Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014

H άρνηση του οθωμανικού παρελθόντος μας


 








Αναδημοσίευση από τον δικτυότοπο "Ελεύθερη Έρευνα".



Εντελώς στρεβλωμένη παρουσιάζεται από την «εθνική» ιστοριογραφία η εικόνα τού ελλαδικού χώρου κατά την οθωμανική περίοδο

Έγραψε στις 10.01.2014 ο/η: Κουλούρη Χριστίνα






Η περίοδος, που εκτείνεται από την άλωση τής Κωνσταντινούπολης ως την ελληνική επανάσταση καιπου αποκαλείται παραδοσιακά«Τουρκοκρατία», αποτελεί, σύμφωνα με την κρατούσα αντίληψη, την πιο σκοτεινή, δηλαδή «μη ένδοξη» περίοδο τής ελληνικής ιστορίας. Σε αντίθεση με όλες τις υπόλοιπες ιστορικές περιόδους (αρχαιότητα, Βυζάντιο, σύγχρονη εποχή), όπου το έθνος εμφανίζεται να διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, η Τουρκοκρατία, ως περίοδος δουλείας, σημαίνει παθητική συνέχεια τού έθνους, το οποίο, υπόδουλο, αρκείται στη συντήρησή του.

Η παθητικότητα αυτή δεν συνεπάγεται ωστόσο, ουδέτερη ή αδιάφορη αντιμετώπιση εκ μέρους τής ιστοριογραφίας. Αντίθετα, η ιστοριογραφική εικόνα τής Τουρκοκρατίας χρωματίζεται με έντονο συναισθηματισμό και συγκινησιακή συμμετοχή. Η εξύψωση τής ελληνικής επανάστασης σε μέγιστο γεγονός τής εθνικής συνέχειας σήμαινε την αναδρομικά τελεολογική ερμηνεία τής Τουρκοκρατίας:οι τέσσερις «σκοτεινοί αιώνες» θεωρήθηκαν κυρίως η προετοιμασία τής εξέγερσης, λόγω των δεινών, των καταπιέσεων και των στερήσεων, που σήμαινε για το ελληνικό έθνος η ξένη κυριαρχία.


Η οθωμανική περίοδος ερμηνεύθηκε λοιπόν, κατ' εξοχήν εθνοκεντρικά, από τη σκοπιά τού «καταπιεσμένου» έθνους, και το οθωμανικό κράτος παρουσιάστηκε αποκλειστικά ως ένας μηχανισμός καταπίεσης.



Η ιστοριογραφική αυτή παράδοση δημιουργήθηκε τον περασμένο αιώνα στο πλαίσιο τού εθνικού κράτους, δεδομένου, ότι η ελληνική ιστοριογραφία, επηρεασμένη από τα ρεύματα τού ρομαντισμού και τού θετικισμού, αλλά και από τον θριαμβεύοντα εθνικισμό, αναπτύχθηκε ως εθνική ιστοριογραφία. 



Η επιστημονική, ακαδημαϊκή ιστοριογραφία, αλλά και οι εκλαϊκευτικές μορφές της, όπως είναι τα σχολικά εγχειρίδια, αναπαρήγαγαν το ίδιο σχήμα και μέσα στον 20ό αιώνα. Άλλωστε, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, ότι παρ' όλο, που ως τέλος τής Τουρκοκρατίας αναφέρεται το 1821, για ένα μεγάλο μέρος των ελληνικής συνείδησης πληθυσμών το πραγματικό ιστορικό τέλος υπήρξε το 1922.

Επί έναν αιώνα συνεπώς, ένα τμήμα τού έθνους βίωνε τη νεωτερική πραγματικότητα τού έθνους-κράτους, ενώ ένα άλλο τμήμα εξακολουθούσε να βιώνει τον πολυεθνικό συγκρητισμό τής αυτοκρατορίας. Οι διαφορετικές αυτές εμπειρίες αποτυπώνονται σε μιά ποικίλων αποχρώσεων βιβλιογραφία τής προ τού 1922 εποχής, όπου στον μονοφωνικό ιστοριογραφικό «κανόνα» τού εθνικού κράτους αντιπαρατίθεται η πολυφωνία των ρευστών συνειδήσεων και των πολλαπλών ταυτοτήτων πληθυσμών, που βιώνουν το μεταίχμιο τής μετάβασης.


Οι οθωμανοί εκτός από ευημερία τους πρώτους αιώνες έφεραν και νέα ήθη. Οι ρωμιοί υιοθέτησαν τα ήθη τους κι άρχισαν να ζουν σαν ανατολίτες. Καρέκλες και τραπέζια αντικαταστάθηκαν από χαμηλά έπιπλα. Μαχαιροπήρουνα δέν υπήρχαν πια. Αντί για πιάτα τώρα σέρβιραν και μοιράζονταν το φαγητό σε μεγάλους δίσκους. Προτιμούσαν να κάθονται κάτω, παρά σε καρέκλες. Φρόντιζαν οι γυναίκες τους να μήν κυκλοφορούν ακάλυπτες και ζούσαν χωριστή κοινωνική ζωή από αυτές. 



Το 1821, οπλαρχηγοί, προεστοί, κληρικοί και η πλειοψηφία τού λαού έχουν μείνει πιστοί στην οθωμανική τους παράδοση. 



Παρατηρείστε στις εικόνες πόσο πολύ μοιάζουν τα χριστιανικά με τα οθωμανικά σπίτια.





Επάνω: Χαρακτηριστική σκηνή στο σπίτι τού επισκόπου Σαλώνων. Πριν από το γεύμα οι συνδαιτημόνες πλένουν τα χέρια τους, γιά να καθήσουν στο χαμηλό τραπέζι. Ειδικά τα σπίτια των πλουσίων είχαν πολύ ξύλο, κρεμαστά μπαλκόνια, χαγιάτια, βεράντες με σοφάδες και ντιβάνια και ένα στυλ ζωής, που μιμούταν τον κυρίαρχο πολιτισμό τής εποχής



Κάτω: Χαρακτηριστικό οθωμανικό σαλόνι των αρχών τού 19ου αιώνα. (Μουσείο Μπενάκη).


Η ρήξη και η άρνηση 
Η διαμόρφωση μιας κυρίαρχης ερμηνείας τού οθωμανικού παρελθόντος, όπως συμβαίνει συνήθως άλλωστε με τις στερεότυπες σχηματοποιήσεις, δεν σήμαινε προηγούμενη ή παράλληλη ερευνητική δραστηριότητα. Αντίθετα,ηιστορική έρευνα έδειξε μάλλον αδιαφορία για το οθωμανικό παρελθόν.

Για να είμαστε πιο ακριβείς, για λόγους, που δεν συνδέονταν πάντα με την αποδοχή τής κυρίαρχης εθνοκεντρικής εικόνας τής Τουρκοκρατίας, η έρευνα προσανατολίστηκε στη μελέτη πτυχών τής κοινωνικής, οικονομικής και ιδεολογικής εξέλιξης των ελληνικών πληθυσμών τής αυτοκρατορίας, αλλ' όχι στη μελέτη τού ίδιου τού οθωμανικού κράτους και των θεσμών του, τής συγκρότησης τής οθωμανικής κοινωνίας, των σχέσεων μεταξύ των ποικίλων κοινοτήτων.


«Εντιμότατοι άρχοντες τού ημετέρου γένους» στην Κωνσταντινούπολη     
κατά τον 16ο αιώνα, όμοιοι με τους οθωμανούς.(Βιέννη, Εθνική Βιβλιοθήκη)
                
       .
Χαρακτηριστικό αυτής τής επιλογής είναι  το γεγονός, ότι υπάρχει ικανός αριθμός εδρών ιστορίας τού ελληνισμού επί Τουρκοκρατίας (με διαφορετικά ονόματα) στα ελληνικά πανεπιστήμια, ενώ αντίστοιχα σπανίζουν οι έδρες τουρκολογίας και οθωμανικών σπουδών. 
                 
                           
                              

Η επιστημονική αδιαφορία προς τον παραδοσιακό «εχθρό» τού ελληνισμού θα πρέπει να αποδοθεί μεταξύ άλλων στη διανοητική στάση, που κυριάρχησε στο ελληνικό κράτος απέναντι στο πρόσφατο παρελθόν, την οποία διέκρινε όχι τόσο η ρήξη όσο η άρνηση. Πράγματι, το οθωμανικό παρελθόν απορρίφθηκε συλλήβδην και μάλιστα ενοχοποιήθηκε ως τις μέρες μας γιά πολλά αρνητικά χαρακτηριστικά των σύγχρονων ελλήνων. Αν λοιπόν αναγνω- ρίζονται κάποια ελαττώματα στη συμπεριφορά των ελλήνων σήμερα, συνήθως αποδίδονται  στους «σκοτεινούς αιώνες» τής Τουρκοκρατίας. 





















Ρωμιοί έμποροι ντυμένοι σύμφωνα με τα οθωμανικά πρότυπα. Αριστερά χιώτης και δεξιά κωνσταντινουπολίτης.(Αθήνα, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη).             


Οι διαπιστώσεις αυτές για τις κυρίαρχες ιδεολογικές τάσεις ως προς το οθωμανικό παρελθόν της Ελλάδας αρκούν για να δείξουν τη σημασία, που έχει οποιαδήποτε πρωτοβουλία η οποία στοχεύει στην επαναδιαπραγμάτευση τού ιστοριογραφικού προβληματισμού για τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.

   
 

Με κυρίαρχη ιδεολογία το φιλελληνισμό τής βαυαρικής σχολής, πρώτο μέλημα είναι να σβηστεί το οθωμανικό παρελθόν τής Ελλάδας. Στην θέση του θα προβληθεί η αρχαία Ελλάδα. Στην Αθήνα, όπως και σε κάθε γωνιά τής χώρας βλέπουμε τα απομεινάρια ενός κόσμου, ο οποίος φαίνεται να διαλύθηκε στα εξ ων συνετέθη αιφνίδια και με μεγάλη βιαιότητα. Όλα τα ίχνη μιάς ιστορίας εκατοντάδων ετών έχουν εξαφανισθεί.


Η Ακρόπολη, γιά παράδειγμα, έχει «καθαριστεί» από πολλά στοιχεία και χρειάζονται οι γνώσεις ενός ειδικού, γιά να μάθουμε τί έχει αφαιρεθεί. Αν δούμε παλιές εικόνες τής Αθήνας, υπάρχει ένα μουσουλμανικό νεκροταφείο εκεί, που είναι τώρα το πάρκιν τής Ακρόπολης. Δέν έφυγαν μόνον οι άνθρωποι, αλλά έφυγαν και τα μνημεία, που μαρτυρούσαν την παρουσία τους.


Στην Ελλάδα υπήρχαν πολλά τζαμιά και μιναρέδες, αλλά σήμερα, δύσκολα εντοπίζεις τα ίχνη τους. Και υπήρχε ένα χωριό στην Ακρόπολη τής τελευταίας οθωμανικής περιόδου, με παραδοσιακά σπίτια, που τα βλέπεις σε παληούς πίνακες. Όπως και τα τείχη με τις πολεμίστρες, που έκτισαν οι σταυροφόροι γύρω από την Ακρόπολη. 


Η Ελλάδα έπρεπε να είναι η εικόνα, που είχε η Δύση γι’ αυτήν. Αυτή είναι η εικόνα, που θέλουμε να δημιουργήσουμε. Άρα το μοντέλο είναι το μεγαλείο τής κλασικής περιόδου. Έτσι, αν φτιάξεις την Αθήνα, χρειάζεται να κτίσεις ένα νεοκλασικό πανεπιστήμιο, ένα νεοκλασικό παλάτι κ.λπ.. 

Το σύγχρονο κράτος έφτιαξε σκόπιμα την «ιστορία» του.


Η ενσωμάτωση τού οθωμανικού παρελθόντος στην εθνική ιστοριογραφία ακολούθησε τη γεωγραφικά διπολική μορφή τού ελλαδικού «εδώ» και τού «εκεί» τής υπό οθωμανική διοίκηση χριστιανικής Ανατολής, με όλες τις ενδιάμεσες αποχρώσεις, που μια τέτοια διχοτομία συνεπάγεται.


Στο επίσημο εθνικό αφήγημα ωστόσο, οι αποχρώσεις ομοιογενοποιούνται και η έμφαση δίνεται στο νήμα τής συνέχειας, που αναζητείται σε θεσμούς τής οθωμανικής περιόδου, οι οποίοι αποτέλεσαν το θεμέλιο τού ελεύθερου κράτους. Ο θεσμός των κοινοτήτων είναι το πιό εύγλωττο ίσως παράδειγμα αυτής τής κατασκευής, που αναζητεί τη συνέχεια τού έθνους από τις οθωμανικές αυτοδιοικούμενες τοπικές κοινωνίες στο σύγχρονο ελληνικό κράτος.










Στην παραπάνω εικόνα φαίνεται ένας πατριάρχης τής Κωνσταντινούπολης με ανώτερους κληρικούς τού ιστ΄αι., οι οποίοι φέρουν σαρίκια και άμφια όμοια με των αξιωματούχων των σουλτάνων.


Γιά τους ρωμιούς δέν άλλαξε μόνον ο τρόπος, με τον οποίο ντύνονταν, έτρωγαν κι έκτιζαν τα σπίτια τους. Άλλαξε όλη η σχέση τους με τους οθωμανούς. Από την αρχή, όταν ο Μωάμεθ ο Β’ μπήκε στην Κωνσταντινούπολη, αποφάσισε, ότι οι ορθόδοξοι χριστιανοί θα αποτελούσαν μιά ξεχωριστή ημιαυτόνομη κοινότητα μέσα στην οθωμανική αυτοκρατορία. Υπόκεινταν στους νόμους και τους φόρους, που επέβαλλε η Πύλη, όμως κατά τα άλλα είχαν ευρεία αυτοδιοίκηση. 

Εντός τής οθωμανικής αυτοκρατορίας γιά φορολογικούς και γραφειοκρατικούς κυρίως λόγους, η βασική διάκριση των πληθυσμών ήταν με βάση το θρήσκευμα. Γιά πολλούς αιώνες, δέν υπήρχε η έννοια έλληνας. Υπήρχε η έννοια ρωμαίος ή ρωμιός, ρουμ για τους τούρκους και γι΄αυτό το μιλλέτ, δηλαδή η θρησκευτική κοινότητα των ρωμιών, λεγόταν Ρουμ Μιλλέτ. Προσδιοριζόταν από το θρήσκευμα. Η οθωμανική διοίκηση ενδιαφερόταν για τη φορολογία. Εφ’ όσον αποδίδονταν οι φόροι, δέν ενδιέφερε την οθωμανική διοίκηση τί περαιτέρω έκαναν.

Μπορούσαν να λειτουργούν τα σχολεία τους, να επιδίδονται στο προσφιλές τους εμπόριο και να λειτουργούν στο δικό τους θεό. Τη τελική ευθύνη για την καλή τους συμπεριφορά είχε ο ορθόδοξος πατριάρχης, ο οποίος ήταν εκπρόσωπος όλων των χριστιανών τής αυτοκρατορίας. Ήταν ανώτατη θρησκευτική αρχή και υπόλογος έναντι τού σουλτάνου. Ο πατριάρχης ήταν ο εγγυητής αυτής τής σχέσης. Ήταν ένα είδος υπουργού επί των χριστιανικών υποθέσεων. Είχε το δικαίωμα να επιβάλει φόρους και να απονέμει δικαιοσύνη στους ορθόδοξους. Ήταν ο δεσπότης των χριστιανών, κληρονόμος τού τίτλου των αυτοκρατόρων τού Βυζαντίου.  




Θρησκεία και αντίσταση
 

Οι ιδεολογικές μετατοπίσεις είναι ορατές και στην περίπτωση τού θρησκευτικού λόγου, όπου οι μάρτυρες τού Χριστού μεταμορφώνονται σταδιακά σε εθνομάρτυρες και όπου η θυσία γιά την πίστη παραχωρεί τη θέση της στη θυσία γιά την πατρίδα. 


Η μελέτη των θρησκευτικών και εθνοτικών ταυτοτήτων στην οθωμανική αυτοκρατορία αποκτά ωστόσο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον με τη χρήση νέων εννοιολογικών εργαλείων, που επιτρέπουν και νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις. 

Η διαφορά στη θρησκεία δεν εξηγεί τί έγινε στον ελλαδικό χώρο κατά τη διάρκεια τής οθωμανικής περιόδου ούτε το τί τελικά οδήγησε στα γεγονότα τού ‘21. Για τους υπηκόους τού σουλτάνου η θρησκεία μπορεί να αποτελούσε στοιχείο διαχωρισμού, αλλά δεν εξελισσόταν σε πεδίο διαμάχης. 


Μουσουλμάνοι και ορθόδοξοι σέβονταν ο ένας την πίστη τού άλλου και μερικές φορές ακόμα την επικαλούνταν. Χριστιανοί πήγαιναν στα τζαμιά και τους τεκέδες για συμβουλές και φυλακτά, μουσουλμάνοι επισκέπτονταν ορθόδοξους παπάδες. Κάθε πόλη είχε για προστάτη της έναν άγιο, που τον σέβονται τόσο οι χριστιανοί όσο και οι μουσουλμάνοι.


Σε αυτό τον κόσμο οι κοινότητες μοιράζονταν κάτι περισσότερο από τις θρησκείες τους. Η μακραίωνη συνύπαρξη μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων οδήγησε σε κοινές δραστηριότητες. Οι γάμοι μεταξύ τους δεν ήταν σπάνιοι μετά από εξισλαμισμό. Μεγάλωναν τα παιδιά τους, ζούσαν και πέθαιναν σαν καλοί γείτονες. 







Στην παραπάνω εικόνα φαίνονται ένας ρωμιός κι ένας μουσουλμάνος κληρικός τής οθωμανικής περιόδου. Δέν παρουσιάζουν καμμία ουσιαστική διαφορά ούτε ως προς την αμφίεση, αλλά ούτε κι ως προς τη θρησκεία, που πρέσβευε ο καθένας τους, καθ’ ότι χριστιανισμός και μουσουλμανισμός είναι ομογάλακτα αδέλφια τού ιουδαϊσμού.


Μέσα απ' αυτό το πρίσμα, η έρευνα των κρυπτοχριστιανών μπορεί να μετατοπιστεί από τη διατήρηση τής πίστης ως μορφής «αντίστασης» προς τον αλλόθρησκο στη μελέτη τού θρησκευτικού συγκρητισμού στο πλαίσιο τής πολυεθνικής αυτοκρατορίας.


Εξάλλου, πολλοί ερευνητές, υπό την επίδραση των πολιτισμικών σπουδών, έχουν στραφεί στη χρήση τής «ταυτότητας» ως βασικού αναλυτικού εργαλείου για τη μελέτη των ποικίλων κοινοτήτων δίνοντας έμφαση τόσο στην ιστορικότητα τής ταυτότητας ως πολιτισμικής κατασκευής όσο και στη διαχείρισή της, η οποία μεταφράζεται σε σχέσεις εξουσίας.




Το λησμονημένο οθωμανικό παρελθόν μας.


Το κράτος μας βασίζει όλη του τη φιλοσοφία τής εκπαίδευσης σε μία παντελή άρνηση τού οθωμανικού παρελθόντος μας. Αρνείται ένα παρελθόν κι άρχισε από την αρχή κατασκευάζοντας ένα άλλο, ψεύτικο.

Στην εικόνα,
το Παζάρι τής Αθήνας.

 



Βουλγαρική ιστοριογραφία

Πολλές αναλογίες με το ελληνικό παράδειγμα παρουσιάζει η ενσωμάτωση τού οθωμανικού παρελθόντος στη βουλγαρική εθνική ιστοριογραφία. Πρόκειται γιά την ίδια «σκοτεινή» εικόνα ενός «παθητικού» οθωμανικού χρόνου και αιώνων «παρακμής», που επηρέασαν ανασχετικά και την πορεία τού βουλγαρικού έθνους.



Κυριακή τού Πάσχα τού 1824, έγραφε ο γάλλος πρόξενος και φιλέλληνας Φωριέλ σε επιστολή του: «Μα το ουσιαστικό ήταν να μιλήσω με τους έλληνες, που προμήθευαν αυτά τα τραγούδια στον Μουστοξύδη και αυτό δέν το κατάφερα όλη τούτη την εβδομάδα, που κύλησε, γιατί οι έλληνες, που ήθελα να δω, ήταν διαρκώς στο καφενείο ή στην εκκλησία και δέν ήθελα να τους ενοχλήσω ούτε εδώ ούτε εκεί». 



Στην εικόνα φαίνεται το εσωτερικό καφενείου των Αθηνών μετά τη δημιουργία τού κράτους. 

Παρατηρήστε τούς θαμώνες, που καπνίζουν ναργιλέ, αλλά κι άλλους ναργιλέδες στον τοίχο. (Το καφενείο τού Ν. Βουγιούκα στην Αθήνα, 1835, Μ. Ρέεμπυ, ιδιωτική συλλογή, από το βιβλίο: «Αθήνα, 1818-1853, έργα δανών καλλιτεχνών», έκδ. «Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων»).




Η φωτογραφία είναι από τις αρχέςτού περασμένου αιώνα.



Οι τουρκορωμιοί όσο κι αν επιχείρησαν να εξευρωπαϊστούν δέν μπόρεσαν να αποβάλουν το οθωμανικό παρελθόν τους. Ακόμα και στις ημέρες μας υπάρχουν μέρη, όπου μπορούν να απολαύσουν το ναργιλέ τους.
  
   
Εβραϊκή ιστοριογραφία

Στον αντίποδα αυτής τής αρνητικής εικόνας βρίσκεται η παρουσίαση τής οθωμανικής περιόδου από την εβραϊκή ιστοριογραφία. Παρ' όλο, που η θεσμική κατάσταση των εβραίων στο πλαίσιο τής οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν διαφοροποιείται από αυτή των υπόλοιπων κατακτημένων πληθυσμών και παρά τις προφανείς συνέχειες και ομοιότητες με την προηγούμενη αυτοκρατορία, τη βυζαντινή, οι εβραίοι ιστορικοί περιγράφουν με μελανά χρώματα τη βυζαντινή περίοδο και αντίθετα πολύ θετικά την οθωμανική περίοδο.


Η εξιδανικευτική αυτή εικόνα συνδέεται είτε με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τής εβραϊκής θρησκείας και κοσμοθεωρίας είτε με πολιτικές σκοπιμότητες, όπως διαμορφώθηκαν στον αμερικανικό ακαδημαϊκό χώρο τις τελευταίες δεκαετίες.

    

















Από την καθημερινότητα του οθωμανικού παρελθόντος μας. (Μουσείο Μπενάκη)



Οθωμανική ιστοριογραφία

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, τέλος, η τουρκική αντιμετώπιση τού οθωμανικού παρελθόντος. Παρ' όλο, που δέν μας εκπλήσσει η επίσης εξιδανικευτική αντιμετώπιση μιάς περιόδου τής τουρκικής ιστορίας, που ταυτίζεται με την κοσμοκρατορία των οθωμανών, μιά νέα ρωμαϊκή αυτοκρατορία, είναι ενδιαφέρον, ότι στα πρώτα συνέδρια ιστορίας, που έγιναν τη δεκαετία τού 1930 και όπου διατυπώθηκε η επίσημη κεμαλική θέση γιά την τουρκική ιστορία δέν γίνεται καθόλου συζήτηση γιά την οθωμανική ιστορία. Σύμφωνα με την επίσημη θέση, η τουρκική εθνική ιστορία εκτείνεται σε πολύ παλαιότερες περιόδους και δέν περιλαμβάνει μόνο την οθωμανική ιστορία.















Οικιακή σκηνή τής οθωμανικής περιόδου.
(Μουσείο Μπενάκη).

Οι μόνες επιδράσεις στους ρωμιούς, που μερικώς αναγνωρίζουν τα σχολικά εγχειρίδια είναι τής Αναγέννησης, τού Διαφωτισμού και τής Γαλλικής Επανάστασης.
Σποραδικές αναφορές γίνονται στις θετικές επιδράσεις των βενετών στην οικονομική ανάπτυξη όσο και στην εμφάνιση μιάς πρώιμης αστικής τάξης και την ανάπτυξη τής παιδείας.
Η προσεκτική ανάγνωση τής εξαίρεσης ωστόσο, δείχνει, ότι η θετική παρουσίαση τής «βενετοκρατίας» είναι έμμεση συγκριτική καταδίκη τής «τουρκοκρατίας».

Η σύγχρονη συγκυρία 

Οι πολιτικές εξελίξεις τής τελευταίας δεκαετίας στα Βαλκάνια και η αναθεώρηση τού παρελθόντος, που συνεπάγονται, οδήγησαν τις βαλκανικές ιστοριογραφίες σε μια αναζήτηση τού «κοινού» παρελθόντος, των κοινών ιστορικών εμπειριών τής βυζαντινής και τής οθωμανικής αυτοκρατορίας και τής «κληρονομιάς» τους στη θρησκευτική, πολιτισμική και θεσμική σφαίρα.




Όσο κι αν φαντασιώνεται ευγενείς καταγωγές δύσκολα δραπετεύει από το παρελθόν του ο τουρκορωμιός.


Μερικές δεκαετίες πριν, έσπαγαν ταμεία στη χώρα μας οι τούρκικες ταινίες τής Χούλιας.



Σήμερα, πολύ δημοφιλή είναι τα τούρκικα σήριαλ, που έχουν κατακλύσει τα κανάλια.
Αν παρακολουθήσετε δειγματοληπτικά έστω μερικά από αυτά θα διαπιστώσετε πλήθος τούρκικων λέξεων, που χρησιμοποιούμε στο καθημερινό λεξιλόγιό μας, τούρκικων φαγητών, εθίμων, που ακριβώς ίδια έχουμε εμείς σήμερα κ.λπ..
   


Η νέα αυτή τάση σημαίνει αναθεώρηση τής βασικής, κοινής στα βαλκανικά εθνικά κράτη (πλην τού τουρκικού, βεβαίως) ερμηνείας τής οθωμανικής κληρονομιάς: ότι η οθωμανική περίοδος τής ιστορίας τους υπήρξε μιά «αλλότρια» επιβολή στις αυτόχθονες χριστιανικές κοινωνίες, που είχε τη μορφή «ζυγού». Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, κοινό φαινόμενο σε όλα τα βαλκανικά κράτη αμέσως μετά τη δημιουργία τους υπήρξε η προσπάθεια απο-οθωμανοποίησης σε όλα τα επίπεδα, με πιό χαρακτηριστικό το γλωσσικό (εθνικές γλώσσες και τοπωνύμια). 



Διαστρεβλωμένη διδάσκεται στα σχολεία η εικόνα γιά τουςφαναριώτες. Αναφέρονται ως μία από τις «δυνάμεις», που επέτρεψαν στον «ελληνισμό» να επιβιώσει. Περιγράφονται ως «λαϊκοί αξιωματούχοι» από «παληές αρχοντικές οικογένειες», που με τον καιρό αποτέλεσαν «ιδιαίτερη τάξη» και «διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην πορεία τού υπόδουλου γένους».

Η αφήγηση δέν αποσαφηνίζει βέβαια, το εξής απλό γεγονός: Ότι οι φαναριώτες ήταν υπάλληλοι τού σουλτάνου. Το ίδιο συμβαίνει και με τους φαναριώτες ηγεμόνες, που διορίζονταν στις παραδουνάβιες χώρες. Δέν προσδιορίζεται από ποιόν διορίζονταν, πράγμα, που παράγει παραφθαρτικά νοήματα.

Στην εικόνα φαίνεται ο Μιχαήλ Σούτσος ή Βόδας (1784-1864) με καθαρά οθωμανική αμφίεση. Ήταν γόνος αρχοντικής φαναριώτικης οικογένειας, τής οποίας πολλά μέλη διακρίθηκαν στην οθωμανική αυτοκρατορία. Αρχικά διετέλεσε γραμματέας τού ηγεμόνα τής Μολδαβίας και στη συνέχεια διορίστηκε μέγας διερμηνέας τής Υψηλής Πύλης.
Το 1819 τοποθετήθηκε από τον σουλτάνο ηγεμόνας τής Μολδαβίας, θέση, στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1821.


Αυτή η άρνηση τού οθωμανικού παρελθόντος εκ μέρους των βαλκανικών κρατών θα πρέπει να αποδοθεί και στη σχέση τους με τη Δύση και την προσπάθειά τους να ακολουθήσουν το δυτικοευρωπαϊκό πρότυπο πολιτικής οργάνωσης και οικονομικής ανάπτυξης. Η ιδιάζουσα αυτή σχέση με τη Δύση επέφερε παράλληλα και την υιοθέτηση των αρνητικών δυτικών στερεοτύπων για το οθωμανικό κράτος.


Πράγματι, η στερεότυπη εικόνα των Βαλκανίων ως «Ανατολής» συνδέεται κυρίως με το οθωμανικό τους παρελθόν. Ακόμη και γιά την τουρκική δημοκρατία τού Κεμάλ, το οθωμανικό παρελθόν ήταν το «Παλαιό Καθεστώς», με το οποίο ήλθε σε ρήξη.


 Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»:
Μικρασιάτικος χαβάς
Η αρχαία... τουρκική γλώσσα μας
Αμάν κουζούμ, αμάν γιαβρούμ...
Γιαλαντζί αμανέ Γιουνανιστάν...
Χαλβάς, ταραμάς, γιαλαντζί ντολμάς κ.λπ.
Η ινδική και τούρκικη ...ελληνική μουσική
Ο Καραγκιόζης τής Ρωμιοσύνης κι η Ρωμιοσύνη - Καραγκιόζης
Η παλιγγενεσία τής... Τουρκίας
Γιά την Τουρκορωμιοσύνη ρε γαμώτο!
Τα κιόσκια τής Τουρκορωμιοσύνης
Zeybekvision 2011




Δεν είναι λοιπόν περίεργο, που τα βαλκανικά κράτη θέλησαν να αποτινάξουν τα «ανατολικά» τους στοιχεία, ως στοιχεία «ξένα» προς τη φύση τού κατά περίπτωση έθνους.


Οπως δέν είναι περίεργο, ότι με την κατάρρευση των παλαιών βεβαιοτήτων, την κρίση τού έθνους-κράτους και την αναζωπύρωση των εθνικισμών, αναζητούνται τα υπερ-εθνικά υποστηρίγματα μιάς κοινής βαλκανικής ιστορίας, που δέν θα διχάζει πλέον ούτε θα λειτουργεί ως όπλο αντίπαλων εθνικισμών. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου