειται για μία πόλη στην οποία υπάρχει μια διάχυτη ανασφάλεια και μια ανάγκη να υπενθυμίζεται διαρκώς ποιος κάνει κουμάντο εδώ, να πειθαρχείται διαρκώς το βλέμμα των κατοίκων –και των επισκεπτών- προς την πανταχού παρούσα αρχή της ελληνοκανονιστικότητας. Αυτό όμως που απαιτείται να υπενθυμίζεται διαρκώς, είναι αυτό που δεν έχει τελείως οριστικοποιηθεί και εμπεδωθεί, που δεν έχει ακόμα περάσει στο χώρο του «αυθόρμητου» και του «αυτονόητου».
Τα αγάλματα λοιπόν που συναντά κανείς στο δημόσιο χώρο της Θεσσαλονίκης στη συντριπτική τους πλειοψηφία συντηρούν και τιμούν μία μνήμη μιλιταριστική, πολεμικής κατάκτησης. Πολλά απεικονίζουν επιδεικτικά διάφορους μαχαιροβγάλτες –συνήθως καπετάνιους του λεγόμενου «Μακεδονικού Αγώνα» των αρχών του 20ού αιώνα, οι οποίοι ωστόσο, παρά τη σχεδόν μονοπωλιακή προβολή τους, παραμένουν άγνωστοι και μάλλον αδιάφοροι για τους περισσότερους κατοίκους. Πέρα από αυτούς, το μενού διαθέτει φυσικά Αλέξανδρο (έφιππο), Φίλιππο (πεζό), Παύλο Μελά, Εμμανουήλ Παπά, και Κολοκοτρώνη.


Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, πάντως, εδώ και λίγο καιρό στο άγαλμα του τελευταίου έχει εναποτεθεί υλικά το ίχνος από μια πρακτική υπονόμευσηςαυτής της καταθλιπτικά ανδροκρατικής ατμόσφαιρας: κάποιοι/-ες ανώνυμες γκραφιτάδες σχεδίασαν πάνω στη φουστανέλα του αγάλματος το σύμβολο της queer προσέγγισης της σεξουαλικότητας, δύο «ασπίδες του Άρη» κολλημένες δίπλα δίπλα. Το γκραφίτι επιβιώνει μέχρι τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές· κανείς δεν επιχείρησε να το σβήσει, είτε λόγω αδιαφορίας είτε λόγω άγνοιας της σημασίας του. Χρειάστηκε λοιπόν να περιμένουμε μέχρι το 99ο έτος του «απελευθερωμένου» βίου της Θεσσαλονίκης/ Σαλόνικα/ Σελανίκ/ Σολούν, για να λάβει χώρα μία έμπρακτη αμφισβήτηση της ετερο/ελληνοκανονιστικότητας και μια αναδιεκδίκηση του δημόσιου χώρου όπως αυτή[4].


Και, φυσικά, όπως γίνεται προφανές, τα αγάλματα στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι απεικονιστικά, αν όχι νατουραλιστικά: αναπαριστούν υπαρκτά πρόσωπα, ένοπλους ήρωες μαχών και θριάμβων «όπως ήταν στην πραγματικότητα», ή έστω λίγο εξιδανικευμένους. Είτε, πιο πρόσφατα –έσχατη παραχώρηση-, νοητικές αφαιρέσεις/ συμπυκνώσεις υπαρκτών κατηγοριών προσώπων, όπως ιδίως ο bigger than lifesize «Κρητικός Μακεδονομάχος» που ατενίζει απειλητικά τους διαβάτες της Διαγωνίου, ή η καρτερική και αγόγγυστη «Γυναίκα της Πίνδου» που επιτελεί την υποταγή και τη σιωπηλή συμβολή της στους αγώνες του έθνους, και στην έμφυλη κατανομή των ρόλων, ακριβώς απέναντί του, υπό την έγγραφη –χαραγμένη στη βάση του αγάλματος- συνοδεία του έντεχνου ελαφρολαϊκού κιτς της δεκαετίας του 70. Αυτή είναι μάλλον και η μόνη γυναίκα –ή σύμβολο γυναίκας- που έχει απαθανατιστεί από τη μνημειακή αρχιτεκτονική της «απελευθερωμένης» Θεσσαλονίκης.


Εξίσου δυσεύρετη είναι η παρουσία οποιουδήποτε καλλιτέχνη ή διανοητή. Φυσικά υπάρχει ένα –εξαιρετικά κακόγουστο και πάντοτε αυστηρά αναπαραστατικό- άγαλμα του Αριστοτέλη στην ομώνυμη πλατεία, το οποίο όμως τοποθετήθηκε τη δεκαετία του 90 για πολύ διαφανείς χρησιμοθηρικούς σκοπούς: όχι βεβαίως επειδή οι ελληνοορθόδοξοι Μουτζαχεντίν που παριστάνουν την «πνευματική ελίτ της πόλης» καταλήφθηκαν από ξαφνικό θαυμασμό και ενδιαφέρον για τα Ηθικά Νικομάχεια και την Αθηναίων Πολιτεία, αλλά επειδή έτσι φαντάζονταν ότι θα δώσουν την «αποστομωτική απάντηση στους ιερόσυλους Σκοπιανούς»[5].


Εκτός από την τοποθέτηση νέων μνημείων, η αστυνόμευση της μνήμης συντελείται και με την ηθελημένη ή εξ αμελείας/ εξ αδιαφορίας καταστροφή όλων των κτισμάτων που δεν μπορούσαν να ενταχθούν στον κανόνα της αδιάλειπτης παρουσίας του ελληνισμού –ή έστω του ρωμαϊσμού. Ή που, ακόμα χειρότερα, διέψευδαν εμπράκτως την αφήγηση αυτή. Με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους δεκάδες μιναρέδες που δεσπόζουν στο skyline της πόλης σε όλες τις πρώτες φωτογραφίες της μέχρι και τη δεκαετία του 1910. Στο μόνο κτίσμα που μια τέτοια εθνοκάθαρση της μνήμης δεν ήταν δυνατό να γίνει υλικά, τον Λευκό Πύργο, έγινε συμβολικά, διά της πρόσδοσης νέου νοήματος –ή συσκότισης του νοήματος: στην είσοδό του τοποθετήθηκε «επεξηγηματικός» πίνακας ο οποίος πληροφορεί τους ενδιαφερομένους ότι πρόκειται για «μεταβυζαντινό» μνημείο –για να μην τύχει και τεθεί στη δημόσια κυκλοφορία η ανυπόφορη λέξη «οθωμανικό» και την μολύνει.


Αν στρέψουμε λοιπόν το βλέμμα, και το αυτί, από τις ρητές διακηρύξεις και αποσιωπήσεις που επαναλαμβάνουν εμμονοληπτικά τη διαβεβαίωση περί αδιάλειπτης ελληνικότητας, προς την έμπρακτη αφήγηση που συνιστούν οι παραπάνω επιλογές, θα δούμε να αποτυπώνεται σε αυτή μια εικόνα αμφιβολίας· η οποία δεν απομακρύνεται, αντιθέτως υπογραμμίζεται ακόμα περισσότερο από την ασφυκτική υπαγωγή αρχόντων και αρχομένων σε μια διαρκή «κυβερνολογική», σε έναν αυτοέλεγχο της συμμόρφωσης προς την ελληνοκανονιστικότητα. Αυτή η ανάγκη των κατοίκων να δίνουν συνεχώς εξετάσεις στον εαυτό τους και ο ένας στον άλλο, δεν νομίζω ότι αξίζει και πολύ το χαρακτηρισμό «απελευθέρωση». Μάλλον σαν υποδούλωση μοιάζει.

----

[1] http://ta-anilia.blogspot.com/2011/07/2012.html . Είναι αξιοσημείωτο πάντως ότι στην επίσημη ιστοσελίδα του δήμου Θεσσαλονίκης για τον εορτασμό (www.thessaloniki2012.gr), η λέξη «απελευθέρωση» δεν χρησιμοποιείται ούτε μία φορά. Παρά ταύτα, όλες οι αναφορές στον τύπο με αυτήν ακριβώς τη λέξη αναφέρονται στις μελλοντικές εκδηλώσεις.
[2] «Κατά την πρώτη συστηματική απογραφή του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης που έγινε από τις ελληνικές αρχές στις 28 Απριλίου 1913, η (…) ελληνική κοινότητα βρισκόταν στην τρίτη θέση του συνόλου των 157889 κατοίκων, με 39965 άτομα (25,3%) έναντι 61439 Ισραηλιτών (38,9%), 45867 μουσουλμάνων(29%), 6263 Βουλγάρων(3,9%) και 4364 (2,7%) άλλων εθνικοτήτων» (http://users.auth.gr/~marrep/LESSONS/ERGASTIRI/TOPIKH_ISTORIA/site1999/%CE%BA%CE%B5%CE%AF%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF_%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CF%80%CE%BB%CE%B7%CE%B8%CF%85%CF%83%CE%BC%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%AE_%CF%83%CF%8D%CE%BD%CE%B8%CE%B5%CF%83%CE%B7.htm )
[3]Bλ. σχετικά: “Εμείς οι έποικοι”, https://nomadicuniversality.wordpress.com/2011/02/28/%ce%b5%ce%bc%ce%b5%ce%af%cf%82-%ce%bf%ce%b9-%ce%ad%cf%80%ce%bf%ce%b9%ce%ba%ce%bf%ce%b9/
[4] Και όπως δύο ακόμα γεγονότα, διαφορετικής τάξεως το καθένα, που όμως επίσης άνοιξαν με τον τρόπο τους κάποιες γραμμές φυγής από την καταθλιπτική κυριαρχία της ιδεολογίας της Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών: η ήττα του ρατσιστή ορθόδοξου μητροπολίτη στις δημοτικές εκλογές, και η ματαίωση της παρέλασης της 28ης Οκτωβρίου. Ως ένα τρίτο θα μπορούσαμε να προσθέσουμε την καταδίκη του Παναγιώτη Ψωμιάδη για οικονομικές ατασθαλίες και την έκπτωσή του από την περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας (βλ. “Είναι πούστης ο Ψωμιάδης;”,https://nomadicuniversality.wordpress.com/2011/06/06/%ce%b5%ce%af%ce%bd%ce%b1%ce%b9-%cf%80%ce%bf%cf%8d%cf%83%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%bf-%cf%88%cf%89%ce%bc%ce%b9%ce%ac%ce%b4%ce%b7%cf%82/).
[5] Το ίδιο ισχύει φυσικά για την προτομή του «εθνικού αρχαιολόγου» Μανόλη Ανδρόνικου, ο οποίος ανακάλυψε τον υποτιθέμενο «τάφο του Φιλίππου».
http://nomadicuniversality.wordpress.com/2011/11/28/%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%B1%CF%80%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%85%CE%B8%CE%B5%CF%81%CF%8E%CE%B8%CE%B7%CE%BA%CE%B5-%CF%84%CE%BF-1912/

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

ΠΟΙΚΙΛΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΩΝ

Του Νάσου ΘΕΟΔΩΡΙΔΗ

Στο σημερινό άρθρο θα εξετάσουμε εγκλήματα που διέπραξαν οι έλληνες, είτε ως στρατός κατοχής στη Μικρά Ασία είτε ως πειρατές (πράγμα άγνωστο), στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή του Αιγαίου , την οποία σήμερα το εθνικιστικό κατεστημένο της Ελλάδας αγωνίζεται να τη μετατρέψει σε ελληνική λίμνη, ενάντια σε κάθε πνεύμα δικαιοσύνης και ισότητας...


Αρχικά θα εξετάσουμε δύο μαρτυρίες παρμένες από τους τόμους με γενικό τίτλο «Έξοδος» που κυκλοφόρησαν από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών. Οι αφηγήσεις αναφέρουν θύματα από την πλευρά των Τούρκων αμάχων στη Μικρασία, κάτι το οποίο δεν έχει γίνει ευρύτερα γνωστό. Κάθε έγκλημα είναι αποτρόπαιο και πρέπει να έρχεται στο φως. Το να αποσιωπούμε ό,τι δεν μας συμφέρει είναι ντροπή. Η αποσιώπηση εγκλημάτων που διέπραξε ο ελληνικός στρατός και ο υπερτονισμός των εγκλημάτων των Τούρκων καλλιεργεί το εθνικό μίσος και διαστρεβλώνει την ιστορική πραγματικότητα.

1) Βρεττός Μενεξόπουλος, πρόσφυγας από το χωριό Χηλή (περιφέρεια Κωνσταντινούπολης) : Εκεί στη Χηλή που ήμασταν, είδαμε τους Έλληνες. Τέλος του ’19 θαρρώ ήταν. Την πρώτη φορά ήρθαν δύο τρεις μέρες για να καθαρίσουν τον τόπο από ατάκτους και ν’ ακολουθήσουν οι Εγγλέζοι. Στις ελληνικές δυνάμεις που ήταν στο Τσιμπουκλί διοικητής ήταν ο Βλαχόπουλος και στη Νικομήδεια ο Γαργαλίδης. Εκείνοι που ξεκίνησαν κι έρχονταν από το Τσιμπουκλί ξεγελούσαν τον επικεφαλής Εγγλέζο και στο δρόμο καίγαν τα τουρκοχώρια. Βάζαν δικούς μας να πυροβολούν από την κατεύθυνση των χωριών και με αυτήν την πρόφαση πηγαίναν και τα καίγαν και τα λεηλατούσαν. Κατέβαζαν τα ζώα στο Σκούταρι και τα πουλούσαν 2 δεκάρες. [...] Όσοι ήρθαν από τη Νικομήδεια πήγαν και ξεγύμνωσαν μερικούς πλούσιους Τούρκους, δε μίλησε κανένας από το φόβο τους. Και τη μέρα που φεύγαν στο δρόμο τους πάνω ήταν ένα τζαμί κι οι στρατιώτες πυροβολούσαν πάνω του χωρίς να λένε τίποτα οι αξιωματικοί. [...] Στη Χηλή έμεινε τότε ένας υπαξιωματικός Κατσαρός με καμιά δεκαριά Έλληνες στρατιώτες, λιποτάκτες του στρατού. Μάζεψαν και μερικούς Χηλήτες και φύλαγαν τάχα τη Χηλή, αλλά ο σκοπός τους ήταν να κλέβουν. Πήγαιναν στα χωριά, τάχα πως γύρευαν τουφέκια, πιάναν κανέναν πλούσιο Τούρκο, τον κρεμούσαν ανάποδα και άναβαν χόρτα από κάτω για να μαρτυρήσει πού έχουν όπλα κι ύστερα πήγαινε ένας Χηλήτης και του ‘λεγε “Δώσε εκατό λίρες να σε σώσουμε”. [...] τον πιάσαν οι Τούρκοι και τονε φέρανε πίσω – φυσικά τότε είχαν πλακώσει οι κεμαλικοί στη Χηλή – και τονε κόβανε λίγο λίγο.
2) Ας ρίξουμε μια ματιά και την μαρτυρία της Ελένης Καραντώνη, προσφύγισσας από το Μπουνάρμπασι: «…Άρχισε το κακό από Έλληνες και Τούρκους. Οι δικοί μας έβαζαν τις τουρκάλες στα τζαμιά και τις καίγανε. Τα είδαν οι Τούρκοι. Άρχισαν κι αυτοί να σφάζουν και να καίνε….».Επίσης, κάτι που δεν γνωρίζει η ελληνική κοινωνία σχετικά με την ιστορία του Αιγαίου πελάγους είναι ότι εκτός από τους Άραβες και Φράγκους πειρατές, τις ελληνικές θάλασσες λυμαίνονταν και Έλληνες πειρατές, ιδιαίτερα κάτοικοι των νησιών του Αιγαίου που είχαν μαθητεύσει στους Φράγκους. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι η Ίος ονομαζόταν από τους Τούρκους και “Μικρή Μάλτα” εξαιτίας της πειρατικής δραστηριότητος των κατοίκων της. Πειρατική δραστηριότητα άσκησαν και οι Τήνιοι, τουλάχιστον ως το 1715, δηλαδή την εποχή που υποταχθήκαν στους Τούρκους. Τη φρουρά την αποτελούσαν ντόπιοι (αν εξαιρέσει κανείς 10-12 ξένους στρατιώτες), οργανωμένοι στρατιωτικά σε 5 λόχους από 250-350 άνδρες. [...]
Από τους νησιώτες πειρατές ιδιαίτερη φήμη απέκτησε ο διαβόητος Μήλιος πειρατής Ιωάννης Κάψης, ο οποίος χάρη στην υποστήριξη των συμπατριωτών του κατόρθωσε να αναδειχθεί σε πραγματικό ηγεμόνα του νησιού (1677-1680).

Μια ιδιότυπη μορφή πειρατείας αναπτύχθηκε στη Μάνη. Η διάδοση του φαινομένου σε αυτήν την περιοχή ευνοήθηκε από το γεωφυσικό περιβάλλον: ψηλά βουνά απομονώνουν την περιοχή από το εσωτερικό και δημιουργούν απόκρημνες ακτές ευνοϊκές για τη δημιουργία πειρατικών ορμητηρίων. Γι’ αυτό οι Μανιάτες πειρατές σπάνια απομακρύνονταν από τα κρησφύγετά τους. Οι δυσχέρειες ναυσιπλοΐας στα άγρια και άξενα παράλια της χερσονήσου και οι τρικυμίες οδηγούσαν πολυάριθμα θύμα-τα κατευθείαν στα χέρια των Μανιατών. Χαρακτηριστικές είναι οι παρατηρήσεις του Γάλλου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, κόμητος Choiseul Gouffier:

“Ανάμεσα στο ελληνικό έθνος υπάρχει μια φυλή χωρίς κτηματική περιουσία, κάπου δύο χιλιάδες ψυχές, που ζει από τη ληστεία. Λεηλατούν τους θαλασσινούς με τις πειρατικές επιδρομές τους. Άλλοτε χρησιμοποιούν καράβια και άλλοτε ενεδρεύουν πίσω από τους βράχους των ακτών της Μάνης πότε η τρικυμία θα παρασύρει ως τους κρυψώνες τους κανένα καράβι προσφέροντας εύκολη και σίγουρη λεία”.
Για τη δράση των Μανιατών γράφει και ο Γάλλος Guillet de la Guilletiere (1675): “Η κυριότερη απασχόληση των Μανιατών είναι η πειρατεία και το μεγαλύτερο εμπόριό τους οι αιχμάλωτοι. Το Οίτυλο ονομαζόταν μεγάλο Αλγέρι. Αιχμαλωτίζουν και πουλάνε τους χριστιανούς στους Τούρκους και τους Τούρκους στους Χριστιανούς”. (σελ. 82, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Ι ).
Τέλος, ήθελα να προσθέσω ότι έχουμε πιστέψει ότι οι Μικρασιάτες ήταν απόγονοι “των Ιώνων που εγκαταστάθηκαν στην Μικρασία 30 αιώνες πριν”. Οι περισσότεροι Νεοέλληνες αναμασούμε αυτήν την εσφαλμένη πεποίθηση για λόγους που δεν μπορώ να καταλάβω. Στην προκειμένη περίπτωση ακόμα και η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους κάνει σαφές ότι το ελληνικό στοιχείο της Μικρασίας κόντεψε να εξαφανιστεί και ότι αναζωογονήθηκε από μεταναστεύσεις ελληνόφωνων ορθοδόξων πληθυσμών από τα νησιά του Αιγαίου και την ηπειρωτική Ελλάδα. Είναι γνωστό ότι υπήρξε έντονο ρεύμα αποδημιών από την Ελλάδα – ηπειρωτική και νησιωτική – προς τις ακτές της Ιωνίας τον 17ο και 18ο αιώνα.
Οι έλληνες αυτοί έποικοι προέρχονταν κατά κανόνα από περιοχές στις οποίες είχαν διαδραματιστεί πολεμικά γεγονότα και αναζητούσαν ένα τόπο ειρήνης για να μπορέσουν να ζήσουν, ή ταξίδευαν για εμπορικές υποθέσεις και έβρισκαν στους καινούργιους τόπους που γνώριζαν ευκαιρίες για καλύτερη σταδιοδρομία. Δεν ήταν άλλωστε λίγοι ανάμεσα στους εποίκους αυτούς και οι φτωχοί αλλά ριψοκίνδυνοι κάτοικοι αγόνων μικρών νησιών που γι αυτούς η φυγή ήταν ζήτημα επβίωσης. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι το συντριπτικά μεγάλο ποσοστό των εποίκων αυτών κατευθυνόταν προς τη Σμύρνη και την περιοχή της όπου ποτέ δεν έπαψε να υπάρχει το ελληνικό στοιχείο και από εκεί απλωνόταν σε πόλεις και χωριά, στα οποία υπήρχε η δυνατότητα να εργασθούν σαν αγρότες ή τεχνίτες.
Συγκεκριμένα, στις Κυδωνίες που ήταν ένα μικρασιατικό ψαροχώρι κατοικημένο από Μυτιληνιούς στις αρχές του 17ου αι. και που ακόμη ως το 1740 εξακολουθούσε να είναι ασήμαντη πολίχνη, παρατηρήθηκε εγκατάσταση εποίκων από την Ελλάδα. Από το μακρινό Χόρμοβο της Ηπείρου φθάνουν εκεί κάτοικοι το 1759 . Η Πέργαμος που το 1675 κατοικείται από 3000 περίπου Τούρκους και 100 μόνο Έλληνες παρουσιάζει σε διάστημα ενός αιώνος αύξηση του Ελληνικού στοιχείου. Εκτός από τις πόλεις αυτές βορειότερα στις ακτές τις Προποντίδας η Κίος και η Κύζικος αποκτούν σημασία για τον Ελληνισμό . Το Κερμίρ, που ως τα μέσα του 18ου αι. ήταν ολιγάνθρωπο χωριό Αρμενίων, κατοικήθηκε από Έλληνες που σε διάστημα λίγων ετών έφτασαν τις 3000 ψυχές ενώ ανάλογη αύξηση των Ελλήνων σημειώνεται και σε άλλα χωριά. ( «Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΑ, σελίδα 228» ).
Με το ζήτημα της εξαφάνισης ή της δημιουργίας νέων οικισμών είναι συνυφασμένη η μετακίνηση ανθρώπων σε κοντινές ή μακρινές από τον τόπο της κατοικίας τους περιοχές. Οι διαστάσεις του φαινομένου είναι δύσκολο να προσδιοριστούν σε όλην τους την έκταση από τις διάσπαρτες, μη συστηματικές μαρτυρίες που σημειώνουν εδώ κι εκεί την παρουσία μεταναστών, κυρίως σε περιοχές της Μικρασίας ή την Κωνσταντινούπολη. Ελλείψει άλλων πηγών τα οικογενειακά ονόματα συνιστούν ένα δείκτη της ακτίνας διακίνησης των πληθυσμών που δεν προσφέρει όμως σαφή προσδιορισμό του χρόνου κατά τον οποίο συνέβη η μετακίνηση.
Η μόνιμη, η πρόσκαιρη και η περιοδική αποδημία ενός μέρους του πληθυσμού υπήρξε μία πραγματικότητα η οποία συνυπήρξε με την ακινησία από την άλλη πλευρά του αγροτικού χώρου. Καθώς η πόλη στο οθωμανικό περιβάλλον δεν μπορούσε να λειτουργήσει όπως συνέβη στην Δυτική Ευρώπη ως χώρος αποδοχής του εργατικού δυναμικού, όποιο πληθυσμιακό περίσσευμα παρουσιάζεται, κυρίως στα μέσα του 18ου αι. στον ορεινό και στο νησιωτικό χώρο, ακολούθησε άλλες επιλογές.
Δημοφιλέστερες ανάμεσα σε αυτές αποδείχτηκαν η επέκταση των καλλιεργειών σε πεδινές περιοχές που παρέμεναν σε χαμηλό επίπεδο εκμετάλλευσης, η μετανάστευση στα λίγα μεγάλα διοικητικά και εμπορικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Κων/πολη, Σμύρνη), στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, στην Ιταλία, στην Κεντρική Ευρώπη και στη Ρωσία. ( «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τόμος α, σελ. 84).
Το συμπέρασμα είναι ότι τελικά η εθνική ανάγνωση της ιστορίας χωλαίνει. Η ιδέα της ύπαρξης ενός έθνους το οποίο υφίσταται ως αναλλοίωτη και διαχρονική κατηγορία στη συνείδηση των ανθρώπων διαψεύδεται συνεχώς από την ίδια την ιστορία. Αν είχαν στο μυαλό τους το έθνος οι Μανιάτες πειρατές δεν θα πουλούσαν ομοεθνείς τους σε Τούρκους. Αυτοί που μας παραμυθιάζουν ότι η εθνική ταυτότητα του νεοέλληνα είχε διαμορφωθεί από την πρώτη Άλωση της Πόλης και δώθε πρέπει μάλλον να αναθεωρήσουν την ιστορική τους ανάγνωση. Το “εθνικώς” και το “σκεπτόμενος” όταν μπαίνουν μαζί είναι οξύμωρον. Μόνο όταν το αλάτι γλυκάνει θα γίνουν σκεπτόμενοι οι εθνικώς αγόμενοι και φερόμενοι !!



http://www.trakyaninsesi.com/index.php?option=com_content&view=article&id=298%3A2011-11-05-13-45-12&catid=1%3Ason-haberler&Itemid=50&fb_source=message

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Οι εθνικές μας ψυχώσεις

Με αφορμή το ευρωμπάσκετ που τελείωσε πρόσφατα δεν μπορώ να κρατηθώ και να μην γράψω κάποια πράγματα που διάβασα και άκουσα. Αφορμή βέβαια ο αγώνας Ελλάδας-Μακεδονίας ή ΦΥΡΟΜ ή Σκοπίων ή όπως αλλιώς θέλετε που είχε ως γνωστόν και ατυχή κατάληξη για την Ελληνική ομάδα.

Αρχικά ήταν οι γραφικότητες της ΕΡΤ που στο εν λόγω ματς έκρυψε στην οθόνη όπου αναγραφόταν το σκορ τα αρχικά MKD και τα αντικατέστησε με το FYR. Φυσικά όλος ο υπόλοιπος κόσμος έβλεπε MKD την ώρα που εμείς στην Ελλάδα βαυκαλιζόμασταν για να μην πω και καμία χειρότερη λέξη. Δεν ήταν η πρώτη φορά… Πριν δύο χρόνια στο προηγούμενο ευρωμπάσκετ οι δύο ομάδες ξαναβρέθηκαν αντιμέτωπες και η ΕΡΤ πιάστηκε απροετοίμαστη με αποτέλεσμα να δεχτεί εκατοντάδες τηλεφωνήματα διαμαρτυρίας γι’ αυτό το MKD που φαινόταν στην οθόνη. Και παρότι ο- ισχυρός άνδρας του Ελληνικού μπάσκετ- υπερόπτης Γ. Βασιλακόπουλος χτυπιόταν για να αλλάξουν τα αρχικά, οι διοργανωτές Πολωνοί τον έστειλαν στον αγύριστο και έτσι η ΕΡΤ έκανε τότε την εξής πρωτοτυπία, κάλυψε τα τρία γράμματα με λευκή «ταινία» και έτσι φαινόταν σαν να έπαιζε η Ελλάδα με ανύπαρκτο αντίπαλο !!

Τώρα το πώς τρία γράμματα και μόνο μπορούν να ξεσηκώσουν εθνικό παροξυσμό σε μία χώρα, αυτό μπορεί να αναλυθεί μόνο με βάσει την ψυχοπαθολογία που χαρακτηρίζει την περιβόητη εθνική μας ιδιοπροσωπεία που λέει και ο Σαμαράς !!

Έχω άλλωστε γράψει και στο παρελθόν ότι το Μακεδονικό αποτελεί μία από τις τρεις μεγαλύτερες εθνικές μας ψυχώσεις παρέα με τον αντιαμερικανισμό (που όμως έχει προκύψει ως πλειοψηφικό ρεύμα μόνο μία εικοσαετία) καθώς και την παρανοϊκή ταύτιση Ελλάδας και Βυζαντινής αυτοκρατορίας, Κωνσταντινούπολης κλπ.

Φυσικά στον Ελληνικό έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο οι γείτονες αναφέρονταν και επισήμως ως «Σκόπια» και «Σκοπιανοί» δείγμα της σοβαρότητας του πρώτου... Με λίγα λόγια είναι σαν να αποκαλεί κάποιος την Ελλάδα Αθήνα και τους Έλληνες Αθηναίους ή τη Γαλλία Παρίσι και τους Γάλλους Παριζιάνους ! Αυτό το «Σκοπιανοί» πρόκειται για μία ρατσιστική και ευτελέστατη μπούρδα που εμπνεύστηκε από το περιβάλλον Σαμαρά την εποχή που αυτός ήταν υπουργός εξωτερικών και που τελικά επικράτησε στη χώρα μας…

Και αφού το ματς τελείωσε και η εκπληκτική ομάδα των γειτόνων που έφτασε ως την τέταρτη θέση της Ευρώπης μας κέρδισε απρόσμενα και μάλιστα σχετικά εύκολα, ήμουν περίεργος να δω την αντίδραση του Ελληνικού όχλου σε αυτό το αποτέλεσμα. Τελικά διαπίστωσα ότι ήταν σχεδόν η ίδια φασιστική αντίδραση που είχε και στο παρελθόν μία μερίδα του Ελληνικού λαού μετά από αθλητικές ήττες από «μισητούς» αντιπάλους. Σε ποδοσφαιρική ήττα από την Αλβανία το 2000 ο όχλος έβριζε τους παίκτες μας ακόμα και κατ’ ιδίαν στο αεροδρόμιο γιατί τόλμησαν να χάσουν από αυτούς τους «ξυπόλητους που τους έχουμε για εργάτες» όπως έλεγαν ή υπονοούσαν. Όταν το 2004 (μόλις μερικές εβδομάδες μετά την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού κυπέλλου από την ομάδα μας, αλλά και τη διοργάνωση της ολυμπιάδας) η Αλβανία μας ξανακέρδισε, συνέβη κάτι που οι περισσότεροι Έλληνες κάνουν ότι δεν θυμόνται. Κάποιοι «μάγκες» συμπατριώτες μας σε όλη την Ελληνική επικράτεια έδερναν παρέα με χρυσαυγίτες τους Αλβανούς που βγήκαν στους δρόμους να πανηγυρίσουν μετά τον αγώνα. Μάλιστα σε αυτή την περίπτωση είχαμε και νεκρό Αλβανό. Εδώ προφανώς η αντίδραση του όχλου υπήρξε πιο οξεία διότι ήταν η εποχή της μεγάλης έξαρσης του Ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού που νόμιζε-λόγω των αθλητικών μας επιτυχιών- πως είχε αποδείξει ότι το DNA του Έλληνα είναι για να έρχεται πάντα πρώτος, όπως έλεγε και η Χαλκιά (αλλά αν παίρνουμε και λίγη ντόπα να σιγουρέψουμε την πρωτιά δεν πειράζει…)! Έτσι εκείνη την εποχή ο εθνικός μας πριαπισμός δεν άντεξε μία ήττα από τους «μισητούς και φυλετικά κατώτερους Αλβανούς, που μας προσγείωσε κατά κάποιον τρόπο στην πραγματικότητα, και έτσι είχαμε τέτοιου είδους αντιδράσεις. Και φυσικά μετά δεν φταίγαμε εμείς, αλλά αυτοί οι κακοί Αλβανοί που μας προκάλεσαν… Τέλος το 2007 είχαμε μία συντριβή από την Τουρκία με 4-1 στην έδρα μας. Τότε είχαμε επεισόδια εντός γηπέδου και ακολούθως υστερικές αντιδράσεις κάθε είδους μέχρι και από τον βουλευτή Γιακουμάτο που διαμαρτυρήθηκε γιατί θίχτηκε η εθνική μας αξιοπρέπεια !

Έτσι έκανα λοιπόν εκείνη την ημέρα μία βόλτα σε ορισμένα αθλητικά φόρουμ για να δω τι γράφεται μετά την ήττα της εθνικής μπάσκετ από αυτούς τους περίεργους «Σκοπιανούς» . Εκεί παρότι υπήρξε και μία υγιής μερίδα κόσμου που μιλούσε μόνο μπασκετικά χωρίς να πολιτικοποιήσει το θέμα (και μία σαφώς μικρότερη μειοψηφία που στράφηκε κατά του Ελληνικού εθνικισμού, όπως εγώ) το πλειοψηφικό διακύβευμα ήταν εν ολίγοις : «Δεν μας πείραξε τόσο ότι χάσαμε, αλλά το ότι χάσαμε από αυτούς τους ξυπόλητους Σλάβους και εχθρούς τους έθνους γιατί θίχτηκε η εθνική μας αξιοπρέπεια, ενώ οι παίκτες μας που τόλμησαν να χάσουν ήταν αδιάφοροι και προδότες» !! Όταν τολμούσα να γράψω κάτι διαφορετικό εισέπραττα είτε λογοκρισία από τους υπεύθυνους, είτε άναρθρες κραυγές, χυδαίες προσβολές και αφορισμούς που αντίθετα ποτέ δεν λογοκρίνονταν. Και όσοι λίγοι προσπάθησαν να μου απαντήσουν με κάποια επιχειρήματα για το Μακεδονικό ήταν φανερή η πλύση εγκεφάλου που τους έχει γίνει, καθώς και η αδυναμία τους να σκεφτούν ορθολογικά και συχνά η αδυναμία τους να κατανοήσουν ακόμα και τι ακριβώς γράφω και να απαντήσουν ακριβώς πάνω σε αυτά. Το συμπέρασμά μου ήταν λοιπόν η μισαλλοδοξία, η υστερία και ο φανατισμός σε όλο τους το μεγαλείο. Δεν είναι παράξενο, όλοι αυτοί είναι προϊόντα του Ελληνικού σχολείου, των Ελλήνων πολιτικών , δημοσιογράφων και διανοούμενων. Είναι αυτό το Ελληνικό σχολείο της μισαλλοδοξίας, του εθνοκεντρισμού, της αρχαιοπληξίας και της παπαγαλίας που αντί να κάνει τον μαθητή να σκέφτεται ορθολογικά και αντικειμενικά τον κάνει φανατικό «φουστανελά» χωρίς κρίση και άποψη. Είναι αυτό το σχολείο που σύμφωνα με τον Σαμαρά «δεν είναι πλέον αρκετά εθνικά ορθό» και το θέλει ακόμα πιο εθνοκεντρικό.

Το δεύτερο συμπέρασμα που έβγαλα είναι ότι το Ελληνικό βαθύ κράτος έχει για κάποιον λόγο στοχοποιήσει αυτό το γειτονικό κρατίδιο (και φανατίσει ανάλογα και μερίδα του λαού) ως νούμερο ένα εχθρό του έθνους, περισσότερο και από τους προαιώνιους εχθρούς Τούρκους ! Φαινομενικά ακατανόητο, αλλά νομίζω πως γνωρίζω το γιατί… Δεν είναι όμως της ώρας να το αναλύσουμε.

Τέλος πρέπει να πω ότι ο Ελληνικός τύπος αντιμετώπισε την τεράστια επιτυχία της ομάδας αυτής της μικρής χώρας με χαρακτηριστική μικροψυχία και εθνικιστικό φανατισμό. Πουθενά δεν άκουσες ή δεν διάβασες μία καλή κουβέντα για την ομάδα έκπληξη της διοργάνωσης. Αντίθετα οι σχολιαστές της ΕΡΤ που μετέδιδαν τα παιχνίδια έλεγαν πως οι «Σκοπιανοί ευνοούνται σκανδαλωδώς από τη διαιτησία» και υπαινίσσονταν ότι υπάρχει κάποιος «Σκοπιανός» δάκτυλος μέσα στην Ευρωπαϊκή ομοσπονδία μπάσκετ που τους ευνοεί !! Την ώρα δε της απονομής ο δημοσιογράφος ονόματι Χατζηγεωργίου εκστόμισε το εξής γελοίo: «Αν οι Σκοπιανοί δεν είχαν τον Μακάλεμπ (ένας Αμερικανός παίκτης που έχει πάρει Μακεδόνικη υπηκοότητα και ενισχύει την εθνική τους ομάδα) δεν θα έμπαιναν ούτε στους 24» !!

Παρομοίως κύριε Χατζηγεωργίου μου μπορούμε να πούμε κι' εμείς ότι αν υπήρχε αξιοκρατία στο Ελληνικό δημόσιο, εσύ δεν θα καθάριζες εκεί ούτε τουαλέτες !!

Όλα αυτά βέβαια δεν δικαιολογούν σε καμία περίπτωση τον όποιο εθνικισμό και φανατισμό υπάρχει και στην άλλη πλευρά. Όμως μην ξεχνάμε και μία μεγάλη αλήθεια, πως δηλαδή ο όποιος φανατισμός υπάρχει στη γειτονική χώρα προήλθε σε μεγάλο βαθμό ως απάντηση στην Ελληνική υστερία και μεγαλοϊδεατισμό που δημιούργησε και το πρόβλημα. Κάπως παρήγορο είναι βέβαια ότι υπάρχει και στην Ελλάδα μία μερίδα του κόσμου που δεν δίνει δεκάρα για όλα αυτά, ειδικά τη συγκεκριμένη εποχή με όλα αυτά που περνάει. Ακόμα ευτυχώς δεν έχουν καταφέρει να μας δηλητηριάσουν όλους…

Τέλος μια που μιλάμε για το Μακεδονικό να πούμε ότι ο Σαμαράς έδειξε στη συνέντευξη τύπου της ΔΕΘ το πραγματικό του πρόσωπο. Πρώτα υπονόησε σαφέστατα πως δεν δέχεται καθόλου τον όρο Μακεδονία στο όνομα της γειτονικής χώρας και στη συνέχεια μίλησε για ένα όνομα για κάθε χρήση, εννοώντας προφανώς ότι θέλει να αλλάξει και το συνταγματικό όνομα της γειτονικής χώρας, πράγμα που δεν έχει γίνει ποτέ στα παγκόσμια χρονικά !! Και μετά απ’ όλα αυτά τα τρελά που μας είπε κατηγορούσε τον Γκρουέφσκι ότι είναι αυτός εθνικιστής και τον κάκιζε επειδή δεν δέχεται αυτή τη λύση ! Πλέον ο Σαμαράς και ο κάθε Σαμαράς απατεωνίζει ανεμπόδιστα και ανερυθρίαστα και χειροκροτείται κιόλας. Βρίσκει και τα κάνει…

Μην πτοείσαι κύριε Σαμαρά μου, εμείς μπορεί να σε κράζουμε λίγο εδώ στα «αιρετικά» ,αλλά αρκεί που σε χειροκροτούν οι ιθαγενείς οπαδοί σου από κάτω. Πιθανότατα το Ελληνικό βαθύ κράτος των πουλημένων κονδυλοφόρων και των διαπλεκόμενων αφεντικών τους θα καταφέρει να σε κάνει κι’ εσένα πρωθυπουργό… άλλωστε σου χρωστάει ένα γραμμάτιο από το 1993… Έτσι δεν είναι ;

Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα «Τα αιρετικά» στις 23 Σεπτεμβρίου 2011.

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Για την ελληνική εθνική γλώσσα



Ομιλία του Δημήτρη Λιθοξόου (Φλώρινα 17/9/2011) στην παρουσίαση του «Σύγχρονου Μακεδονικού-Ελληνικού Λεξικού», που εκδόθηκε από το Center Maurits Coppieters και τη Στέγη Μακεδονικού Πολιτισμού








Γιατί ο τίτλος «Σύγχρονο Μακεδονικό-Ελληνικό Λεξικό» εκνευρίζει και θυμώνει τους εθνικά Έλληνες;

Το «σύγχρονο» σημαίνει γλώσσες που χρησιμοποιούνται σήμερα, οπότε δεν υπάρχει θέμα παρεξήγησης και εμπλοκής σε φιλολογικές διαμάχες για γλωσσικά ζητήματα της αρχαιότητας.

Η μία από τις δύο γραφές είναι κυριλλική, επομένως συνειρμικά παραπέμπει στη μεγάλη οικογένεια των σλαβικών γλωσσών.

Το «ελληνικό» θεωρείται αναμφίβολα εθνικά ορθό και εξακολουθεί να παραμένει υπεράνω κάθε υποψίας.

Αυτό λοιπόν που ενοχλεί είναι η λέξη «μακεδονικό», καθώς θεωρείται από την ιδεολογικο-πολιτική κοινότητα του ελληνικού έθνους, λέξη κατατεθειμένη στην ελληνική εθνική αφήγηση (ή όπως θα έλεγα εγώ: είναι μία σημαντική ψηφίδα του ελληνικού εθνικού μύθου).

Δεν θα ασχοληθώ εδώ ξανά, με το ζήτημα της ονομασίας του μακεδονικού έθνους. Έχω μιλήσει και έχω γράψει γι αυτό, εξαντλητικά, στο παρελθόν. Και έχω εξηγήσει το δίκιο των Μακεδόνων.

Θέλω μόνο να προσθέσω τώρα, πως η ουσία του προβλήματος βρίσκεται στον τρόπο που κατανοούν την εθνική τους ταυτότητα οι Έλληνες.

Καθώς, σε τελευταία ανάλυση, μπορούμε πια να ορίσουμε σαν εθνικά Έλληνα, όποιον θεωρεί τον εαυτό του (με κάποιο τρόπο) ως απόγονο των αρχαίων Ελλήνων.

Αυτή η ανοησία, από πλευράς λογικής και γνώσης, αποτελεί δυστυχώς την ψυχή του ελληνικού Έθνους.

Και εξηγούμαι.

Οι εθνικά Έλληνες κατασκευάστηκαν διαχρονικά από το κράτος. Από το παλιόΒασίλειον της Ελλάδος και στη συνέχεια τη λεγόμενη Ελληνική Δημοκρατία. Στο ξεκίνημα του εγχειρήματος βρίσκεται ο Βαυαρός βασιλιάς Λουδοβίκος και ο γιος του Όθωνας, που ήρθε εδώ με τους γερμανούς αυλικούς, λόγιους και στρατιώτες του και αποφάσισε να βαπτίσει (σύμφωνα με τη ρομαντική αρχαιολατρία του) τους νέους ιθαγενείς υπηκόους του (τους Ρωμιούς, τους Αρβανίτες και τους Βλάχους) ως «απόγονους» των αρχαίων Ελλήνων.

Τα σχολεία του ελληνικού κράτους που δημιουργήθηκαν, προσπάθησαν από την αρχή να ξεριζώσουν τη ρωμαίικη, αρβανίτικη και βλάχικη γλώσσα των μαθητών τους και να τους διδάξουν τη νεκρή γλώσσα που υπήρχε γραμμένη στα αρχαία ελληνικά κείμενα και την ψευτο-χρησιμοποιούσαν ως τότε μόνο επαγγελματικά οι δεσποτάδες και οι γραμματικοί τους. Οι δημιουργοί του νέου Έθνους νόμιζαν πως όσες περισσότερες αρχαίες λέξεις νεκρανάσταιναν, τόσο και πιο πολύ θα έμοιαζαν οι ζωντανοί υπήκοοι με τους ενδόξους παλαιούς πεθαμένους. Ήταν το μεγάλο «κόλπο», μαζί με τη συστηματική παραχάραξη της ιστορίας του τόπου, για να πείσουν σιγά-σιγά τη Ρωμιοσύνη, την Αρβανιτιά και τη Βλαχιά, να απαρνηθούν τις λαϊκές γλώσσες και τους πολιτισμούς τους και να πολτοποιηθούν στο εθνικο-κρατικό ιδεολογικό χωνευτήρι, μαϊμουδίζοντας «ελληνιστί».

Αυτός ο πόλεμος κατά των λαϊκών γλωσσών, εφαρμόστηκε με κρατικό σχέδιο, από γενιές καθαρευουσιάνων εκπαιδευτικών, δασκάλων, καθηγητών και πανεπιστημιακών (αλλά και δημοσιογράφων), αυτών των μισθοφόρων του εθνικού κινήματος καθαρισμού και εξελληνισμού της γλώσσας.

Πριν λοιπόν ξεκινήσουν οι βαλκανικοί πόλεμοι για την εθνική επέκταση προς Βορρά, τα μετόπισθεν είχαν ήδη καθαριστεί γλωσσικά, σε μεγάλο βαθμό. Το 1911 μάλιστα είχε απαγορευτεί και συνταγματικά κάθε προσπάθεια για χρήση της ρωμαίικης ή δημοτικής γλώσσας σε οποιοδήποτε τομέα της διοίκησης.

Η συστηματική δίωξη της γλώσσας και του πολιτισμού των κατοίκων των νέων επαρχιών, ήταν εγγυημένη από το ελληνικό εθνικό κράτος, με την άφιξη των πρώτων κλιμακίων της νέας διοίκησης. Είχε έρθει η σειρά των καινούργιων υπηκόων, να γίνουν «απόγονοι» των αρχαίων Ελλήνων. Η εθνική ένταξη ήταν μονόδρομος. Και περνούσε πάντα από τη σκιά της Ολυμπίας και της Ακρόπολης.







Για να ξαναγυρίσω στο λεξικό, έχοντας υπόψη μας τα παραπάνω, βρίσκουμε στο βιβλίο καταγραμμένες 15.000 περίπου λέξεις της μακεδονικής εθνικής γλώσσας και την ερμηνεία τους στην ελληνική εθνική γλώσσα.

Είναι προφανές ότι μιλάμε για τις επίσημες γλώσσες δύο εθνικών κρατών, γλώσσες που καλλιεργούνται και αναπαράγονται από τα εκπαιδευτικά συστήματα των δύο χωρών.

Η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις δύο γλώσσες, βρίσκεται στο ότι η επίσημη γλώσσα του μακεδονικού εθνικού κράτους έχει στηριχθεί στο γλωσσικό υλικό ενός λαϊκού πολιτισμού, ενώ η επίσημη γλώσσα του ελληνικού εθνικού κράτους δημιουργήθηκε σε εθνικά γλωσσικά εργαστήρια, για να αντικαταστήσει με τη βία τις λαϊκές γλώσσες και να επιβάλει στον πληθυσμό με την υποχρεωτική εκπαίδευση, το λεξιλόγιο μιας νεκρής γλώσσας, που βρισκόταν στα παλιά λεξικά.

Αυτή η συστηματική εκπαιδευτική προσπάθεια του ελληνικού εθνικού κράτους κρατάει περισσότερο από ενάμιση αιώνα. Το αποτέλεσμα είναι πως οι επτά από τις δέκα λέξεις που βρίσκουμε σήμερα στα λεξικά (στην περίπτωσή μας και στο λεξικό που παρουσιάζουμε εδώ), είναι επιλεγμένες ή κατασκευασμένες από παλιούς και νέους φιλόλογους του ελληνικού έθνους, στρατευμένους στην υπόθεση του εξελληνισμού της γλώσσας.

Μια δεύτερη σημαντική διαφορά ανάμεσα στις δύο εθνικές γλώσσες, είναι ότι η μεν μακεδονική χρησιμοποιεί κυριλλικούς (ή λατινικούς χαρακτήρες σα δεύτερη επιλογή) και φωνητική γραφή, η δε ελληνική χρησιμοποιεί ελληνικούς χαρακτήρες και την ονομαζόμενη «ιστορική» ορθογραφία.

Η μακεδονική είναι μια γλώσσα που τη γράφεις, όπως τη μιλάς. Η ελληνική είναι μια γλώσσα που αλλιώς τη μιλάς και αλλιώς τη γράφεις.

Οι λέξεις που βρέθηκαν στα λεξικά της αρχαίας ελληνικής, προφέρονταν από τους αρχαίους Έλληνες με διαφορετικό τρόπο, από αυτόν που τις προφέρουμε εμείς σήμερα. Αυτό έγινε δεκτό από το 15ο αιώνα, χάρη στο έργο του Ολλανδού Έρασμου, ενός κορυφαίου κλασικού λόγιου. Με εξαίρεση ωστόσο μια μικρή μειοψηφία που γνωρίζει το ζήτημα, οι εθνικά Έλληνες νομίζουν πως μιλάνε όπως οι υποτιθέμενοι αρχαίοι πρόγονοί τους.

Τα παιδιά μαθαίνουν λοιπόν στα ελληνικά σχολεία να γράφουν τις (περισσότερες) λέξεις με τρόπο άσχετο με την προφορά τους. Και να τις προφέρουν (και αυτό είναι το εθνικά τραγικό) διαφορετικά από ό,τι τις έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες.

Όσον αφορά τη γραφή, είναι νομίζω φανερό, πως ο μόνος λόγος που (με εξαίρεση την καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος) δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί καμιά μεταρρύθμιση, είναι η ίδια η ψυχή της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας. Παραμένουμε αλυσοδεμένοι με τους ελληνικούς χαρακτήρες και την «ιστορική» ορθογραφία, σε όλη τη ζωή μας ανορθόγραφοι, ψάχνοντας τα λεξικά για το «σωστό» και το «λάθος», επειδή υπάρχει ο κίνδυνος νεωτερίζοντας να μη «μοιάζουμε» στους αρχαίους.

Η προγονοπληξία είναι η σημαντικότερη πνευματική αρρώστια σε αυτή τη χώρα. Μοιάζει με καρκίνο που έχει απλωθεί και κατατρώει όλο το σώμα. Ένας καρκίνος που παραμένει αθεράπευτος, όσο ο πυρήνας της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας, οι «αρχαίοι», οι θεωρούμενοι «ένδοξοι ημών πρόγονοι», βρικολακιάζουν και κατασπαράζουν καθημερινά τους ζωντανούς.



Να με συμπαθάτε που ξεστράτισα λίγο, αλλά κουράστηκα τόσα χρόνια να ακούω από ημιμαθείς κρατικοδίαιτους καθηγητάδες, τις γνωστές ανοησίες για την ιστορική συνέχεια της «ελληνικής» μας γλώσσα.

Εξ άλλου συνειδητοποίησα πως αυτό το κράτος κυνήγησε τη γλώσσα των προγόνων μου, τα ρωμαίικα και τα αρβανίτικα, πριν κυνηγήσει τη γλώσσα των Μακεδόνων.



Και τέλος, να πω πως λυπάμαι που σας μίλησα χρησιμοποιώντας αυτή τη γλώσσα, αλλά δυστυχώς αυτή μου μάθανε, με το χαστούκι και το χάρακα, στο σχολείο.

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

ΤΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ

Το περιοδικό της Αντιεθνικιστικής Κίνησης κυκλοφορεί από το 2005. Μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει 7 τεύχη.

Το
1ο τεύχος (εξαντλημένο):



To
2o τεύχος (εξαντλημένο):



Το
3ο τεύχος (εξαντλημένο):



To
4ο τεύχος (εξαντλημένο):



To
5o τεύχος (εξαντλημένο):



Το
6ο τεύχος:



To 7o τεύχος:




Επίσης η Αντιεθνικιστική Κίνηση έχει κυκλοφορήσει και ένα τεύχος του περιοδικού της εκτός σειράς, το οποίο είναι αφιερωμένο στο Μακεδονικό Ζήτημα:

Η γελάδα πίσω από τη φτέρη

Του Σπυρου Καραβα
Ο Σπύρος Καράβας διδάσκει ιστορία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Το κείμενο αποτελεί εισήγηση στην Πολιτική Κίνηση ΑΕΙ και Ερευνητικών Κέντρων Αθήνας του Συνασπισμού, στις 16 Μαΐου 2008.

Το 2108, ο άπολις ιστορικός θα μειδιάσει ξεφυλλίζοντας τα δημοσιεύματα του έτους 2008, σε μακεδονική γλώσσα (χωρίς εισαγωγικά), με θέμα τους την αρχαία Μακεδονία και τον Μεγαλέξανδρο: τον Γκόλεμ Αλεξάντρ. Ο ίδιος ιστορικός, ειδικευμένος στη νεότερη βαλκανική ιστορία, θα διαπιστώσει ότι τα 15 περίπου χρόνια που προηγήθηκαν του 2008, η συγκεκριμένη ιστοριογραφία έβαινε αυξανόμενη. Μια βιβλιογραφία που παραπέμπει άλλοτε έμμεσα και άλλοτε άμεσα στην αιματολογική ή έστω πολιτισμική συγγένεια του εθνικού κράτους της Μακεδονίας με εκείνο του Μεγαλέξανδρου, κατά 23 αιώνες προγενέστερο. Εξ ου και το μειδίαμα του ιστορικού μας, καθώς το νεόδμητο κράτος της Μακεδονίας (χωρίς εισαγωγικά), που προέκυψε από την διάλυση της Ομόσπονδης Νοτιοσλαβίας -ως συνέχεια της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας από το 1944- βάλθηκε να αποδείξει σε εαυτούς και αλλήλους την αρχέγονη κληρονομιά του και το ένδοξο παρελθόν του, από τα βάθη των αιώνων.

Τίποτα το πρωτότυπο μέχρι εδώ, αφού η επινόηση ενός όσο πιο αρχαίου και ένδοξου παρελθόντος αποτελεί την πεπατημένη πρακτική που ακολούθησαν όλα τα εθνικά κράτη που ιδρύθηκαν από τον 19ο αιώνα και εξής. Η διεκδίκηση αυτή του παρελθόντος γίνεται ακόμη πιο ακραία, ακόμη περισσότερο ανιστόρητη, όταν υποβοηθείται από γειτονικούς εθνικισμούς. Και στην περίπτωση του εθνικισμού του εκπορευόμενου από τη Δημοκρατία της Μακεδονίας, ο ελληνικός εθνικισμός συνεισέφερε τα μάλα, τα 17 τελευταία χρόνια. Αναγόρευσε, για ακόμη μια φορά, έναν ύψιστο εχθρό στα σύνορά του ώστε να νοιώθει την ηδονή του ανάδελφου της ελληνικής φυλής.
Όμως, ο άπολις ιστορικός μας, μη γνωρίζοντας εισέτι την ψυχωτική σχέση των Νεοελλήνων με τη μυθώδη ιστορία τους, δηλαδή με τον εαυτό τους, θα εκπλαγεί μελετώντας τα ιστορούμενα υπό Ελλήνων, λογίων και μη, την αντίστοιχη περίοδο, εκεί στο γύρισμα του αιώνα από τον 20ό στον 21ο.
Πράγματι, όσα, κατά το πρόσφατο τουλάχιστον παρελθόν, διαμείφθηκαν και ιστορήθηκαν περί μακεδόνων και Μακεδονίας -γεωγραφικής, ιστορικής, κρατικής, διοικητικής και ό,τι άλλο- στο όμορο κράτος της Ελλάδας, 160 χρόνια ωριμότερο (;) από το εθνικό κράτος της Μακεδονίας, προξενούν την κατάπληξη του μελετητή.
Γιατί είναι αυτονόητο πράγμα κάθε λαός, κάθε ανεξάρτητο κράτος, κάθε έθνος να αυτοπροσδιορίζεται όπως θέλει: να ορίζει δηλαδή τον εαυτό του κατά την επιθυμία του. Η αρχή του αυτοπροσδιορισμού είναι συνακόλουθη με την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών. Δηλαδή μία από τις σημαντικότερες κατακτήσεις των λαών του προπερασμένου αιώνα.
Βαδίζοντας αντίθετα προς αυτή την δημοκρατική κατάκτηση, μιά κατάκτηση στην οποία οφείλει και το κράτος των Ελλήνων την ύπαρξή του, η ελληνική πολιτεία αρνήθηκε και αρνείται το όνομα του "άλλου" στο όνομα των μύθων της.
Και η Αριστερά; Η ανανεωτική, ριζοσπαστική, κινηματική και ό,τι άλλο Αριστερά, που ζητήματα όπως εκείνα του δικαιώματος τουαυτοπροσδιορισμού θα έπρεπε να τα έχει απαντήσει εδώ και χρόνια, τι έπραξε στην τελευταία εμπλοκή περί του ονόματος της γείτονος;1
Συμφώνησε ο Συνασπισμός μαζί με τα υπόλοιπα κόμματα της Βουλής, πλην του "πατριωτικού" ΛΑΟΣ, τον όρο, την προϋπόθεση, βάσει της οποίας η Ελλάδα θα αναγνώριζε την γειτονική Δημοκρατία. Και ο όρος αυτός ακούει στο κλισέ "γεωγραφικός προσδιορισμός".
Δεν θα σχολιάσω το ασόβαρο της παραπάνω προϋπόθεσης. Πρέπει όμως να πω ότι αιφνιδιάστηκα όπως και πολλοί άλλοι σύντροφοι, από τη συγκεκριμένη θέση του Συνασπισμού. Σαν να μην έγινε τίποτα τα τελευταία 17 χρόνια. Σαν να μην κινήθηκε κανείς από το χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς ενάντια στο ρεύμα της μισαλλοδοξίας και του εθνικισμού που ξεσήκωσε η ανεξαρτητοποίηση της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Σαν να μην γράφτηκε τίποτα σχετικά με το Μακεδονικό ζήτημα, από την εμφάνισή του μέχρι τις μέρες μας. Σαν να μην κινητοποιήθηκαν -παρά τις λοιδωρίες- μέλη και φίλοι του Συνασπισμού, τα 17 αυτά χρόνια, υποστηρίζοντας το δικαίωμα των γειτόνων να ονομάζονται εκείνο που πιστεύουν, εκείνο που αισθάνονται, εκείνο για το οποίο πάλεψαν, δηλαδή Μακεδόνες.2
Θα αναφερθώ σε ορισμένους κοινούς τόπους για το Μακεδονικό, προσπαθώντας να φωτίσω τα αίτια της ελληνικής "ευαισθησίας". Να διευκρινίσω εξ αρχής ότι δεν χρειάζονται ειδικές γνώσεις ιστορίας σ' έναν πολιτικό, σ' ένα κόμμα, σ' ένα κράτος για να αναγνωρίσει την γειτονική του χώρα ως Δημοκρατία της Μακεδονία, εκτός εάν η χώρα του δεν ονομάζεται Ελλάδα αλλά "Κατωμακεδονία" -μία λέξη- και οι πολίτες της "Κατωμακεδόνες" - μία λέξη επίσης.3

Τα παρεπόμενα της ανασφάλειας

Η ευαισθησία της Ελλάδας απέναντι στο Μακεδονικό ζήτημα τόσο πριν το 1912, όσο και μετά, δεν υποδηλώνει τίποτα άλλο, παρά μια τεράστια ανασφάλεια. Μια ανασφάλεια που οδήγησε τους ιθύνοντες και εθναποστόλους της, να κατασκευάσουν ένα επιχείρημα-παρωδία για να διεκδικήσουν τη Μακεδονία πριν το '12, και μια ιστορία-οφθαλμαπάτη στη συνέχεια για να πείσουν, κυρίως τους υπηκόους του Βασιλείου, για την "εξ απ' ανέκαθεν" ελληνικότητά της. Η Ελλάδα, οι πολιτικοί της, οι διπλωμάτες της, οι ταγοί του "ελληνοχριστιανισμού", όπως και η δημόσια ιστορία της, όταν μιλούν ακόμη και σήμερα για τη Μακεδονία, για το παρελθόν της ή το παρόν της, μοιάζουν με γελάδα που προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από τη φτέρη, εικόνα οικεία, είναι αλήθεια, της μακεδονικής υπαίθρου.
Το πρόβλημα είναι ότι η χώρα βρίσκεται εγκλωβισμένη στην κατασκευή που εδώ και 140 χρόνια περίπου φιλοτέχνησε, κυρίως, προς εσωτερική κατανάλωση. Όποια πολιτική ηγεσία τολμήσει να αποκαθηλώσει τα "παραδεδεγμένα", θα είναι υπόλογη στους ψηφοφόρους της. Οι ψηφοφόροι, η κοινή γνώμη δηλαδή, ούτε θέλει να μάθει ούτε, πολύ περισσότερο, να καταλάβει ούτε, βέβαια, νανιώσει εθνικά μειωμένη. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, η κοινή γνώμη το μόνο που είναι έτοιμη να πράξει είναι να τιμωρήσει τον πρώτο τολμητία που θα κινηθεί εκτός εθνικής γραμμής. Έτσι φτάσαμε στη γελοία κατάσταση ολόκληρος ο κόσμος, επίσημοι και ανεπίσημοι φορείς, να αποκαλούν το γειτονικό κράτος με το συνταγματικό όνομά του, ενώ το "ανάδελφο" έθνος των Ελλήνων να το αποκαλεί Σκόπια, και τους κατοίκους της Σκοπιανούς! Οι δε εντεταλμένοι της εξωτερικής μας πολιτικής να δηλώνουν στους ομολόγους τους, ως η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, "ξέρετε στην Ελλάδα έχουμε μία ευαισθησία για τη Μακεδονία...".
Είναι φύσει αδύνατον στο σημείωμα αυτό να εκτεθούν τα realia τουΜακεδονικού ζητήματος. Ο ενδιαφερόμενος, ωστόσο, εύκολα μπορεί να ανατρέξει σε όσες σοβαρές μελέτες είδαν το φως της δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια.4
"Παληοβούλγαροι", "Μακεδόνες" και "αγαθουργοί κακούργοι"
Θα περιοριστώ σε μερικές μόνο επισημάνσεις. Οι έλληνες ιθύνοντες έκαναν πολλές, αλλά τελικά άκαρπες προσπάθειες, τα 35 χρόνια που προηγήθηκαν του 1912, να αντικαταστήσουν τον όρο "Βούλγαροι", για τους σλαβόφωνους χριστιανούς της Μακεδονίας, με τον όρο "Μακεδόνες". Κι αυτό για να αφαιρέσουν, έστω και ονοματολογικά, το εθνολογικό πλεονέκτημα τουαντίπαλου δέους: της Βουλγαρίας. Ήδη από το μακρινό 1877, ορισμένοιλόγιοι άνδρες του "ελληνισμού" προσπαθούσαν να πείσουν την κοινή γνώμη ότι οι "βουλγαρόφωνοι Έλληνες" -ένα πρωτότυπο κατασκευαστικό δημιούργημα του ελληνικού αλυτρωτισμού- αυτοαποκαλούνται "Μακεδόνες" και ως τέτοιοι πρέπει να εκλαμβάνονται.5

Βάσει του ίδιου σκεπτικού, οι έλληνες επιτελείς, στα πρώτα βήματα της "ελληνικής αντεπίθεσης στη Μακεδονία", το 1904, διαπίστωναν με θλίψη ότι η "βουλγαρική προπαγάνδα" είχε πετύχει να εμφυσήσει "εις την ψυχήν του Μακεδονόφωνου πληθυσμού Βουλγαρικήν εθνικήν συνείδησιν". Και ως εκ τούτου, η ακολουθητέα γραμμή που προτεινόταν ήταν η αντικατάσταση του χαρακτηρισμού "παληοβούλγαρος" -η οποία βεβαίως παρέπεμπε σε αντίστοιχη αντιμετώπιση- καθώς και η ευγενέστερη "βουλγαρόφωνος έλληνας" με εκείνην του "Μακεδόνας"6.Στόχος να πειστούν οι συγκεκριμένοι Μακεδόνες ότι είναι απόγονοι του "έλληνα" στρατηλάτη Μεγαλέξανδρου...

Πέραν από τις ακροβασίες αυτές, των οποίων ουκ έστιν αριθμός, και τις οποίες ακόμη πληρώνουμε, εκείνο που κυρίως ενδιαφέρει εδώ είναι το πραγματικό γεγονός που σκοπίμως αποσιωπάται.Το γεγονός δηλαδή ότι μέχρι το 1912, το μόνο πολιτικό κίνημα αυτοδιάθεσης που συγκροτήθηκε και εκδηλώθηκε στον μακεδονικό χώρο ήταν εκείνο της ΒΜΡΟ [Βάτρεσνα Μακεντόνσκα Ρεβολιουτσιόνα Οργκανιζάτσια = Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ)]. Είτε στην καθαρά μακεδονική εκδοχή του είτε στη βουλγαρομακεδονική. Και στις δύο εκδοχές του υπήρξε το αντίπαλο δέος για τις ελληνικές βλέψεις στον ίδιο χώρο. "Έχομεν Σλαυϊκήν επανάστασιν εν Μακεδονία" δήλωνε ρητά ο Ίωνας Δραγούμης στον πατέρα του, την εποχή του Ίλιντεν, του μακεδονικού εικοσιένα, τον Ιούλιο του 1903. Διαπιστώνοντας συγχρόνως ότι "άπαντες οι σλαυόφωνοι πληθυσμοί ηκολούθησαν το Κομιτάτον [ΕΜΕΟ], ορθόδοξοι και σχισματικοί, και οι πλείστοι εκουσίως".7
Αντίθετα το ελληνικό και "ελληνίζον" στοιχείο της Μακεδονίας ούτε πριν την εμφάνιση της ΕΜΕΟ (1893) ούτε κατόπιν συγκρότησε κάποιο πολιτικό κίνημα υπέρ της απαλλαγής από τον τουρκικό ζυγό, υπέρ της αυτονόμησης της Μακεδονίας ή υπέρ της ένωσής της με την Ελλάδα. Σε πείσμα της επίσημης ελληνικής ιστοριογραφίας, που βλέπει να διαδέχονται το ένα το άλλο τα ελληνικά επαναστατικά κινήματα στη Μακεδονία, καθόλη τη διάρκεια της αλυτρωτικής παραζάλης, οι "ομογενείς" διατήρησαν την ψυχραιμία τους, τελώντας εν νομιμοφροσύνη τόσο έναντι της Πύλης όσο και απέναντι στον ρουμ Πατρίκ, τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Όσο για τις συμμορίες των ελλήνων μακεδονομάχων και σέρβων τσετών που δρουν την ίδια εποχή στη Μακεδονία, ούτε οι ίδιες βέβαια συνιστούν αυτονομιστικά κινήματα, αλλά ούτε και καταφέρνουν να υποδαυλίσουν κάτι ανάλογο. Αντίθετα, στόχος τους είναι ο στραγγαλισμός του κινήματος της ΕΜΕΟ, καθώς προσφέρουν τις υπηρεσίες τους επί μισθώ, στα αντίστοιχα εθνικά κέντρα των Αθηνών και του Βελιγραδίου, ειδικότερα οι μακεδονομάχοι ενίοτε συνεργαζόμενοι με τις τουρκικές δυνάμεις καταστολής.
Αυτοί οι "αγαθουργοί κακούργοι", κατά την έκφραση του Ίωνα Δραγούμη, θα δημιουργήσουν με την πολιτεία τους στη Μακεδονία τέτοια αποστροφή στους πολύπαθους σλαβόφωνους χωρικούς, που ο έλληνας Πρόξενος της Θεσσαλονίκης Λάμπρος Κορομηλάς θα ομολογήσει την αδυναμία να διεισδύσει η ελληνική προπαγάνδα στους συγκεκριμένους πληθυσμούς καθώς έχουν φθάσει στο σημείο να απεχθάνονται ό,τι είναι ελληνικό.
Η στρατιωτική κατάκτηση από την Ελλάδα του μεγαλύτερου καισημαντικότερου τμήματος της Μακεδονίας, τόσο οικονομικά όσο και γεωπολιτικά, δεν έλυσε το πρόβλημα. Αντίθετα δημιούργησε νέα προβλήματα διοίκησης, χειρισμού των "αλλογενών" και διπλωματικών περιπλοκών. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ανατρέξει στο εξαιρετικό επιστημονικό έργο του Τάσου Κωστόπουλου, Η απαγορευμένη γλώσσα, που πρωτοεκδόθηκε πριν οκτώ χρόνια.8
Και ναι μεν έχει υποστηριχθεί ότι το εικοσιδύο "χάσαμε την Σμύρνη αλλά στερεώσαμε την Μακεδονία με την μετοικεσία των προσφύγων",9 αλλά ο μελετητής της ιστορίας της ελληνικής Μακεδονίας θα διαπιστώσει την αγωνία και την ανασφάλεια των κυβερνώντων καθόλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου.
Εντελώς τηλεγραφικά θα υπενθυμίσω ότι από το '13 και εντεύθεν, τοΜακεδονικό αποτέλεσε μια "καυτή πατάτα" για τους έλληνες ιθύνοντες. Οι νομοθετικές ρυθμίσεις, οι διώξεις, οι εκτοπίσεις, οι κεκαλυμμένες δολοφονίες, οι ανταλλαγές πληθυσμών, οι μαζικές εκκαθαρίσεις, οι παντός είδους απαγορεύσεις, οι δημόσιοι εξευτελισμοί -που έλαβαν χώρα στην ελληνική Μακεδονία- δεν στάθηκαν δυνατόν να καταλαγιάσουν τις ανησυχίες των κυβερνήσεων, των διοικητικών επιτρόπων, του στρατού, των σωμάτων ασφαλείας και των πάσης φύσεως παρακρατικών και παραστρατιωτικών "παραγόντων".
Για λόγους οικονομίας χώρου δεν θα αναφερθώ στη συγκλονιστική δεκαετία του '40, όταν ο γηγενής πληθυσμός της ελληνικής Μακεδονίας πλήρωσε τον μεγαλύτερο φόρο αίματος, συστρατευόμενος κατά κύριο λόγο με τον ηττημένο του Εμφυλίου. Η εκτόπιση του σλαβομακεδονικού στοιχείου θεωρήθηκε, το 1949, ως η χρυσή ευκαιρία για μα απαλλαγεί η χώρα από τους "μη Έλληνες στην καταγωγή", δηλαδή τους τέως "βουλγαρόφωνους Έλληνες". Θα υπενθυμίσω μόνο ότι ο επαναπατρισμός των προσφύγων του εμφυλίου, που ψηφίσθηκε το 1982, εξαιρούσε και συνεχίζει να εξαιρεί όσους ήταν εγκατεστημένοι στη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Και όχι μόνο τους ίδιους αλλά και τους απογόνους τους. Πρόσφατα σε τηλεοπτική συνέντευξη ο Κ. Μητσοτάκης το είπε ωμά, αν και σε άλλα συμφραζόμενα: "Είδαμε και πάθαμε να απαλλαγούμε απ' αυτούς· δεν θα τους ξαναφέρναμε πίσω απ' το παράθυρο".

Η πολιτική του "ανύπαρκτου ζητήματος"
Ο μόνιμος φόβος των ελλήνων κρατούντων για πιθανή δημιουργία μειονοτικού ζητήματος στην ελληνική επικράτεια, θα τους υποχρεώσει να αρνούνται πεισματικά την ύπαρξη μακεδονικής εθνότητας και ανάλογα να προσαρμόζουν τα επιχειρήματά τους10. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι στην αρχή της νεομακεδονικής κρίσης, δεν δέχονταν ούτε καν την ύπαρξη Μακεδονίας εκτός ελληνικών συνόρων. Το σύνθημα η "Μακεδονία είναι μία και ελληνική" από τα χείλη του τότε προέδρου της Δημοκρατίας Κ. Καραμανλή εκπορεύτηκε. Η απαρχή της μακεδονικής "κατασκευής" χρονολογήθηκε το 1944, θεωρήθηκε "τιτοϊκή επινόηση" και απορρίφθηκε συλλήβδην ως ανιστόρητη.
Η μετεμφυλιακή Ελλάδα, ενταγμένη στο δυτικό άρμα της ψυχροπολεμικής διαίρεσης, μετά τη ρήξη Τίτο-Στάλιν είχε αποδεχθεί de facto τη δημιουργία της ομόσπονδης Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Συγχρόνως όμως ο όρος Μακεδόνας τέθηκε υπό επιτήρηση, η δε αναφορά στη Δημοκρατία της Μακεδονίας κατέστη απόρρητη.
Στο εξής, για την ελληνική διοίκηση, Μακεδόνες μπορούσαν να χαρακτηριστούν, πέρα από τον Φίλιππο, τον Μεγαλέξανδρο, καθώς και ορισμένους Βυζαντινούς αυτοκράτορες, οι κάτοικοι της ελληνικής Μακεδονίας πλην σλαβοφώνων. Για τους τελευταίους η δημόσια χρήση του όρου Μακεδόνας ήταν αυτοκτονική. Έτσι περιορίστηκαν στον αχρωμάτιστο πολιτικά και ιδεολογικά όρο -ντόπιοι- ή κατά την καθαρεύουσα της εποχήςεντόπιοι.
Όσο για τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, αυτή έπρεπε να μείνει αόρατη από τα αθώα ελληνικά μάτια. Ο χάρτης της διοικητικής διαίρεσης της Γιουγκοσλαβίας που εκπονήθηκε από το ΓΕΣ το 1951, παρά το γεγονός ότι δεν είναι ούτε επιτελικός (1:1.000.000) ούτε τοπογραφικός ούτε στρατιωτικός ούτε εθνολογικός, θα χαρακτηριστεί ως Απόρρητος μόνο γιατί σημειώνει το όνομα του τιτοϊκού κατασκευάσματος: ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ με ελληνικά μάλιστα στοιχεία. Είπαμε "το όνομά μας η ψυχή μας".
Μια παρένθεση: από το 1945 και εντεύθεν οι πολίτες της Γιουγκοσλαβίας είχαν το δικαίωμα να δηλώνουν την ιδιαίτερη εθνικότητά τους (Σέρβοι, Κροάτες, Σλοβένοι, Μακεδόνες κτλ…) ή αντ' αυτής "Γιουγκοσλάβοι". Στην απογραφή του 1981 σημειώθηκε και η μαζικότερη προτίμηση στη "Γιουγκοσλαβική εθνικότητα", που δεν ξεπέρασε όμως το 5,4% του συνολικού πληθυσμού της Γιουγκοσλαβίας. Και το ανέκδοτο: Οι συγγενείς δήλωναν πάντα τους νεκρούς τους με την ιδιαίτερή τους εθνικότητα. Εξ ού και το μακάβριο αστείο μεταξύ των δημογράφων ότι "οι Γιουγκοσλάβοι δεν πεθαίνουν ποτέ"11.
Η πολιτική του ανύπαρκτου ζητήματος την οποία εγκαινίασε η Ελλάδα την δεκαετία του '50 για το Μακεδονικό, συνηγορούσε προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά για να καταστεί πιο "ανύπαρκτο το ζήτημα" έπρεπε να καταστραφεί η μνημειακή μαρτυρία των φορέων του "ζητήματος". Έτσι, μετά τις υποχρεωτικές μετονομασίες τόπων και ανθρώπων, που είχαν προηγηθεί, θα ακολουθήσει η "ανάπλαση" των εκκλησιών, ο εξελληνισμός των εικόνων και τέλος η μακάβρια επιχείρηση της καταστροφής των νεκροταφείων. Ήταν τα μόνα μνημεία που διέθεταν οι "εντόπιοι".
Στο πεδίο της ιστοριογραφίας το ανύπαρκτο ζήτημα βρήκε την πληρέστερη δικαίωσή του. Το παρελθόν της Μακεδονίας χειρουργήθηκε. Κόπηκε και ράφτηκε, στη συνέχεια, στα μέτρα της κυριαρχίας του ελληνισμού ανά τους αιώνες. Ό,τι ενοχλούσε ή παραποιήθηκε ή απαλείφθηκε. Τελικός στόχος: ο αποπροσανατολισμός του κοινού. Η ιδεολογική χρήση της ιστορίας σε όλο της το μεγαλείο.
Η ιστορία προπαγάνδα που καλλιέργησαν οι έλληνες αρμόδιοι προς εσωτερική κατανάλωση, έπιασε και ρίζωσε. Έγινε αυταπόδεικτη αλήθεια για τους Έλληνες εντός και εκτός Ελλάδας.
Ουσιαστικός αντίλογος από σοβαρούς και μη στρατευμένους στην "ελληνική εθνική ιδέα" επιστήμονες, δεν υπήρξε. Άλλωστε η μεγαλοϊδεατική ανάγνωση του παρελθόντος έμοιαζε να πηγαίνει γάντι στην ελληνική κοινωνία. Μέχρι που έσπασε το ρόδι: ο υπαρκτός κατέρρευσε και μαζί του και η τιτοϊκή νοτιοσλαβία. Οι σοσιαλιστικές δημοκρατίες έγιναν ανεξάρτητες δημοκρατίες και οι απανταχού Έλληνες ξεχύθηκαν στους δρόμους, καθώς οι κυβερνώντες δεν μπορούσαν πια να κρύψουν κάτω από το χαλί τα τετελεσμένα.
Η ελληνική διπλωματία έκανε επίδειξη ασυναρτησίας, επιχειρηματολογώντας βάσει του καταγωγικού μύθου περί έθνους. Η πολιτική ηγεσία, φοβισμένη, ένοχη και εγκλωβισμένη σ' ό,τι είχε σπείρει η ίδια και οι προκάτοχοί της, μέσα σε ένα απίστευτο πέλαγος άγνοιας ψέλλιζε τα περί "αδιαπραγμάτευτων εθνικών δικαίων". Από κοντά, άνθρωποι του πνεύματος πρώτου μεγέθους, με τις δηλώσεις τους, θα σιγοντάρουν το κλίμα υστερίας.
Όλα τα επιχειρήματα του κράτους της Αθήνας που επιστρατεύτηκαν για να αιτιολογήσουν την μη αναγνώριση του κράτους των Σκοπίων με το συνταγματικό τους όνομα υπήρξαν επιστημονικά ανακριβή, πολιτικά τρωτά, διπλωματικά αδιέξοδα, στο ηθικό δε επίπεδο, τουλάχιστον αναξιοπρεπή. Όπως τεκμηριωμένα υποστηρίχθηκε, το πρόσφατο βέτο στο Βουκουρέστι, που χάιδεψε το εθνικό φιλότιμο των Νεοελλήνων, ούτε τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα ούτε την πολιτική σταθερότητα στα Βαλκάνια υπηρέτησε12.
Οι ξένοι απόρησαν με το εθνικιστικό παραλήρημα της Ελλάδας και απορούν με την συνεχιζόμενη αδιαλλαξία της Αθήνας. Πώς είναι δυνατόν ένα κράτος, μέλος της ευρωπαϊκής ένωσης, σε πλήρη οικονομική ανάπτυξη και σε περίοδο πολιτικής ομαλότητας από το 1974 και δώθε -τη στιγμή μάλιστα που δεν αμφισβητείται από κανέναν το αμετακίνητο των συνόρων-, να εμφανίζεται τόσο συμπλεγματικό και τόσο ανασφαλές απέναντι στον μικροσκοπικό γείτονά του;
Όπως παρατηρούσε ένας ξένος δημοσιογράφος, μόνο σε μία περίπτωση θα ήταν λογική άρα και κατανοητή η ελληνική αντίδραση: στην περίπτωση που η Ελληνική Δημοκρατία ονομαζόταν Μακεδονική Δημοκρατία. Και καθώς κάτι τέτοιο δεν ίσχυε, οι άσπονδοι εχθροί της Ελλάδας, δηλαδή οι ξένοι, έμειναν με την απορία.
Επειδή όμως δεν είναι τόσο κουτόφραγκοι όσο θέλουμε να πιστεύουμε, ίσως, παρατηρώντας τα εν Ελλάδι τεκταινόμενα, να τους ήρθε στο νου εκείνος ο περιπαιχτικός ορισμός περί έθνους, που έδωσε ο ανώνυμος συγγραφέας την δεκαετία του 1930. Το έθνος, έλεγε, είναι ένα σύνολο ανθρώπων που τους ενώνει η ίδια λανθασμένη ιδέα για την καταγωγή τους και μια κοινή απέχθεια έναντι των γειτόνων τους.

1. Και δεν εννοώ ατομικές αντιπαραθέσεις, περιορισμένες και αυτές, όπως λόγου χάριν από τον Ιό (βλ. μεταξύ άλλων "Η αθέατη πλευρά του Μακεδονικού", εφ. Ελευθεροτυπία, 11 Νοεμβρίου 2007 και παλαιότερα, "Οι δέκα μύθοι του 'Σκοπιανού'", εφ. Ελευθεροτυπία, 23 Οκτωβρίου 2005).
2. Θα έβγαιναν όλοι ωφελημένοι αν ξαναδιάβαζαν όσα στοχαστικά έχει γράψει σχετικά ο Φίλιππος Ηλιού, τώρα συγκεντρωμένα στον τόμο Ψηφίδες Ιστορίας και Πολιτικής του Εικοστού Αιώνα, Εκδοτική Φροντίδα: Άννα Ματθαίου-Στρατής Μπουρνάζος-Πόπη Πολέμη, Αθήνα, Πόλις, 2007.
3. Πβ. Ιός, "Ζανάσητε μπράτε Μακεντόντσι. Η ανασφάλεια της Κάτω Μακεδονίας", εφ.Ελευθεροτυπία, 19 Απριλίου 2008.
4. Βλ. ιδιαίτερα τη διεισδυτική και κριτική προσέγγιση της Αγγελικής Κωνσταντακοπούλου για την κυρίαρχη ελληνική ιστοριογραφική θέση ως προς το Μακεδονικό: "Ελληνικές εκδοχές του 'Μακεδονισμού'", στον τόμο Στην τροχιά του Φίλιππου Ηλιού. Ιδεολογικές χρήσεις και εμμονές στην ιστορία και την πολιτική, Εκδοτική φροντίδα: Άννα Ματθαίου-Στρατής Μπουρνάζος-Πόπη Πολέμη, Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη, 2008, σ. 53-74.
5. Εδουάρδου Στάνφορδ, Εθνογραφικός Χάρτης της Ευρωπαϊκής Τουρκίας της Ελλάδος, Αθήνα 1877, σ. 15. Πβ. και Τάσος Κωστόπουλος, "'Το όνομα του Άλλου': από τους 'ελληνοβούλγαρους' στους 'ντόπιους Μακεδόνες'", στον τόμο Μειονότητες στην Ελλάδα, Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού, 2004, σ. 367-403. Ιός, "Ένα, δύο, τρία, πολλά ονόματα", εφ. Ελευθεροτυπία, 5 Ιουνίου 2005.
6. Αρχείο Μακεδονικού Αγώνα / Π. Σ. Δέλτα, ανυπόγραφη και αχρονολόγητη (αλλά του Γ. Κακουλίδη, το1904) έκθεση του Προξενείου Θεσσαλονίκης, φ. 1.7.3.
7. Ίων Δραγούμης, Τα τετράδια του Ίλιντεν, Εισαγωγή-επιμέλεια: Γιώργος Πετσίβας, Αθήνα 2000, σ. 195.
8. Το βιβλίο αυτό βρίσκεται στον αντίποδα της κυρίαρχης ελληνικής ιστοριογραφίας για το μακεδονικό ζήτημα, γιατί δεν αποσιωπά και δεν παραποιεί τα πεπραγμένα των ελλήνων αξιωματούχων στην ελληνική Μακεδονία. Παράλληλα αποφεύγει να διολισθήσει σε ερμηνευτικά στρογγυλέματα και σχετικοποιήσεις τόσο προσφιλή στο χώρο των κοινωνικών επιστημών, καθώς θεωρούνται συστατικά στοιχεία μιας δήθεν αντικειμενικής προσέγγισης.
9. Άγγελος Βλάχος, Μία φορά κι ένα καιρό ένας διπλωμάτης, τ. Γ', Αθήνα, Εστία, 1986, σ. 29.
10. Βλ. Λεωνίδας Εμπειρίκος-Αθηνά Σκουλαρίκη, "Ο 'αλυτρωτισμός των Σκοπίων' ή η αποσιωπημένη μειονοτική διάσταση του Μακεδονικού", εφ. ΗΑυγή, 20 Απριλίου 2008.
11. Paul Garde, Le discours balkanique. Des mots et des hommes, Παρίσι 2004, σ. 183-184.
12. Ειδικός Συνεργάτης, "Η νέα μακεδονική μας περιπέτεια", π. Σύγχρονα Θέματα, τχ. 101, Απρίλιος-Ιούνιος 2006, σ. 5-12· πβ. και Αθηνά Σκουλαρίκη, "Μακεδονικό: πόσο δόκιμος είναι ο όρος αλυτρωτισμός;", στο ίδιο, σ. 13-17.
= = = =
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Αυγή», όπως αναδημόσιευτηκε από τον δικτυότοπο Macedonian Abecedar - Μακεδονικό Αναγνωστικό

Σκόρπιες καλοκαιρινές σκέψεις

Του Γιώργου Ν. Παπαδάκη

Διάβαζα τις προάλλες τις δηλώσεις διαφόρων «σημαντικών» προσώπων με αφορμή την έκρηξη που ισοπέδωσε μια ναυτική βάση και τα γύρω χωριά στην Κύπρο τον περασμένο μήνα και κόστισε τη ζωή σε 12 ανθρώπους και πραγματικά αδυνατούσα να τις πιστέψω. Έχω μάθει να τα περιμένω πλέον όλα- μα όλα- αλλά πάντοτε έχω και την αμυδρή ελπίδα ότι κάποια στιγμή κάποιος, κάπου θα ξεφύγει από την πεπατημένη και θα πει τα πράγματα με το όνομά τους.

Πήγε, λοιπόν, στην Κύπρο ο υπουργός Άμυνας της Ελλάδας Παναγιώτης Μπεγλίτης και το σημαντικότερο που βρήκε να πει ήταν ότι η τουρκική απειλή είναι εδώ. «Θέλω να σας πω ότι η απειλή αυτή δεν είναι θεωρητική, είναι υπαρκτή. Και το βλέπουμε στο Αιγαίο και στην Κύπρο δια της κατοχικής παρουσίας των τουρκικών στρατευμάτων, ως αποτέλεσμα της εισβολής το 1974.». Αυτό που δεν μας είπε, βέβαια, ο λαλίστατος υπουργός είναι τι ακριβώς κατέστρεψε η μεγάλη έκρηξη στην Κύπρο. Μήπως μια καλοκαιρινή κατασκήνωση ή ένα πάρκο αναψυχής; Ασφαλώς και όχι. Μια βαρέως τύπου στρατιωτική βάση ήταν που εξυπηρετούσε τις ανάγκες της Εθνικής Φρουράς Κύπρου και της ΕΛ.ΔΥ.Κ, δηλαδή του ελληνικού στρατού. Γιατί άραγε δε μας ενοχλεί η παρουσία ελληνικών στρατευμάτων στο νησί και μας ενοχλεί η παρουσία τουρκικών, τα οποία μάλιστα τα χαρακτηρίζουμε και «κατοχικά» με περισσή ευκολία;

Μα γιατί απλούστατα είμαστε υποκριτές χωρίς ντροπή. Και στα ελληνοτουρκικά και στα ελληνομακεδονικά και στα ελληνοαλβανικά αλλά και παντού. Αυτό βέβαια το ξέραμε. Είναι πασίγνωστες οι οβιδιακές μεταμορφώσεις ανθρώπων που κυριολεκτικά εν μια νυκτί και επειδή ανέλαβαν κάποιο αξίωμα, άρχισαν να μας τα λένε αλλιώς.

Το «Μακεδονικό» και οι Μακεδόνες στην Ελλάδα είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό πεδίο αυτών των μεταμορφώσεων. Δεν ήταν λίγοι όσοι περίμεναν διαφορεική προσέγγιση στο θέμα από τον σημερινό πρωθυπουργό, όταν αυτός ανέλαβε. Aυτός ήταν άλλωστε υπουργός Εξωτερικών όταν φτάσαμε –υποτίθεται- κοντά σε λύση της αστείας διαφοράς για το όνομα το 2001. Τι είδαμε; Βόλτες στην Πρέσπα και συναντήσεις για τα μάτια του κόσμου με τον Γκρούεφσκι, ίδια και απαράλλακτη στάση στο θέμα, τα ίδια και χειρότερα όσον αφορά τους Μακεδόνες εντός συνόρων. Και φυσικά, όταν το αφεντικό είναι έτσι, το να περιμένει κανείς διαφορετική προσέγγιση από υποτακτικούς που ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου δημιούργησε (Δρούτσας, Μπεγλίτης κ.α.) είναι μάλλον όνειρο θερινής νυκτός. Ο νυν δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης μιλούσε ανοικτά στο BBC πριν μερικά χρόνια για τη διαφορετικότητα, τους (μη Έλληνες) Μακεδόνες και τις μειονότητες. Τώρα, ως δήμαρχος πλέον, προτείνει κι αυτός ονόματα και διορίζει ως σύμβουλο επικοινωνίας του και διευθυντή της TV 100 τον άνθρωπο που στις αρχές της δεκαετίας του 90 ωρυόταν μπροστά από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να κατεβάσουν τα χέρια τους οι «γυφτοσκοπιανοί» από τη Μακεδονία… Για να μην αναφερθούμε στις «Πράσινες» παλινωδίες του παλιού φίλου των Μακεδόνων Μ. Τρεμόπουλου και της παρέας του.



Ο Άγιος Παντελεήμονας

Λίγο αργότερα, τη σκυτάλη έπαιρνε ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος, από τον οποίο ασφαλώς κανείς δεν περίμενε τίποτε διαφορετικό από το «καλύτερα με τη λάμπα και το φανάρι παρά να έχουμε ρεύμα από το ψευδοκράτος. Ας μην βάλουμε air condition. Εγώ στο γραφείο δεν το έχω ανάψει από τη μέρα που έγινε το ατύχημα». Ο μέγιστος αυτός ιεράρχης αναφερόταν στην πρόθεση της κυβέρνησης Χριστόφια να εισάγει ρεύμα από την Βόρεια Κύπρο για να καλύψει τις ενεργειακές ανάγκες του Νότου, καθώς η έκρηξη προκάλεσε σοβαρές ζημιές στις ενεργειακές υποδομές της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ευτυχώς, η κυβέρνηση δεν άκουσε το γραφικό αυτό σκοταδιστή- κυριολεκτικά και μεταφορικά- και πήρε την απαραίτητη ηλεκτρική ενέργεια. Εμείς οι υπόλοιποι απλά μείναμε να θαυμάζουμε για άλλη μια φορά τους Ταλιμπάν της Εκκλησίας. Ότι πιο κακεντρεχές, μισαλλόδοξο και οπισθοδρομικό μπορεί να βρει κανείς σε μια-ούτως ή άλλως- καθυστερημένη κοινωνία.

Έχοντας και πάλι το ιδιο πεδίο ως σημείο αναφοράς, είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς ότι το νεοελληνικό κράτος, από τότε που επεκτάθηκε αποσπώντας το μεγαλύτερο κομμάτι της Μακεδονίας, χρησιμοποίησε ως αιχμή του δόρατος τους παπάδες για να επιτεθεί λυσσαλέα εναντίον των Μακεδόνων. Ποιος δεν θυμάται τον «θρυλικό» Γερμανό Καραβαγγέλη που εξαγόραζε ανθρώπους και συνειδήσεις, συνεργαζόταν αρμονικά με τις οθωμανικές αρχές ενώ είχε στο μισθολόγιο της μητρόπολής του τους πλέον στυγνούς εγκληματίες, από τους οποίους ζητούσε (και έπαιρνε) κεφάλια Μακεδόνων ως σουβενίρ; Λιγότερο γνωστός αλλά ακόμα χειρότερος ήταν ο περιβόητος παπα-Δράκος που πυροβολούσε γυναίκες και έσφαζε αιχμαλώτους (δεν το λέω εγώ, ο Καραβίτης και ο Τσόντος-Βάρδας στα απομνημονεύματά τους το καταγράφουν).

Στη συνέχεια, όταν πλέον «απελευθερώθηκε» η Μακεδονία, οι ήρωες αυτοί βρήκαν το ιδανικό συμπλήρωμα στο πρόσωπο του χουντικού Αυγουστίνου Καντιώτη. Ενός ανθρώπου, του οποίου η μοναδική αποστολή ήταν να καταστρέψει οτιδήποτε μακεδονικό έβρισκε στο διάβα του, να διαγράψει την παρουσία αιώνων των Μακεδόνων στα εδάφη της Φλώρινας/Lerin αλλά και πολύ μακρύτερα, να σπείρει τον φόβο και τις ενοχές στις ψυχές τους. Σε πολύ μεγάλο βαθμό, ο απίστευτος αυτός θεομπαίχτης τα κατάφερε. Κατέστρεψε τις ιερές εικόνες ολόκληρων εκκλησιών (αδιάψευστοι μάρτυρες οι ναοί Sveti Nikola στις Πέτρες/Petresko, Sveti Atanas στο Ανταρτικό/Zhelevo, Sveti Gjorgji στο Ποιμενικό/Babcor, Sveta Petka στον Πυξό/Orovo και δεκάδες άλλοι), ξεθεμελίωσε νεκροταφεία και πέταξε σταυρούς και οστά στα χωράφια, κατέστρεψε αρχαιότητες ανυπολόγιστης πολιτιστικής αξίας (Βογομιλικό νεκροταφείο Βεύης/Banica, βασιλική Αγίου Αχιλλείου/Sveti Ahil στο ομώνυμο χωριό Ahil της Πρέσπας). Οι Φλωρινιώτες/Lerinci θυμούνται ακόμα τους αφορισμούς του από άμβωνος – αλλά και κυριολεκτικά- και τις απαγορεύσεις γάμων μεταξύ Μακεδόνων από τις 2 πλευρές των συνόρων. «Τι τις θέλετε αυτές τις βρωμοσκοπιανές, δεν μπορείτε να βρείτε γυναίκα να παντρευτείτε από εδώ;» έλεγε στους δυστυχείς πιστούς που αφελώς ζητούσαν την άδειά του.

Επειδή όμως φαίνεται πως όλα στην ζωή εδώ πληρώνονται, ο μοχθηρός αυτός άνθρωπος έχασε τα λογικά του και πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην απόλυτη εξαθλίωση, ζώντας σε ένα μικρό διαμέρισμα-τρώγλη μαζί με τα περιττώματά του έως πέρυσι, όταν και πέθανε σε ηλικία 103 ετών. Όπως λέει ο απλός κόσμος σε αυτές τις περιπτώσεις, ούτε ο Θεός, τον οποίο τόσο υποκριτικά «υπηρέτησε» τόσα χρόνια, σπέρνοντας το μίσος και το φόβο, δεν τον ήθελε κοντά του και τον άφησε να υποφέρει μέχρι την τελευταία του στιγμή.

Δυστυχώς, ο διάδοχός του στη μητρόπολη Θεόκλητος, ο Θεσσαλονίκης/Solunski Άνθιμος, ο Πειραιώς Σεραφείμ και ένα σωρό άλλοι, συνεχίζουν το «θεάρεστο» αυτό έργο, με την χρηματική ενίσχυση του νεοελληνικού κράτους, συνεπώς και όλων μας. Ακριβώς όπως οι διάφοροι Μπεγλίτηδες, Δρούτσηδες και λοιποί πολιτικάντηδες που μας έχουν καταντήσει να βλέπουμε την Τουρκία και να την ζηλεύουμε. Και όχι μόνο επειδή έχει ηλεκτρικό ρεύμα.



Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nova Zora στο τεύχος 16 του Αυγούστου 2011.

ΛΑΟΣ και Χρυσή Αυγή στο μανιφέστο του φιλέλληνα Νορβηγού δολοφόνου !!



Τελικά αποδεικνύεται ότι ο κόσμος είναι πολύ μικρός και κανένας δεν μπορεί να κρυφτεί. Ο ψυχοπαθής ακροδεξιός δολοφόνος Άντερς Μπρέιβικ που έπνιξε στο αίμα τη Νορβηγία κάνει στο μανιφέστο του των 1.500 σελίδων αναφορά και στην Ελλάδα και την Ελληνική πραγματικότητα !

Μεταξύ άλλων λοιπόν ο Νορβηγός δηλώνει-ως άλλος Άδωνης Γεωργιάδης- θαυμαστής της αρχαίας Ελλάδας με ειδικές αναφορές στον Θουκυδίδη, τον Ηρόδοτο και τον Πλάτωνα, κατατάσσει τους Έλληνες στη λευκή φυλή, ενώ είναι και υποστηρικτής της νέας Ελλάδας σε εθνικά της θέματα, όπως η Μικρασιατική καταστροφή του 1922, η επανάσταση του 1821 και το Κυπριακό, αλλά και η άλωση της Κωνσταντινούπολης (την οποία μάλιστα αποκαλεί έτσι και όχι Ιστανμπούλ…) !. Αναφέρει επίσης πως η γενοκτονία των Ελλήνων συνεχίζεται μέχρι σήμερα !

Μόνο στο Μακεδονικό δεν κάνει καμία αναφορά και φαντάζομαι ότι αν το έκανε θα τον ανακηρύσσαμε ως φιλέλληνα ανάλογο του Βύρωνα και του Σανταρόζα και μπορεί και ο Ψωμιάδης να του έστηνε και κανέναν ανδριάντα στη Θεσσαλονίκη !!!

Και είναι φυσικά αναπόφευκτο να τονίσω ότι κυρίως τέτοιοι άνθρωποι σαν τον συγκεκριμένο μανιακό ακροδεξιό μπορούν να είναι θαυμαστές του νεοελληνικού εθνικιστικού, μισαλλόδοξου και λαϊκίστικου «ψευδοκράτους» μας και να εμπνέονται από αυτό ! Ή μήπως έχω άδικο ;



Τα καλύτερα όμως τα αφήνω για το τέλος καθώς ο Νορβηγός φαίνεται να είναι πολύ καλά και λεπτομερώς ενημερωμένος για την Ελληνική πραγματικότητα, κάτι που μας δείχνει περίτρανα πως πρέπει να είχε συνδέσμους ή έστω συνομιλητές ομοϊδεάτες του στην Ελλάδα (και αυτό θα πρέπει να το αξιολογήσει πολύ σοβαρά η αστυνομία). Μέσα λοιπόν στα κόμματα με ιδεολογική ταύτιση ο Νορβηγός βάζει το ΛΑΟΣ και τη Χρυσή Αυγή, καθώς και δύο κόμματα που δεν υπάρχουν πλέον το «Ελληνικό μέτωπο» του Μάκη Βορίδη (που τώρα φυσικά είναι στο ΛΑΟΣ) και την «Πατριωτική Συμμαχία» του Ναζί χουντικού Ζαφειρόπουλου (τον οποίον ήθελε κάποτε ο Καρατζαφέρης να βάλει υποψήφιο…). Ακόμα ο Μπρέιβικ εγκωμιάζει την ιστοσελίδα της Χρυσής Αυγής, το περιοδικό «Αντεπίθεση» και τις φασιστοεφημερίδες «Ελληνικές Γραμμές» και «Ελεύθερος Κόσμος» (η τελευταία ανήκει επίσης στον εν λόγω Ζαφειρόπουλο).

Ατυχώς ξέχασε όμως να αναφέρει και τον ομοϊδεάτη τους Αντώνη Σαμαρά, αλλά φαίνεται ότι ο Νορβηγός είχε γράψει το μανιφέστο του πριν αυτός γίνει αρχηγός της ΝΔ και δεν τον ήξερε καλά !! Επίσης ο Νορβηγός μιλάει για 11312 (δίνει και τον ακριβή αριθμό !) "προδότες" στοχευμένους οπαδούς του πολυπολιτισμικού στην Ελλάδα που πρέπει να τιμωρηθούν με θανατική ποινή (!) και είναι βέβαια φανερό πως αυτές τις πληροφορίες του τις έχουν δώσει απ' την Ελλάδα. Φυσικά τα κατευθυνόμενα Ελληνικά κανάλια ελάχιστα αναφέρθηκαν σε όλα αυτά και όταν το έκαναν αυτό έγινε με ουδέτερες αναφορές, χωρίς να το κάνουν ζήτημα όπως θα γινόταν σε κάθε σοβαρή χώρα. Βλέπετε δεν πρέπει να θιχτεί ο Ελληνικός εθνικισμός και κάποια προστατευόμενα πιόνια του σάπιου πολιτικού καθεστώτος και ειδικά το κοινοβουλευτικό ΛΑΟΣ !

Αλλά ας μη γελιόμαστε, αν η Νορβηγία γέννησε ένα Μπρέιβικ η Ελλάδα θα μπορούσε να γεννήσει πολύ περισσότερους !! Μιλάμε για το κατεξοχήν μισαλλόδοξο κράτος όπου κυριαρχεί ο μεσαιωνικός εθνικισμός, ο φανατισμός και οι ιδεοληψίες κάθε είδους, όπου και το ίδιο το κράτος όχι μόνο δεν σε αποτρέπει απ’ το να γίνεις ρατσιστής και φασίστας, αλλά αντίθετα σε σπρώχνει για να γίνεις… Άλλωστε απόψεις σαν αυτές του Μπρέιβικ μπορεί στη Νορβηγία να είναι περιθωριακές, αλλά στην Ελλάδα είναι αρκετά διαδεδομένες και οικίες στον κόσμο.

Πάντως είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με την Ιντερπόλ υπάρχει σύνδεσμος του Μπρέιβικ στην Ελλάδα, μέλος της ομάδας των «Ναϊτών Ιπποτών» και μάλιστα, μέλος της ομάδας διερεύνησης στόχων για εκτέλεση ανάμεσα σε μαρξιστές και οπαδούς του πολυπολιτισμού!

Στο μανιφέστο του που δημοσίευσε λίγο πριν το μακελειό ο Νορβηγός αναφέρει ότι είναι μέλος του τάγματος των Ναϊτών, που όπως λέει ανασυστάθηκε στο Λονδίνο το 2002. Ανάμεσα στα ιδρυτικά μέλη λέει ότι είναι δύο Βρετανοί, ένας Γάλλος, ένας Γερμανός, ένας Ολλανδός, ένας Έλληνας, ένας Ρώσος, ένας Νορβηγός και ένας Σέρβος, χωρίς όμως να τους κατονομάζει.

Ευρωπαίοι αξιωματούχοι των υπηρεσιών ασφαλείας δηλώνουν ότι είναι ενήμεροι για συχνές συνομιλίες το τελευταίο διάστημα μέσω διαδικτύου ατόμων που ισχυρίζονται ότι ανήκουν στο τάγμα των Ναϊτών ιπποτών, στο οποίο αναφέρεται μέσα από το μανιφέστο του ο Μπρέιβικ. Επίσης, είπαν ότι ερευνούν τη βασιμότητα των πληροφοριών που θέλουν τον Μπρέιβικ και άλλα άτομα που ανήκουν στον ακροδεξιό χώρο να έχουν συναντηθεί στο Λονδίνο, το 2002.

Η δε Ελληνική αστυνομία ψάχνει ήδη-σε συνεργασία με την Ιντερπόλ-τον σύνδεσμό του Νορβηγού στην Ελλάδα με τον οποίον αυτός φέρεται να διατηρούσε συχνή ηλεκτρονική αλληλογραφία και ελέγχει εξονυχιστικά ιστοσελίδες ακροδεξιού περιεχομένου. Οι έρευνες στρέφονται σε γνωστό Έλληνα νεοφασίστα με πλούσια ακραία πολιτική δράση στο παρελθόν το όνομα του οποίου βρίσκεται πολύ ψηλά στην Ελληνική ναζιστική επετηρίδα.

Προς το παρών ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες που διαβάσαμε σε κάποια blogs και που τις αναπαράγουμε με επιφύλαξη μιλούν για έναν ναζιστή ονόματι Αριστοτέλης Καλέντζης ο οποίος είχε γίνει γνωστός στο παρελθόν για τις επαφές του με τους Σέρβους ναζί Κάρατζιτς και Μλάντιτς (και που εδώ τον βλέπετε να ποζάρει σχιζοφρενικά σε παλαιότερη συνέντευξή του…)



καθώς και για ένα στέλεχος του ΛΑΟΣ και μέλος της κεντρικής επιτροπής του ονόματι Γεώργιος Καραποστόλου, ο οποίος φέρεται να είναι Ναϊτης ή και μασόνος ! Και φυσικά καταλαβαίνετε ότι αν επιβεβαιωθούν όλα αυτά θα πρέπει να γίνει ένας πολιτικός σεισμός στην έτσι κι’ αλλιώς βαριά άρρωστη Ελλάδα μας… Η Ελλάδα λοιπόν δεν θα μπορούσε να απουσιάζει ούτε από αυτήν την τραγωδία. Να χαίρονται οι πολιτικοί μας και ο Ελληνικός λαός την κοινωνία που φτιάξαμε και τους πολιτικούς που ψηφίζει !! Και φυσικά οι θαυμαστές αυτού του νεοελληνικού μοντέλου είναι συνήθως μόνο άνθρωποι σαν τον Νορβηγό μακελάρη !!

Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα "ΤΑ ΑΙΡΕΤΙΚΑ".

«Ελληνάρας» ο χασάπης της Νορβηγίας!

Του Τάκη Μίχα


Τις πιο ακραίες απόψεις των Ελλήνων εθνικιστών υιοθετεί στο μανιφέστο του ο Άνερς Μπρέιβικ. Στο 1500 λέξεων μανιφέστο του «2083: Μια Ευρωπαϊκή Διακήρυξη Ανεξαρτησίας» ο Νορβηγός εξτρεμιστής προτείνει:
Toν διαμελισμό της Αλβανίας και την προσάρτηση τμήματος της στην Ελλάδα
Την επιστροφή στην Ελλάδα των «χαμένων πατρίδων» στην Τουρκία (παράλια Μικράς Ασίας)
Την εκδίωξη του Μουσουλμανικού στοιχείου από την Βόρειο Κύπρο.

Επίσης το μανιφέστο περιέχει χάρτη της νέας Μεγάλης Ελλάδας καθώς και τον δικέφαλο αετό της Ορθοδοξίας με την επιγραφή «Δεν ξεχνώ!»

Η προσάρτηση από την Ελλάδα των τουρκικών εδαφών θα γίνει μέσω πολέμου που θα περιλαμβάνει την χρήση βιολογικών και χημικών όπλων!

Η υιοθέτηση και προβολή αυτών των απόψεων από τον Νορβηγό εξτρεμιστή Μπρέιβικ θέτει και πάλι στο προσκήνιο το ερώτημα των διασυνδέσεών του με ξένους-πιθανώς και ελληνικούς- εθνικιστικούς κύκλους.

Αναλυτικότερα:
Αλβανία: Ο Μπρέιβικ προτείνει ότι θα πρέπει να διαμελιστεί και να μοιρασθεί κατ’ αναλογία 20% μεταξύ της Ελλάδας και του Μαυροβουνίου. Το υπόλοιπο 6Ο% θα συγκροτήσει ένα Αλβανοχριστιανικό κράτος. Όλοι οι Αλβανοί Μουσουλμάνοι θα απελαθούν στην Κεντρική Ανατολία (Τουρκία)
Κύπρος: Η Βόρεια και η Νότια Κύπρος θα ενωθούν ξανά στα πλαίσια ενός Ελληνοκυπριακού Χριστιανικού κράτους. Όλοι οι Τουρκοκύπριοι θα απελαθούν στην Κεντρική Ανατολία.
Τουρκία: Όλοι οι Μουσουλμάνοι που ζουν στην Δυτική Ανατολία (παράλια Μικράς Ασίας) θα απελαθούν στην Κεντρική Ανατολία. Τα παράλια της Μικράς Ασίας θα ξαναενωθούν με την Ελλάδα. Η Τουρκία θα διαμελιστεί σε τρία κομμάτια: To Δυτικό τμήμα που θα ενωθεί με την Ελλάδα, το Ανατολικό τμήμα που θα γίνει τμήμα της Αρμενίας και το Κεντρικό τμήμα που θα είναι η Τουρκία.

Σύμφωνα με τον Μπρέιβικ η Ελλάδα έχει νόμιμες εδαφικές διεκδικήσεις στην Βόρειο Ήπειρο, την Ανατολική Θράκη (συμεριλαμβανομενης της Κωνσταντινούπολης και της Αγίας Σοφίας), στα νησιά Ίμβρος και Τένεδος και σε τμήματα της Δυτικής Ανατολίας που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων και την Σμύρνη. «Αυτές οι περιοχές και πολλές άλλες» αναφέρει ο Μπρέιβικ στο μανιφέστο του «κάποτε είχαν σημαντικό Ελληνικό εθνοτικό πληθυσμό όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς από τους χάρτες που παρουσίασε ο κ. Ελευθέριος Βενιζέλος στην Διάσκεψη των Παρισίων το 1919. Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι οι Δυτικοί Σύμμαχοι, ιδιαίτερα ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτς, είχε υποσχεθεί στην Ελλάδα εδαφικά αντάλλαγμα αν έμπαινε στον πόλεμο με την πλευρά των Συμμάχων»

Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα επιτευχθεί η επέκταση της Ελλάδας σε βάρος της Τουρκίας, ο Μπρέιβικ προτείνει Ευρωπαϊκή χριστιανική πανστρατιά που όπως γράφει «θα έχει ως στόχο την απελευθέρωση της Δυτικής Ανατολίας και της Βόρειας Κύπρου». Και συμπληρώνει: «Βιολογικές και χημικές επιθέσεις ίσως να αποδειχτούν ιδιαίτερα χρήσιμες στο βαθμό που δεν θα προκαλέσουν ζημιές στην υποδομή της χώρας»!!

Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Protagon.gr στις 26/7/2011.

Από πατριώτης Έλληνας, πατριώτης Εβραίος...

Του ΛΑΜΠΡΟΥ ΜΠΑΛΤΣΙΩΤΗ*



ΙΑΚΩΒ ΣΙΜΠΗ - ΚΑΡΙΝΑ ΛΑΜΨΑ, Η ζωή απ' την αρχή. Η μετανάστευση των Ελλήνων Εβραίων στην Παλαιστίνη (1945-1948), εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 399



Η προσφορά του βιβλίου στην ελληνόγλωσση βιβλιογραφία είναι σαφώς ευρύτερη από τις αναφορές στον τίτλο. Γιατί με αφορμή την μεταπολεμική έξοδο των ελλήνων Εβραίων, οι συγγραφείς ασχολούνται και εξετάζουν μια σειρά ζητήματα. Ο έλληνας αναγνώστης έχει πλέον ένα εγχειρίδιο για την ιστορία της εβραϊκής μεταπολεμικής μετανάστευσης, για το πώς συγκροτήθηκε το κράτος του Ισραήλ, αλλά και περισσότερες γνώσεις για την ιστορία των ελλήνων Εβραίων πέραν από την περίοδο 1945-1948.

Για το κύριο θέμα που εξετάζει το βιβλίο, οι συγγραφείς επεξεργάστηκαν έναν τεράστιο όγκο αρχειακού υλικού και συνεντεύξεων το οποίο τιθάσευσαν με επιτυχία. Πρόκειται για την αγνοημένη, και σε ένα βαθμό αποσιωπημένη, εκούσια μετανάστευση στην Παλαιστίνη/Ισραήλ. Αποσιωπημένη από την ίδια την εβραϊκή κοινότητα, καθώς η μετανάστευση περίπου του μισού των επιζώντων διαταράσσει το σχήμα της αφοσίωσης των Εβραίων στο ελληνικό κράτος -έστω, πόσο μάλλον στο ελληνικό έθνος. Αποσιωπημένη βέβαια και από την επίσημη ελληνική εθνική ιστοριογραφία, καθώς στη μετακίνηση αυτή εμπλέκεται η κεντρική ελληνική διοίκηση, οι τοπικές αρχές και "ορθόδοξοι" Έλληνες που με τις διοικητικές πρακτικές, τις πολιτικές και τη στάση τους επεδίωξαν και "συνέβαλαν" σε αυτήν την έξοδο. Η τεκμηρίωση αυτών των στάσεων και πρακτικών συνιστά ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και αποκαλυπτικά στοιχεία του βιβλίου, καθώς η σχετική συζήτηση για τις πολιτικές της ελληνικής διοίκησης απέναντι στους Εβραίους της Ελλάδας άνοιξε μόλις τα τελευταία χρόνια.1 Στα μέσα του 1946 είχαν αποδοθεί μόνο 37 από τα τουλάχιστον 2000 καταστήματα που ανήκαν σε Εβραίους της Θεσσαλονίκης. Όχι μόνο δεν εκτελούνταν οι αποφάσεις των δικαστηρίων, αλλά η Γενική Διοίκηση Μακεδονίας καλούσε την κοινότητα να περιορίσει τις αξιώσεις της για να μη δημιουργηθεί "κοινωνικό ζήτημα". Όπως αποκαλύπτεται στο βιβλίο, οι ελληνικές αρχές έφτασαν στο σημείο να αρνηθούν την (επαν)είσοδο σε έλληνες Εβραίους που δεν είχαν ελληνική ιθαγένεια. Το τμήμα αυτό του βιβλίου (σσ. 122-160) είναι κατά τη γνώμη μας από τα πιο ενδιαφέροντα, καθώς η παρουσίαση του πλέγματος των νομικών και διοικητικών οχλήσεων προς τις εβραϊκές κοινότητες νοηματοδοτεί διαφορετικά την "εκούσια μετανάστευση", αλλά και συμπληρώνει την εικόνα για την πολιτική απέναντι σε κάθε πληθυσμιακή ομάδα που θεωρήθηκε "αλλογενής" την περίοδο του Εμφυλίου.

Η παρουσίαση των προσπαθειών της διεθνούς και ντόπιας ομάδας που είχε αναλάβει να πείσει και να προετοιμάσει τους έλληνες Εβραίους για την αναχώρησή τους και η ανάλογη περιγραφή των πρώτων χρόνων διαβίωσης στην Παλαιστίνη/Ισραήλ, πέρα από το αυτόνομο ενδιαφέρον που έχει, μας αποκαλύπτει με εξαιρετικό τρόπο αυτή την ιδιότυπη γέννηση του εθνικού κράτους του Ισραήλ και μια εβραϊκής-ισραηλινής ταυτότητας, μια ιδιότυπης, πλην όμως κανονικής εθνογένεσης που οι απαρχές της πήγαιναν πίσω κάποιες δεκαετίες. Ή όπως το θέτει σε ένα κείμενό του στο βιβλίο ένας από τους συντονιστές της σιωνιστικής τάσης μιλώντας για τους έλληνες Εβραίους "δεν έχουν ιδέα από εβραϊσμό". Έτσι, ένα δεύτερο ιδιαίτερης σημασία σημείο του βιβλίου είναι αυτό που σχετίζεται με τις μαρτυρίες του πώς οι (έλληνες, στην περίπτωσή μας), Εβραίοι, έγιναν Ισραηλινοί. Ο λόγος τους, κυρίως στο εκτεταμένο Επίμετρο του τόμου με τίτλο "Μαρτυρίες", είναι συγκλονιστικός. Όχι μόνο για το τι πέρασαν στην Κατοχή, πώς τους φέρθηκε η μεταπολεμική Ελλάδα, πώς διαψεύστηκαν οι προσδοκίες τους περί ισραηλινού παραδείσου, αλλά περισσότερο για το πώς δημιουργείται μια εθνική κοινότητα και πώς δημιουργεί-αναπλάθει την αφήγησή της. Για τον γράφοντα, συγκλονιστικότερη είναι η σιωπή των ανθρώπων αυτών για τη γλώσσα τους. Καμία ουσιαστικά αναφορά για τη γλωσσική μετατόπιση δεν υπάρχει στις μαρτυρίες ή και στο κείμενο. Όπως όλοι οι μετέπειτα ισραηλινοί, οι έλληνες Εβραίοι έπρεπε όχι μόνο να μάθουν άμεσα μια άγνωστη σε αυτούς γλώσσα, αλλά και να "ξεχάσουν" άμεσα τη μητρική τους (κυρίως judeospañol, αλλά και ελληνικά και άλλες). Αυτή η εξαιρετικά βίαιη και επιτυχημένη διαδικασία που έλαβε χώρα στο Ισραήλ, μαζί με την απεμπόληση κάθε ιδιαιτερότητας στο όνομα μιας κοινής εβραϊκής "ισραηλινότητας", φαίνεται ότι ήταν εξαιρετικά επιτυχημένη πέρα από το πρακτικό επίπεδο και στην καθολική συμβολική ηγεμονία της. "Ξαφνικά, από πατριώτης Έλληνας, έγινα πατριώτης Εβραίος", μας λέει πολύ χαρακτηριστικά ένας από τους μεταναστεύσαντες. Αντίθετα με τη γλώσσα, οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των Εβραίων από διαφορετικό γλωσσοπολιτισμικό περιβάλλον και η απουσία οποιουδήποτε δεσμού μεταξύ τους είναι εμφανής στις μαρτυρίες. Όχι γιατί η διαδικασία ομογενοποίησης και απεμπόλησης της όποιας ιδιαιτερότητας ήταν λιγότερο επιτυχημένη στα 60 χρόνια της ζωής του Ισραήλ. Αλλά γιατί επρόκειτο για ανθρώπους που έζησαν την αρχική προσπάθεια ομογενοποίησης,2 καθώς και το ότι η ιδιαιτερότητα της προέλευσης σχετίστηκε με την κοινωνική διαστρωμάτωση και τις ευκαιρίες ανέλιξης στο νέο κράτος, άρα διατήρησε κάποια συμβολική σημασία, θετική ή αρνητική.

Δύο είναι τα μειονεκτήματα του βιβλίου. Το πρώτο αφορά την "παράλληλη" ενασχόληση με πολλά ζητήματα, που όπως είδαμε, συνιστά τόσο προτέρημα, όσο και μειονέκτημα του τόμου. Μειονέκτημα, με την έννοια ότι ο αναγνώστης εμπλέκεται σε εκτεταμένες και λεπτομερείς αναφορές που λίγο σχετίζονται με την θεματική του βιβλίου. Επίσης, η απουσία παραπομπών για μερικά ζητήματα αδυνατίζει την τεκμηρίωση. Αυτό που θα μπορούσε να καταλογίσει κανείς στο βιβλίο ως δεύτερο μειονέκτημα, είναι ότι υφέρπει μια μεταφυσική και τελεολογική αντίληψη για την πορεία των πραγμάτων. Είτε για την κακή βρετανική πολιτική που εμπόδιζε την μετανάστευση (ο προσεκτικός αναγνώστης θα την έβρισκε ούτως ή άλλως απλώς αντιφατική), είτε για την ίδια τη μετανάστευση: "Δεν άργησαν όμως να δουν τις θετικές πλευρές" της ζωής στα κιμπούτς μας λένε οι συγγραφείς στη σ. 277, δικαιολογώντας ασυνείδητα την αρνητική στάση των νεοαφιχθέντων. Αυτός νομίζω είναι και ο κύριος λόγος που απουσιάζει η οργανωμένη παρουσίαση των απόψεων και της δυναμικής των ελλήνων Εβραίων που αντιτίθεντο στη μετακίνηση (κομμουνιστών και μη) και η υποτίμηση των αρνητικών στάσεων αυτών που κατέφθασαν στην Παλαιστίνη/Ισραήλ.

Για να μην παρεξηγηθούν οι πιο πάνω αναφορές, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ο τόμος στέκεται μακριά τόσο από τις εξιδανικεύσεις και αποσιωπήσεις, όπως για παράδειγμα της έκδοσης του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών το 2000, όσο και από τις υποτιθέμενες αντιεθνικιστικές δημοσιεύσεις του τύπου "Η γενοκτονία των Εβραίων στο Βραχώρι το 1821". Καταφέρνει να καλύψει επιτυχώς ένα μεγάλο ερευνητικό και βιβλιογραφικό κενό, όχι μόνο για την ιστορία των ελλήνων Εβραίων, αλλά εν τέλει της ελληνικής (και ισραηλινής) ιστορίας. Ελπίζουμε τα κενά που μένουν, για την πρώιμη μετανάστευση στην Παλαιστίνη (πριν τον Πόλεμο) και για την μετέπειτα ιστορία των ελλήνων Εβραίων στο Ισραήλ να καλυφθούν εξίσου επιτυχώς από τους ίδιους ή άλλους ερευνητές.

Κλείνοντας, θα προέτρεπα ακόμη και όσους δεν ενδιαφέρονται για την ιστορία, να διαβάσουν από το βιβλίο μόνο τις μαρτυρίες. "Ιστοριούλες" που μπροστά τους τα πιο απίθανα χολιγουντιανά σενάρια είναι παιδαριώδη και η συγκίνηση που προσφέρει το ..."Νησί" μηδαμινή. Αλλά, κυρίως, η ανάγνωσή τους θα συνέβαλε στο να πάψουν να ακούγονται φωνές, όπως αυτή που περιέχεται σε μια μαρτυρία: Μια γειτόνισσα κρυμμένης εβραϊκής οικογένειας, ανακαλύπτει το 1944 ότι οι γείτονές της δεν ήταν ορθόδοξοι. Η καλοπροαίρετη, κατά τα άλλα, κυρία τους ρωτά: "Μοιάζετε νορμάλ άνθρωποι, πώς είναι δυνατόν να είστε Εβραίοι;".





Λάμπρος Μπαλτσιώτης είναι διδάκτωρ Ιστορίας



1. Κυρίως από τους Γιώργο Μαργαρίτη στους "Ανεπιθύμητους συμπατριώτες", τον Gunnar Hering (ελλ. μτφ. το 2006) και τη Ρένα Μόλχο για την αντιεβραϊκή νομοθεσία του Βενιζέλου.

2. Η σημερινή νέα γενιά των ισραηλινών έχει συνήθως μια αχνή ιδέα για την καταγωγή της, και, εκτός εξαιρέσεων που σχετίζονται και με κοινωνικοικονομικούς παράγοντες, καμία γνώση της γλώσσας που μιλούσαν οι ανιόντες τους. Προφανώς αυτό δεν ισχύει για τις νεότερες μετακινήσεις προς το Ισραήλ.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Αυγή" στις : 10/07/2011