Tου Άκη Γαβριηλίδη
Την 1η Νοεμβρίου 2011, στο MEGARON PLUS, έλαβε χώρα συμπόσιο με τίτλο «Ο Εικοστός αιώνας στην ποίηση του Ελύτη. Η ποίηση του Ελύτη στον εικοστό πρώτο αιώνα». Στο συμπόσιο αυτό μίλησε μεταξύ άλλων και ο μουσικοσυνθέτης και πολιτικός κ. Μίκης Θεοδωράκης, το δε κείμενο της ομιλίας του αναρτήθηκε στο ιστολόγιο «Ο Μίκης και οι φίλοι του στην Κρήτη», όπου το είδα κι εγώ.
Διαβάζοντάς το, με σχετική έκπληξη διαπίστωσα ότι κύριο αντικείμενο ενασχόλησης του κειμένου αυτού, ακόμη κυριότερο κι απ’ τον Οδυσσέα Ελύτη, αποτελεί … ο υποφαινόμενος, και ειδικότερα το βιβλίο που είχα βγάλει το 2006 από τις εκδόσειςfutura με τίτλο Η αθεράπευτη νεκροφιλία του Ριζοσπαστικού Πατριωτισμού. Ρίτσος, Ελύτης, Θεοδωράκης, Σβορώνος. Μετά από μία σύντομη, λίγο-πολύ συμβατική και ανεκδοτολογική, υμνητική αναφορά στον ποιητή και στη συνεργασία τους στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, ο ομιλητής αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος της παρέμβασής του σε μία δριμύτατη πολεμική εναντίον των απόψεών μου, καθώς και διαφόρων, μη κατονομαζόμενων, «ισχυρότατων κύκλων», των οποίων τη στήριξη θεωρεί ότι διαθέτουν οι απόψεις αυτές.
Η πολεμική αυτή βέβαια δεν συνίσταται στην προβολή κάποιων αντεπιχειρημάτων. Συνίσταται απλώς στην παράθεση εκτενέστατων αποσπασμάτων από το βιβλίο (εκτενέστερων από οποιαδήποτε άλλη παρουσίαση που του έχει γίνει μέχρι τώρα, ακόμα και ευνοϊκή), η οποία απλώς συνοδεύεται από καταγγελίες, θαυμαστικά και εκφράσεις σκανδαλισμού, καθώς και υπενθυμίσεις της «μεγάλης απήχησης» που είχαν οι αναφερόμενοι στον τίτλο του βιβλίου μου –και του θράσους το οποίο ως εκ τούτου συνιστά η κριτική προς αυτούς.
Στην πολεμική αυτή θα αναφερθώ αμέσως στη συνέχεια. Πρώτα, όμως, πρέπει να κάνω μία μικρή διόρθωση: η αναλογία μεταξύ της επαινετικής αναφοράς στον Ελύτη και της επικριτικής αναφοράς σε εμένα δεν θα ήταν τόσο συντριπτική υπέρ της δεύτερης, εάν δεν είχε παρεισφρήσει ένα προφανώς τυπογραφικό λάθος, ή εσφαλμένος ηλεκτρονικός χειρισμός στο copy/paste, συνεπεία του οποίου το μεγαλύτερο μέρος αυτών των αποσπασμάτων δημοσιεύεται δύο φορές! Σε κάποιο σημείο του κειμένου εμφανίζεται η φράση
Και επειδή με τη λέξη «εθνομηδενισμός» πολύ λίγα μπορεί να καταλάβει κανείς, αποφάσισα να σας παρουσιάσω μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα …,
ενώ, αφού παρουσιαστούν τα αποσπάσματα, ξαναεμφανίζεται η ίδια φράση και παρατίθεται για μια ακόμη φορά το ίδιο ακριβώς κείμενο!
(Ελπίζω τουλάχιστον το πρόβλημα να αφορά μόνο το γραπτό κείμενο. Διότι αν εμφανίστηκε και στην προφορική παρουσίαση, και αν οι δυστυχείς ακροατές δεν βρήκαν το θάρρος να το επισημάνουν στον ομιλητή, τότε θα έχασαν αδίκως δέκα λεπτά από το χρόνο τους ακούγοντας δύο φορές την ίδια κασέτα … ).
Πέραν τούτου, στα αποσπάσματα αυτά, (δηλαδή και στις δύο φορές που παρατίθενται, συν σε όλες τις αναπαραγωγές σε άλλα μπλογκ), υπάρχουν τουλάχιστον δύο λάθη πληκτρολόγησης κατά την αντιγραφή, που και τα δύο θα ήταν εξαιρετικά πρόσφορα σε μία ανάλυση στο πνεύμα της Ψυχοπαθολογίας της καθημερινής ζωής του Φρόιντ. Η πρώτη αφορά μία αλλαγή φύλου, η οποία απαντά στη φράση:
Τελειώνω με ένα απόσπασμα του κ. Λεοντή, όπως το παραθέτει στο βιβλίο του ο κ. Γαβριηλίδης.
Το απόσπασμα όμως αυτό δεν είναι «του κυρίου», αλλά της κυρίας Λεοντή· η συγγραφέας, όπως αναφέρω στο βιβλίο μου (β΄ έκδ., σ. 24), λέγεται Άρτεμις Λεοντή, και όχι π.χ. Αρτέμης.
Σε ένα άλλο σημείο, παρουσιάζεται στους ακροατές/ αναγνώστες το εξής (φερόμενο ως) απόσπασμα της Νεκροφιλίας:
«Η νεκρόφιλη τελετουργία του ‘ευνουχισμένου θανάτου’ …»
Το βιβλίο, όμως, (σελ. 160), μιλά για ευτυχισμένο θάνατο και όχι βέβαια … ευνουχισμένο (πώς είναι δυνατό να ευνουχιστεί ο θάνατος;).
Όλα αυτά όμως φέρνουν στο φως ένα άλλο, σημαντικότερο ίσως πρόβλημα: φαίνεται ότι ο κ. Θεοδωράκης είναι πλέον κυρίως «διάσημος λόγω της φήμης του», και όχι επειδή θεωρείται ότι έχει κάτι σημαντικό να πει επί της ουσίας· εφόσον ό,τι λέει, κανείς –ούτε καν οι φίλοι του στην Κρήτη ή οπουδήποτε αλλού- δεν μπαίνει στον κόπο να το διαβάσει! Μάλλον ούτε και ο ίδιος μπαίνει στον κόπο να «χτενίσει» ό,τι γράφει πριν το δημοσιεύσει, ή έστω μετά, για να διορθώσει τυχόν λάθη. Το κείμενο της ομιλίας δημοσιεύτηκε στο σάιτ αρχές Νοεμβρίου, ενώ από τότε, και μέχρι τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές, αναδημοσιεύτηκε όσο μπορώ να δω σε τουλάχιστον άλλα τέσσερα μπλογκ. Ούτε λοιπόν ανάμεσα σε αυτούς τους μπλόγκερς, ούτε ανάμεσα στους αναγνώστες τους (εάν υπήρξαν), δεν βρέθηκε σε διάστημα τριών μηνών ένας άνθρωπος να πει ότι κάτι δεν πάει καλά εδώ.
Αυτό δημιουργεί την εντύπωση ότι έχει στηθεί μία μηχανή ακατάσχετης ζήτησης και προσφοράς «λόγου του Μίκη Θεοδωράκη», αλλά στην φρενήρη αυτή κυκλοφορία κανείς δεν δίνει σημασία στο τυχόν περιεχόμενο, στην αξία χρήσης του λόγου αυτού: αυτό που προέχει είναι η ίδια η παραγωγή και η διευρυμένη αναπαραγωγή και κατανάλωση του προϊόντος. Oκόσμος αγοράζει (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) τα λεγόμενα λόγω του branding, της μάρκας, και όχι για να καλύψει κάποια ουσιαστική ανάγκη.
Παρένθεση: το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι, λίγο πριν τις γιορτές, εμφανίστηκε στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων –για να προλάβει τα δώρα των Χριστουγέννων- ένα νέο «βιβλίο» του κ. Θεοδωράκη, με τίτλο Σπίθα. Για μια Ελλάδα ανεξάρτητη και δυνατή (Εκδόσεις ΙΑΝΟS, 2011). Το «βιβλίο» αυτό συνίσταται απλώς σε μία συρραφή ομιλιών που εξεφώνησε ο συγγραφέας σε διάφορα μέρη της Ελλάδας τον τελευταίο χρόνο, υπό την ιδιότητά του ως ιδρυτή της πολιτικής κίνησης «Σπίθα». Σε έναν από αυτούς τους λόγους, περιλαμβάνεται και η εξής φράση:
Πριν λίγες μέρες, ο πρόεδρος της Ευρώπης Άγγλος ευγενής κ. Ρομπεϊ, δήλωνε στην τηλεόραση: «Συνεδριάσαμε κεκλεισμένων των θυρών και αποφασίσαμε σχετικά με την υποθήκευση της Ελλάδας. Οι αποφάσεις μας προς το παρόν είναι μυστικές» (σ. 233).
Η πρόταση αυτή, όπως αντιλαμβάνεται ένας στοιχειωδώς ενήμερος αναγνώστης (όχι όμως και ο συγγραφέας, ούτε ο ομότιμος καθηγητής συνταγματικού δικαίου κ. Γεώργιος Κασιμάτης, ο οποίος υπογράφει τον πρόλογο του βιβλίου), συνιστά ένα πραγματικό τζακ-ποτ ανακριβειών, για να μην πω ανοησιών. Διότι:
α) ο άνθρωπος που αναφέρεται στο απόσπασμα λέγεται βαν Ρομπάι (ή βαν Ρομπέι –ανάλογα με τη μεταγραφή που θα προτιμηθεί στα ελληνικά. Όχι όμως σκέτο Ρομπεϊ).
β) Όπως δείχνει και το όνομά του αυτό, δεν είναι Άγγλος, αλλά Βέλγος· επίσης, δεν είναι «ευγενής», αλλά κοινός θνητός.
γ) Δεν είναι «πρόεδρος της Ευρώπης», αλλά πρόεδρος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης· η «Ευρώπη» ως τέτοια δεν είναι κράτος, ούτε οργανισμός, και άρα δεν έχει πρόεδρο, όπως θα όφειλαν να γνωρίζουν όχι μόνο οι καθηγητές Νομικής ή οι επίδοξοι σωτήρες της Ελλάδας από την εξάρτηση και την αδυναμία της, αλλά και οι απλοί πολίτες της.
δ) Και, τέλος, ασχέτως των ανωτέρω, δεν θα ήταν δυνατό οποιοσδήποτε άνθρωπος να βγει στην τηλεόραση και να αποκαλύψει το περιεχόμενο κάποιων αποφάσεων, λέγοντας ταυτόχρονα ότι οι αποφάσεις αυτές … είναι μυστικές! Διότι, απ’ τη στιγμή που τις ανακοινώνει, προφανώς παύουν να είναι!
Για να επανέλθουμε όμως στην πολεμική του κ. Θ. κατά της Νεκροφιλίας και του συγγραφέα της.
Η πολεμική αυτή ως επί το πλείστον περιλαμβάνει το γνωστό μενού από συνωμοσιολογίες και προσωπικούς μειωτικούς χαρακτηρισμούς, οι οποίοι ενίοτε φτάνουν στα όρια του ποινικά κολάσιμου. Αυτό το τελευταίο αφορά ιδίως τη χρήση της έκφρασης μάφια [προφανώς εννοεί «μαφία»] των εθνομηδενιστών:
ο Γιάννης Ρίτσος κι ο Σβορώνος και η αφεντιά μου ανακηρυχτήκαμε από την μάφια των εθνομηδενιστών «νεκρόφιλοι» και το έργο μας μπήκε σε ουσιαστική καραντίνα, ιδιαίτερα σε σχέση με την πρόσφατη απήχηση που είχε μέσα στον ελληνικό λαό. Πράγμα που δείχνει τις υπόγειες διασυνδέσεις των εθνομηδενιστών με τον αφ’ υψηλού έλεγχο της πνευματικής και πολιτιστικής μας ζωής.
Όσο να πεις, δεν είναι και λίγο πράμα να σε ανακηρύσσουν σε δον Κορλεόνε του εθνομηδενισμού (για τις αναγνώστριες που δεν έχουν ενημερωθεί για τις τελευταίες γλωσσοπλαστικές εξελίξεις, ο «εθνομηδενισμός» είναι ένας νεολογισμός που έχει εμφανιστεί τα τελευταία λίγα χρόνια στο λεξιλόγιο της ελληνικής και ελληνοκυπριακής ακροδεξιάς –εξ όσων γνωρίζω δεν αντιστοιχεί σε κάποιον όρο από άλλη γλώσσα- και, όπως μπορεί να φανταστεί κανείς, προσδιορίζει όσους εκμηδενίζουν ή δεν αποδίδουν τον αρμόζοντα σεβασμό στην αξία του ελληνικού έθνους).
Αυτό όμως είναι ίσως το λιγότερο, μπροστά στο γεγονός ότι το όλο κείμενο, τη στιγμή που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την «συστηματική αποδόμηση της ελληνικότητας» (η οποία μάλιστα, κατ’ αυτό, ξεκίνησε με τη … Χούντα!!) και εξαίρει τον «πολιτισμό» και τη σημασία που είχε για το «Λαό μας», το ίδιο είναι γραμμένο σε πραγματικά άθλια ελληνικά. Γεμάτα ασυνταξίες, ακυρολεξίες και βερμπαλισμούς.
Για παράδειγμα: για να αιτιολογήσει τη μακροσκελή παράθεση, ο συνθέτης/ πολιτικός εξηγεί στο κοινό του ότι
Η σημασία του βιβλίου αυτού έγκειται προ παντός στο γεγονός ότι οι προσωπικές απόψεις του συντάκτη τους [sic] απηχούν ευρύτερες απόψεις που έχουν την στήριξη ισχυρότατων κύκλων που έχουν τη δύναμη να επηρεάζουν την κοινή γνώμη, όπως επίσης μιας μερίδας του λεγόμενου «προοδευτικού» χώρου και τέλος του ίδιου του κράτους μέσω κυβερνητικών παραγόντων που κατέχουν καίριες σχέσεις [sic] σε σχέση [sic] με την Παιδεία και τον Πολιτισμό.
Σε σχέση λοιπόν με αυτούς που «κατέχουν» τις εν λόγω «καίριες σχέσεις σε σχέση» κ.λπ., που «τους έχει αγκαλιάσει η Εξουσία (κάθε είδους), ενώ ορισμένοι κατέχουν κυβερνητικά αξιώματα σε καίριες θέσεις», –εκ των οποίων ουδείς κατονομάζεται άμεσα ή έμμεσα, πλην της Νεκροφιλίας και του «συντάκτη τους»-, ο Θεοδωράκης φτάνει στο σημείο να ισχυριστεί πως «είναι υπερβολικά μεγάλος για μια μικρή χώρα όπως η δική μας ο αριθμός των ανθρώπων αυτών, οι οποίοι επί πλέον ισχυρίζονται ότι ανήκουν στο χώρο της λεγόμενης «ανανεωτικής αριστεράς»!!
Πρόκειται για εξαιρετικά παράδοξο και επικίνδυνο ισχυρισμό. Τι θα πει «υπερβολικά μεγάλος»; Υπάρχει άραγε κάποια ποσόστωση που να ορίζει ποιος είναι ανά χώρα ο «εύλογος» αριθμός των ανθρώπων στους οποίους να έχουν απήχηση αυτές ή οι άλλες απόψεις; Και αν ο αριθμός αυτός κρίνεται ότι έχει ξεπεραστεί κάποια στιγμή, όπως εν προκειμένω, πώς σκέπτεται να θεραπεύσει αυτή την ανωμαλία ο αυτόκλητος τηρητής της ιδιόμορφης αυτής δημογραφίας των απόψεων; Μήπως σχεδιάζει να στήσει κανένα στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου να εγκλείσει –ή και να εξοντώσει- τους παραπανίσιους, μέχρι το νούμερο να επανέλθει στο «κανονικό»; Δεν ξέρω· στο κείμενο δεν υπάρχει κάτι που να αποκλείει ρητά ένα τέτοιο συμπέρασμα.
Φυσικά ο Θεοδωράκης, ή/και οι τυχόν οπαδοί του, θα διαμαρτυρηθούν ότι «δεν εννοούσε αυτό». Ωστόσο, πρώτον, το θέμα δεν είναι μόνο τι είχε στο μυαλό του, αλλά και το τι έγραψε. Έπειτα, τι ακριβώς εννοούσε; Προφανώς, η «ευνοϊκή» γι’ αυτόν ερμηνεία είναι η γνωστή θεωρία συνωμοσίας/ «κλοπής της απόλαυσης»: αν είναι «υπερβολικά μεγάλος», «αφύσικος», ο αριθμός των ανθρώπων που δεν συμφωνούν μαζί του, τότε αυτό δεν μπορεί παρά να οφείλεται σε κάποια σκοτεινή δύναμη που τους παρασέρνει, σε πράκτορες, σε «υπόγειες διασυνδέσεις» που συνωμοτούν για να του «κλείσουν το στόμα», ενδεχομένως και στους Εβραίους. (Βέβαια στη συγκεκριμένη ομιλία δεν αναφέρεται καθόλου στους τελευταίους, αλλά υπάρχει άλλη βιντεοσκοπημένη συνέντευξη του Θεοδωράκη σε γνωστό παράγοντα της «νέας εθνικοφροσύνης», στην οποία, χωρίς μάλιστα να τον ρωτήσει κανείς, δηλώνει ευθαρσώς και σχεδόν με υπερηφάνεια: «εγώ είμαι αντισημίτης!». Η συνέντευξη αυτή υπάρχει αναρτημένη εδώ και καιρό στο διαδίκτυο, χωρίς απ’ ό,τι φαίνεται να ενοχλείται κανείς ή να αισθάνεται ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα να δηλώνει ομοϊδεάτης του Χίτλερ κάποιος ο οποίος κατά τα λοιπά ξεσπαθώνει κατά της «νέας κατοχής της πατρίδας μας»).
Τελικά, ίσως αυτή η αγωνία για την επικείμενη «καραντίνα» και για την «μείωση της απήχησης στο Λαό μας» είναι το πιο προβληματικό στοιχείο σε αυτό το δείγμα από την ακατάσχετη λογοθετική παραγωγή του Θεοδωράκη, όπως και σε όλα τα υπόλοιπα. Όχι όμως μόνο για τους λόγους που αναφέρθηκαν ως τώρα, αλλά και για έναν άλλο, πιο διεστραμμένο και (απ’ ό,τι φαίνεται) ανεπαίσθητο στον ίδιο:
Ένα βιβλίο, οσοδήποτε επικριτικό, που εκδίδει σε έναν μικρό, ημιχρεωκοπημένο εκδοτικό οίκο ένας ιδιώτης, ο οποίος δεν είναι αγκαλιασμένος από καμία εξουσία κανενός είδους, δεν κατέχει ούτε κατείχε ποτέ κυβερνητικά αξιώματα ούτε καίριες ή άκαιρες θέσεις, και ο οποίος επί πλέον δεν ισχυρίζεται ότι ανήκει στο χώρο της λεγόμενης ανανεωτικής αριστεράς, ούτε σε κανέναν άλλο χώρο, εάν έχει τόση σημασία αυτό, είναι τελείως απίθανο να «θέσει σε καραντίνα» έναν άνθρωπο ο οποίος γνώρισε και γνωρίζει τόση προβολή όση ίσως κανείς άλλος στην Ελλάδα τα τελευταία πενήντα χρόνια, ο οποίος διετέλεσε βουλευτής και υπουργός (αξιώματα για τα οποία ακόμη και τώρα διεκδικεί αναδρομικά τις αμοιβές του στα δικαστήρια από το ελληνικό κράτος, το οποίο κατά τα λοιπά θέλει να σώσει από τη χρεωκοπία), και ο οποίος περιστοιχίζεται μονίμως από ένα σμήνος διαφόρων –ως επί το πλείστον τυχάρπαστων και τυχοδιωκτών- «εθνοκατιστών»[1], οι οποίοι τον λιβανίζουν και τον δοξολογούν με μόνο σκοπό να οικειοποιηθούν και αυτοί δίπλα του λίγη δόξα, χρήμα, πολιτική απήχηση ή ποιος ξέρει τι άλλο. Ακριβώς αντίθετα: αυτή ακριβώς η μαφία των εθνοκατιστών είναι που συνιστά πολύ σοβαρότερη απειλή γι’ αυτόν. Είναι πολύ πιο πιθανό ο λόγος του να ακυρωθεί και να χάσει κάθε νόημα, (εάν αυτό δεν έχει ήδη συμβεί), ακριβώς εξαιτίας της «υπεράντλησης» στην οποία τον υποβάλλουν όσοι βρίσκονται κοντά του και προσπαθούν να εκμεταλλευτούν το όνομα και τη φήμη του για δικούς τους ιδιοτελείς λόγους. Περιλαμβανομένου ενδεχομένως και του ίδιου του εαυτού του.
[1] Είπα να κάνω κι εγώ ένα νεολογισμό, με βάση το δεδομένο ότι αντίθετο του «μηδέν» είναι το «κάτι».
Δημοσιεύτηκε στον δικτυότοπο Nomadic Universality στις 27-1-2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου