Του Νάσου Θεοδωρίδη
Αν κανείς θέλει να ανακαλύψει ποιο είναι το πρότυπο οργάνωσης της κοινωνίας που επιθυμεί να επιβάλει η Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα, τότε, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει παρά να ανατρέξει στο άκρως αντιδημοκρατικό, ανελεύθερο και αυταρχικό καθεστώς που επικρατούσε στην αρχαία Σπάρτη, όπου τα πάντα ήταν οργανωμένα με βάση τη στρατιωτική πειθαρχία, αλλά και κυριαρχούσε η σκληρότητα και η απανθρωπιά ενάντια σε κάθε αδύναμο πλάσμα, όπως π.χ. στους ανάπηρους.
Ο κάθε Σπαρτιάτης, από τη γέννησή του μέχρι και τη στιγμή του θανάτου, ήταν ταγμένος να υπηρετεί την Πολιτεία. Με γνώμονα αυτή την αρχή, η αγωγή την οποία λάμβανε αποσκοπούσε στην προετοιμασία του γι' αυτόν τον σκοπό. Όταν ένα αγόρι ερχόταν στη ζωή, ο πατέρας του είχε την υποχρέωση να το στείλει για επιθεώρηση. Τα γηραιότερα μέλη της φυλής, διαπίστωναν την ευρωστία και την αρτιμέλεια του παιδιού, επιτρέποντας στους γονείς του να το αναθρέψουν. Σε εναντία περίπτωση, το εγκατέλειπαν στον Καιάδα, επαφιέμενο στην τύχη. Το βάραθρο στο οποίο εγκαταλείπονταν τα μη αρτιμελή νεογέννητα, στον Ταΰγετο, λεγόταν "Αποθέτες". Πρέπει δε να διευκρινιστεί ότι δεν θανατώνονταν, απλώς εγκαταλείπονταν ώστε είτε να πεθάνουν από έλλειψη φροντίδας, είτε να τα βρει κάποιος και να τα αναθρέψει, εκτός όμως του λακωνικού γένους. Η επιθεώρηση των νεογέννητων, γινόταν σε έναν χώρο ο οποίος ονομαζόταν "Λέσχη". Επρόκειτο για την περιοχή όπου οι Σπαρτιάτες συγκεντρώνονταν προκειμένου να επιδοθούν στις στρατιωτικές και αθλητικές τους ενασχολήσεις. Η συγκατάθεση των επιθεωρούντων, ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξη ενός παιδιού στη λακωνική φυλή. Όπως αναφέρει ο Πλούταρχος (Αγησίλαος, 12), ουδείς γονέας δεν εδικαιούτο να αναθρέψει το παιδί του, εάν δεν υπήρχε προηγουμένως έγκριση της Πολιτείας.
Εφ' όσον το αγόρι αποδεικνυόταν ότι ήταν αρτιμελές, οι γονείς το ανέτρεφαν έως τα επτά του έτη. Ακολούθως εντασσόταν σε ένα σύστημα δημοσίας εκπαιδεύσεως, η οποία ήταν γνωστή ως "Αγωγή". Έκτοτε, τα παιδιά ζούσαν σε ομάδες, οι οποίες διαρθρώνονταν σε ίλες και αγέλες και "βούες". Στην ηλικία των είκοσι ετών, η εκπαίδευση κορυφωνόταν και οι νέοι αποκαλούνταν πλέον "είρενες". Η σκληρή και συνεχής εκγύμναση, η λιτή διατροφή και ο λιτός ιματισμός, η διδαχή της καρτερικότητας και του σεβασμού, αποτελούσαν συστατικά στοιχεία της "αγωγής" των Λακώνων. Οι στόχοι της εκπαιδευτικής αυτής διαδικασίας δεν ήταν αμιγώς στρατιωτικοί, αλλά και ευρύτερα κοινωνικοί. Οι νέοι Σπαρτιάτες επιδίδονταν στην απόκτηση των αρετών, στην εμπέδωση δηλαδή της "αιδούς" (του σεβασμού) αλλά και της "πειθούς", δηλαδή της υπακοής. Για την εμπέδωση της αγωγής, η Πολιτεία είχε ορίσει υπευθύνους οι οποίοι ονομάζονταν "Παιδονόμοι" και ασκούσαν ηθοπλαστικό, μορφωτικό και εποπτικό έργο επί των παίδων. Το αξίωμα αυτό καταλάμβαναν άτομα διακεκριμένα από ηθικής, πνευματικής και σωματικής απόψεως. Οι παιδονόμοι στο έργο που καλούνταν να επιτελέσουν, επικουρούνταν από τους "μαστιγοφόρους", οι οποίοι ασκούσαν ρόλο φυλάκων και ελεγκτών της συμπεριφοράς των εκπαιδευομένων νέων. Σημαντικό ρόλο επίσης διαδραμάτιζαν οι είρενες, οι οποίοι ασκούσαν καθήκοντα βοηθού παιδονόμου. Ο αρχηγός όλων των ομάδων, μεριμνούσε για την στρατιωτική αγωγή, τις σωματικές ασκήσεις, τον χορό, τη μουσική και τη γραφή των νέων, εν ολίγοις μεριμνούσε για την σωματική, πνευματική και ηθική τους διάπλαση, με γνώμονα τις επιταγές της Πολιτείας.
Κάθε ίλη νέων, επέλεγε ως αρχηγό της τον, κατά γενική παραδοχή, άριστο μεταξύ των εκπαιδευομένων, ο οποίος επιφορτιζόταν με το έργο της οργανώσεως των αγώνων και των συσσιτίων. Προεξάρχουσα θέση στην ιεραρχία, έναντι των παιδονόμων, των μαστιγοφόρων και των ειρένων, κατείχαν οι Άρχοντες, οι οποίοι ήταν πολίτες Σπαρτιάτες, άνω των τριάντα ετών, με αντικείμενο των καθηκόντων τους την άσκηση γενικής εποπτείας και διοικητικού ελέγχου. Η νωχελικότητα, η φυγοπονία και η επίδειξη αδιαφορίας προς την πατρίδα, ήταν φαινόμενα άγνωστα στην αρχαία Σπάρτη, τα οποία και εάν ακόμη ενέσκηπταν, αντιμετωπίζονταν εν τη γενέσει τους με την στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του αμφισβητία. Ένα μέτρο το οποίο εδραζόταν σε μία βάση απολύτως λογική, σύμφωνα με την οποία δεν ήταν ηθικό και δίκαιο να αποφαίνεται περί των ζητημάτων της Πολιτείας, κάποιος ο οποίος εμπράκτως την υπονομεύει ή στην καλύτερα των περιπτώσεων αδιαφορεί για την τύχη αυτής. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πόλη της Σπάρτης πάντοτε παρέμενε ατείχιστη, και αυτό προκειμένου να μην εφησυχάζονται οι πολίτες της, και να μην παραμελούν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις και το έργο της εκγύμνασης. Ο νέος εκείνος ο οποίος θα έφευγε από την Πολιτεία δίχως να έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και επέστρεφε αργότερα, θα αντιμετώπιζε την θανατική ποινή.
Στην Αρχαία Σπάρτη, η στρατοκρατική αντίληψη της ζωής έβρισκε την αποκορύφωσή της μέσα από την αντίληψη ότι η υπηρεσία και η προσφορά προς την Πατρίδα, έχει ισόβια διάρκεια και δεν εξαντλείται σε μία τυπική θητεία, όπως συμβαίνει σήμερα. Οι άρρενες υποχρεούνταν να επιδίδονται σε στρατιωτική αγωγή, και να τίθενται σε στρατιωτική υπηρεσία έως και τα 60 τους έτη. Μέχρι αυτή την ηλικία, είχαν καθήκον να γυμνάζονται, και γενικά να τελούν σε καλή φυσική κατάσταση και ετοιμότητα, πρόθυμοι να αγωνισθούν "υπέρ βωμών και εστιών" μόλις κληθούν υπό τα όπλα.
Ο γάμος ήταν θεσμός υποχρεωτικός, για όλο τον ελεύθερο και υγιή πληθυσμό. Οι νόμοι προέβλεπαν την τιμωρία όσων παντρεύονταν σε μεγάλη ηλικία, καθώς και των γυναικών εκείνων, που παντρεύονταν σε μικρή ηλικία. Ειδικές ποινές προβλέπονταν για τον "οψιγάμιον", καθώς και για τον "κακογάμιον". Ο Πλούταρχος (Λύσανδρος, 2), αναφέρεται στην περίπτωση του βασιλιά Αρχιδάμου, τον οποίο τιμώρησαν οι 'Έφοροι, διότι νυμφεύθηκε γυναίκα πολύ μικρής ηλικίας και συνεπεία τούτου του γεγονότος, δεν ήταν δυνατόν να γεννηθούν άρτια τέκνα.
Οι άνδρες που έμεναν ανύπανδροι, αντιμετώπιζαν ποινές και επιτιμήσεις, ενώ παράλληλα αποκλείονταν από την παρακολούθηση των "Γυμνοπαιδιών", τον δε Χειμώνα η Πολιτεία τους υποχρέωνε να βαδίζουν εντός κύκλου επί της αγοράς. Εκεί τραγουδούσαν ένα, μειωτικού χαρακτήρα τραγούδι, το οποίο ανέφερε ότι δικαίως υφίστανται αυτή την αντιμετώπιση. Χαρακτηριστική των ηθών και των αντιλήψεων που επικρατούσαν στην Σπάρτη περί των αγάμων, είναι η περίπτωση του Στρατηγού Δερκυλίδα. Ο Δερκυλίδας, αν και διακεκριμένος στο πεδίο της μάχης, αντιμετωπιζόταν αρνητικά ως άγαμος, γεγονός το οποίο δικαιολογούσε την επίδειξη μειωμένου σεβασμού προς το πρόσωπό του. Όταν λοιπόν ο στρατηγός Δερκυλίδας, θέλησε να καθίσει κάπου και τα καθίσματα ήταν κατειλημμένα από νέους, ο νέος στον οποίο απευθύνθηκε για να σηκωθεί, δεν του παραχώρησε τη θέση του, λέγοντάς του επιγραμματικά "Στρατηγέ δεν έχεις το γιο που θα δώσει το κάθισμά του σε εμένα".
Επειδή η αποστολή της οικογένειας στην Σπάρτη ήταν η γένεση υγιών παιδιών, ο άνδρας μπορούσε να συγκατατεθεί ώστε η γυναίκα του να συνευρεθεί με έναν άλλο Σπαρτιάτη, προκειμένου να προκύψει από την ένωσή τους ένα υγιές τέκνο, χωρίς αυτό να θεωρείται καθόλου επιλήψιμο. Χρέος των νέων γενεών, ήταν να υπερβούν τους πρεσβυτέρους, σε γενναιότητα και σε πολεμικά κατορθώματα, όσο και σε ειρηνικά έργα. Υπόμνηση αυτού του στόχου, αποτελούσε και η υπόσχεση "Αμες δε γεσόμεθα, πολλώ κάρρονες" (εμείς θα γίνουμε πολύ καλύτεροί σας), την οποία έδιδαν οι έφηβοι στις μεγαλύτερες γενεές. Στα ειρηνικά έργα, εντάσσεται και η ανάπτυξη του Πολιτισμού, περί του οποίου ελάχιστα έχουν γίνει γνωστά, καθώς η αρχαία Σπάρτη κείται θαμμένη κάτω από τη σύγχρονη πόλη, όχι βέβαια τυχαία... Ο εντοπισμός ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς είχε βαριές συνέπειες, και ο πέλεκυς του νόμου ήταν αμείλικτος (απώλεια πολιτικών δικαιωμάτων, εξορία, θανάτωση).
Σε ό,τι αφορά τη φιλοξενία ξένων, αρχικά η Σπάρτη, όπως κι ο υπόλοιπος ελληνικός κόσμος , ήταν θετική. Όταν όμως οι Λακεδαιμόνιοι διαπίστωσαν ότι το μέτρο αυτό ενείχε κινδύνους αλλοίωσης της φυσιογνωμίας, των ηθών και των εθίμων της Σπαρτιατικής Πολιτείας, θέσπισαν τη ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΟΤΑΤΗ ξενηλασία, δηλαδή την απαγόρευση φιλοξενίας ξένων στην πόλη τους. Το σκεπτικό υπό το οποίο επεβλήθη αυτό το μέτρο, εξηγεί ο Ξενοφών (Λακεδ. Πολιτεία, 14.4), αναφέροντας ότι υπαγορεύθηκε από την θέλησή τους να διαφυλαχθεί αμίαρος ο χαρακτήρας της Σπάρτης, και ανεπηρέαστος από ξένες συνήθειες. Ο Ηρόδοτος, αναφέρει ότι καθ' όλον τον ιστορικό βίο της Σπάρτης, κατεγράφησαν δύο και μόνο πολιτογραφήσεις αλλοδαπών. Αντίστοιχα, η έξοδος από την πόλη-κράτος ήταν εξαιρετικά δύσκολη για τους Σπαρτιάτες, προκειμένου να μείνουν ανεπηρέαστοι από ξένα ήθη. Σε σπάνιες περιπτώσεις, η Πολιτεία χορηγούσε ειδική άδεια αποδημίας. Δηλαδή βλέπουμε ένα συνδυασμό φασισμού και σταλινισμού !! Ό,τι χειρότερο, και μάλιστα μέσα σε μια έξαρση μιλιταριστικού υπερπατριωτισμού !!...Τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα με τους σκλάβους που αποκαλούνταν είλωτες, που οι επαναστάσεις τους σημαδεύουν την ιστορία της Σπάρτης κατά την κλασική εποχή, και οι οποίοι έθεσαν πολλές φορές σε κίνδυνο την ύπαρξη της πόλης. Ήταν τόσος ο φόβος για τις επαναστάσεις αυτές, ώστε ο Πλάτωνας στουςΝόμους συνιστούσε να μην υπάρχουν σε μια πόλη δούλοι της ίδιας καταγωγής και που να μιλούν την ίδια γλώσσα. Πάντως για το ζήτημα της καταγωγής τωνειλώτων ούτε κατά την αρχαιότητα υπήρχε συμφωνία απόψεων, πράγμα που οδήγησε ορισμένους σύγχρονους ιστορικούς να αμφισβητήσουν την προδωρικήτους καταγωγή. Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι οι είλωτες ήταν απόγονοι πληθυσμών που υποτάχθηκαν από τους Δωριείς κατακτητές και υποβιβάστηκαν σε δούλους. Την ίδια τύχη είχαν αργότερα και οι Μεσσήνιοι. Αλλά και στις δύο περιπτώσεις το γεγονός της κατάκτησης παραμένει ο βασικός άξονας ερμηνείας.
Μερικοί σύγχρονοι ωστόσο υπέθεσαν ότι η ειλωτεΐα στη Σπάρτη ήταν αποτέλεσμα μιας οικονομικής εξέλιξης ανάλογης με εκείνη που πρέπει να γνώρισε η Αττική τον 7ο αιώνα. Ενώ όμως στην Αττική ο Σόλων χάρισε την ελευθερία στους χωρικούς που είχαν υποδουλωθεί λόγω των χρεών τους προς τους μεγάλους γαιοκτήμονες, στη Σπάρτη δεν συνέβη το ίδιο, με αποτέλεσμα την ειλωτεία. Η θεωρία αυτή μπορεί να φαίνεται ενδιαφέρουσα εκ πρώτης όψεως, με τον παραλληλισμό που επιχειρεί μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης. Στηρίζεται όμως σε ένα γεγονός που μπορεί να αμφισβητηθεί: την απουσία κάθε ίχνους επιβίωσης κάποιας προδωρικής διαλέκτου στη Λακωνία.
Δεν θα μπορούσε να δοθεί μια κατηγορηματική απάντηση. Έχουμε ήδη εκφράσει τις επιφυλάξεις μας για την ερμηνεία των δομών του σπαρτιατικού κράτους με βάση τη δωρική κατάκτηση. Τη δεύτερη αυτή ερμηνεία θα έπρεπε να τη δεχτούμε; Προσκρούει σε μία παράδοση κατά την οποία οι είλωτες, τουλάχιστον αρχικά, αποτελούσαν περιουσία της κοινότητας των Σπαρτιατών. Ακόμη κι αν η παράδοση αυτή απορρέει από το γενικότερο «μυστήριο» που καλύπτει τη σπαρτιατική κοινωνία, είναι γεγονός ότι μεταξύ των ειλώτων υπήρχαν δεσμοί, που εξηγούν και τις συχνές επαναστάσεις τους. Άλλωστε οι μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων, και ο παραλληλισμός που έκαναν μεταξύ της σπαρτιατικής ειλωτείας και άλλων ανάλογων μορφών εξάρτησης, μας κάνουν να σκεφτούμε ότι η υποδούλωση των χωρικών ήταν ένα πολύ πιο διαδεδομένο φαινόμενο, το οποίο απλώς στη Σπάρτη κατά κάποιον τρόπο συστηματοποιήθηκε.
Ο είλωτας δεν μπορούσε να πουληθεί ή να νοικιαστεί, αφού δεν αποτελούσε ιδιωτική περιούσια. Παρέμενε «δεμένος» με τον κλήρο και κατέβαλλε τέλη στον ιδιοκτήτη του κλήρου όπου εργαζόταν, αλλά μπορούσε να διαθέσει ελεύθερα το πλεόνασμα, πράγμα που του προσέφερε μεγαλύτερη οικονομική ανεξαρτησία απ’ όση είχαν οι συνηθισμένοι δούλοι. Προφανώς τα τέλη αυτά ήταν ιδιαίτερα υψηλά. Ο Τυρταίος, ποιητής σύγχρονος του Β’ Μεσσηνιακού πολέμου, παρομοιάζει τους Μεσσήνιους είλωτες με «γαϊδούρια που λυγίζουν από το βάρος και φέρνουν στον κύριο τους το μισό της συγκομιδής τους». Φαίνεται όμως ότι αργότερα τα τέλη σταθεροποιήθηκαν, προκειμένου να εξασφαλίζουν τη συνεισφορά του Σπαρτιάτη στο συσσίτιο. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τη μαρτυρία του Πλούταρχου, που βέβαια είναι πολλές φορές αμφισβητήσιμη, αλλά απηχεί μια παράδοση την οποία δεν μπορούμε και να απορρίψουμε εντελώς. Επιπλέον η κατάσταση των δούλων της Κρήτης, που τη γνωρίζουμε αρκετά καλά χάρη στην περίφημη επιγραφή της Γόρτυνας. και με τους οποίους συχνά συγκρίνονταν οιείλωτες, επιβεβαιώνει την πραγματικότητα αυτής της κατά το ήμισυ ελευθερίας των ειλώτων στο οικονομικό επίπεδο.
Οι είλωτες ήταν κυρίως χωρικοί. Γι’ αυτό και μόνο, είχαν σημαντική θέση στη ζωή της πόλης. Ένας αρχαίος γραμματικός υποστηρίζει ότι οι είλωτες βρίσκονταν σε μια ενδιάμεση κατάσταση, μεταξύ δούλου και ελεύθερου. Πρέπει όντως να μπορούσαν να έχουν οικογένεια, και η ζωή τους να ήταν κατά το ήμισυ ανεξάρτητη. Ίσως να είχαν ακόμη και το δικό τους σπίτι, τα δικά τους εργαλεία δουλειάς. Κι ωστόσο οι αρχαίοι συγγραφείς, κυρίως οι αθηναίοι, επέμεναν στην άσχημη αντιμετώπιση και τις βίαιες ταπεινώσεις που υφίσταντο οι είλωτες.Η καταπιεστική αντιμετώπιση των ειλώτων από τη σπαρτιατική εξουσία ήταν ασφαλώς αποτέλεσμα του στρατοκρατικού χαρακτήρα αυτής της πόλης - κράτος
Με άλλα λόγια, συμπεραίνουμε ότι η σπαρτιατική κοινωνία είναι παράδειγμα προς αποφυγήν για κάθε δημοκράτη και ελεύθερο άνθρωπο.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Trakya'nın Sesi (Θρακική Φωνή).
Αν κανείς θέλει να ανακαλύψει ποιο είναι το πρότυπο οργάνωσης της κοινωνίας που επιθυμεί να επιβάλει η Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα, τότε, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει παρά να ανατρέξει στο άκρως αντιδημοκρατικό, ανελεύθερο και αυταρχικό καθεστώς που επικρατούσε στην αρχαία Σπάρτη, όπου τα πάντα ήταν οργανωμένα με βάση τη στρατιωτική πειθαρχία, αλλά και κυριαρχούσε η σκληρότητα και η απανθρωπιά ενάντια σε κάθε αδύναμο πλάσμα, όπως π.χ. στους ανάπηρους.
Ο κάθε Σπαρτιάτης, από τη γέννησή του μέχρι και τη στιγμή του θανάτου, ήταν ταγμένος να υπηρετεί την Πολιτεία. Με γνώμονα αυτή την αρχή, η αγωγή την οποία λάμβανε αποσκοπούσε στην προετοιμασία του γι' αυτόν τον σκοπό. Όταν ένα αγόρι ερχόταν στη ζωή, ο πατέρας του είχε την υποχρέωση να το στείλει για επιθεώρηση. Τα γηραιότερα μέλη της φυλής, διαπίστωναν την ευρωστία και την αρτιμέλεια του παιδιού, επιτρέποντας στους γονείς του να το αναθρέψουν. Σε εναντία περίπτωση, το εγκατέλειπαν στον Καιάδα, επαφιέμενο στην τύχη. Το βάραθρο στο οποίο εγκαταλείπονταν τα μη αρτιμελή νεογέννητα, στον Ταΰγετο, λεγόταν "Αποθέτες". Πρέπει δε να διευκρινιστεί ότι δεν θανατώνονταν, απλώς εγκαταλείπονταν ώστε είτε να πεθάνουν από έλλειψη φροντίδας, είτε να τα βρει κάποιος και να τα αναθρέψει, εκτός όμως του λακωνικού γένους. Η επιθεώρηση των νεογέννητων, γινόταν σε έναν χώρο ο οποίος ονομαζόταν "Λέσχη". Επρόκειτο για την περιοχή όπου οι Σπαρτιάτες συγκεντρώνονταν προκειμένου να επιδοθούν στις στρατιωτικές και αθλητικές τους ενασχολήσεις. Η συγκατάθεση των επιθεωρούντων, ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξη ενός παιδιού στη λακωνική φυλή. Όπως αναφέρει ο Πλούταρχος (Αγησίλαος, 12), ουδείς γονέας δεν εδικαιούτο να αναθρέψει το παιδί του, εάν δεν υπήρχε προηγουμένως έγκριση της Πολιτείας.
Εφ' όσον το αγόρι αποδεικνυόταν ότι ήταν αρτιμελές, οι γονείς το ανέτρεφαν έως τα επτά του έτη. Ακολούθως εντασσόταν σε ένα σύστημα δημοσίας εκπαιδεύσεως, η οποία ήταν γνωστή ως "Αγωγή". Έκτοτε, τα παιδιά ζούσαν σε ομάδες, οι οποίες διαρθρώνονταν σε ίλες και αγέλες και "βούες". Στην ηλικία των είκοσι ετών, η εκπαίδευση κορυφωνόταν και οι νέοι αποκαλούνταν πλέον "είρενες". Η σκληρή και συνεχής εκγύμναση, η λιτή διατροφή και ο λιτός ιματισμός, η διδαχή της καρτερικότητας και του σεβασμού, αποτελούσαν συστατικά στοιχεία της "αγωγής" των Λακώνων. Οι στόχοι της εκπαιδευτικής αυτής διαδικασίας δεν ήταν αμιγώς στρατιωτικοί, αλλά και ευρύτερα κοινωνικοί. Οι νέοι Σπαρτιάτες επιδίδονταν στην απόκτηση των αρετών, στην εμπέδωση δηλαδή της "αιδούς" (του σεβασμού) αλλά και της "πειθούς", δηλαδή της υπακοής. Για την εμπέδωση της αγωγής, η Πολιτεία είχε ορίσει υπευθύνους οι οποίοι ονομάζονταν "Παιδονόμοι" και ασκούσαν ηθοπλαστικό, μορφωτικό και εποπτικό έργο επί των παίδων. Το αξίωμα αυτό καταλάμβαναν άτομα διακεκριμένα από ηθικής, πνευματικής και σωματικής απόψεως. Οι παιδονόμοι στο έργο που καλούνταν να επιτελέσουν, επικουρούνταν από τους "μαστιγοφόρους", οι οποίοι ασκούσαν ρόλο φυλάκων και ελεγκτών της συμπεριφοράς των εκπαιδευομένων νέων. Σημαντικό ρόλο επίσης διαδραμάτιζαν οι είρενες, οι οποίοι ασκούσαν καθήκοντα βοηθού παιδονόμου. Ο αρχηγός όλων των ομάδων, μεριμνούσε για την στρατιωτική αγωγή, τις σωματικές ασκήσεις, τον χορό, τη μουσική και τη γραφή των νέων, εν ολίγοις μεριμνούσε για την σωματική, πνευματική και ηθική τους διάπλαση, με γνώμονα τις επιταγές της Πολιτείας.
Κάθε ίλη νέων, επέλεγε ως αρχηγό της τον, κατά γενική παραδοχή, άριστο μεταξύ των εκπαιδευομένων, ο οποίος επιφορτιζόταν με το έργο της οργανώσεως των αγώνων και των συσσιτίων. Προεξάρχουσα θέση στην ιεραρχία, έναντι των παιδονόμων, των μαστιγοφόρων και των ειρένων, κατείχαν οι Άρχοντες, οι οποίοι ήταν πολίτες Σπαρτιάτες, άνω των τριάντα ετών, με αντικείμενο των καθηκόντων τους την άσκηση γενικής εποπτείας και διοικητικού ελέγχου. Η νωχελικότητα, η φυγοπονία και η επίδειξη αδιαφορίας προς την πατρίδα, ήταν φαινόμενα άγνωστα στην αρχαία Σπάρτη, τα οποία και εάν ακόμη ενέσκηπταν, αντιμετωπίζονταν εν τη γενέσει τους με την στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του αμφισβητία. Ένα μέτρο το οποίο εδραζόταν σε μία βάση απολύτως λογική, σύμφωνα με την οποία δεν ήταν ηθικό και δίκαιο να αποφαίνεται περί των ζητημάτων της Πολιτείας, κάποιος ο οποίος εμπράκτως την υπονομεύει ή στην καλύτερα των περιπτώσεων αδιαφορεί για την τύχη αυτής. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πόλη της Σπάρτης πάντοτε παρέμενε ατείχιστη, και αυτό προκειμένου να μην εφησυχάζονται οι πολίτες της, και να μην παραμελούν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις και το έργο της εκγύμνασης. Ο νέος εκείνος ο οποίος θα έφευγε από την Πολιτεία δίχως να έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και επέστρεφε αργότερα, θα αντιμετώπιζε την θανατική ποινή.
Στην Αρχαία Σπάρτη, η στρατοκρατική αντίληψη της ζωής έβρισκε την αποκορύφωσή της μέσα από την αντίληψη ότι η υπηρεσία και η προσφορά προς την Πατρίδα, έχει ισόβια διάρκεια και δεν εξαντλείται σε μία τυπική θητεία, όπως συμβαίνει σήμερα. Οι άρρενες υποχρεούνταν να επιδίδονται σε στρατιωτική αγωγή, και να τίθενται σε στρατιωτική υπηρεσία έως και τα 60 τους έτη. Μέχρι αυτή την ηλικία, είχαν καθήκον να γυμνάζονται, και γενικά να τελούν σε καλή φυσική κατάσταση και ετοιμότητα, πρόθυμοι να αγωνισθούν "υπέρ βωμών και εστιών" μόλις κληθούν υπό τα όπλα.
Ο γάμος ήταν θεσμός υποχρεωτικός, για όλο τον ελεύθερο και υγιή πληθυσμό. Οι νόμοι προέβλεπαν την τιμωρία όσων παντρεύονταν σε μεγάλη ηλικία, καθώς και των γυναικών εκείνων, που παντρεύονταν σε μικρή ηλικία. Ειδικές ποινές προβλέπονταν για τον "οψιγάμιον", καθώς και για τον "κακογάμιον". Ο Πλούταρχος (Λύσανδρος, 2), αναφέρεται στην περίπτωση του βασιλιά Αρχιδάμου, τον οποίο τιμώρησαν οι 'Έφοροι, διότι νυμφεύθηκε γυναίκα πολύ μικρής ηλικίας και συνεπεία τούτου του γεγονότος, δεν ήταν δυνατόν να γεννηθούν άρτια τέκνα.
Οι άνδρες που έμεναν ανύπανδροι, αντιμετώπιζαν ποινές και επιτιμήσεις, ενώ παράλληλα αποκλείονταν από την παρακολούθηση των "Γυμνοπαιδιών", τον δε Χειμώνα η Πολιτεία τους υποχρέωνε να βαδίζουν εντός κύκλου επί της αγοράς. Εκεί τραγουδούσαν ένα, μειωτικού χαρακτήρα τραγούδι, το οποίο ανέφερε ότι δικαίως υφίστανται αυτή την αντιμετώπιση. Χαρακτηριστική των ηθών και των αντιλήψεων που επικρατούσαν στην Σπάρτη περί των αγάμων, είναι η περίπτωση του Στρατηγού Δερκυλίδα. Ο Δερκυλίδας, αν και διακεκριμένος στο πεδίο της μάχης, αντιμετωπιζόταν αρνητικά ως άγαμος, γεγονός το οποίο δικαιολογούσε την επίδειξη μειωμένου σεβασμού προς το πρόσωπό του. Όταν λοιπόν ο στρατηγός Δερκυλίδας, θέλησε να καθίσει κάπου και τα καθίσματα ήταν κατειλημμένα από νέους, ο νέος στον οποίο απευθύνθηκε για να σηκωθεί, δεν του παραχώρησε τη θέση του, λέγοντάς του επιγραμματικά "Στρατηγέ δεν έχεις το γιο που θα δώσει το κάθισμά του σε εμένα".
Επειδή η αποστολή της οικογένειας στην Σπάρτη ήταν η γένεση υγιών παιδιών, ο άνδρας μπορούσε να συγκατατεθεί ώστε η γυναίκα του να συνευρεθεί με έναν άλλο Σπαρτιάτη, προκειμένου να προκύψει από την ένωσή τους ένα υγιές τέκνο, χωρίς αυτό να θεωρείται καθόλου επιλήψιμο. Χρέος των νέων γενεών, ήταν να υπερβούν τους πρεσβυτέρους, σε γενναιότητα και σε πολεμικά κατορθώματα, όσο και σε ειρηνικά έργα. Υπόμνηση αυτού του στόχου, αποτελούσε και η υπόσχεση "Αμες δε γεσόμεθα, πολλώ κάρρονες" (εμείς θα γίνουμε πολύ καλύτεροί σας), την οποία έδιδαν οι έφηβοι στις μεγαλύτερες γενεές. Στα ειρηνικά έργα, εντάσσεται και η ανάπτυξη του Πολιτισμού, περί του οποίου ελάχιστα έχουν γίνει γνωστά, καθώς η αρχαία Σπάρτη κείται θαμμένη κάτω από τη σύγχρονη πόλη, όχι βέβαια τυχαία... Ο εντοπισμός ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς είχε βαριές συνέπειες, και ο πέλεκυς του νόμου ήταν αμείλικτος (απώλεια πολιτικών δικαιωμάτων, εξορία, θανάτωση).
Σε ό,τι αφορά τη φιλοξενία ξένων, αρχικά η Σπάρτη, όπως κι ο υπόλοιπος ελληνικός κόσμος , ήταν θετική. Όταν όμως οι Λακεδαιμόνιοι διαπίστωσαν ότι το μέτρο αυτό ενείχε κινδύνους αλλοίωσης της φυσιογνωμίας, των ηθών και των εθίμων της Σπαρτιατικής Πολιτείας, θέσπισαν τη ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΟΤΑΤΗ ξενηλασία, δηλαδή την απαγόρευση φιλοξενίας ξένων στην πόλη τους. Το σκεπτικό υπό το οποίο επεβλήθη αυτό το μέτρο, εξηγεί ο Ξενοφών (Λακεδ. Πολιτεία, 14.4), αναφέροντας ότι υπαγορεύθηκε από την θέλησή τους να διαφυλαχθεί αμίαρος ο χαρακτήρας της Σπάρτης, και ανεπηρέαστος από ξένες συνήθειες. Ο Ηρόδοτος, αναφέρει ότι καθ' όλον τον ιστορικό βίο της Σπάρτης, κατεγράφησαν δύο και μόνο πολιτογραφήσεις αλλοδαπών. Αντίστοιχα, η έξοδος από την πόλη-κράτος ήταν εξαιρετικά δύσκολη για τους Σπαρτιάτες, προκειμένου να μείνουν ανεπηρέαστοι από ξένα ήθη. Σε σπάνιες περιπτώσεις, η Πολιτεία χορηγούσε ειδική άδεια αποδημίας. Δηλαδή βλέπουμε ένα συνδυασμό φασισμού και σταλινισμού !! Ό,τι χειρότερο, και μάλιστα μέσα σε μια έξαρση μιλιταριστικού υπερπατριωτισμού !!...Τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα με τους σκλάβους που αποκαλούνταν είλωτες, που οι επαναστάσεις τους σημαδεύουν την ιστορία της Σπάρτης κατά την κλασική εποχή, και οι οποίοι έθεσαν πολλές φορές σε κίνδυνο την ύπαρξη της πόλης. Ήταν τόσος ο φόβος για τις επαναστάσεις αυτές, ώστε ο Πλάτωνας στουςΝόμους συνιστούσε να μην υπάρχουν σε μια πόλη δούλοι της ίδιας καταγωγής και που να μιλούν την ίδια γλώσσα. Πάντως για το ζήτημα της καταγωγής τωνειλώτων ούτε κατά την αρχαιότητα υπήρχε συμφωνία απόψεων, πράγμα που οδήγησε ορισμένους σύγχρονους ιστορικούς να αμφισβητήσουν την προδωρικήτους καταγωγή. Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι οι είλωτες ήταν απόγονοι πληθυσμών που υποτάχθηκαν από τους Δωριείς κατακτητές και υποβιβάστηκαν σε δούλους. Την ίδια τύχη είχαν αργότερα και οι Μεσσήνιοι. Αλλά και στις δύο περιπτώσεις το γεγονός της κατάκτησης παραμένει ο βασικός άξονας ερμηνείας.
Μερικοί σύγχρονοι ωστόσο υπέθεσαν ότι η ειλωτεΐα στη Σπάρτη ήταν αποτέλεσμα μιας οικονομικής εξέλιξης ανάλογης με εκείνη που πρέπει να γνώρισε η Αττική τον 7ο αιώνα. Ενώ όμως στην Αττική ο Σόλων χάρισε την ελευθερία στους χωρικούς που είχαν υποδουλωθεί λόγω των χρεών τους προς τους μεγάλους γαιοκτήμονες, στη Σπάρτη δεν συνέβη το ίδιο, με αποτέλεσμα την ειλωτεία. Η θεωρία αυτή μπορεί να φαίνεται ενδιαφέρουσα εκ πρώτης όψεως, με τον παραλληλισμό που επιχειρεί μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης. Στηρίζεται όμως σε ένα γεγονός που μπορεί να αμφισβητηθεί: την απουσία κάθε ίχνους επιβίωσης κάποιας προδωρικής διαλέκτου στη Λακωνία.
Δεν θα μπορούσε να δοθεί μια κατηγορηματική απάντηση. Έχουμε ήδη εκφράσει τις επιφυλάξεις μας για την ερμηνεία των δομών του σπαρτιατικού κράτους με βάση τη δωρική κατάκτηση. Τη δεύτερη αυτή ερμηνεία θα έπρεπε να τη δεχτούμε; Προσκρούει σε μία παράδοση κατά την οποία οι είλωτες, τουλάχιστον αρχικά, αποτελούσαν περιουσία της κοινότητας των Σπαρτιατών. Ακόμη κι αν η παράδοση αυτή απορρέει από το γενικότερο «μυστήριο» που καλύπτει τη σπαρτιατική κοινωνία, είναι γεγονός ότι μεταξύ των ειλώτων υπήρχαν δεσμοί, που εξηγούν και τις συχνές επαναστάσεις τους. Άλλωστε οι μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων, και ο παραλληλισμός που έκαναν μεταξύ της σπαρτιατικής ειλωτείας και άλλων ανάλογων μορφών εξάρτησης, μας κάνουν να σκεφτούμε ότι η υποδούλωση των χωρικών ήταν ένα πολύ πιο διαδεδομένο φαινόμενο, το οποίο απλώς στη Σπάρτη κατά κάποιον τρόπο συστηματοποιήθηκε.
Ο είλωτας δεν μπορούσε να πουληθεί ή να νοικιαστεί, αφού δεν αποτελούσε ιδιωτική περιούσια. Παρέμενε «δεμένος» με τον κλήρο και κατέβαλλε τέλη στον ιδιοκτήτη του κλήρου όπου εργαζόταν, αλλά μπορούσε να διαθέσει ελεύθερα το πλεόνασμα, πράγμα που του προσέφερε μεγαλύτερη οικονομική ανεξαρτησία απ’ όση είχαν οι συνηθισμένοι δούλοι. Προφανώς τα τέλη αυτά ήταν ιδιαίτερα υψηλά. Ο Τυρταίος, ποιητής σύγχρονος του Β’ Μεσσηνιακού πολέμου, παρομοιάζει τους Μεσσήνιους είλωτες με «γαϊδούρια που λυγίζουν από το βάρος και φέρνουν στον κύριο τους το μισό της συγκομιδής τους». Φαίνεται όμως ότι αργότερα τα τέλη σταθεροποιήθηκαν, προκειμένου να εξασφαλίζουν τη συνεισφορά του Σπαρτιάτη στο συσσίτιο. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από τη μαρτυρία του Πλούταρχου, που βέβαια είναι πολλές φορές αμφισβητήσιμη, αλλά απηχεί μια παράδοση την οποία δεν μπορούμε και να απορρίψουμε εντελώς. Επιπλέον η κατάσταση των δούλων της Κρήτης, που τη γνωρίζουμε αρκετά καλά χάρη στην περίφημη επιγραφή της Γόρτυνας. και με τους οποίους συχνά συγκρίνονταν οιείλωτες, επιβεβαιώνει την πραγματικότητα αυτής της κατά το ήμισυ ελευθερίας των ειλώτων στο οικονομικό επίπεδο.
Οι είλωτες ήταν κυρίως χωρικοί. Γι’ αυτό και μόνο, είχαν σημαντική θέση στη ζωή της πόλης. Ένας αρχαίος γραμματικός υποστηρίζει ότι οι είλωτες βρίσκονταν σε μια ενδιάμεση κατάσταση, μεταξύ δούλου και ελεύθερου. Πρέπει όντως να μπορούσαν να έχουν οικογένεια, και η ζωή τους να ήταν κατά το ήμισυ ανεξάρτητη. Ίσως να είχαν ακόμη και το δικό τους σπίτι, τα δικά τους εργαλεία δουλειάς. Κι ωστόσο οι αρχαίοι συγγραφείς, κυρίως οι αθηναίοι, επέμεναν στην άσχημη αντιμετώπιση και τις βίαιες ταπεινώσεις που υφίσταντο οι είλωτες.Η καταπιεστική αντιμετώπιση των ειλώτων από τη σπαρτιατική εξουσία ήταν ασφαλώς αποτέλεσμα του στρατοκρατικού χαρακτήρα αυτής της πόλης - κράτος
Με άλλα λόγια, συμπεραίνουμε ότι η σπαρτιατική κοινωνία είναι παράδειγμα προς αποφυγήν για κάθε δημοκράτη και ελεύθερο άνθρωπο.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Trakya'nın Sesi (Θρακική Φωνή).