Του Γιώργου Λιόλιου
«Εμείς, τα παιδιά, ήμασταν επηρεασμένα απ’ τα παραμύθια της γιαγιάς μας, ότι τάχα στη Βέροια υπάρχει μια συνοικία που ζούνε πλούσια οι Εβραίοι κι ότι, αν πάμε κι εμείς εκεί, θα μας ρουφήξουν το αίμα, για μόνο λόγο ότι είμαστε χριστιανοί. Όσες φορές πηγαίναμε στη Βέροια, όλο και κρυφοκοιτάζαμε να δούμε πού είναι αυτός ο μαχαλάς και στριφογυρίζαμε το κεφάλι μας από ΄δω κι από ΄κει να μην μας αρπάξουν. Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ. Τα φτωχόπαιδα των Εβραίων παίζαν με τα φτωχόπαιδα της Βέροιας και τα πλουσιόπαιδα μεταξύ τους. Η γιαγιά μου, ντε και καλά, επέμενε ότι οι Εβραίοι σφάζουν!»
Με αυτό το λιτό απόσπασμα από το βιβλίο της Όλγας Μάστορα-Ψαρογιάννη με τον τίτλο Στο δρόμο του Χρέους που εκδόθηκε το 1995, θέλησα να σας συστήσω το «φ’τσι», σύμφωνα με την βεροιώτικη ντοπιολαλιά, δηλαδή το βαρέλι με τα καρφιά στο οποίο οι Εβραίοι, σύμφωνα με την λαϊκή προκατάληψη, στράγγιζαν το αίμα χριστιανόπαιδων για να το χρησιμοποιήσουν στην παρασκευή του άζυμου άρτου του Εβραϊκού Πάσχα.
Στην εισήγηση μου θα επιχειρήσω να αναδείξω το πλαίσιο του δημόσιου λόγου και των κρατικών πολιτικών μέσα στο οποίο αναβίωσε αυτή η προκατάληψη στη Βέροια του 1925, η οποία προκάλεσε διακοινοτικές εντάσεις, και πως το περιστατικό αυτό επηρέασε τις διακοινοτικές σχέσεις στην πόλη.
Το κυρίαρχο μοτίβο του «τελετουργικού φόνου» ή περισσότερο γνωστής ως «θυσίας αίματος» είναι ο ισχυρισμός ότι υπάρχει ένα εβραϊκό έθιμο σύμφωνα με το οποίο οι Εβραίοι κάθε χρόνο την παραμονή του εβραϊκού Πάσχα απάγουν χριστιανόπαιδα, τα οποία είτε σταυρώνουν είτε σφάζουν, για να συλλέξουν το αίμα τους προκειμένου να το χρησιμοποιήσουν σε θρησκευτικές ιεροτελεστίες και ειδικότερα για την παρασκευή του άζυμου άρτου, της matza, που τρώνε οι Εβραίοι κατά την εορτή του Πάσχα σε ανάμνηση της εξόδου από την Αίγυπτο.
Η πρώτη τελετουργική παιδοκτονία που αποδίδεται στους Εβραίους ανάγεται στο 1144 στο Norwich της Αγγλίας, μετά την ανακάλυψη του φρικτά ακρωτηριασμένου σώματος του δωδεκάχρονου Ουϊλλιαμ στο δάσος της Θόρπης. Τότε, η μητέρα και ο θείος του παιδιού κατηγόρησαν τους Εβραίους ότι το σκότωσαν αφού προηγουμένως το είχαν βασανίσει. Ο δικαστής κρίνει ως ανυπόστατη την κατηγορία, η οποία ωστόσο κυκλοφορεί υπό μορφή φημών. Στη συνέχεια, μερικά χρόνια αργότερα, υπό την εξουσία ενός νέου δικαστή και ενός νέου επισκόπου, ο θρύλος του παιδιού-μάρτυρα, «που σκοτώθηκε από τους Εβραίους», μορφοποιήθηκε από τον βενεδικτίνο μοναχόThomas de Monmouth: ο φόνος του Ουϊλλιαμ τελέστηκε με τελετουργικό τρόπο, με σκοπό να αναπαραχθεί η σταύρωση του Ιησού. Θαύματα λαμβάνουν χώρα πάνω στον τάφο του Ουϊλλιαμ, πράγμα που φαίνεται να επιβεβαιώνει την κατηγορία, ενώ η λατρεία του μάρτυρα Ουϊλλιαμ προσελκύει πλήθη προσκυνητών. Το 1189, Οι Εβραίοι υσφίστανται επιθέσεις στο Λονδίνο κι έπειτα σε όλο το βασίλειο. Στις 6 Φεβρουαρίου 1190, όλοι οι Εβραίοι του Νόργουιτς σφαγιάζονται, εκτός εκείνων που κατάφεραν να καταφύγουν στο κάστρο.
Την υπόθεση του Ουϊλλιαμ θα την ακολουθήσουν στο Μεσαίωνα πολυάριθμες άλλες υποθέσεις τελετουργικού φόνου, και η διασύνδεση του με τους Εβραίους θα προκαλέσει και νομιμοποιήσει βίαιες αντιεβραϊκές εκδηλώσεις και τρομακτικές σφαγές Εβραίων, οι οποίες συχνά έγιναν το πρόσχημα για επιβολή μέτρων απέλασης: Οι Εβραίοι θα εκδιωχθούν από την Αγγλία το 1290, τη Γαλλία το 1306, τα γερμανικά πριγκιπάτα το 1450, την Ισπανία το 1492 κλπ.
Η κατηγορία του τελετουργικού φόνου εντάσσεται σε μια ποικιλία αντιεβραϊκών μύθων και αντιεβραϊκών μορφολογιών (σύμφωνα με την ορολογία που χρησιμοποιεί ο Ταγκυέφ). Οι αντιεβραϊκοί μύθοι συνιστούν ένα πολύχρωμο σύνολο αρνητικών αναπαραστάσεων (προκαταλήψεων και στερεοτύπων) και κατηγοριών με στόχο τους Εβραίους, οι οποίες συσσωρεύτηκαν από τον αρχαίο κόσμο (Αίγυπτο, Ελλάδα, Ρώμη). Μέσα από αφηγήσεις της ελληνιστικής περιόδου κι ενδεχομένως υπό την επίδραση των Αιγυπτίων, κράτους με αντιεβραϊκή παράδοση, οι Εβραίοι πρωτοεμφανίζονται, υπό την μορφή φημών που θα επαναληφθούν επί αιώνες, ως ακάθαρτοι, μολυσμένοι από λέπρα, μάγοι και παιδοκτόνοι. Οι μύθοι αυτοί, του «μίσους του ανθρώπινου είδους», του τελετουργικού φόνου, της δολιότητας και της τοκογλυφίας, της τοπικής ή παγκόσμιας συνωμοσίας, θα σφυρηλατηθούν αργότερα και θα επαναδιατυπωθούν από τα χριστιανικά περιβάλλοντα του Μεσαίωνα μέσα από την κεντρική αφετηρία του χριστιανικού αντιιουδαϊσμού, την κατηγορία της θεοκτονίας. Δηλαδή την κατηγορία ότι οι Εβραίοι είναι οι «δολοφόνοι του Χριστού» και τα «τέκνα του διαβόλου», - κατηγορία που άνοιξε τον δρόμο για τη δαιμονοποίηση τους. Έτσι, ο Εβραίος κατασκευάζεται σε ένα «μυθικό» είδος και παρουσιάζεται ως ο σατανικός εχθρός του ανθρώπινου είδους και του Θεού, ο κατεξοχήν εγκληματίας ή, σύμφωνα με την γλώσσα των Ναζί, ο κληρονομικός εγκληματίας, ο εκμεταλλευτής και γεννημένος συνωμότης, ο παιδοκτόνος.
Ειδικά σε ό,τι αφορά στον τελετουργικό φόνο, οι εξηγήσεις που δίνονται από τους διακινητές του μύθου, άλλοτε υποστηρίζουν ότι ο τελετουργικός φόνος αποτελεί έκφραση μιας θρησκευτικής κουλτούρας στηριγμένης πάνω στις ανθρωποθυσίες («μολωχισμός»), που η σατανική διδασκαλία του Ταλμούδ δεν έπαψε να νομιμοποιεί κι άλλοτε αναμειγνύουν την δολοφονία με τον κανιβαλισμό, προφανώς αντλώντας από παραδείγματα ανθρωποθυσιών που παρατηρούνταν στους αρχαίους χρόνους σε περιοχές της Εγγύς Ανατολής, πράγμα που ισοδυναμεί με την εγγραφή της προδιάθεσης στον φόνο, κυρίως παιδιών, στην ίδια την φύση των Εβραίων, ως εγκληματικού ενστίκτου.
Οι αφηγήσεις τελετουργικού φόνου πέρασαν από τη θέση του μεσαιωνικού θρύλου στη θέση του σύγχρονου μύθου του 18ουκαι 19ου αιώνα. Με τη Γαλλική Επανάσταση που άνοιξε τον δρόμο για την πολιτική και κοινωνική χειραφέτηση των Εβραίων, μεταλλάσσεται πλέον ο θρησκευτικός αντιιουδαϊσμός, που είχε χαρακτήρα εξόχως θρησκευτικό αλλά και κοινωνικό και οικονομικό. Τον 19ο αιώνα, η εχθρότητα κατά των Εβραίων στηρίζεται πια σε επιστημονική βάση, την οποία προσέφερε η φυλετική ψευδο-επιστημονική θεωρία, σύμφωνα με την οποία τα άτομα σημιτικής καταγωγής θεωρούνται ότι ανήκουν σε μια κατώτερη φυλή. Δίχως να εγκαταλείπεται η εμπειρική έννοια του θρησκευτικού αντιιουδαϊσμού, ο 19ος αιώνας σηματοδοτεί το πέρασμα στον «φυλετικό αντισημιτισμό», έννοια που επινοήθηκε το 1873.
Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, τα πρώτα κρούσματα χρησιμοποίησης της κατηγορίας που μας απασχολεί εδώ καταγράφονται στο 16ο αιώνα, όταν στα 1530 αρμένιοι κάτοικοι της Αμάσειας υποδεικνύουν στις οθωμανικές αρχές εβραίους συντοπίτες τους ως υπεύθυνους για την εξαφάνιση ενός ομοθρήσκου τους, με αποτέλεσμα την εκτέλεση του ραβίνου και ορισμένων ακόμα μελών της τοπικής εβραϊκής κοινότητας. Η ανεύρεση μετά από χρόνια σώου και υγιούς του υποτιθέμενου θύματος οδήγησε σε παραδειγματική τιμωρία των κατηγόρων, κυρίως όμως έκανε το οθωμανικό κράτος ιδιαίτερα προσεκτικό στην διαχείριση παρόμοιων κατηγοριών με την έκδοση από τον σουλτάνο Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή φιρμανίου, στο οποίο τόνιζε το ανυπόστατο τέτοιων κατηγοριών σε βάρος των Εβραίων.
Ωστόσο, η κρατική αντίληψη δεν εμπόδισε την αναπαραγωγή της κατηγορίας αυτής στα λαϊκά στρώματα, σχεδόν πάντα καθ’ υπόδειξη του κατώτερου κλήρου. Ενδεικτικά αναφέρω τα κρούσματα συκοφαντίας στη Ρόδο το 1840, στην Κω το 1850, στη Λάρισα το 1872, στην Κέρκυρα το 1891, στον Βόλο το 1922, στη Φλώρινα το 1928, ενώ αναρίθμητες ήταν οι συκοφαντίες αυτές στη Θεσσαλονίκη όπου υπήρχε η μεγαλύτερη αριθμητικά συγκέντρωση Εβραίων.
Στην ελληνική παράδοση ο τύπος του «Εβραίου» είναι κατ’ αρχήν μια κατασκευή του αντι-ιουδαϊσμού και σχετίζεται με τη θρησκευτική διαφορά και την κατηγορία της θεοκτονίας. Στερεοτυπικές ιδιότητες του Εβραίου συναντώνται σε ποικίλες εκφράσεις: από το δημοτικό τραγούδι ως τον καραγκιόζη και τη λαϊκή παράδοση με το κάψιμο του Ιούδα και τη συκοφαντία της παιδοκτονίας. Με διάφορες παραλλαγές, ο τύπος του Εβραίου ενέχεται για φιλαργυρία, προδοσία, περιπλάνηση και θεοκτονία. Φρονώ ότι όλοι μας λίγο-πολύ έχουμε πρόχειρη μια αρνητική στερεοτυπική εικόνα του Εβραίου από μια ευρεία γκάμα κειμένων της ελληνικής και της ξένης γραμματολογίας. Ο «φανταστικός» Εβραίος δεν απηχεί παρά συλλογικές παραστάσεις, εικόνες, φαντασιώσεις και ιδεολογήματα πλατιάς απήχησης στο κοινωνικό περιβάλλον και η διαφορετικότητα του εξακολουθεί μέχρι σήμερα να τροφοδοτεί στερεότυπα που υπηρετούν την ανάγκη κατασκευής εσωτερικών εχθρών ή αλλιώς αποδιοπομπαίου τράγου, στον οποίο προβάλλονται και χρεώνονται συλλογικές φοβίες κι ανασφάλειες.
Θα ήταν ωστόσο λάθος να πιστέψει κανείς ότι οι διωγμοί των Εβραίων από το Μεσαίωνα ακόμα, οφείλονταν αποκλειστικά και μόνον στον σκοταδισμό των μαζών. Ορθότερο είναι να αναζητήσει κανείς τα εξωθρησκευτικά αίτια για την ερμηνεία της σύγκρουσης.
Στην μακρά οθωμανική περίοδο, το εβραϊκό μιλέτ, με τη δύναμή του και την συσπείρωσή του, ενίσχυσε τη θέση του, αλλά παράλληλα το απομόνωσε από τις άλλες εθνοτικές-θρησκευτικές κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Απολαμβάνοντας την ιδιαίτερη εύνοια του κράτους, ήταν αναπόφευκτο να προκαλέσει την αντιζηλία και την έχθρα άλλων εθνοτήτων και κυρίως της επικρατούσας Ελληνικής. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία τους επέτρεψε την εγκατάσταση και στο οικονομικό πεδίο τους συμπεριφέρθηκε προνομιακά έναντι άλλων εθνοτικών ομάδων, καθόσον η οθωμανική οικονομία εξαρτιόταν από το εβραϊκό εμπόριο, με αποτέλεσμα ο οικονομικός ανταγωνισμός να καλλιεργήσει στους κόλπους των Ελλήνων έντονη δυσαρέσκεια, η οποία σε κάθε ευκαιρία στοχοποιούσε αδιάκριτα τους οικονομικά ισχυρούς Εβραίους αλλά και τις ασθενέστερες τάξεις.
Η εχθρότητα κατά των Εβραίων συνεπώς δεν είχε μόνον θρησκευτικά κίνητρα αλλά κυρίως οικονομικά. Η κατηγορία του «ανθελληνισμού» των Εβραίων δομήθηκε από τους Έλληνες και συγκροτήθηκε ιδεολογικά από την εποχή της Επανάστασης του 1821 και δεν έπαψε μέχρι σήμερα! Ανδρώθηκε σε ένα υπόστρωμα θρησκευτικού αντιιουδαϊσμού με μακρά προϊστορία και αναπτύχθηκε σε ένα περιβάλλον οικονομικού ανταγωνισμού και δυσαρέσκειας των Ελλήνων για τα προνόμια και τις φορολογικές ελαφρύνσεις που τους παρείχε η οθωμανική διοίκηση.
Μέσα σε ένα περιβάλλον έντονων τριβών, αμοιβαίας καχυποψίας και ευαίσθητων ισορροπιών κύλησε ο χρόνος μέχρι την προσάρτηση των Νέων Χωρών στο ελληνικό κράτος.
Ο εβραϊκός κόσμος, πιστός σε μια οθωμανική συνέχεια, υποτάχτηκε με φόβο στην διοικητική αυτή μεταβολή. Αναγνώριζε πως έπρεπε πια να αντιμετωπίσει την ανάγκη να μεταθέσει την πίστη του από το ένα κράτος στο άλλο, κάτι που δεν ήταν πρόβλημα˙ το ζητούμενο ήταν αν η μετάβαση αυτή θα επέφερε περιορισμό των δικαιωμάτων και των προνομίων τους ως ελεύθερων πολιτών και αν η ελληνική κυβέρνηση θα ήταν πρόθυμη να υποστηρίξει την αρχή της θρησκευτικής ισότητας και της ελευθερίας. Ενώ για αιώνες οι Εβραίοι ουσιαστικά αυτοδιοικούνταν σύμφωνα με τα δικά τους ήθη και έθιμα και χωρίς να απαιτούν από αυτούς κανενός είδους αφομοίωση, τώρα θα ήταν υποχρεωμένοι να υποστούν το αντίθετο. Όμως, η υπερσημιτική θέση του Βασιλιά Γεωργίου, ο οποίος αμέσως εγγυήθηκε την προστασία, την ασφάλεια και τον σεβασμό των δικαιωμάτων των μειονοτικών πια πληθυσμών που εγκολπώθηκαν στο ελληνικό κράτος και ιδία των Εβραίων και στη συνέχεια οι φιλοσημιτικές θέσεις του Βενιζέλου, διασκέδασαν τις σοβαρές επιφυλάξεις και τους αρχικούς φόβους του εβραϊκού κόσμου.
Ωστόσο, η έγνοια του ελληνικού κράτους για την οριστική τύχη της Μακεδονίας και της Θράκης λίγο αργότερα, ο πραγματικός φόβος του κράτους για τον βουλγαρικό κίνδυνο, σε συνδυασμό με το ότι ο αλλόγλωσσος και αλλόθρησκος εβραϊκός πληθυσμός δεν έχει αναφορά σε μια γειτονική πατρίδα που να απειλεί την εθνική ακεραιότητα του διευρυμένου ελληνικού κράτους, θέτει σε δευτερεύουσα και τριτεύουσα μοίρα την διαχείριση της συμβίωσης με το εβραϊκό στοιχείο. Μετά όμως την οριστικοποίηση της τύχης των Νέων Χωρών υπό ελληνική διοίκηση, ο εβραϊκός κόσμος στοιχίζεται οριστικά σε μια νέα κρατική πραγματικότητα και αυτό που του απομένει είναι να διεκδικήσει την διάσωση της ιδιαίτερης ταυτότητας του στο νομικό-θεσμικό πλαίσιο του νέου κρατικού πλαισίου. Το ελληνικό κράτος αντιλαμβανόμενο ότι μόνο μέσω της εκπαίδευσης μπορούσε να εκπαιδεύσει ως πολίτες του ελληνικού κράτους τη νέα γενιά Εβραίων, κρατικοποίησε τα εβραϊκά σχολεία και προσάρμοσε το πρόγραμμα σπουδών σε μια περισσότερο ελληνοκεντρική κατεύθυνση ενώ ταυτόχρονα με θεσμικές παρεμβάσεις σε ό,τι αφορά την ύπαρξη, την διατήρηση και τη συνέχεια της ιδιαίτερης πολιτισμικής και θρησκευτικής ταυτότητας των εβραϊκών κοινοτήτων θέσπισε προστατευτικούς νόμους.
Παρά τις φιλοσημιτικές πρωτοβουλίες του ελληνικού κράτους κατά την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης και μέχρι τον καταστροφικό πόλεμο στη Μικρασία, που θα εκφραστούν με τη θέσπιση του ν. 2456/1920 αναγνωρίζοντας τους Εβραίους ως προστατευόμενους μειονοτικούς πολίτες, οι διακοινοτικές προστριβές μεταξύ Εβραίων και Χριστιανών αυξάνονταν για να ενταθούν αμέσως μετά την έλευση εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων από τη Μικρασία κι αλλού. Στο πλαίσιο της ελληνικής επικράτειας πλέον, η αρνητική στάση απέναντι στους Εβραίους ήταν αποτέλεσμα ενός συνόλου παραγόντων, ανάμεσα στους οποίους η αγωνία της Διοίκησης για την ενίσχυση της ελληνικότητας των σεφαραδίτικων κοινοτήτων. Ειδικά, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την έλευση των προσφύγων, η συλλογική ταυτότητα «Εβραίοι» προέβαλε ως ανταγωνιστική, σχεδόν αντίπαλη, πληθυσμιακή ενότητα καθόσον αμφισβητούνταν η ελληνικότητα του Εβραίου πολίτη.
Η δεκαετία του ’20 θα δοκιμάσει τις αντοχές του ίδιου του κράτους και συνακόλουθα της συμβίωσης των δύο κοινοτήτων. Στην Ελλάδα ο μεσοπόλεμος ξεκινά αργότερα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό αντίστοιχο: συγκεκριμένα, μετά την ταπεινωτική ήττα του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1919-1922 και την οριστική εγκατάλειψη του μεγαλοϊδεατισμού. Στην περίοδο αυτή η χώρα και η κοινωνία σπαράσσονται από πολιτικές αντιπαραθέσεις που θα διαρκέσουν για πάνω από μια δεκαετία. Οι κύριες προτεραιότητες της Μικρής πλέον Ελλάδας, δεν προσανατολίζονταν στην προσάρτηση νέων εδαφών αλλά προτάγματα της ήταν πλέον η προστασία της εδαφικής ακεραιότητας της και η εθνική ομογενοποίηση του χώρου. Σε μια χώρα ταπεινωμένη και οικονομικά κατεστραμμένη, πέραν όλων των άλλων έπρεπε να διαχειριστεί και την υποδοχή και αποκατάσταση των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων.
Οι βουλευτικές εκλογές του 1923 ήταν σημαντικές, όχι μόνο γιατί αποκάλυψαν την ύπαρξη ενός υποβόσκοντος αντισημιτισμού σε μέρος του ελληνικού πολιτικού κόσμου, αλλά και γιατί εμφανίστηκε μια εφημερίδα της Θεσσαλονίκης, η Μακεδονία, που επιδόθηκε σε μια ακατάσχετη αντισημιτική εκστρατεία και με τα εμπρηστικά άρθρα της υποδαύλιζε αισθήματα αντιπάθειας, ακόμη και μίσους, στους αναγνώστες της απέναντι στο εβραϊκό στοιχείο.
Ήδη από το 1920 είχε αποφασιστεί ο χωρισμός του εκλογικού σώματος των Εβραίων που εφαρμόστηκε τελικά στις εκλογές του ‘23, με το πρόσχημα της εξασφάλισης κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης των Εβραίων. Στην πραγματικότητα όμως ήταν αποτέλεσμα της συμπαγούς αντιβενιζελικής ψήφου των Εβραίων και η οποία συνδέθηκε με την ήττα του Βενιζέλου. Το μέτρο αυτό δημιούργησε έντονες διαμαρτυρίες του εβραϊκού κόσμου και διακοινοτικές τριβές για να τις εντείνει την ίδια περίοδο ένα νέο μέτρο που επιχειρούσε να προωθήσει η κυβέρνηση: την θέσπιση της Κυριακής ως επίσημης αργίας όλων των Ελλήνων πολιτών ανεξαρτήτως θρησκεύματος.
Για τους ορθόδοξους Έλληνες η αργία της εβδομάδας ήταν η Κυριακή, ενώ για τους Εβραίους το Σάββατο. Η Ελλάδα, έχοντας υιοθετήσει μια προοδευτική κοινωνική πολιτική, είχε καθορίσει για τους χριστιανούς πολίτες της ως υποχρεωτική ημέρα ανάπαυσης φυσικά την Κυριακή, κατά την οποία όλα τα εμπορικά καταστήματα ήταν κλειστά, και για τους Εβραίους το Σάββατο. Με το νέο μέτρο έπρεπε να υποχρεωθούν οι Εβραίοι να αργούν πλέον και αυτοί την Κυριακή, καταργώντας το προνόμιο της αργίας του Σαββάτου, γεγονός που προκάλεσε σάλο στους κόλπους των εβραϊκών κοινοτήτων και φυσικά νέες ακόμα εντονότερες διακοινοτικές τριβές, καθώς θεωρήθηκε ως έκφραση θρησκευτικής αδιαλλαξίας. Φυσικά, το μέτρο έπλητε τις ανθηρές εβραϊκές κοινότητες, καθώς ο άρρεν πληθυσμός τους συμμετείχε ενεργά στην επαγγελματική και γενικά οικονομική κίνηση των πόλεων όπου διαβίωναν και φυσικά και κυρίως τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης που είχαν στα χέρια τους την οικονομική ζωή της πόλης και με το νέο μέτρο θα ΄πρεπε τα καταστήματα τους να παραμένουν κλειστά επί δύο ημέρες.
Ένα μπαράζ δημοσιευμάτων διατηρούσε το θέμα στην επικαιρότητα για μακρύ χρονικό διάστημα, ενώ η μάχη μεταξύ χριστιανών και εβραίων βουλευτών μεταφέρθηκε στη Βουλή με οξύτατες αντιπαραθέσεις, ενώ πλήθος διαβημάτων από τις διοικήσεις των εβραϊκών κοινοτήτων έπεφταν τελικά στο κενό, καθώς η ελληνική κυβέρνηση ήταν απρόθυμη να αποσύρει τη νέα αυτή νομοθετική πρωτοβουλία. Τελικά, το νέο αυτό μέτρο ψηφίστηκε με νόμο που έφερε στη Βουλή ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου στις 21 Ιουλίου του 1924. Πλην όμως το ζήτημα δεν είχε κλείσει οριστικά. Η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης που ως πολυπληθέστερη παρενέβαινε διαρκώς για ζητήματα που αφορούσαν την θεσμική προστασία των δικαιωμάτων των εβραϊκών κοινοτήτων επανέφερε το θέμα στο Δημοτικό Συμβούλιο της Θεσσαλονίκης τον Ιανουάριο του 1925.
Η επίμονη προσπάθεια του εβραϊκού κόσμου για απόσυρση του μέτρου, όπως ήταν αναμενόμενο, προκαλούσα νέα αντισημιτικά δημοσιεύματα, ενώ πλατιά στρώματα προσφύγων εξέφραζαν κάτω και από την πίεση των δικών τους αναγκών για αποκατάσταση ξεκάθαρη την αντιπάθεια τους κατά του εβραϊκού στοιχείου. Είναι σαφές ότι το μέτρο αυτό, που πίσω τους κρύβει την πίεση που ασκούν τα αντισημιτικά στοιχεία με την υποστήριξη των Μικρασιατών προσφύγων, κατευθύνεται εν μέρει εναντίον των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, λόγω του φόβου που προκαλεί η οικονομική ζωτικότητα τους.
Στις 17 Φεβρουαρίου 1925 διαδόθηκε στη Θεσσαλονίκη ότι ετοιμαζόταν διάταγμα για την καθιέρωση καθολικής αργίας την Κυριακή. Ακολούθησαν νέα διαβήματα προς τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας Κωνσταντίνο Σπυρίδη και καθώς η εκκρεμότητα παρατεινόταν, στις 18 Απριλίου 1925 «επιτροπή λαϊκών σωματείων» προέβη σε παράσταση στο Δημοτικό Συμβούλιο και απαίτησε την παραίτηση του, αν δεν εφαρμοζόταν αμέσως η καθολική αργία της Κυριακής.
Ο Απρίλιος είναι η εποχή του εβραϊκού Πάσχα που θα κορυφωθεί στις 16 Απριλίου. Μέσα σε αυτό το κλίμα τις ημέρες εκείνες του Απρίλη εξαφανίζεται στη Βέροια ένα άρρεν ανήλικο παιδί-γιος ποιμένα. Οι πληροφορίες για το περιστατικό αυτό αντλούνται από τα λιτά δημοσιεύματα της εφημερίδας Αστήρ Βεροίας και κυρίως από τις αφηγήσεις των γερόντων Ιωσήφ Αρών και Όλγας Αζαριά.
Μόλις γίνεται αντιληπτή η εξαφάνιση, το νέο διαδίδεται ταχύτατα στην πόλη των 16.000 περίπου κατοίκων στους οποίους έχει προστεθεί κι ένας πληθυσμός πάνω από 1.600 προσφύγων. Στην πόλη είναι εγκατεστημένη επίσης ήδη από τα μισά του 16ουαιώνα μια σεφαραδίτικη κοινότητα που αριθμεί περίπου 600 ψυχές. Οι έρευνες για τον εντοπισμό του παιδιού στην πόλη και στην ευρύτερη περιοχή αποβαίνουν άκαρπες και σε μια μερίδα προσφύγων αλλά και βλάχων (σύμφωνα με δημοσίευμα του Γιάννη Αλεξιάδη) ξυπνά η αρχαία προκατάληψη του τελετουργικού φόνου. Η υποψία της αρπαγής του παιδιού από τους Εβραίους, εν όψει άλλωστε του εβραϊκού Πάσχα, κάνει τον γύρο της πόλης και σε λίγο χρόνο ένα πλήθος ανθρώπων, κραδαίνοντας διάφορα αντικείμενα, κατευθύνεται προς την εβραϊκή συνοικία. Οι Εβραίοι της Αγοράς σπεύδουν φοβισμένοι στα σπίτια τους και κλείνουν τις πύλες εισόδου. Κόσμος συνωστίζεται μπροστά από την πύλη επί της σημερινής οδού 10ηςΜεραρχίας κραυγάζοντας θρησκευτικές και φυλετικές ύβρεις και κτυπώντας την πόρτα της συνοικίας και των σπιτιών με μέτωπο προς τον δρόμο απαιτούσαν να τους παραδοθεί το παιδί.
Ο κίνδυνος μιας γενικής σύρραξης απειλούσε τις ζωές, την σωματική ακεραιότητα και τις περιουσίες των εβραίων κατοίκων. Η ένταση έξω από την εβραϊκή συνοικία δεν πρέπει να κράτησε περισσότερο από μια ημέρα. Στο σημείο έσπευσε αστυνομική δύναμη και με την παρέμβαση του αστυνομικού διευθυντή Μοίραρχου Καλομενόπουλου και ιδίως του ανθυπομοίραρχου Χαχάκη διαλύθηκε το συγκεντρωμένο πλήθος και αποσοβήθηκαν τα χειρότερα.
Την στάση των αστυνομικών αρχών και την καταλυτική παρέμβαση τους επαίνεσε με ευχαριστήρια επιστολή της που δημοσιεύθηκε στην ίδια εφημερίδα η Ισραηλιτική Κοινότητα της πόλης:
«Η Ισραηλιτική Κοινότης Βερροίας καθήκον της θεωρεί όπως ευχαριστήση θερμώς τας Πολιτικάς και Στρατιωτικάς και Θρησκευτικάς αρχάς Βερροίας ιδία τον Μοίραρχον Αστυν. Διευθ. κ. Καλομενόπουλον και τον ανθ/χον κ. Χαχάκην δια την λεπτήν και επιδεξίαν στάσιν των εις το δημιουργηθέν ζήτημα της εξαφανίσεως του Χριστιανοπαίδου ανευρεθέντος ευτυχώς και όπερ είχε εμβάλη εις ανησυχίαν το Ισραηλ. Στοιχείον της πόλεως μας, καθ’ ό αποδοθέν αυτώ υπό των ενδιαφερομένων».
Από το δημοσίευμα φαίνεται ότι το συμβάν απασχόλησε σοβαρά την πόλη, καθώς όπως προκύπτει από αυτό για την αποκατάσταση της τάξης και της ηρεμίας συνέβαλαν και οι πολιτικές, στρατιωτικές και θρησκευτικές αρχές της πόλης.
Στο μεταξύ όπως προκύπτει από το ίδιο δημοσίευμα σε σύντομο χρόνο ανευρέθη ο ανήλικος, ο οποίος είχε πέσει σε κάποιο βαθύ λάκκο, όπου παράπεσε βοσκώντας ένα αρνάκι.
Η ανεύρεση του ανακούφισε την πόλη και πολύ περισσότερο τους εβραίους κατοίκους της. Στα θετικά ασφαλώς εγγράφεται και η αντίδραση της εφημερίδας των Αδελφών Γούναρη Αστήρ Βεροίας, φιλελεύθερων αντιλήψεων, που δεν δίστασε να καυτηριάσει την συμπεριφορά μερίδας των κατοίκων της πόλης ως «αδικαιολόγητος, αποδεικνύουσα μόνον, ότι μολονότι ευρισκόμεθα εις τον 20ον αιώνα εν τούτοις εξακολουθούμεν να έχωμεν μεσαιωνικάς αντιλήψεις…».
Ο εβραϊκός κόσμος της Βέροιας αιφνιδιάστηκε από την επίδειξη ισχύος και μισαλλοδοξίας μερίδας συμπολιτών του. Οι αφηγήσεις για την εποχή και τα στοιχεία αφηγούνται την μακρά ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ των διαφορετικών κοινοτήτων της πόλης, ήδη από το οθωμανικό παρελθόν της. Επιπλέον, η απουσία οικονομικού πεδίου πρόσφορου για ανταγωνισμούς και η έλλειψη σφοδρών οικονομικών ανταγωνισμών στην πόλη, ενισχύει κι εμπεδώνει μια ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ των διαφορετικών (θρησκευτικών μόνο πλέον) κοινοτήτων. Είναι προφανές ότι για την εξύφανση αυτής της συκοφαντίας αίματος στη Βέροια της εποχής καταλυτικό ρόλο διαδραμάτισε το γενικότερο εκρηκτικό κλίμα που περιγράφηκε στην εισήγηση και η αμεσότητα της επίδρασης του δεδομένης της γειτνίασης της με την Θεσσαλονίκη. Άλλωστε είναι η εποχή της δυναμικής εμφάνισης στο ιδεολογικό προσκήνιο των αντισημιτικών ιδεών και πρακτικών στην Ελλάδα καθώς δύο χρόνια μετά, το 1927, κάνει την εμφάνιση της η φασιστική – αντισημιτική οργάνωση ΕΕΕ, η οποία το 1932 θα προκαλέσει τον εμπρησμό της εβραϊκής συνοικίας Κάμπελ στη Θεσσαλονίκη.
Οι επιπτώσεις του περιστατικού αυτού σε συνδυασμό με το γενικότερο αντιεβραϊκό κλίμα που διαμορφωνόταν στην Ελλάδα, δεν έχουν επαρκώς διευκρινιστεί στην περίπτωση της Βέροιας. Από τις στατιστικές της εποχής, που βεβαίως δεν είναι ιδιαίτερα φαίνεται ότι στα επόμενα χρόνια ο εβραϊκός πληθυσμός της συγκρατείται δημογραφικά, αν και αναφέρονται κάποιες αποδημίες εβραϊκών οικογενειών στα αμέσως επόμενα χρόνια προς την Παλαιστίνη και τις ΗΠΑ.
Τελικά, το διάταγμα της καθιέρωσης της Κυριακής ως καθολικής αργίας στη Θεσσαλονίκη. Όμως το κλίμα καχυποψίας, εχθρότητας κι αντιπαλότητας προσπάθησε να αναζωπυρώσει ένα αινιγματικό δημοσίευμα στις 7 Ιουνίου του 1925 της τοπικής εφημερίδας ΚΡΟΤΑΛΟΣ ΒΕΡΡΟΙΑΣ, την οποία εξέδιδαν την εποχή εκείνη ο Στέφανος Βαφείδης, ο Αναστάσιος Λεονάρδος και ο Νικόλαος Ζωγράφος. Ο τελευταίος, μέλος και στέλεχος αργότερα του καθεστώτος του Μεταξά, είναι περισσότερο γνωστός για την δοσιλογική του δράση στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής και τις πλούσιες υπηρεσίες που πρόσφερε στις Αρχές Κατοχής αλλά και στα παραστρατιωτικά τάγματα των Ελλήνων συνεργατών των Ναζί – πράξεις για τις οποίες μεταπολεμικά καταδικάστηκε από το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων.
Το δημοσίευμα, από το οποίο λείπει μια μικρή συνέχεια του, αναφερόμενο σε δημοσίευμα της ισραηλιτικής εφημερίδας της Θεσσαλονίκης Vepealiael της 13ης Μαϊου και στο οποίο αναφερόταν ότι το Δημοτικό Συμβούλιο της Βέροιας όρισε ημέρα αγοράς το Σάββατο, οπότε οι Ισραηλίται έχουν κλειστά τα καταστήματα τους, εξαπολύει μύδρους στον συντάκτη του δημοσιεύματος, χαρακτηρίζοντας το δημοσίευμα ως «κακοηθεστέρα συκοφαντία» και «αναιδεστέρα πράξη».
Δεν στάθηκε δυνατή η τεκμηρίωση της πληροφορίας αλλά το δημοσίευμα του Κρόταλου φαίνεται ότι επιθυμούσε την συντήρηση της διακοινοτικής καχυποψίας και είναι ενδεικτικό του κλίματος αντιπαλότητας την εποχή εκείνη.
Κλείνοντας, θα ήθελα να πω το εξής: Η ιστορία με το «φ’τσι», το βαρέλι με τα καρφιά, ακούγεται σήμερα φαιδρή. Ο αντιεβραϊκός αυτός μύθος ωστόσο εξακολουθεί να επιβιώνει, όσο κι ακούγεται περίεργο, και να αντέχει στον αναχρονισμό σε διάφορους λαούς. Είναι γραφική η αφήγηση αλλά είναι γεγονός: το 2006 σε ανάρτηση στο διαδίκτυο σε ιστοσελίδα ελληνοκεντρικής ομάδας συνδέεται η εξαφάνιση του Άλεξ με την ύπαρξη της Συναγωγής στη Βέροια και εικάζει ότι το παιδί έπεσε θύμα τελετουργικού φόνου, ψέγοντας μάλιστα την Αστυνομία ότι (αυτολεξεί από το κείμενο) «δέν τόλμησε νά πλησίαση τίς Συνοικίες Μπαρμπούτα καί Προμηθέας τής Πόλεως αύτής καί νά έρευνήσει τό «τ ρ ε λ λ ό» ένδεχόμενο νά εύρίσκεται, είς τίς Συνοικίες αύτές, κάποιο θυσιαστήριο καί άφαιμακτήριο αίματος. ΕΠΕΙΔΗ, τούς έπόμενους μήνες, άλλά και ήμέρες (λόγω ελεύσεως της Λαμπρήw - Πάσχα), τά κρούσματα αύτά θά πάρουν δραματικές διαστάσεις».
Εισήγηση στην Γ’ Επιστημονική Ημερίδα – Μιλάμε για τη Βέροια του 20ου αιώνα (1925-1940) – Στη Βέροια του Μεσοπολέμου, 21.09.2013 (Δημόσια Βιβλιοθήκη Βέροιας)
«Εμείς, τα παιδιά, ήμασταν επηρεασμένα απ’ τα παραμύθια της γιαγιάς μας, ότι τάχα στη Βέροια υπάρχει μια συνοικία που ζούνε πλούσια οι Εβραίοι κι ότι, αν πάμε κι εμείς εκεί, θα μας ρουφήξουν το αίμα, για μόνο λόγο ότι είμαστε χριστιανοί. Όσες φορές πηγαίναμε στη Βέροια, όλο και κρυφοκοιτάζαμε να δούμε πού είναι αυτός ο μαχαλάς και στριφογυρίζαμε το κεφάλι μας από ΄δω κι από ΄κει να μην μας αρπάξουν. Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ. Τα φτωχόπαιδα των Εβραίων παίζαν με τα φτωχόπαιδα της Βέροιας και τα πλουσιόπαιδα μεταξύ τους. Η γιαγιά μου, ντε και καλά, επέμενε ότι οι Εβραίοι σφάζουν!»
Με αυτό το λιτό απόσπασμα από το βιβλίο της Όλγας Μάστορα-Ψαρογιάννη με τον τίτλο Στο δρόμο του Χρέους που εκδόθηκε το 1995, θέλησα να σας συστήσω το «φ’τσι», σύμφωνα με την βεροιώτικη ντοπιολαλιά, δηλαδή το βαρέλι με τα καρφιά στο οποίο οι Εβραίοι, σύμφωνα με την λαϊκή προκατάληψη, στράγγιζαν το αίμα χριστιανόπαιδων για να το χρησιμοποιήσουν στην παρασκευή του άζυμου άρτου του Εβραϊκού Πάσχα.
Στην εισήγηση μου θα επιχειρήσω να αναδείξω το πλαίσιο του δημόσιου λόγου και των κρατικών πολιτικών μέσα στο οποίο αναβίωσε αυτή η προκατάληψη στη Βέροια του 1925, η οποία προκάλεσε διακοινοτικές εντάσεις, και πως το περιστατικό αυτό επηρέασε τις διακοινοτικές σχέσεις στην πόλη.
Το κυρίαρχο μοτίβο του «τελετουργικού φόνου» ή περισσότερο γνωστής ως «θυσίας αίματος» είναι ο ισχυρισμός ότι υπάρχει ένα εβραϊκό έθιμο σύμφωνα με το οποίο οι Εβραίοι κάθε χρόνο την παραμονή του εβραϊκού Πάσχα απάγουν χριστιανόπαιδα, τα οποία είτε σταυρώνουν είτε σφάζουν, για να συλλέξουν το αίμα τους προκειμένου να το χρησιμοποιήσουν σε θρησκευτικές ιεροτελεστίες και ειδικότερα για την παρασκευή του άζυμου άρτου, της matza, που τρώνε οι Εβραίοι κατά την εορτή του Πάσχα σε ανάμνηση της εξόδου από την Αίγυπτο.
Η πρώτη τελετουργική παιδοκτονία που αποδίδεται στους Εβραίους ανάγεται στο 1144 στο Norwich της Αγγλίας, μετά την ανακάλυψη του φρικτά ακρωτηριασμένου σώματος του δωδεκάχρονου Ουϊλλιαμ στο δάσος της Θόρπης. Τότε, η μητέρα και ο θείος του παιδιού κατηγόρησαν τους Εβραίους ότι το σκότωσαν αφού προηγουμένως το είχαν βασανίσει. Ο δικαστής κρίνει ως ανυπόστατη την κατηγορία, η οποία ωστόσο κυκλοφορεί υπό μορφή φημών. Στη συνέχεια, μερικά χρόνια αργότερα, υπό την εξουσία ενός νέου δικαστή και ενός νέου επισκόπου, ο θρύλος του παιδιού-μάρτυρα, «που σκοτώθηκε από τους Εβραίους», μορφοποιήθηκε από τον βενεδικτίνο μοναχόThomas de Monmouth: ο φόνος του Ουϊλλιαμ τελέστηκε με τελετουργικό τρόπο, με σκοπό να αναπαραχθεί η σταύρωση του Ιησού. Θαύματα λαμβάνουν χώρα πάνω στον τάφο του Ουϊλλιαμ, πράγμα που φαίνεται να επιβεβαιώνει την κατηγορία, ενώ η λατρεία του μάρτυρα Ουϊλλιαμ προσελκύει πλήθη προσκυνητών. Το 1189, Οι Εβραίοι υσφίστανται επιθέσεις στο Λονδίνο κι έπειτα σε όλο το βασίλειο. Στις 6 Φεβρουαρίου 1190, όλοι οι Εβραίοι του Νόργουιτς σφαγιάζονται, εκτός εκείνων που κατάφεραν να καταφύγουν στο κάστρο.
Την υπόθεση του Ουϊλλιαμ θα την ακολουθήσουν στο Μεσαίωνα πολυάριθμες άλλες υποθέσεις τελετουργικού φόνου, και η διασύνδεση του με τους Εβραίους θα προκαλέσει και νομιμοποιήσει βίαιες αντιεβραϊκές εκδηλώσεις και τρομακτικές σφαγές Εβραίων, οι οποίες συχνά έγιναν το πρόσχημα για επιβολή μέτρων απέλασης: Οι Εβραίοι θα εκδιωχθούν από την Αγγλία το 1290, τη Γαλλία το 1306, τα γερμανικά πριγκιπάτα το 1450, την Ισπανία το 1492 κλπ.
Η κατηγορία του τελετουργικού φόνου εντάσσεται σε μια ποικιλία αντιεβραϊκών μύθων και αντιεβραϊκών μορφολογιών (σύμφωνα με την ορολογία που χρησιμοποιεί ο Ταγκυέφ). Οι αντιεβραϊκοί μύθοι συνιστούν ένα πολύχρωμο σύνολο αρνητικών αναπαραστάσεων (προκαταλήψεων και στερεοτύπων) και κατηγοριών με στόχο τους Εβραίους, οι οποίες συσσωρεύτηκαν από τον αρχαίο κόσμο (Αίγυπτο, Ελλάδα, Ρώμη). Μέσα από αφηγήσεις της ελληνιστικής περιόδου κι ενδεχομένως υπό την επίδραση των Αιγυπτίων, κράτους με αντιεβραϊκή παράδοση, οι Εβραίοι πρωτοεμφανίζονται, υπό την μορφή φημών που θα επαναληφθούν επί αιώνες, ως ακάθαρτοι, μολυσμένοι από λέπρα, μάγοι και παιδοκτόνοι. Οι μύθοι αυτοί, του «μίσους του ανθρώπινου είδους», του τελετουργικού φόνου, της δολιότητας και της τοκογλυφίας, της τοπικής ή παγκόσμιας συνωμοσίας, θα σφυρηλατηθούν αργότερα και θα επαναδιατυπωθούν από τα χριστιανικά περιβάλλοντα του Μεσαίωνα μέσα από την κεντρική αφετηρία του χριστιανικού αντιιουδαϊσμού, την κατηγορία της θεοκτονίας. Δηλαδή την κατηγορία ότι οι Εβραίοι είναι οι «δολοφόνοι του Χριστού» και τα «τέκνα του διαβόλου», - κατηγορία που άνοιξε τον δρόμο για τη δαιμονοποίηση τους. Έτσι, ο Εβραίος κατασκευάζεται σε ένα «μυθικό» είδος και παρουσιάζεται ως ο σατανικός εχθρός του ανθρώπινου είδους και του Θεού, ο κατεξοχήν εγκληματίας ή, σύμφωνα με την γλώσσα των Ναζί, ο κληρονομικός εγκληματίας, ο εκμεταλλευτής και γεννημένος συνωμότης, ο παιδοκτόνος.
Ειδικά σε ό,τι αφορά στον τελετουργικό φόνο, οι εξηγήσεις που δίνονται από τους διακινητές του μύθου, άλλοτε υποστηρίζουν ότι ο τελετουργικός φόνος αποτελεί έκφραση μιας θρησκευτικής κουλτούρας στηριγμένης πάνω στις ανθρωποθυσίες («μολωχισμός»), που η σατανική διδασκαλία του Ταλμούδ δεν έπαψε να νομιμοποιεί κι άλλοτε αναμειγνύουν την δολοφονία με τον κανιβαλισμό, προφανώς αντλώντας από παραδείγματα ανθρωποθυσιών που παρατηρούνταν στους αρχαίους χρόνους σε περιοχές της Εγγύς Ανατολής, πράγμα που ισοδυναμεί με την εγγραφή της προδιάθεσης στον φόνο, κυρίως παιδιών, στην ίδια την φύση των Εβραίων, ως εγκληματικού ενστίκτου.
Οι αφηγήσεις τελετουργικού φόνου πέρασαν από τη θέση του μεσαιωνικού θρύλου στη θέση του σύγχρονου μύθου του 18ουκαι 19ου αιώνα. Με τη Γαλλική Επανάσταση που άνοιξε τον δρόμο για την πολιτική και κοινωνική χειραφέτηση των Εβραίων, μεταλλάσσεται πλέον ο θρησκευτικός αντιιουδαϊσμός, που είχε χαρακτήρα εξόχως θρησκευτικό αλλά και κοινωνικό και οικονομικό. Τον 19ο αιώνα, η εχθρότητα κατά των Εβραίων στηρίζεται πια σε επιστημονική βάση, την οποία προσέφερε η φυλετική ψευδο-επιστημονική θεωρία, σύμφωνα με την οποία τα άτομα σημιτικής καταγωγής θεωρούνται ότι ανήκουν σε μια κατώτερη φυλή. Δίχως να εγκαταλείπεται η εμπειρική έννοια του θρησκευτικού αντιιουδαϊσμού, ο 19ος αιώνας σηματοδοτεί το πέρασμα στον «φυλετικό αντισημιτισμό», έννοια που επινοήθηκε το 1873.
Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, τα πρώτα κρούσματα χρησιμοποίησης της κατηγορίας που μας απασχολεί εδώ καταγράφονται στο 16ο αιώνα, όταν στα 1530 αρμένιοι κάτοικοι της Αμάσειας υποδεικνύουν στις οθωμανικές αρχές εβραίους συντοπίτες τους ως υπεύθυνους για την εξαφάνιση ενός ομοθρήσκου τους, με αποτέλεσμα την εκτέλεση του ραβίνου και ορισμένων ακόμα μελών της τοπικής εβραϊκής κοινότητας. Η ανεύρεση μετά από χρόνια σώου και υγιούς του υποτιθέμενου θύματος οδήγησε σε παραδειγματική τιμωρία των κατηγόρων, κυρίως όμως έκανε το οθωμανικό κράτος ιδιαίτερα προσεκτικό στην διαχείριση παρόμοιων κατηγοριών με την έκδοση από τον σουλτάνο Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή φιρμανίου, στο οποίο τόνιζε το ανυπόστατο τέτοιων κατηγοριών σε βάρος των Εβραίων.
Ωστόσο, η κρατική αντίληψη δεν εμπόδισε την αναπαραγωγή της κατηγορίας αυτής στα λαϊκά στρώματα, σχεδόν πάντα καθ’ υπόδειξη του κατώτερου κλήρου. Ενδεικτικά αναφέρω τα κρούσματα συκοφαντίας στη Ρόδο το 1840, στην Κω το 1850, στη Λάρισα το 1872, στην Κέρκυρα το 1891, στον Βόλο το 1922, στη Φλώρινα το 1928, ενώ αναρίθμητες ήταν οι συκοφαντίες αυτές στη Θεσσαλονίκη όπου υπήρχε η μεγαλύτερη αριθμητικά συγκέντρωση Εβραίων.
Στην ελληνική παράδοση ο τύπος του «Εβραίου» είναι κατ’ αρχήν μια κατασκευή του αντι-ιουδαϊσμού και σχετίζεται με τη θρησκευτική διαφορά και την κατηγορία της θεοκτονίας. Στερεοτυπικές ιδιότητες του Εβραίου συναντώνται σε ποικίλες εκφράσεις: από το δημοτικό τραγούδι ως τον καραγκιόζη και τη λαϊκή παράδοση με το κάψιμο του Ιούδα και τη συκοφαντία της παιδοκτονίας. Με διάφορες παραλλαγές, ο τύπος του Εβραίου ενέχεται για φιλαργυρία, προδοσία, περιπλάνηση και θεοκτονία. Φρονώ ότι όλοι μας λίγο-πολύ έχουμε πρόχειρη μια αρνητική στερεοτυπική εικόνα του Εβραίου από μια ευρεία γκάμα κειμένων της ελληνικής και της ξένης γραμματολογίας. Ο «φανταστικός» Εβραίος δεν απηχεί παρά συλλογικές παραστάσεις, εικόνες, φαντασιώσεις και ιδεολογήματα πλατιάς απήχησης στο κοινωνικό περιβάλλον και η διαφορετικότητα του εξακολουθεί μέχρι σήμερα να τροφοδοτεί στερεότυπα που υπηρετούν την ανάγκη κατασκευής εσωτερικών εχθρών ή αλλιώς αποδιοπομπαίου τράγου, στον οποίο προβάλλονται και χρεώνονται συλλογικές φοβίες κι ανασφάλειες.
Θα ήταν ωστόσο λάθος να πιστέψει κανείς ότι οι διωγμοί των Εβραίων από το Μεσαίωνα ακόμα, οφείλονταν αποκλειστικά και μόνον στον σκοταδισμό των μαζών. Ορθότερο είναι να αναζητήσει κανείς τα εξωθρησκευτικά αίτια για την ερμηνεία της σύγκρουσης.
Στην μακρά οθωμανική περίοδο, το εβραϊκό μιλέτ, με τη δύναμή του και την συσπείρωσή του, ενίσχυσε τη θέση του, αλλά παράλληλα το απομόνωσε από τις άλλες εθνοτικές-θρησκευτικές κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Απολαμβάνοντας την ιδιαίτερη εύνοια του κράτους, ήταν αναπόφευκτο να προκαλέσει την αντιζηλία και την έχθρα άλλων εθνοτήτων και κυρίως της επικρατούσας Ελληνικής. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία τους επέτρεψε την εγκατάσταση και στο οικονομικό πεδίο τους συμπεριφέρθηκε προνομιακά έναντι άλλων εθνοτικών ομάδων, καθόσον η οθωμανική οικονομία εξαρτιόταν από το εβραϊκό εμπόριο, με αποτέλεσμα ο οικονομικός ανταγωνισμός να καλλιεργήσει στους κόλπους των Ελλήνων έντονη δυσαρέσκεια, η οποία σε κάθε ευκαιρία στοχοποιούσε αδιάκριτα τους οικονομικά ισχυρούς Εβραίους αλλά και τις ασθενέστερες τάξεις.
Η εχθρότητα κατά των Εβραίων συνεπώς δεν είχε μόνον θρησκευτικά κίνητρα αλλά κυρίως οικονομικά. Η κατηγορία του «ανθελληνισμού» των Εβραίων δομήθηκε από τους Έλληνες και συγκροτήθηκε ιδεολογικά από την εποχή της Επανάστασης του 1821 και δεν έπαψε μέχρι σήμερα! Ανδρώθηκε σε ένα υπόστρωμα θρησκευτικού αντιιουδαϊσμού με μακρά προϊστορία και αναπτύχθηκε σε ένα περιβάλλον οικονομικού ανταγωνισμού και δυσαρέσκειας των Ελλήνων για τα προνόμια και τις φορολογικές ελαφρύνσεις που τους παρείχε η οθωμανική διοίκηση.
Μέσα σε ένα περιβάλλον έντονων τριβών, αμοιβαίας καχυποψίας και ευαίσθητων ισορροπιών κύλησε ο χρόνος μέχρι την προσάρτηση των Νέων Χωρών στο ελληνικό κράτος.
Ο εβραϊκός κόσμος, πιστός σε μια οθωμανική συνέχεια, υποτάχτηκε με φόβο στην διοικητική αυτή μεταβολή. Αναγνώριζε πως έπρεπε πια να αντιμετωπίσει την ανάγκη να μεταθέσει την πίστη του από το ένα κράτος στο άλλο, κάτι που δεν ήταν πρόβλημα˙ το ζητούμενο ήταν αν η μετάβαση αυτή θα επέφερε περιορισμό των δικαιωμάτων και των προνομίων τους ως ελεύθερων πολιτών και αν η ελληνική κυβέρνηση θα ήταν πρόθυμη να υποστηρίξει την αρχή της θρησκευτικής ισότητας και της ελευθερίας. Ενώ για αιώνες οι Εβραίοι ουσιαστικά αυτοδιοικούνταν σύμφωνα με τα δικά τους ήθη και έθιμα και χωρίς να απαιτούν από αυτούς κανενός είδους αφομοίωση, τώρα θα ήταν υποχρεωμένοι να υποστούν το αντίθετο. Όμως, η υπερσημιτική θέση του Βασιλιά Γεωργίου, ο οποίος αμέσως εγγυήθηκε την προστασία, την ασφάλεια και τον σεβασμό των δικαιωμάτων των μειονοτικών πια πληθυσμών που εγκολπώθηκαν στο ελληνικό κράτος και ιδία των Εβραίων και στη συνέχεια οι φιλοσημιτικές θέσεις του Βενιζέλου, διασκέδασαν τις σοβαρές επιφυλάξεις και τους αρχικούς φόβους του εβραϊκού κόσμου.
Ωστόσο, η έγνοια του ελληνικού κράτους για την οριστική τύχη της Μακεδονίας και της Θράκης λίγο αργότερα, ο πραγματικός φόβος του κράτους για τον βουλγαρικό κίνδυνο, σε συνδυασμό με το ότι ο αλλόγλωσσος και αλλόθρησκος εβραϊκός πληθυσμός δεν έχει αναφορά σε μια γειτονική πατρίδα που να απειλεί την εθνική ακεραιότητα του διευρυμένου ελληνικού κράτους, θέτει σε δευτερεύουσα και τριτεύουσα μοίρα την διαχείριση της συμβίωσης με το εβραϊκό στοιχείο. Μετά όμως την οριστικοποίηση της τύχης των Νέων Χωρών υπό ελληνική διοίκηση, ο εβραϊκός κόσμος στοιχίζεται οριστικά σε μια νέα κρατική πραγματικότητα και αυτό που του απομένει είναι να διεκδικήσει την διάσωση της ιδιαίτερης ταυτότητας του στο νομικό-θεσμικό πλαίσιο του νέου κρατικού πλαισίου. Το ελληνικό κράτος αντιλαμβανόμενο ότι μόνο μέσω της εκπαίδευσης μπορούσε να εκπαιδεύσει ως πολίτες του ελληνικού κράτους τη νέα γενιά Εβραίων, κρατικοποίησε τα εβραϊκά σχολεία και προσάρμοσε το πρόγραμμα σπουδών σε μια περισσότερο ελληνοκεντρική κατεύθυνση ενώ ταυτόχρονα με θεσμικές παρεμβάσεις σε ό,τι αφορά την ύπαρξη, την διατήρηση και τη συνέχεια της ιδιαίτερης πολιτισμικής και θρησκευτικής ταυτότητας των εβραϊκών κοινοτήτων θέσπισε προστατευτικούς νόμους.
Παρά τις φιλοσημιτικές πρωτοβουλίες του ελληνικού κράτους κατά την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης και μέχρι τον καταστροφικό πόλεμο στη Μικρασία, που θα εκφραστούν με τη θέσπιση του ν. 2456/1920 αναγνωρίζοντας τους Εβραίους ως προστατευόμενους μειονοτικούς πολίτες, οι διακοινοτικές προστριβές μεταξύ Εβραίων και Χριστιανών αυξάνονταν για να ενταθούν αμέσως μετά την έλευση εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων από τη Μικρασία κι αλλού. Στο πλαίσιο της ελληνικής επικράτειας πλέον, η αρνητική στάση απέναντι στους Εβραίους ήταν αποτέλεσμα ενός συνόλου παραγόντων, ανάμεσα στους οποίους η αγωνία της Διοίκησης για την ενίσχυση της ελληνικότητας των σεφαραδίτικων κοινοτήτων. Ειδικά, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την έλευση των προσφύγων, η συλλογική ταυτότητα «Εβραίοι» προέβαλε ως ανταγωνιστική, σχεδόν αντίπαλη, πληθυσμιακή ενότητα καθόσον αμφισβητούνταν η ελληνικότητα του Εβραίου πολίτη.
Η δεκαετία του ’20 θα δοκιμάσει τις αντοχές του ίδιου του κράτους και συνακόλουθα της συμβίωσης των δύο κοινοτήτων. Στην Ελλάδα ο μεσοπόλεμος ξεκινά αργότερα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό αντίστοιχο: συγκεκριμένα, μετά την ταπεινωτική ήττα του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1919-1922 και την οριστική εγκατάλειψη του μεγαλοϊδεατισμού. Στην περίοδο αυτή η χώρα και η κοινωνία σπαράσσονται από πολιτικές αντιπαραθέσεις που θα διαρκέσουν για πάνω από μια δεκαετία. Οι κύριες προτεραιότητες της Μικρής πλέον Ελλάδας, δεν προσανατολίζονταν στην προσάρτηση νέων εδαφών αλλά προτάγματα της ήταν πλέον η προστασία της εδαφικής ακεραιότητας της και η εθνική ομογενοποίηση του χώρου. Σε μια χώρα ταπεινωμένη και οικονομικά κατεστραμμένη, πέραν όλων των άλλων έπρεπε να διαχειριστεί και την υποδοχή και αποκατάσταση των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων.
Οι βουλευτικές εκλογές του 1923 ήταν σημαντικές, όχι μόνο γιατί αποκάλυψαν την ύπαρξη ενός υποβόσκοντος αντισημιτισμού σε μέρος του ελληνικού πολιτικού κόσμου, αλλά και γιατί εμφανίστηκε μια εφημερίδα της Θεσσαλονίκης, η Μακεδονία, που επιδόθηκε σε μια ακατάσχετη αντισημιτική εκστρατεία και με τα εμπρηστικά άρθρα της υποδαύλιζε αισθήματα αντιπάθειας, ακόμη και μίσους, στους αναγνώστες της απέναντι στο εβραϊκό στοιχείο.
Ήδη από το 1920 είχε αποφασιστεί ο χωρισμός του εκλογικού σώματος των Εβραίων που εφαρμόστηκε τελικά στις εκλογές του ‘23, με το πρόσχημα της εξασφάλισης κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης των Εβραίων. Στην πραγματικότητα όμως ήταν αποτέλεσμα της συμπαγούς αντιβενιζελικής ψήφου των Εβραίων και η οποία συνδέθηκε με την ήττα του Βενιζέλου. Το μέτρο αυτό δημιούργησε έντονες διαμαρτυρίες του εβραϊκού κόσμου και διακοινοτικές τριβές για να τις εντείνει την ίδια περίοδο ένα νέο μέτρο που επιχειρούσε να προωθήσει η κυβέρνηση: την θέσπιση της Κυριακής ως επίσημης αργίας όλων των Ελλήνων πολιτών ανεξαρτήτως θρησκεύματος.
Για τους ορθόδοξους Έλληνες η αργία της εβδομάδας ήταν η Κυριακή, ενώ για τους Εβραίους το Σάββατο. Η Ελλάδα, έχοντας υιοθετήσει μια προοδευτική κοινωνική πολιτική, είχε καθορίσει για τους χριστιανούς πολίτες της ως υποχρεωτική ημέρα ανάπαυσης φυσικά την Κυριακή, κατά την οποία όλα τα εμπορικά καταστήματα ήταν κλειστά, και για τους Εβραίους το Σάββατο. Με το νέο μέτρο έπρεπε να υποχρεωθούν οι Εβραίοι να αργούν πλέον και αυτοί την Κυριακή, καταργώντας το προνόμιο της αργίας του Σαββάτου, γεγονός που προκάλεσε σάλο στους κόλπους των εβραϊκών κοινοτήτων και φυσικά νέες ακόμα εντονότερες διακοινοτικές τριβές, καθώς θεωρήθηκε ως έκφραση θρησκευτικής αδιαλλαξίας. Φυσικά, το μέτρο έπλητε τις ανθηρές εβραϊκές κοινότητες, καθώς ο άρρεν πληθυσμός τους συμμετείχε ενεργά στην επαγγελματική και γενικά οικονομική κίνηση των πόλεων όπου διαβίωναν και φυσικά και κυρίως τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης που είχαν στα χέρια τους την οικονομική ζωή της πόλης και με το νέο μέτρο θα ΄πρεπε τα καταστήματα τους να παραμένουν κλειστά επί δύο ημέρες.
Ένα μπαράζ δημοσιευμάτων διατηρούσε το θέμα στην επικαιρότητα για μακρύ χρονικό διάστημα, ενώ η μάχη μεταξύ χριστιανών και εβραίων βουλευτών μεταφέρθηκε στη Βουλή με οξύτατες αντιπαραθέσεις, ενώ πλήθος διαβημάτων από τις διοικήσεις των εβραϊκών κοινοτήτων έπεφταν τελικά στο κενό, καθώς η ελληνική κυβέρνηση ήταν απρόθυμη να αποσύρει τη νέα αυτή νομοθετική πρωτοβουλία. Τελικά, το νέο αυτό μέτρο ψηφίστηκε με νόμο που έφερε στη Βουλή ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου στις 21 Ιουλίου του 1924. Πλην όμως το ζήτημα δεν είχε κλείσει οριστικά. Η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης που ως πολυπληθέστερη παρενέβαινε διαρκώς για ζητήματα που αφορούσαν την θεσμική προστασία των δικαιωμάτων των εβραϊκών κοινοτήτων επανέφερε το θέμα στο Δημοτικό Συμβούλιο της Θεσσαλονίκης τον Ιανουάριο του 1925.
Η επίμονη προσπάθεια του εβραϊκού κόσμου για απόσυρση του μέτρου, όπως ήταν αναμενόμενο, προκαλούσα νέα αντισημιτικά δημοσιεύματα, ενώ πλατιά στρώματα προσφύγων εξέφραζαν κάτω και από την πίεση των δικών τους αναγκών για αποκατάσταση ξεκάθαρη την αντιπάθεια τους κατά του εβραϊκού στοιχείου. Είναι σαφές ότι το μέτρο αυτό, που πίσω τους κρύβει την πίεση που ασκούν τα αντισημιτικά στοιχεία με την υποστήριξη των Μικρασιατών προσφύγων, κατευθύνεται εν μέρει εναντίον των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, λόγω του φόβου που προκαλεί η οικονομική ζωτικότητα τους.
Στις 17 Φεβρουαρίου 1925 διαδόθηκε στη Θεσσαλονίκη ότι ετοιμαζόταν διάταγμα για την καθιέρωση καθολικής αργίας την Κυριακή. Ακολούθησαν νέα διαβήματα προς τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας Κωνσταντίνο Σπυρίδη και καθώς η εκκρεμότητα παρατεινόταν, στις 18 Απριλίου 1925 «επιτροπή λαϊκών σωματείων» προέβη σε παράσταση στο Δημοτικό Συμβούλιο και απαίτησε την παραίτηση του, αν δεν εφαρμοζόταν αμέσως η καθολική αργία της Κυριακής.
Ο Απρίλιος είναι η εποχή του εβραϊκού Πάσχα που θα κορυφωθεί στις 16 Απριλίου. Μέσα σε αυτό το κλίμα τις ημέρες εκείνες του Απρίλη εξαφανίζεται στη Βέροια ένα άρρεν ανήλικο παιδί-γιος ποιμένα. Οι πληροφορίες για το περιστατικό αυτό αντλούνται από τα λιτά δημοσιεύματα της εφημερίδας Αστήρ Βεροίας και κυρίως από τις αφηγήσεις των γερόντων Ιωσήφ Αρών και Όλγας Αζαριά.
Μόλις γίνεται αντιληπτή η εξαφάνιση, το νέο διαδίδεται ταχύτατα στην πόλη των 16.000 περίπου κατοίκων στους οποίους έχει προστεθεί κι ένας πληθυσμός πάνω από 1.600 προσφύγων. Στην πόλη είναι εγκατεστημένη επίσης ήδη από τα μισά του 16ουαιώνα μια σεφαραδίτικη κοινότητα που αριθμεί περίπου 600 ψυχές. Οι έρευνες για τον εντοπισμό του παιδιού στην πόλη και στην ευρύτερη περιοχή αποβαίνουν άκαρπες και σε μια μερίδα προσφύγων αλλά και βλάχων (σύμφωνα με δημοσίευμα του Γιάννη Αλεξιάδη) ξυπνά η αρχαία προκατάληψη του τελετουργικού φόνου. Η υποψία της αρπαγής του παιδιού από τους Εβραίους, εν όψει άλλωστε του εβραϊκού Πάσχα, κάνει τον γύρο της πόλης και σε λίγο χρόνο ένα πλήθος ανθρώπων, κραδαίνοντας διάφορα αντικείμενα, κατευθύνεται προς την εβραϊκή συνοικία. Οι Εβραίοι της Αγοράς σπεύδουν φοβισμένοι στα σπίτια τους και κλείνουν τις πύλες εισόδου. Κόσμος συνωστίζεται μπροστά από την πύλη επί της σημερινής οδού 10ηςΜεραρχίας κραυγάζοντας θρησκευτικές και φυλετικές ύβρεις και κτυπώντας την πόρτα της συνοικίας και των σπιτιών με μέτωπο προς τον δρόμο απαιτούσαν να τους παραδοθεί το παιδί.
Ο κίνδυνος μιας γενικής σύρραξης απειλούσε τις ζωές, την σωματική ακεραιότητα και τις περιουσίες των εβραίων κατοίκων. Η ένταση έξω από την εβραϊκή συνοικία δεν πρέπει να κράτησε περισσότερο από μια ημέρα. Στο σημείο έσπευσε αστυνομική δύναμη και με την παρέμβαση του αστυνομικού διευθυντή Μοίραρχου Καλομενόπουλου και ιδίως του ανθυπομοίραρχου Χαχάκη διαλύθηκε το συγκεντρωμένο πλήθος και αποσοβήθηκαν τα χειρότερα.
Την στάση των αστυνομικών αρχών και την καταλυτική παρέμβαση τους επαίνεσε με ευχαριστήρια επιστολή της που δημοσιεύθηκε στην ίδια εφημερίδα η Ισραηλιτική Κοινότητα της πόλης:
«Η Ισραηλιτική Κοινότης Βερροίας καθήκον της θεωρεί όπως ευχαριστήση θερμώς τας Πολιτικάς και Στρατιωτικάς και Θρησκευτικάς αρχάς Βερροίας ιδία τον Μοίραρχον Αστυν. Διευθ. κ. Καλομενόπουλον και τον ανθ/χον κ. Χαχάκην δια την λεπτήν και επιδεξίαν στάσιν των εις το δημιουργηθέν ζήτημα της εξαφανίσεως του Χριστιανοπαίδου ανευρεθέντος ευτυχώς και όπερ είχε εμβάλη εις ανησυχίαν το Ισραηλ. Στοιχείον της πόλεως μας, καθ’ ό αποδοθέν αυτώ υπό των ενδιαφερομένων».
Από το δημοσίευμα φαίνεται ότι το συμβάν απασχόλησε σοβαρά την πόλη, καθώς όπως προκύπτει από αυτό για την αποκατάσταση της τάξης και της ηρεμίας συνέβαλαν και οι πολιτικές, στρατιωτικές και θρησκευτικές αρχές της πόλης.
Στο μεταξύ όπως προκύπτει από το ίδιο δημοσίευμα σε σύντομο χρόνο ανευρέθη ο ανήλικος, ο οποίος είχε πέσει σε κάποιο βαθύ λάκκο, όπου παράπεσε βοσκώντας ένα αρνάκι.
Η ανεύρεση του ανακούφισε την πόλη και πολύ περισσότερο τους εβραίους κατοίκους της. Στα θετικά ασφαλώς εγγράφεται και η αντίδραση της εφημερίδας των Αδελφών Γούναρη Αστήρ Βεροίας, φιλελεύθερων αντιλήψεων, που δεν δίστασε να καυτηριάσει την συμπεριφορά μερίδας των κατοίκων της πόλης ως «αδικαιολόγητος, αποδεικνύουσα μόνον, ότι μολονότι ευρισκόμεθα εις τον 20ον αιώνα εν τούτοις εξακολουθούμεν να έχωμεν μεσαιωνικάς αντιλήψεις…».
Ο εβραϊκός κόσμος της Βέροιας αιφνιδιάστηκε από την επίδειξη ισχύος και μισαλλοδοξίας μερίδας συμπολιτών του. Οι αφηγήσεις για την εποχή και τα στοιχεία αφηγούνται την μακρά ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ των διαφορετικών κοινοτήτων της πόλης, ήδη από το οθωμανικό παρελθόν της. Επιπλέον, η απουσία οικονομικού πεδίου πρόσφορου για ανταγωνισμούς και η έλλειψη σφοδρών οικονομικών ανταγωνισμών στην πόλη, ενισχύει κι εμπεδώνει μια ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ των διαφορετικών (θρησκευτικών μόνο πλέον) κοινοτήτων. Είναι προφανές ότι για την εξύφανση αυτής της συκοφαντίας αίματος στη Βέροια της εποχής καταλυτικό ρόλο διαδραμάτισε το γενικότερο εκρηκτικό κλίμα που περιγράφηκε στην εισήγηση και η αμεσότητα της επίδρασης του δεδομένης της γειτνίασης της με την Θεσσαλονίκη. Άλλωστε είναι η εποχή της δυναμικής εμφάνισης στο ιδεολογικό προσκήνιο των αντισημιτικών ιδεών και πρακτικών στην Ελλάδα καθώς δύο χρόνια μετά, το 1927, κάνει την εμφάνιση της η φασιστική – αντισημιτική οργάνωση ΕΕΕ, η οποία το 1932 θα προκαλέσει τον εμπρησμό της εβραϊκής συνοικίας Κάμπελ στη Θεσσαλονίκη.
Οι επιπτώσεις του περιστατικού αυτού σε συνδυασμό με το γενικότερο αντιεβραϊκό κλίμα που διαμορφωνόταν στην Ελλάδα, δεν έχουν επαρκώς διευκρινιστεί στην περίπτωση της Βέροιας. Από τις στατιστικές της εποχής, που βεβαίως δεν είναι ιδιαίτερα φαίνεται ότι στα επόμενα χρόνια ο εβραϊκός πληθυσμός της συγκρατείται δημογραφικά, αν και αναφέρονται κάποιες αποδημίες εβραϊκών οικογενειών στα αμέσως επόμενα χρόνια προς την Παλαιστίνη και τις ΗΠΑ.
Τελικά, το διάταγμα της καθιέρωσης της Κυριακής ως καθολικής αργίας στη Θεσσαλονίκη. Όμως το κλίμα καχυποψίας, εχθρότητας κι αντιπαλότητας προσπάθησε να αναζωπυρώσει ένα αινιγματικό δημοσίευμα στις 7 Ιουνίου του 1925 της τοπικής εφημερίδας ΚΡΟΤΑΛΟΣ ΒΕΡΡΟΙΑΣ, την οποία εξέδιδαν την εποχή εκείνη ο Στέφανος Βαφείδης, ο Αναστάσιος Λεονάρδος και ο Νικόλαος Ζωγράφος. Ο τελευταίος, μέλος και στέλεχος αργότερα του καθεστώτος του Μεταξά, είναι περισσότερο γνωστός για την δοσιλογική του δράση στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής και τις πλούσιες υπηρεσίες που πρόσφερε στις Αρχές Κατοχής αλλά και στα παραστρατιωτικά τάγματα των Ελλήνων συνεργατών των Ναζί – πράξεις για τις οποίες μεταπολεμικά καταδικάστηκε από το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων.
Το δημοσίευμα, από το οποίο λείπει μια μικρή συνέχεια του, αναφερόμενο σε δημοσίευμα της ισραηλιτικής εφημερίδας της Θεσσαλονίκης Vepealiael της 13ης Μαϊου και στο οποίο αναφερόταν ότι το Δημοτικό Συμβούλιο της Βέροιας όρισε ημέρα αγοράς το Σάββατο, οπότε οι Ισραηλίται έχουν κλειστά τα καταστήματα τους, εξαπολύει μύδρους στον συντάκτη του δημοσιεύματος, χαρακτηρίζοντας το δημοσίευμα ως «κακοηθεστέρα συκοφαντία» και «αναιδεστέρα πράξη».
Δεν στάθηκε δυνατή η τεκμηρίωση της πληροφορίας αλλά το δημοσίευμα του Κρόταλου φαίνεται ότι επιθυμούσε την συντήρηση της διακοινοτικής καχυποψίας και είναι ενδεικτικό του κλίματος αντιπαλότητας την εποχή εκείνη.
Κλείνοντας, θα ήθελα να πω το εξής: Η ιστορία με το «φ’τσι», το βαρέλι με τα καρφιά, ακούγεται σήμερα φαιδρή. Ο αντιεβραϊκός αυτός μύθος ωστόσο εξακολουθεί να επιβιώνει, όσο κι ακούγεται περίεργο, και να αντέχει στον αναχρονισμό σε διάφορους λαούς. Είναι γραφική η αφήγηση αλλά είναι γεγονός: το 2006 σε ανάρτηση στο διαδίκτυο σε ιστοσελίδα ελληνοκεντρικής ομάδας συνδέεται η εξαφάνιση του Άλεξ με την ύπαρξη της Συναγωγής στη Βέροια και εικάζει ότι το παιδί έπεσε θύμα τελετουργικού φόνου, ψέγοντας μάλιστα την Αστυνομία ότι (αυτολεξεί από το κείμενο) «δέν τόλμησε νά πλησίαση τίς Συνοικίες Μπαρμπούτα καί Προμηθέας τής Πόλεως αύτής καί νά έρευνήσει τό «τ ρ ε λ λ ό» ένδεχόμενο νά εύρίσκεται, είς τίς Συνοικίες αύτές, κάποιο θυσιαστήριο καί άφαιμακτήριο αίματος. ΕΠΕΙΔΗ, τούς έπόμενους μήνες, άλλά και ήμέρες (λόγω ελεύσεως της Λαμπρήw - Πάσχα), τά κρούσματα αύτά θά πάρουν δραματικές διαστάσεις».
Εισήγηση στην Γ’ Επιστημονική Ημερίδα – Μιλάμε για τη Βέροια του 20ου αιώνα (1925-1940) – Στη Βέροια του Μεσοπολέμου, 21.09.2013 (Δημόσια Βιβλιοθήκη Βέροιας)
ΜΠΡΑΒΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΠΑΙΔΙΑ, ΑΠΑΝΩ ΤΟΥΣ!
ΑπάντησηΔιαγραφή