[Των δύο εκδηλώσεων σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα προηγήθηκε προβολή μισάωρου οπτικουακουστικού υλικού που είχαμε αρχειοθετήσει από εκπομπές και δελτία ειδήσεων τόσο κατά τη διάρκεια της απεργίας πείνας των 300 όσο και του πογκρόμ του Μάη του 2011.]
Αυτή εδώ δεν είναι μια εισήγηση για ΜΜΕ, αλλά μια εισήγηση για ελληνικό βόθρο. Και εξηγούμαστε: τα ΜΜΕ δεν έκαναν τίποτε παραπάνω από το καθήκον τους. Όταν, π.χ., μια-δυο εβδομάδες νωρίτερα από την απεργία πείνας των 300 μεταναστών, τα γκάλοπ καταδείκνυαν ότι το 86% των ελλήνων είναι ρατσιστές και εθνικιστές, ε, τότε πρέπει αυτός ο κόσμος, αυτοί οι θεατές και αναγνώστες δηλαδή των ΜΜΕ, να τροφοδοτηθεί με την κατάλληλη τροφή. Αυτό κάνανε τα ΜΜΕ. Τίποτα παραπάνω. Αντίστοιχα, κατά τη διάρκεια του Μάη, όταν το πογκρόμ καταδικάστηκε σε αφάνεια στις πραγματικές του διαστάσεις ή η τηλεοπτική του κάλυψη περιορίστηκε στη συντήρηση του μύθου της ‘φασιστικής μειοψηφίας’, κάτι ανάλογο επιτεύχθηκε. Αν περιορίζαμε, λοιπόν, την κριτική μας στα ΜΜΕ και μόνο, θα ήταν σα να βλέπαμε μόνο τα σκατά που κολυμπάνε στην επιφάνεια του βόθρου αυτού και να μη βλέπαμε τον ίδιο το βόθρο, χωρίς τον οποίο, τα σκατά θα πήγαιναν στον πάτο. Αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά και χωρίς τη βοήθεια εικόνων αυτή τη φορά.
Η αναβάθμιση του τρόμου
Με δεδομένο ένα εθχρικό κλίμα, ήταν επόμενο πως οι 300 μετανάστες απεργοί πείνας τον Ιανουάριο του 2011 θα αγωνιστούν με απελπιστικά ελάχιστους συμμάχους και πολλαπλούς αντιπάλους. Η αναβάθμιση του τρόμου πρέπει να παρατηρηθεί και στα τρία επίπεδα: ΜΜΕ, ελληνικό κράτος και, βέβαια, το βασικό υπεύθυνο, την ελληνική κοινωνία. Μια εμπειρική καταγραφή μπορεί να πείσει. Οι 300 μετανάστες απεργοί πείνας ήταν απέναντι σε όλους: τηλεπαιχνίδια με ερωτήσεις για «λαθρομετανάστες» και δώρα κινητά τηλέφωνα, η παρουσία του στρατιωτικομπατσικού μηχανισμού σε όλο το κέντρο της Αθήνας που συνάντησε ελάχιστες αντιστάσεις, το εκρηκτικό κοκτέιλ πανικού και αποφασιστικότητας που έδειξαν οι κρατικές κινήσεις, η πλήρης κοινωνική νομιμοποίηση της δολοφονικής λέξης «λαθρομετανάστης», τα αντιμεταναστευτικά ανέκδοτα που πρόλαβαν να κυκλοφορήσουν στους χώρους εργασίας για να χασκογελάνε οι πληγέντες από την κρίση έλληνες, η ηλίθια δικηγόρος έξω από τη νομική, ο περιθωριακός κρυφοφασίστας δημοσιογράφος, αυτό το ντούκι που δήλωνε απλά ‘έλληνας εργάτης’, ο σεκιουριτάς στον Ευαγγελισμό, η διευθύντρια του παθολογικού στο Λαϊκό, ο υπάλληλος του σκουπιδιάρικου που έλεγε χαμογελαστά «τρώνε καλά αυτοί εκεί μέσα», φυσικά ο δικαστικός, ο πανεπιστημιακός καθώς και οι ισλαμοφοβικοί αγύρτες τύπου Σώτης Τριανταφύλλου. Ήταν στο κέντρο, στο Αιγάλεω, σε τσαμπουκάδες κατά τη διάρκεια μοιρασμάτων, ήταν στου Ζωγράφου, βρίζοντας τους ανθρώπους της μικροφωνικής, ήταν πολύ συχνά σταματημένος με μηχανάκια στο φανάρι της Ηπείρου – μόλις ανάψει το πράσινο φανάρι προς την Πατησίων – έτοιμος να προλάβει να φωνάξει βιαστικά «μαλάκες!», ήταν στο μαύρο τζιπάκι να λέει ατάκες του στιλ «κι ο Αλ Καπόνε μετανάστης ήταν!». Φυσικά, να μην ξεχάσουμε τον αναρχικό φοιτητή ο οποίος, την 25η μέρα απεργίας πείνας είχε πρόβλημα «με το αίτημα για νομιμοποίηση» γιατί ήταν πολύ ρεφορμιστικό ή και τον αριστερό φοιτητή για τον οποίο προτεραιότητα είχε η εξεταστική Φεβρουαρίου. Το αν το κάποιοι εξέφρασαν τις ανησυχίες τους για την αλλοίωση του έθνους ή για την αποκατάσταση του πανεπιστημιακού ασύλου, τον προβληματισμό για τη «δημόσια υγιεινή» ή το άγχος ξεστρατίσματος του αγώνα, τον κίνδυνο απώλειας της εξεταστικής ή αυτόν της ρεφορμιστικής παρεκτροπής ή ακόμη και ιδεολογικού (πχ αντι-ΜΜΕ) αξιώματος, μικρή διαφορά μας κάνει. Όλοι τους μιλούσαν ελληνικά ή, ακόμη χειρότερα, σκέφτονταν έτσι.
Το τι προκάλεσε αυτή την τριπλή αναβάθμιση του τρόμου που αναφέραμε δεν είναι δύσκολο να το φανταστούμε. Ούτε κάποιος σούπερ εργατικός-ταξικός αγώνας, ούτε η απειλή πολέμου με την Τουρκία, ούτε και κάποια κρίση με πετρέλαια. Ηαναβάθμιση του τρόμου υπήρξε για τρεις πολύ απλούς λόγους που συνδυάστηκαν μεταξύ τους:
α) λόγω ενός προβληματικού μέσου αγώνα – της απεργίας πείνας – (προβληματικού ακριβώς γιατί στηρίζεται στον ανθρωπισμό ενός κράτους, και στην τελική ενός κράτους που είναι από τα λιγότερο γνωστά ως ‘ανθρωπιστικό’: το ελληνικό). Η απεργία πείνας, ξεκινάει απο την εκτίμηση ότι η άλλη πλευρά θα δεχτεί τα αιτήματα για ανθρωπιστικούς λόγους, για να μην έχουν νεκρούς ή γιατί οι μετανάστες πιστεύουν ότι αυτή η μορφή πάλης θα συγκινήσει την ελληνική κοινωνία τόσο ώστε να ασκήσει πίεση προς την εξουσία, εκτίμηση που είναι τουλάχιστον αισιόδοξη δεδομένης της ποιότητας αυτής της κοινωνίας.
β) ο δεύτερος λόγος της αναβάθμισης του τρόμου είχε να κάνει με το τυπικά ρεφορμιστικό μα τόσο συγκεκριμένο αίτημα της νομιμοποίησης των μεταναστών χωρίς χαρτιά στην ελλάδα, καθώς, όπως έχει γράψει και το CM: “Εν όψει της αθλιότητας της ελληνικής κοινωνίας και της ελεεινότητας των πρωτοποριών της, ακόμα και τέτοια απλά, ρεφορμιστικά και αυτονόητα σε άλλους καιρούς και άλλες κοινωνίες, συγκεκριμένα αιτήματα μετατρέπονται σε κοινωνικό δυναμίτη που περιμένει υπομονετικά να του ανάψουν το φυτίλι.” Ναι ρε, Αλβανοί! Η απειλή νομιμοποίησης όλων των μεταναστών στην ελλάδα τρόμαξε τον εθνικό κορμό στις πιο υπαρξιακές του ρίζες. Η πιθανότητα, δε, της παραχώρησης άδειας παραμονής στους 300 απεργούς πείνας δημιουργούσε άμεσα την απειλητική υπόνοια ότι κι άλλοι μετανάστες θα ακολουθούσαν το μέσο της απεργίας πείνας για να νομιμοποιηθούν, αυξάνοντας τους πονοκεφάλους αυτών που θέλουν να πιστεύουν και να ποντάρουν στην ελληνική πλειοψηφία και ομοιογένεια του πληθυσμού.
γ) ο τρίτος λόγος της αναβάθμισης του τρόμου, κατά την εκτίμηση μας, είναι ότι αυτός ο αγώνας δόθηκε ίσως για πρώτη φορά μαζικά και ρητά αυτοοργανωμένα (δηλαδή με συνελεύσεις μεταναστών που δεν χειραγωγούνται από πολιτικούς φορείς / κόμματα και που αποφασίζουν αυτόνομα για το κοινό τους μέλλον με βάση τη θέση τους στην ελληνική κοινωνία, δηλαδή ως ξένοι). Κι αν το Δεκέμβρη του ‘08 κάποιοι άρθρωναν κριτικές προς τους μετανάστες για το ότι απλά υπήρχαν στους δρόμους του Δεκέμβρη αλλά δεν ήταν και ενεργοί συμμέτοχοι (ή άλλοι ψέλλιζαν τις μπούρδες τους περί αντικαπιταλιστικής κριτικής στο πλιάτσικο), τώρα δεν μπορούσαν να χωνέψουν βέβαια το πώς 300 μετανάστες γονάτισαν το κράτος ώστε να κάνει κινήσεις που δε χρειάστηκε ποτέ να κάνει με την «ελληνική εργατική τάξη» των τελευταίων 20 χρόνων.
Παρένθεση για την ‘αυτοοργάνωση’ του αγώνα (που τόσο λοιδορήθηκε): Πρώτον, να σημειώσουμε ότι την απραξία και την άρνηση συμπαράστασης ομάδων και ατόμων του χώρου στο όνομα του καπελώματος των μεταναστών τη θεωρούμε επαίσχυντη γιατί υποτίμησε τους απεργούς ως άβουλα όντα, θεωρώντας ότι αυτοί χωρίς τη θέληση τους κατευθύνονται απο άλλους. Και ήταν, βέβαια, γελοίο άνθρωποι που αποφάσισαν μια τέτοια ενέργεια, βάζοντας σε κίνδυνο την ίδια τους τη ζωή, να θεωρούνται άβουλα όντα! Δεύτερον, τη συζήτηση περί καπελώματος την έφεραν στο προσκήνιο διάφοροι αριστεροί και αναρχικοί αποκρύβοντας, βέβαια, ότι σε πολλούς δικούς τους αγώνες – π.χ. απελευθέρωση φυλακισμένων ή κι εργατικές απεργίες – έχουν εμφανιστεί ιεραρχίες, καπελώματα και συμφωνίες κάτω από το τραπέζι και τότε δεν διαμαρτύρεται από όσο ξέρουμε κανείς. Τρίτον, η μετατροπή της αντιπαράθεσης κατά τη διάρκεια της απεργίας πείνας στο ποιος καπελώνει ποιον ή ποιος είναι πιο σωστός επαναστάτης, κατάφερε στο τέλος να πετάξει ακόμα και το ίδιο το αίτημα της απεργίας πείνας στο περιθώριο, το αίτημα της νομιμοποίηση των μεταναστών. Τέταρτον, κατά τη γνώμη μας, ακόμη κι αν υπήρχε πατερναλισμός, αναρωτήθηκε κανείς αν ήταν βούληση κι απόφαση των μεταναστών που για διάφορους δικούς τους λόγους τον δέχτηκαν ή ανέχτηκαν;
Μια χαμένη ευκαιρία
Οι 3 παραπάνω λόγοι που περιγράψαμε ήταν αρκετοί για να ανάψουν το φυτίλι της ελληνικής κοινωνίας. Όπως δήλωσαν κι οι κρατικοί της εκπρόσωποι, εκ του Υπουργείου Εσωτερικών, προς τους μετανάστες: «Βάλατε μια βόμβα στην κοινωνία» (ή σε υγιεινιστική παραλλαγή, εκ του Υπουργείου Υγείας: «Το κτίριο των μεταναστών αποτελεί βόμβα κινδύνου για τη δημόσια υγιεινή»). Η καφρίλα κορυφώθηκε στο τελευταίο βράδυ που οι απεργοί πείνας έζησαν μέσα στη νομική. Για πρώτη φορά υπήρχαν τόσο πολλοί λόγοι για να φερθεί κανείς αξιοπρεπώς, συμπυκνωμένοι μέσα σε λίγες μέρες: μεταξύ των οποίων λόγων να αναφέρουμε μονάχα τη στρατιωτική κατοχή του κέντρου από χιλιάδες μπάτσους όλων των ειδών, με όπλα μάλιστα όλων των ειδών, που απειλούσανε φανερά και δίχως άλλο τους 250 ξένους απεργούς πείνας εντός του κτιρίου της νομικής. Ήταν τότε που η πλάστιγγα έγειρε τόσο πολύ εναντίον των 250 ξένων της νομικής κοινωνικά, που τα αφηρημένα συνθήματα για «Ανατροπή, Ανυπακοή, Αντίσταση» και άλλα τέτοια που κοσμούν τις αφίσες και τα πανό, πήγανε περίπατο. Γιατί, πράγματι, αν αυτή η αριστερά, από το ΚΚΕ μέχρι τους αριστεριστές, ήθελε πράγματι να οξύνει την αντιπαράθεση με το κράτος τις μέρες της νομικής, να κάνει τον περίφημο «σεισμό» για τον οποίο μας έχει ζαλίσει εδώ και δεκαετίες, εκεί, στη νομική, η ευκαιρία της ήταν τεράστια. Πράγματι η απεργία πείνας τότε μόνον θα μπορούσε να έχει θετική έκβαση: αν δημιουργούταν, δηλαδή, ένα κίνημα συμπαράστασης που προκαλούσε τεράστια προβλήματα στο ελληνικό κράτος. Ήταν, όμως, ακριβώς εκείνες οι στιγμές που η ελληνική αριστερά επέλεξε να πουλήσει τόσο τα άσυλα που υποτίθεται «ανήκουν σε όλο το λαό» - εκτός των ξένων – καθώς και τα δήθεν «είμαστε όλοι μετανάστες». Η μία φράξια μετά την άλλη (Συν, ναρ, Ανταρσύα κτλ) λιποτακτούσαν σε ένα ματς που το κράτος προέλαυνε χωρίς αντιστάσεις. Ζούσαμε λάιβ τη χρεωκοπία μιας λογικής που υποστηρίζει ότι θα βρει τα κονέ (τις διαμεσολαβήσεις δηλαδή) για να σώσει την παρτίδα στο τέλος και θα φροντίσει τους «ανήμπορους μετανάστες». Κι αυτή η χρεωκοπία προφανώς δεν υπήρξε λόγω φόβου, αδυναμίας ή απειρίας, μα κυρίως λόγω έλλειψης βούλησης. Σημαντικότερο όλων κρίθηκε το να μην τα σπάσουνε με τον ελληνικό εθνικό κορμό ο οποίος σύσσωμος απαιτούσε «διώξιμο από τη νομική» και «μαζικές απελάσεις». Κι όχι μόνο δεν επεδίωξε κανείς κατά τα γεγονότα της νομικής να ρίξει ένα κράτος το οποίο κινούταν ξεκάθαρα με φασιστικά σενάρια και συνεργάτες, αλλά πολλοί βοήθησαν μάλιστα να επιβεβαιώσουν τους λόγους ύπαρξης αυτού του κράτους, επιβεβαιώνοντας βασικά τη δική τους θέση στο μηχανισμό, ως «αριστερά του».
Έτσι χάθηκε μια ευκαιρία, μια ευκαιρία που ήταν εκεί μπροστά σε όλους. Και για όλους αυτούς που ψάχνανε και ψάχνουνε την ανατροπή στα στημένα διήμερα ματς της γσεε και του πάμε. Βέβαια, ο εργάτης αυτός που τώρα πάλευε δεν είχε λευκό δέρμα κι ούτε ελληνική ταυτότητα, μα ούτε και άδεια παραμονής. Κι αν τον πουλήσανε αυτόν, δεν τον πουλήσανε σε συμφωνίες μυστικές κάτω από τραπέζια, όπως λέγεται, ούτε ακόμα και στην επαίσχυντη εκμετάλλευση των όποιων τυχόν συναισθηματικών του ολιγωριών. Τον πούλησαν ανοιχτά, δίνοντας ψεύτικες υποσχέσεις αγώνα και αντικαθιστώντας τες με προτάσεις περί μεταφοράς των μεταναστών σε δημοτικά γυμναστήρια κι άλλες τέτοιες μαλακίες. Όπως είδαμε τη συνέχεια του έργου, όταν η ευκαιρία αυτή χάθηκε κι η ελληνική αριστερά έδωσε σε όλους να καταλάβουν ότι δεν έχει σκοπό να παίξει και το κεφάλι της για να υπερασπιστεί μετανάστες, δόθηκε το γενικό σινιάλο για το αποτέλειωμα των μεταναστευτικών κοινοτήτων του κέντρου. Ήταν τυχαίο, άραγε, πως ο αγώνας των 300 από το Μαγκρέμπ ακολουθήθηκε από το πογκρόμ του Μάη εναντίον κυρίως μη-λευκών, Ασιατών και Αφρικανών, μεταναστών;
…και η εκδίκηση του όχλου
Το Μάη του 2011, ενάμιση μήνα μετά την απεργία πείνας, στο πογκρόμ που εκτυλίχθηκε στο κέντρο της Αθήνας, είχαμε μια παρόμοια αναβάθμιση του τρόμου σε δύο τουλάχιστον γενικά χαρακτηριστικά της. Το πρώτο ήταν η βία του λόγου που απλωνόταν σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία και πάλι, είτε έμενες στο Ψυχικό, είτε στο Καστελόριζο, είτε στο κέντρο της Αθήνας, όλοι ασχολούνταν με τους «λαθρομετανάστες» και πόσο μεγάλο πρόβλημα αποτελούν. Το δεύτερο χαρακτηριστικό ήταν περισσότερο επικεντρωμένο στον τόπο του εγκλήματος, στο κέντρο της Αθήνας, όπου η κοινωνία ήταν χωρισμένη στα δυο – είτε ήσουν με τους «κανίβαλους» είτε όχι, ενδιάμεση θέση δε χωρούσε. Εκείνες τις μέρες όχλος αποτελούμενος από έλληνες κατοίκους μαζί με οργανωμένες φασιστικές ομάδες επιτίθενται από κοινού εναντίον μεταναστών. 100 και πλέον οι τραυματίες μετανάστες σε νοσοκομεία, από τους οποίους πολλοί μαχαιρωμένοι και μία τουλάχιστον δολοφονία ενός 21χρονου μετανάστη από το Μπαγκλαντές, του Αλίμ Αμπντούλ Μάναν. Μέσα σε αυτό το εθνικό κλίμα δεν προκαλεί έκπληξη βέβαια ότι ελάχιστοι, κυρίως αναρχικοί, αντέδρασαν σε αυτό το πογκρόμ κι όσοι το έκαναν, το έκαναν σε ατομικό ή μικρο-συλλογικό επίπεδο στέλνοντας μερικές δεκάδες φασίστες στα σπίτια τους ή στα νοσοκομεία. Η απόλυτη πλειοψηφία των ελλήνων (αριστερών και δεξιών), ωστόσο, ήταν πολύ απασχολημένη με το ΔΝΤ, την κρατική καταστολή, τον στρος καν, το φουκουσίμα, τους ‘αγανακτισμένους’ κτλ.
Το κυνήγι του κανίβαλου μέσα στα χρόνια της κρίσης συστηματοποιήθηκε. Οι κόμβοι του μας φάνηκαν τόσο ξεκάθαροι, για πρώτη φορά ίσως, που σκεφτήκαμε να τους καταγράψουμε στο περσινό κείμενό μας «Οι σύντροφοι μας οι κανίβαλοι», το οποίο αφιερώσαμε στους μετανάστες του κέντρου της Αθήνας. Αντιγράφουμε αυτούς τους κόμβους εδώ ως πρωταρχικά υλικά για το πογκρόμ που πέρασε αλλά και για αυτά που βρωμάει ότι έρχονται.
Παρένθεση: Εξάλλου, η κριτική σε αυτή την εισήγηση δεν έχει κανένα άλλο νόημα παρά το να βάλουμε στην άκρη κάποια κρίσιμα συμπεράσματα (έστω και με την ασφαλή απόσταση του ενός έτους από τα γεγονότα) και, επιπλέον, να μετρηθούμε, πόσες είμαστε, πόσοι είμαστε μεταξύ μας, εφεδρείες για τους καιρούς αυτούς. Κατά τα άλλα, σε όσους κάνουμε σήμερα κριτική από εδώ ας κρατήσουν και τις ψήφους τους και το πρεστίζ τους. Δεν πάμε να φτιάξουμε κανένα κίνημα. Πάμε να οργανώσουμε καλύτερα την άμυνα μας, πρακτικά αλλά και στο μυαλό.
Τρία υλικά:
Παραμύθια, επιτροπές κατοίκων και κάποιοι να πιστεύουν στα παραμύθια
Πρωταρχικό υλικό για πογκρόμ σήμερα, λοιπόν, αποτελούν οι μύθοι που έχουν εξαπλωθεί στην ελλάδα τα τελευταία πέντε χρόνια με στόχο την απο-ανθρωποποίηση μεταναστών, κυρίως μουσουλμανικής καταγωγής, στα αστικά κέντρα της ελληνικής επικράτειας. Οι φήμες αυτές χτίζουν προκαταλήψεις για όλους τους μετανάστες παρουσιάζοντας τους σαν ‘βάρβαρους’, ‘απολίτιστους’, ‘κανίβαλους’, ‘τέρατα’ κτλ. Οι φήμες αυτές εμφανίζονται σε μια περιοχή και, ανάλογα με το πετυχημένο ή μη της διάδοσής τους, ακολουθούνται από πρακτικά ‘αντίποινα’. Ένα μήνα πριν το πογκρόμ στην Αθήνα κυκλοφορούσε η φήμη πως μία γυναίκα έπεσε θύμα βιασμού από δύο νιγηριανούς στο λόφο του Στρέφη. Κάτι αντίστοιχο κυκλοφορούσε για την πλατεία Αμερικής. Οι ιστορίες αυτές από παρέα σε παρέα άλλαζαν την καταγωγή των δραστών και εξαπλώθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα. Οι μύθοι για αποτρόπαια εγκλήματα προδίδουν το σκέπτεσθαι των συκοφαντών: εγκλήματα που έχουν ως θύματα γυναίκες, παιδιά και συχνά ζώα στοχεύουν στη διέγερση του λαϊκού αισθήματος.
Οι αφηγήσεις περί απειλής εις βάρος των ζώων της χώρας, από την άλλη, έκαναν μεγάλη περιοδεία εδώ και τέσσερα-πέντε χρόνια με τοπικά πεδία διάδοσης κυρίως την Πάτρα, την Καλαμάτα, τη Σπάρτη και άλλες περιοχές της Πελοποννήσου, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της όξυνσης της αντιπαράθεσης για το ζήτημα του καταυλισμού των μεταναστών στο λιμάνι της Πάτρας. Το στόρι τότε ήταν πως οι «Αφγανοί μετανάστες» στην Πάτρα έτρωγαν σκύλους τα βράδια, κινητοποιώντας έτσι τους Πατρινούς ρατσιστές με πρόσχημα το πόσο ‘απολίτιστοι’ είναι αυτοί οι μετανάστες. Αξίζει να σημειώσουμε ότι μύθοι σαν τους παραπάνω διαδόθηκαν σε πόλεις όπου έχουν αναπτυχθεί τρεις δυνατές κοινότητες μεταναστών τα τελευταία χρόνια – δηλαδή η κοινότητα του καταυλισμού της Πάτρας, αυτή του καταυλισμού της Ηγουμενίτσας κι αυτή τέλος των Χανίων (από όπου προήλθαν και οι 300 απεργοί πείνας). Όλες, επιπλέον, οι παραπάνω συκοφαντίες αναπτύχθηκαν κυρίως τις μέρες του χριστιανικού πάσχα, κατ’ επιταγή της συνήθειας των συκοφαντιών αίματος του χριστιανικού αντισημιτισμού, κάτι που αποκαλύπτει πως η συγκεκριμένη μέθοδος στοχοποίησης αποτελεί πάγια στρατηγική του ελληνικού νεοναζιστικού χώρου (ο οποίος μάλιστα αποδεικνύεται και ιδιαίτερα χριστιανικός στις πηγές έμπνευσης του). Πάσχα έρχεται σε ένα μήνα, έχετε το νου σας!
β) Ένας τρόπος να διαδίδονται οι παραπάνω φήμες αλλά και να αυγατίσει ο ελληνικής κοπής εθνικοσοσιαλισμός είναι τώρα τελευταία και οι επιτροπές κατοίκων ή ‘καθικιών’, όπως μας αρέσει να τις λέμε: ένα δεύτερο βασικό υλικό για να φτιάξεις ένα πογκρόμ. Καθάρματα από όλη τη γειτονιά ή την πόλη, διαχειριστές πολυκατοικιών, οι χουντοπαππούδες του τετάρτου ορόφου, νοικοκυρές σε απόγνωση αλλά και τρέντι ή κάγκουρες νεολαίοι, επιτέλους, βρίσκουν ένα φόρουμ για να ξεδίνουν σε σχέση με το «πρόβλημα με τους πολλούς μετανάστες» όπως ονομάζεται σήμερα, μετά σεμνοτυφίας και ευπρέπειας, η συζήτηση περί της δολοφονίας ξένων. Φήμες και ψέματα διανθίζουν βέβαια το λεκτικό οπλοστάσιο των νοικοκυραίων αλλά αυτό ποσώς ενδιαφέρει κάποιον. Εξάλλου, είπαμε, ο πυρήνας του ρατσισμού είναι μεταφυσικός. Ο ψευδής ισχυρισμός δεν είναι ισχυρισμός που γυρεύει να εγκαθιδρυθεί μέχρι τη διάψευσή του. Αντιθέτως, είναι εργαλειακός ισχυρισμός που ‘δικαιολογεί’ το γιατί αυτή η μαλακισμένη ελληνίδα γιαγιά φωνάζει και ωρύεται που η σομαλική κοινότητα δεν έχει γίνει ακόμα στάχτες.
Οι σταρ των επιτροπών κατοίκων είναι συνήθως καθημερινοί άνθρωποι, με ένα δράμι παραπανίσια πονηριά. Έτσι, ένας τύπος που αποτελεί δραστήριο μέλος της επιτροπής κατοίκων πλατείας Βικτώριας κι ο οποίος παρουσιάζεται το 2011 στα κανάλια σαν αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας Καντάρη, δεν εμποδίζεται από κάτι ώστε, τρία χρόνια πριν, το 2009, να παρουσιάζεται πάλι στα ίδια κανάλια (τον Αντένα), ως κάτοικος της επιτροπής Αγίου Παντελεήμονα και αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας του ηθοποιού Νίκου Σεργιανόπουλου. Βέβαια, το ότι ο συγκεκριμένος αυτόπτης ήταν απατεώνας δεν κάθισε να το ψάξει κανείς, παρά μονάχα δύο αντιφασιστικές συνελεύσεις της Αθήνας που αντιτέθηκαν σθεναρά εξαρχής στα περί κοινωνικού κανιβαλισμού. Κρίμα που δεν πονηρεύεται κανείς. Προφανώς για τις δουλειές αυτές δεν βάζουν τίποτα ξυρισμένους μποντιμπιλντεράδες. Κάνουν και οι νεοναζί δημόσιες σχέσεις. Οι ‘Λευτεράκηδες’ γενικότερα έχουν το κατάλληλο στυλ: μουσάκι, καθημερινό ντύσιμο, μαλλάκι και σκουλαρικάκι. Ή σε άλλες περιπτώσεις είναι νεοναζί σε συσκευασία μεσήλικης νοικοκυράς. Η επιλογή τέτοιων προφίλ είναι κρίσιμη, ώστε να μην αποθαρρύνουν τους έλληνες που ναι μεν θέλουν να συμμετάσχουν στο πάρτι με τα μαχαίρια, αλλά τους χαλάει την αισθητική η σβάστικα. Εμείς λέμε μάλιστα ότι αυτό συνάδει και με τις παραδόσεις ενός μεγάλου μέρους του λαού μας που από παλιά είχε πρόβλημα με τους γερμανούς αλλά όχι απαραίτητα και με τους γερμανοτσολιάδες.
γ) Για να συμπληρωθεί το παζλ, μετά τους μύθους και τις επιτροπές καθικιών, πρέπει να υπενθυμίσουμε κάτι βασικό: τα θύματα του πογκρόμ πρέπει να είναι παντελώς μόνα τους και αν είναι να αμυνθούν, πρέπει να στηριχθούν ολότελα στις δικές τους δυνάμεις. Θυμηθείτε λίγο ξανά το σκηνικό της νομικής ή της υπατίας για να καταλάβετε τι εννοούμε. Ακούγεται σκληρό αλλά έτσι είναι και είναι εύκολο να το αποδείξει κανείς για την ελληνική αριστερά η οποία, αφενός, δεν τόλμησε να κατέβει κάτω από την Πατησίων για να αντιπαρατεθεί έμπρακτα με τον όχλο, αφετέρου, όταν αποφάσισαν να καταδικάσουν έμπρακτα το πογκρόμ, δεν μπόρεσαν να διοργανώσουν ούτε μια διαδήλωση μέσα στις γειτονιές που συνέβη το πογκρόμ.
Από την άλλη, κομμάτι του αναρχικού χώρου ενώ είπαμε ήδη ότι βρέθηκε αρκετές φορές κατά τη διάρκεια του πογκρόμ αντιμέτωπο με όχλο, φασίστες και μπάτσους, σε ένα μεγάλο μέρος του ένιωσε ότι έπρεπε να εξηγήσει γιατί βρισκόταν εκεί. Η θεωρία του κοινωνικού κανιβαλισμού η οποία ήρθε στο προσκήνιο εκείνες τις μέρες από πλευράς αναρχικών δυστυχώς κατάφερε: α) να δαιμονοποιήσει τους μετανάστες δράστες της δολοφονίας ως κανίβαλους, αποδεχόμενη συναινετικά το γενικό πλαίσιο συζήτησης που λάμβανε χώρα στην ελληνική κοινωνία, την ώρα μάλιστα που οι επιτροπές κατοίκων είχαν ήδη πιάσει δουλειά, και β) αλλά και να εξισώσει υπό τη σκέπη αυτού του κοινωνικού κανιβαλισμού τόσο τη δολοφονία του Αλίμ Αμπντούλ Μάναν και το πογκρόμ όσο και τη δολοφονία Καντάρη. Σε ένα ακραίο παράδειγμα, μια ομάδα, η Πρωτοβουλία Ελευθεριακών Κομμουνιστών έγραφε: «Σε πολλές περιοχές του ευρύτερου κέντρου της Αθήνας, η αντικοινωνική εγκληματικότητα διαρκώς αυξάνεται και η ατμόσφαιρα που διαμορφώνεται τείνει να γίνεται όλο και πιο απειλητική για τους παραδοσιακούς κατοίκους τους. Η «τιμή» της ανθρώπινης ζωής έχει πέσει πλέον κατακόρυφα. […] Το να βγαίνουν καλάσνικοφ μεταξύ ελλήνων οπαδών δύο ομάδων και να υπάρχουν σοβαρά τραυματίες, όπως έγινε πριν λίγες μέρες στην Κόρινθο, ή το να μαχαιρώνονται άνθρωποι έξω από το σπίτι τους στο κέντρο της Αθήνας, όπως συνέβη χθες, αυτά είναι περιστατικά που δείχνουν πως η κατάσταση έχει πάρει επικίνδυνη τροπή». Ως θύματα της κατάστασης εμφανίζονται εδώ «οι παραδοσιακοί κάτοικοι» του κέντρου της πόλης, δηλαδή οι δράστες του πογκρόμ της επόμενης μέρας και οι κυνηγοί ξένων. Έτσι επιχειρήθηκε να εξισωθούν μια ρατσιστική δολοφονία εναντίον ενός μετανάστη από το Μπαγκλαντές, η οποία αποτελούσε μήνυμα για όλες τις μεταναστευτικές κοινότητες στην Αθήνα με τη ληστρική δολοφονία ενός έλληνα. Με αυτό τον τρόπο, κατά τη γνώμη μας, επιχειρήθηκε οι πράξεις της δολοφονίας να ειδωθούν ανεξάρτητα των υποκειμενικών τους συνθηκών κι ανεξαρτήτως των θυμάτων τους, όπως ας πούμε θα τις έβλεπε μάλλον ένα αστυνομικό δελτίο ή, τέλος πάντων, ένα οποιοδήποτε δελτίο του οποίου ο ρόλος, ο στόχος και η θέληση δεν είναι να κατονομάσουν τον ρατσισμό.
Έτσι, στις μέρες του πογκρόμ, δυστυχώς μετρηθήκαμε λίγοι καθώς η κυρίαρχη κινηματική αντίδραση – διά της αναπαραγωγής του θεαματικού/μιντιακού πλαισίου συζήτησης και του εθνικού του αντίκτυπου – συμμετείχε σε μια ευρύτερη συζήτηση για το λεγόμενο ‘μεταναστευτικό’. Οποιαδήποτε βέβαια συζήτηση για το ‘μεταναστευτικό’ είναι εξαρχής καταδικασμένη αποδεχόμενη την αρχή πως οι ‘(πολλοί ή λίγοι, δεν έχει σημασία) μετανάστες είναι πρόβλημα’. Πόσο μάλλον καταδικασμένη είναι μια τέτοια συζήτηση όταν ξεκινά από ένα περιστατικό δολοφονίας στο οποίο οι τρεις ύποπτοι του εγκλήματος είναι μετανάστες και το ένα θύμα ‘έλληνας’. Όσοι, δε, ήταν πανούργοι, μίλησαν επίσης για τοναποτρόπαιο τρόπο ζωής των Άλλων. Εξάλλου εκεί από όπου προέρχονται, η ζωή είναι φτηνότερη, έλεγε ο Πρετεντέρης στα Νέα αλλά και αξιωματικός της αστυνομίας που ανέλαβε την υπόθεση. Κι εδώ πια, εδώ που ζούμε εμείς, η ζωή έχει γίνει φτηνότερη, έλεγαν ακόμη κι οι προκηρύξεις αναρχικών. Εκεί ακριβώς, στην πολιτισμική ακρούλα του συλλογισμού αυτού εκφραζόταν ένα ελληνικό άγχος, πιο άμεσα φυσικά στους Πρετεντέρηδες και τους μπάτσους, πιο άρρητα στους αναρχικούς. Ωστόσο ο όρος ‘κανιβαλισμός’, ακόμη και σε αυτούς τους τελευταίους, πρόδωσε το αποικιοκρατικό σκεπτικό: ο ενθουσιασμός με το υποκείμενο-‘κανίβαλος’ εξέφραζε το ελληνικό άγχος να μην καταναλωθούμε από αυτούς τους Άλλους.([1]) Έτσι φάνηκε ότι το αποτρόπαιο του βουλιάγματος μιας βάρκας στο Αιγαίο και του βίαιου πνιγμού δεκάδων μεταναστών που προσπαθούν να περάσουν τα σύνορα δεν αποτελεί καν υπενθύμιση βίας ενώ μια δολοφονία ενός έλληνα στο κέντρο της Αθήνας φέρνει ξαφνικά τη βία στο όμορφο σαλόνι μας. Γιατί είναι εμετικό, τουλάχιστον, να ακούς ότι ξαφνικά λοιπόν τώρα έγινε η ζωή φτηνή όταν ξέρουμε ότι, για παράδειγμα, στη Μυτιλήνη και στον Έβρο υπάρχουν νεκροταφεία που για τους νεκρούς τους υπάρχουν νούμερα κι όχι ονόματα και για τους οποίους νεκρούς δεν αφιερώθηκαν ούτε αφίσες, ούτε τίποτα.
Τις ίδιες μέρες, το Κράτος έπαιρνε μέτρα. 10, 20, 30 μέτρα ενάντια στη ‘νέα’ κατάσταση που δήθεν παρουσίαζε το κέντρο της Αθήνας. Τα νέα μέτρα ουσιαστικά ήταν τα παλιά μέτρα: λίγες ακόμα γκλοπιές στις πλάτες των μεταναστών, ακόμα περισσότεροι σπασμένοι πάγκοι μικροπωλητών, περισσότεροι μπάτσοι, περισσότερες προσαγωγές-συλλήψεις κτλ. Γενικά επρόκειτο κυρίως για αστυνομικά μέτρα βίας μαζί με λίγη σως ανάπτυξης (οικονομικής βίας) και ανάπλασης (πολεοδομικής βίας). Αν διάβαζε κανείς, βέβαια, τα καθημερινά δελτία της Γ.Α.Δ.Α. θα έβλεπε πως ούτε οι περιπολίες ούτε οι συλλήψεις κι οι προσαγωγές ήταν λίγες, πριν τη δολοφονία Καντάρη. Αυτό που κατάφερε ωστόσο με τα νέα μέτρα το Κράτος ήταν να διευρύνει λίγο περισσότερο τα εσωτερικά του σύνορα – και μάλιστα με πλήρη κοινωνική νομιμοποίηση – κατασκευάζοντας εκ νέου τους ‘Άλλους’ του.
Terminal 119
03 Μάρτη Θεσσαλονίκη (Μικρόπολις),
10 Μάρτη Αθήνα (Αυτόνομο)
([1]) Και προς απόδειξη του ρατσιστικού σκεπτικού του θεωρήματος αυτού, αρκεί να πούμε ότι σήμερα αυτό που διατυπώνεται ‘σεμνά’ σε αφίσες στα εξάρχεια ως ‘κοινωνικός κανιβαλισμός’ δεν είναι τίποτα άλλο από αυτό που στην πλατεία και τα καφέ ψιθυρίζεται ως ‘αλβανική μαφία’.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου