Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

ΤΥΧΟΔΙΩΚΤΕΣ ΚΑΙ ΜΑΧΑΙΡΟΦΟΡΟΙ

Ο πραγματικός βίος και πολιτεία
των κλεφταρματολών το ‘21


Έγραψε στις 20.09.2013 ο Λάζαρης Γιάννης

 
«Τα κατορθώματα τού Ζαχαριά και των Κολοκοτρωναίων, αν και δοξάζονται με ποιήματα και πομπώδικα πεζογραφήματα, ήταν έργα ληστών και κατσικοκλεφτών. Ζούσαν αυτοί από το φτωχό χριστιανό χωριάτη και σπάνια τολμούσανε να ληστέψουν κοτζάμπαση κι ακόμα σπανιότερα τούρκον αγά»  Γ. Βλαχογιάννης: «Ιστορικά ραπίσματα», σελ. 68, σημ. 1




«Ο Ζαχαριάς... ο Γιαννιάς, οι Πετιμεζαίοι... οι Κολοκοτρωναίοι πάντοτε ελήστευον, ήρπαζον, αβασάνιζον τους αδυνάτους και αόπλους χριστιανούς... Είναι μωρία να πιστεύει τις, ότι οι τοιούτοι είχον ποτέ αίσθημα ελευθερίας!»
Κ. Δεληγιάννης. τ. 1, σελ. 34-37

«Τότε ελυμαίνοντο οι κλέφτες, οι τε Κολοκοτρωναίοι Θεόδωρος και Ιωάννης αδελφοί, ο Γιώργης από τον Αετόν τής Τριφυλίας και ελήστευον πάντοτε τους ομοφύλους των χριστιανούς και είχον άσυλον τα Πηγάδια και την Μάνην. Εκεί είχον το άσυλόν των και ηνάγκαζον δια τής ληστείας τους προεστούς δια να τους βάνουν αρματολούς κι ότι δήθεν ούτοι να εμποδίζουν την τε ληστείαν και τη ζωοκλοπήν από τον τόπον και κατά καιρόν τους έβγαναν και μπουγιουρδί τού πασιά ως τοιούτους διοριζόμενοι. Αλλ’ όταν τους έκοβαν τα χάρτζια ταύτα ήτοι τους λουφέδες των, εθύμωναν και ήρχιζαν την παλαιάν τους τέχνην με περισσότερην επίτασιν...
Όταν τους έπαυαν εγένοντο θηριωδέστεροι...
Εις τούρκον ποτέ δέν έβανον χέρι, διότι εσκληρύνοντο και τους κατεδίωκον.
Ευχαριστούντο και οι τούρκοι, ότι οι κλέφται ελήστευον τους ομοθρήσκους των χριστιανούς»
Π. Παπατσώνης: «Απομνημονεύματα από των χρόνων
τής Τουρκοκρατίας μέχρι τής βασιλείας Γεωργίου Α΄», Αθήνα, σελ. 35-36


Η ρωμέικη ιστοριογραφία αντιπαρήλθε τη ληστρική δράση των κλεφταρματολών και τους ενέταξε σε σπουδαία θέση στο ηρώο τής «εθνικής μυθολογίας» παρουσιάζοντάς τους ως δήθεν αγωνιζόμενους με εθνικούς σκοπούς ενάντια στον τουρκικό ζυγό.

Η ιστορική αλήθεια όμως, όπως προκύπτει από τις μαρτυρίες των ίδιων των κλεφταρματολών εκείνης τής εποχής, είναι εντελώς διαφορετική. Βασική επιδίωξή τους ήταν η λεηλασία. Δέν είχαν καμμία εθνική συνείδηση ή άλλο ευγενές κίνητρο. Απέφευγαν κατά κανόνα μάλιστα, να ληστεύουν τους τούρκους και τους κοτζαμπάσηδες, γιατί τους φοβόντουσαν. Λήστευαν κυρίως τους φτωχούς κι αδύναμους χριστιανούς.

Γι’ αυτό, ο περιβόητος «χαλασμός των κλεφτών», λίγα χρόνια πριν το ‘21, έγινε με τη συνεργασία ρωμιών, τούρκων, Εκκλησίας και οθωμανικής εξουσίας, ενώ το ξεκλήρισμα τής οικογένειας τού Θ. Κολοκοτρώνη έγινε με τη συνεργασία των προκρίτων, τής Εκκλησίας και σύσσωμου τού τοπικού χριστιανικού πληθυσμού, που είχαν υποφέρει πολύ από τις ληστρικές τους επιδρομές.

Τα άπλυτα στη φόρα 

Πολλά στοιχεία για τους κλέφτες και τους αρματολούς μπορούμε να βρούμε στα διάφορα απομνημονεύματα τού ’21, που έγραψαν στρατιωτικοί ή πολιτικοί, μορφωμένοι ή αγράμματοι, καπεταναίοι, κοτζαμπάσηδες, ιερωμένοι, λόγιοι, λίγο πολύ πρωταγωνιστές με ποικίλες εμπλοκές.

Στις μαρτυρίες τους (χρονικά, ενθυμήματα, ιστορικά έργα, ημερολόγια κ.λπ.) εμφανίζουν την προσωπική τους άποψη για γεγονότα και πρόσωπα αποτυπώνοντας έτσι τις εσωτερικές συγκρούσεις, τις αντινομίες και τα πάθη, που συνόδευσαν τα γεγονότα τής εποχής.

Είναι κείμενα μαχητικά και εξατομικευμένα κι ας έχουν μερικές φορές την επίφαση νηφάλιων αφηγήσεων. Εξομολογητικά ή υπαινικτικά, αναιρετικά ή απολογητικά, επιθετικά ή αμυντικά -διαμαρτυρία, καταγγελία ή πρόκληση- αλλά πάντοτε κείμενα διαποτισμένα από συναισθηματισμό και βιαιοπάθειες με κίνητρα και ζητούμενα, άλλοτε ευδιάκριτα κι άλλοτε υπολανθάνοντα.

Γράφουν και ξαναγράφουν, ότι είναι ειλικρινείς και ακριβοδίκαιοι, αντικειμενικοί και απροκατάληπτοι. Ότι καταθέτουν όσα είδαν με τα μάτια τους, όσα άκουσαν από ευυπόληπτα άτομα ή διάβασαν σε γραπτές μαρτυρίες. Διαψεύδουν τους άλλους, αλλά διατυπώνουν και κατηγορίες για μεροληψία, σκοπιμότητες, ιδιοτέλεια ή αποσιωπήσεις. Συχνά καταφεύγουν σε καταφρονητικούς χαρακτηρισμούς, ακόμα και ύβρεις. Με άλλα λόγια, βγάζουν ο ένας τα «άπλυτα τού άλλου στη φόρα». (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»:Ιδεολογία και αξιοπιστία τού Μακρυγιάννη).

Στη συνέλευση τής Βοστίτσας, για παράδειγμα (Ιαν. 1821), και σε αντίδραση στις πιέσεις τού Παπαφλέσσα και τού αδελφού του Νικήτα, ο Σωτήρης Χαραλάμπης φέρεται να είπε στους άλλους προκρίτους: «Αλλ’ ημείς εδώ, αφού σκοτώσωμεν τους τούρκους, εις ποίον θα παραδοθώμεν, ποίον θα έχωμεν ανώτερον; Ο ραγιάς, ευθύς αφού πάρη τα όπλα, δέν θα μας ακούη και δέν θα μας σέβεται, και θα πέσωμεν εις τα χέρια εκείνου (δεικνύων τον Νικήταν), ο οποίος προ ολίγου δέν ημπορούσε να κρατήση το περούνι να φάγη». [Φωτάκος (Φώτιος Χρυσανθόπουλος), «Βίος Παπαφλέσσα», Αθήνα, 1968, σελ. 20].

Ο Παπαφλέσσας και ο αδελφός του Νικήτας, οι Κολοκοτρωναίοι, οιΠετμεζαίοι των Καλαβρύτων και οι Κουμανιώτες τής Πάτρας, οι οποίοι είχαν μυήθει στην Εταιρεία, αλλά και άλλοι πρώην κλέφτες, όπως ο Καραϊσκάκης, χαρακτηρίζονταν ως «τυχοδιώκται και μαχαιροφόροι» («Αρχείον Ρώμα», τ. Β', σελ. 599, ενυπόγραφη επιστολή των Κ. Ζωγράφου και Α. Ζαΐμη, 26 Δεκεμβρίου 1826), «απελπισμένοι» και «πλανήται», όπως οι Πλαπουταίοι τής Καρύταινας, που δέν είχαν να «χάσουν» τίποτε (Δεληγιάννης, τ. Α΄, σελ. 112, 177) και που το μόνο που επιδίωκαν ήταν τα «ταΐνια» (μισθοί) και τους «λουφέδες» (Αρχείον Μαυροκορδάτου, τ. Δ', σ. 243, επιστολή τού Νέγρη προς τον Μαυροκορδάτο, 9 Μαρτίου 1824) κ.λπ..

Φυγή στα ορεινά 

Πολλοί έχουμε σήμερα την εντύπωση, ότι η Τουρκοκρατία ήταν μια παρένθεση στην ιστορία κι ότι δέν άλλαξε τίποτε μέσα σε 400 χρόνια. Όμως, η μελέτη εκείνης τής περιόδου μάς δείχνει κάτι τελείως διαφορετικό. Συντελέστηκαν τεράστιες αλλαγές τόσο στην κοινωνία όσο και στην οικονομία. Σε όλο τον ελλαδικό χώρο έγιναν μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, όπως φυγή προς τα ορεινά.

Η φυγή προς τις ορεινές περιοχές είχε πολλά κίνητρα. Ένα κίνητρο, αρκετά κατανοητό ήταν, ότι ήταν υγιεινότερες από τις πεδιάδες κι επειδή δέν γίνονταν εγγειοβελτιωτικά έργα στις πεδινές περιοχές, δημιουργούνταν βάλτοι και κατά συνέπεια κι ελονοσία, που ήταν ενδημική στην Ελλάδα για πολλούς αιώνες. Χιλιάδες ρωμιοί κι αλβανοί εγκατέλειψαν τις πεδιάδες, για να βρουν καταφύγιο στα ορεινά. Εκεί, σε απόσταση ασφαλείας από τους πειρατές, τις επιδημίες και τους ξένους στρατούς, ξεκινούσαν μια καινούρια ζωή.

Από τον Ταΰγετο μέχρι τον Όλυμπο κι από τις οροσειρές τού Πηλίου μέχρι την Πίνδο, οι ορεινές κοινότητες αναπτύχθηκαν και η Πύλη ευνόησε την ανάπτυξή τους. Στο βαθμό, που πλήρωναν τους φόρους, που αναλογούσαν σε κάθε περιοχή, δέν εμπλεκόταν στα εσωτερικά τους ζητήματα. Υπήρχαν πολλοί χριστιανοί χωρικοί, που στη διάρκεια τής ζωής τους δέν είχαν δει ούτε έναν τούρκο, όμως, πλήρωναν κανονικά τον φόρο τους.

Η ανάπτυξη τής ληστείας  

Στις ορεινές περιοχές όμως, αναπτύχθηκε μια ανομική κατάσταση, που ήταν η ληστεία. Οι ορεινοί πληθυσμοί ήταν και ληστοτρόφοι, όταν δέν είναι οι ίδιοι ληστές. Φυγόδικοι, εγκληματίες, χρεωφειλέτες, τυχοδιώκτες κ.λπ. είχαν καταφύγει στα βουνά. Οι ληστές αυτοί, που έχουν μείνει στην ιστορία με το όνομα Κλέφτες, σχημάτιζαν συμμορίες και ζούσαν από τη λεηλασία. Δέν τα πήγαιναν ιδιαίτερα καλά με κανέναν ούτε καν με τους ομοθρήσκους τους.

Τα βουνά τού ελλαδικού χώρου, αλλά και τής Βαλκανικής γέμισαν από κλέφτες. Όπως στη θάλασσα άκμαζε η πειρατεία έτσι και στη στεριά άκμαζαν οι ληστρικές συμμορίες. Όταν μάλιστα, από τα μέσα τού 18ου αιώνα, σημειώθηκε ανάπτυξη τής οικονομίας και οι πραγματευτές αγόραζαν και πουλούσαν πραμάτειες και τα καραβάνια πηγαινοέρχονταν, ο Όλυμπος, ο Κίσσαβος, το Πήλιο, τ’ Άγραφα, ο Παρνασσός και τ’ άλλα βουνά γέμισαν από κλέφτες.

Εκτός από τους σκοτωμούς και τις αιχμαλωσίες οι κλέφτες έκαιγαν σπαρτά και σπίτια κι έκαναν μεγάλες καταστροφές. Δέν ήταν οι «Ρομπέν των Δασών» τής εποχής, που έκλεβαν από τους πλούσιους, για να δίνουν στους φτωχούς. Δέν ήταν ούτε εθνικοί ήρωες. Τα πρώτα τους θύματα ήταν οι απλοί χριστιανοί κυρίως χωρικοί και οι αγρότες. Αυτό επιβεβαιώνεται κι από τους διάφορους περιηγητές, που πέρασαν από τη Ρούμελη, Ήπειρο και Θεσσαλία, οι οποίοι κατέγραψαν, πως οι κλέφτες δέν λήστευαν μόνο τους πλούσιους, αλλά σκότωναν και τους φτωχούς αν δέν γίνονταν όργανά τους. (W.M. Leake: «Travels in northern Greece», τ. IV, 262 και E. Dodwell: «A classical and topographical tour through Greece», τ. ΙΙ, σελ. 59).

Αν και έλεγχαν τις πιο σημαντικές οδικές αρτηρίες, ζούσαν απομονωμένοι μεταξύ τους. Αγνοούσαν τί συνέβαινε στον έξω κόσμο. Σαν τους περισσότερους κατοίκους τού χώρου, οι κλέφτες θεωρούσαν πατρίδα τον τόπο καταγωγής τους. Το νησί, το χωριό ή την περιοχή, στην οποία γεννήθηκαν. Δέν είχαν την αίσθηση, ότι ανήκαν σε ένα ευρύτερο σύνολο με κοινά πολιτιστικά χαρακτηριστικά, σε ένα έθνος.

Πολυφυλετική η σύνθεση των κλέφτικων ομάδων

Την επικινδυνότητα των κλεφτών, εκτός από ιστορικές καταγραφές επιχειρήσεων εξόντωσής τους μαρτυρεί και η ύπαρξη ειδικών σωμάτων καταστολής απ’ τα χρόνια ακόμα τής πρώτης ενετικής κατοχής (αρματόρες - stradioti) και η
συγκρότηση τού αντίπαλου δέους, των αρματολικιών, ήδη από τα μέσα περίπου τού 15ου αιώνα, από τον Μουράτ τον Β΄ στα βουνά των Αγράφων, που «τ’ όνομά τους προέρχεται απ’ το γεγονός, ότι εκεί δέν κατόρθωσαν ποτέ να εγγράψουν τον πληθυσμό στους φορολογικούς καταλόγους». (Ε. Χομπσμπάουμ: «Οι ληστές», σελ. 82).


Μια σπηλιά στη λίμνη Κωπαΐδα, όπου κατέφευγαν ληστοσυμμορίες κλεφτών.
Ο αριθμός και η δύναμη των κλέφτικων ομάδων πολλαπλασιάστηκαν αισθητά κατά τον 17ο αιώνα. Την έκδηλη ανησυχία τής οθωμανοχριστιανικής δυαρχίας για τη δράση των κλέφτικων ομάδων πιστοποιεί η επέκταση τού θεσμού των αρματολικιών τον αιώνα αυτό, σε ολόκληρο τον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο.

«Εβγήκε ο Λιάζης στα βουνά, σ’ ταις κρύαις ταις βρυσούλες και παλληκάρια μάζονε, βούλγαρους κι αρβανίτες και διαλεχτά βλαχόπουλα με πάλαις ασημένιαις...» Ν. Ψυρούκη: «Το νεοελληνικό παροικιακό φαινόμενο», σελ. 44 


Το φαινόμενο τής ληστείας ήταν γενικευμένο σε ολόκληρη την Βαλκανική χερσόνησο, όπου υπήρχαν και δρούσαν παράνομες αντάρτικες ομάδες (χαϊντούκοι), στην Κρήτη (χαΐνηδες - 4.000-5.000 στα 1550, σύμφωνα με τον άγγλο πλοίαρχο Bondenham), στο Ιόνιο (banditi) κι αλλού.

Η σύνθεση των κλέφτικων ομάδων ήταν μικτή. Αντιπροσώπευε αναλογικά τους ετερογενείς πληθυσμούς και το συγχρωτισμό τους στον ελλαδικό χώρο, προτού ακόμα κατακεμαρτισθούν τεχνητά σε εθνικά κράτη. Ακόμα και πολλοί οθωμανοί έπαιρναν τα βουνά. Οι λιάπηδες κι οι αρναούτηδες μάλιστα, τρομοκρατούσαν τη Θεσσαλία και Ήπειρο κι έκαναν πολλά εγκλήματα. Σε διάφορα τραγούδια διασώζονται τα ονόματα διαφόρων μή ρωμιών κλεφτών, όπως Λιάζης, Ντελή Ίσκος, Λιάκος, Χασάν Μπένια, Ντελή Αχμέτης, Σελήμπεης κ.ά..

Οι κλέφτες δέν είχαν εθνικούς ή θρησκευτικούς φραγμούς. Οι ενέργειές στους δέν είχαν εθνικό περιεχόμενο ούτε ήταν εναντίον των τούρκων. Ο καθηγητής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο τού Λονδίνου, Μαρκ Μαζάουερ, περιγράφει: «Ένας πιο “ηρωικός” τρόπος, να κάνει κανείς λεφτά ήταν η ληστεία. Στα μέσα τού 19ου αιώνα, ο τυπικός ληστής, ήταν ένας νεαρός βουνίσιος, μεταξύ είκοσι και τριάντα χρονών ή και πιο νέος, τις περισσότερες φορές ημινομάδας βοσκός. Σπρωγμένος στην παρανομία, συνήθως από δικές του βίαιες πράξεις, ο ληστής είχε ως κύριο μέλημα να εξασφαλίσει αμνηστία και, ει δυνατόν, να διοριστεί επισήμως στην υπηρεσία τού κράτους ως τοπικός χωροφύλακας. Στο μεταξύ, παρίστανε το σκληρό και προσπαθούσε να εμπνέει όσο γίνεται περισσότερο φόβο.

»Το πρόβλημα με τους ληστές και τους ζωοκλέφτες όλο και οξυνόταν το δέκατο όγδοο και το δέκατο ένατο αιώνα. Καθώς η οθωμανική αυτοκρατορία συρρικνωνόταν και αποδιαρθρωνόταν, πλήθαιναν διαρκώς τα σύνορα, που οι ληστές μπορούσαν να διαβαίνουν ανενόχλητοι.

»Στην πραγματικότητα, λεηλατούσαν όχι μόνο μουσουλμάνους, αλλά και φτωχούς χριστιανούς καλλιεργητές. “Παντού επικρατούσε ο φόβος των ληστών”, σημείωνε ο Ντέιβιντ Έρκχαρτ, ταξιδεύοντας προς το Άγιο Όρος τη δεκαετία τού 1830. “Είχαν διαπράξει φοβερές ωμότητες, στρέφοντας τα αισθήματα τού λαού εναντίον τους, γιατί είχαν επιτεθεί επανειλημμένα κατά των αγροτών”.

Ακουστοί κλέφτες τού Μοριά κατά την προ τού ‘21 εποχή ήταν η οικογένεια τού Κολοκοτρώνη. Έκαναν πολλές καταστροφές και σκότωσαν κόσμο.
Ο Θ. Κολοκοτρώνης σε ηλικία 15 ετών κατατάχτηκε στην ομάδα κλεφτών τού θείου του. Επί χρόνια ζούσε άτακτο βίο «τρεφόμενος δια ληστείας, πότε στεγαζόμενος από την εκδίκησιν των εχθρών του αναλαμβάνων υπηρεσίαν χωροφύλακος πλησίον ενός προκρίτου ή ηγουμένου.
Αλλ’ οι έλληνες αγρότες τού Μορέος τόσον κατεβασανίσθησαν τέλος από την αρπακτικότητα και σκληρότητα των κλεφτών, ώστε προσεκάλεσαν τους τούρκους να τους βοηθήσωσι προς καταδίωξίν των... Πολλοί εκ τής οικογενείας των Κολοκοτρωναίων εσφάγησαν. Αι συμμορίαι όλαι διελύθησαν και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, μή ευρίσκων ασφάλειαν ούτε εις την Μάνην, έφυγεν εις τας Ιονίους Νήσους τω 1806».

Γεωργ. Φίνλεϋ: «Ιστορία τής ελληνικής επαναστάσεως», έκδ. «Ίδρυμα τής Βουλής των ελλήνων», Αθήνα, τ. Α’, σελ. 202.




»Οι ληστές αυτοί δέν ήταν ούτε κοινωνικοί ληστές -που ξάφριζαν τους πλούσιους, για να βοηθήσουν τους φτωχούς- ούτε εθνικοί ήρωες. Ήταν ένα σύμπτωμα τής φτώχειας των βουνών και μια απόπειρα να την ξεπεράσουν. Ο εγωισμός τους ήταν πολύ ανεπτυγμένος. Η αρπαγή προβάτων ή βοοειδών θεωρούνταν πιο ηρωική ενασχόληση από τους συμβατικούς, εδραίους τρόπους βιοπορισμού».

Αρβανίτες οι περισσότεροι 

 
Στη Ρούμελη και στο Μοριά οι κλέφτες ήταν στην πλειοψηφία τους αρβανίτες. Ο πρόξενος τής Γαλλίας στην Αθήνα, Ζαν Ζιρώ, στην έκθεση, που έγραψε το 1674 για τον μαρκήσιο Ντε Νουαντέλ, μεταξύ των άλλων ανέφερε: «Οι κλέφτες τής υπαίθρου, τόσο εδώ, όσο και στο Μοριά, είναι όλοι αρβανίτες». (M. Maxime Collignon, Le consul Jean Giraud et sa relation de l΄Attique au XVIIe siecle. Extrait des Memoires de l΄Academie des inscriptions et Belles-Lettres, tome XXXIX, Paris, 1913). (Διαβάστε περισσότερα στογ΄μέρος τού άρθρου τής «Ελεύθερης Έρευνας»: Από τον Σπάτα και τον Τατόη, στο Χαλάνδρι και τη Λούτσα...).

Προσπάθειες για τον περιορισμό των κλεφτών
Όταν το κακό παράγινε, οι τούρκοι αναγκάστηκαν να πάρουν μέτρα. Στην αρχή επέτρεψαν στους κοτζαμπάσηδες να διορίσουν φύλακες στα χωριά. Οι φύλακες αν και οπλισμένοι δέν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα με τις ληστοσυμμορίες, γιατί οι κλέφτες, που αποτελούσαν μικρές ομάδες, συνεννοούνταν με τους κλέφτες των άλλων περιοχών και όλοι μαζί κατέβαιναν και λήστευαν τα χωριά.

Στην Ήπειρο και Θεσσαλία το 1750 διορίστηκαν τουρκαλβανοί να φυλάνε τα περάσματα. Όμως, οι πιό πολλοί από αυτούς ήταν κακοποιά στοιχεία, γι' αυτό διαμαρτυρήθηκαν οι χριστιανοί κι οι οθωμανοί. Οι διαμαρτυρίες αυτές έπιασαν, γιατί οι τουρκαλβανοί λήστευαν και τους τούρκους μπέηδες και αγάδες.

Αναγκάστηκε λοιπόν ο σουλτάνος το 1755 να βγάλει νέο φιρμάνι, που καταργούσε τα ένοπλα αυτά σώματα. Το ίδιο φιρμάνι ανάθεσε στούς τούρκους να φυλάνε τα διάσελα. Μα και αυτό το μέτρο δέν έφερε αποτελέσματα. Οι τούρκοι πολιτοφύλακες δέν μπόρεσαν να εξοντώσουν τους ληστές και να προστατεύσουν τα χωριά. Γι’ αυτό η τουρκική κυβέρνηση αναγκάστηκε να δώσει άδεια να οργανωθούν σε καθε χωριό ένοπλες φρουρές από ντόπιους. Ο Ν.Γ. Μοσχοβάκης γράφει, πως οι χριστιανικές κοινότητες «διώριζον πολιτοφύλακας και αγροφύλακας, αλλά και εθνοφύλακας όσον (καιρόν) υπήρχον λησταί προς καταδίωξίν των». («Το εν Ελλάδι δημόσιον δίκαιον επί Τουρκοκρατίας», σελ. 92).

Ο σουηδός Μπγιέρνστελ, που επισκέφτηκε τ' Αμπελάκια και την ανατολική Θεσσαλία τό 1779 γράφει, πως σ’ όλη την περιοχή ήταν ανάστατοι, γιατί οι ληστοσυμμορίες σκότωναν και ρήμαζαν τα χωρια. Ο ίδιος μάς πληροφορεί, πως στ’ Αμπελάκια για πρώτη φορα το 1779, δόθηκε η άδεια να σχηματιστεί σώμα οπλοφόρων. Έτσι, σχηματίστηκε πολιτοφυλακή από πενήντα αμπελακιώτες, ενώ στις γύρω περιοχές υπήρχαν άλλοι 700 οπλοφόροι. Οι κοινότητες τού Πηλίου, γράφει ακόμα ο σουηδός περιηγητής, πήραν την άδεια πριν πέντε χρόνια, δηλαδή γύρω στα 1774, γιατί κι εκεί οι αρναούτες έκαναν μεγαλες επιδρομές και χαλάσανε κόσμο.

Μα και πάλι δέν έγινε τίποτα. Από τη μιά μεριά οι κλέφτες ήταν πολλοί κι από την άλλη τα αποσπάσματα απ' όπου περνούσαν καταπίεζαν τούς χωρικούς, βίαζαν γυναίκες, έκλεβαν και πολλές φορές σκότωναν. Γι’ αυτό και οι τούρκοι χωρικοί ακόμα, διαμαρτυρήθηκαν για τα κλέφτικα φερσίματα τών αποσπασμάτων.

Η τουρκική κυβέρνηση ξαναεφάρμοσε τότε, το παληό σύστημα τής πολιτοφυλακής. Επέτρεψε δηλαδή στους προεστούς να διορίζουν ένοπλους φύλακες, που στην Πελοπόννησο τούς έλεγαν κάπους.

Άμα όμως πέρασε καιρός, που οι ληστές δέν εξοντώθηκαν, υπήρχε κι ένας άλλος λόγος, που έκανε την τουρκική κυβέρνηση να καταργήσει στη Θεσσαλία, Ήπειρο καί Ρούμελη τό σύστημα τής πολιτοφυλακής. Πολλά απο τά χωριά είχαν το προνόμιο να είναι αυτοδιοίκητα. Σ’ αυτά όμως, δέν μπορούσαν οι τουρκικές αρχές να ελέγχουν τη δράση τής ένοπλης πολιτοφυλακής, γιατί απαγορεύονταν να μένουν τούρκοι εκεί. Κι ακόμα θα έγιναν παράπονα από τούρκους μπέηδες και αγάδες, γιατί φυσικό ήταν να μήν ανέχονται να βλέπουν τους γκιαούρηδες οπλισμένους.

Ο θεσμός των αρματολικιών
 

Επειδή οι ληστές παντού πλήθαιναν, ύστερα από πολλές συσκέψεις καί πολλά συμβούλια, κατέληξαν στην εφαρμογή ενός άλλου μέτρου. Σύστησαν δηλαδή, ένα είδος ακριτικών σωμάτων. Οι καλύτεροι όμως νέοι ακρίτες ήταν οι ίδιοι κλέφτες. Αυτοί ήταν μαθημένοι να ζουν στα βουνά. Ήξεραν όλα τα μονοπάτια και τις σπηλιές κι ήταν γυμνασμένοι στη σκοποβολη. Για να προσελκύσουν πολλούς απ' αυτούς, τους κάλεσαν να προσκυνήσουν (να υποταχτούν) παίρνοντας σαν αντάλλαγμα όχι μόνο την αμνηστία, αλλά και τον επίσημο διορισμό τού καπετάνιου σε ορισμένες περιοχές, μέ επίδομα (λουφέ) και άλλες ηθικές και υλικές απολαβές.

Πολλοί από τους κλέφτες βρήκαν καλούς τους όρους και προσκύνησαν. Οι τούρκοι πασάδες κράτησαν το λόγο τους και τους διόρισαν μόνιμους φύλακες των βουνήσιων περιοχών τής Ρούμελης, Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας. Οι νέοι αυτοί φύλακες λέγονταν αρματολοί ή καπεταναίοι. Ο διορισμός τους γινόταν με κάποια επισημότητα: Οι τούρκοι καλούσαν το τζεμαέτι, δηλαδή τους κοτζαμπάσηδες τής περιοχής στο μεκχεμέ (δικαστήριο), όπου παρεβρίσκονταν ο κατής και ο μουσελίνης. Εκεί ερχόνταν ο κλέφτης (καπετάνιος) να δηλώσει υποταγή -να κάνει το ιταάξι- και να πάρει το μουρασελέ (την επικυρωτική απόφαση τού διορισμού του).

Στο μεκχεμέ καλωσόριζαν τον καπετάνιο οι μπέηδες και αγάδες, καθώς και οι κοτζαμπάσηδες. Οι τούρκοι μάλιστα, σε φιλικό τόνο τού έλεγαν: «μασαλά, καπετάν, σίν μπισίμισιν» (=είσαι δικός μας, καπετάνιε) και τον συμβούλευαν να φυλάει καλά τα χωριά, δίνοντάς του μαζί και το μουρασελέ. Ο κατής μαζί με το διορισμό έδινε στον  καπετάνιο και μιά καπότα. Ήταν το επανωφόρι τής τιμής, διά τού οποίου εκυρώνετο η εξουσία του.

Ύστερα απ’ αυτή την «τελετή», ο καπετάνιος πήγαινε στην έδρα του σαν επίσημος. Όταν είχε πολλά μέρη να φυλάξει, χώριζε τα  παλικάρια του σε μάγκες (αλβανική λέξη, που σημαίνει αγέλη), δηλαδή ομάδες και γενικά έπαιρνε
όλα τα κατάλληλα μέτρα.

 

Με τα αρματολίκια η οθωμανική διοίκηση πετύχαινε ως ένα βαθμό τον προσεταιρισμό και την υπαγωγή των επικίνδυνων ένοπλων ληστών στην υπηρεσία τής έννομης τάξης και περιόριζε την παρανομία τους  εξαπολύοντας εναντίον τους τούς ίδιους τούς παληούς παράνομους.


Στην περιοχή, που φύλαγε ο καπετάνιος, δέν επιτρέπονταν να πάνε και να μείνουν τούρκοι. Επίσης, ο καπετάνιος δέν πλήρωνε χαράτσι, καθώς και τα παλικάρια του. Ο καπετάνιος, όπως και τα παλικάρια του, πληρώνονταν, έπαιρναν μισθό (λουφέ), που κανονιζόταν από πρίν και τον πλήρωναν οι κάτοικοι τών χωριών, που ανήκαν στην περιοχή του (αρματολίκι).

Φυσικά, όλοι οι κλέφτες δέν προσκύνησαν, γι’ αυτό άρχισε το αλληλοφάγωμα. Οι κλέφτες, οι αρματολοί, τα αρματολίκια μεταξύ τους δέν ζούσαν βίο ανθόσπαρτο και φιλειρηνικό. Σκοτώνονταν για δέκα πιθαμές γης. Και έκαναν μεγάλες αγριότητες μεταξύ τους. Οι αρματολοί καταδίωκαν και σκότωναν τους κλέφτες και οι κλέφτες τους αρματολούς. Κλέφτες κυνηγούσαν κλέφτες και αρματολοί αρματολούς. Η βία ήταν το κύριο μέρος τής ζωής τους. Το μίσος, που δημιουργήθηκε ανάμεσα στις διάφορες ομάδες κλεφτών και αρματολών ήταν εγγύηση για τους οθωμανούς.

Στις αρχές τού 19ου αιώνα, όλα τα αρματολίκια στον ελλαδικό χώρο ήταν 18. Στην Ήπειρο και δυτική Ελλάδα 4. Στη Θεσσαλία και ανατολική Ελλάδα 11 και στη δυτική Μακεδονία 3.

Σε μερικά μέρη οι αρματολοί κράτησαν τα αρματολίκια τους πολλά χρόνια. Την εξουσία τους την κληρονομούσαν και τα παιδιά τους.

Επειδή απ’ αυτούς εξαρτιόταν η ζωή και η περιουσία τών κοτζαμπάσηδων, είχαν απαιτήσεις και ήθελαν όχι μόνο υλικές απολαβές, αλλά και ηθικές αμοιβές και τιμές. Όταν ο καπετάνιος κατέβαινε στο κεφαλοχώρι αξίωνε να τον δέχονται με ανάλογες τιμές. Σε πολλά μέρη όμως, οι κοτζαμπάσηδες δέν τους χώνευαν κι έδειχναν την περιφρόνησή τους, γιατί τους θεωρούσαν, εξ αιτίας τής προέλευσής τους, «παλιοχωριάτες και παλιοκλέφτες». Γι’ αυτό προκαλούνταν διενέξεις.


Η μάχη των καπετάνιων για την κατοχή, τη διατήρηση ή την επέκταση τού αρματολικιού ήταν σκληρή, χωρίς όρους και όρια.

Ο Γ. Καραϊσκάκης, αμόρφωτος τελείως και άξεστος, με υπερτροφικό εγωισμό, έβλεπε τα γεγονότα τού ’21 μέσα στα στενά πλαίσια τής απόκτησης καλύτερου αρματολικιού.

Στην παραπλεύρως υδατογραφία από το Μουσείο Μπενάκη απεικονίζεται ο Καραϊσκάκης να έχει στήσει ένα τρόπαιο με τα κομμένα κεφάλια των ηττημένων (Αράχωβα, 24 Νοεμβρίου 1826).

Tο οξύμωρο επί πλέον είναι, ότι στο επάνω μέρος τού πίνακα αναγράφεται: «Τρόπαιον των ελλήνων κατά των βαρβάρων». Άν ήταν βάρβαροι οι άλλοι, αυτοί που έστησαν το τρόπαιο με τα κεφάλια τι ήταν;

Στην Πελοπόννησο δέν υπήρχαν αρματολίκια. Εκεί υπήρχαν πολλοί κλέφτες στον καιρό τού τουρκοβενετικού πολέμου. Ακόμα και πολλοί ρουμελιώτες ληστές είχαν περάσει στο Μοριά κι έκαναν μεγάλες καταστροφές. Γι’ αυτό, όταν οι βενετσάνοι κατέλαβαν το Μοριά, πήραν πολλά μέτρα, για να εξοντώσουν τους ληστές.

«Μετανάσται παντός είδους κατέλαβον τας χώρας, ελήστευον τους διαβάτας και ήρπαζον ιδιωτικήν και δημοσίαν περιουσίαν. Ολόκληροι συμμορίαι, ρουμελιώται, πελοποννήσιοι, λειποτάκται τού στόλου και τού στρατού, συνήλθον και αντεστάθησαν εις την δημοσίαν δύναμιν. Όταν διωργάνωσαν τους αγροφύλακας (meindani), ένεκα τής γενικής ελλείψεως πάσης ασφαλείας οι φύλακες έκαμνον αυτοί οι ίδιοι βιαιότητας... Αυτά (=τα χωριά) υπεχρεώθησαν να διατηρούν καθαρόν το έδαφός των από κακούργους και να συμμερίζωνται και αποζημιώνουν την βλάβην, την οποίαν αυτοί ήθελαν φέρει. Εις τον (βενετσάνον) αρμοστήν έδωκαν εγγύησιν και μετεχειρίσθησαν τα διανεμηθέντα όπλα, διά να ενωθούν υπό έναν αρχηγόν κατα τών φαυλοβίων (=κλεφτών). Εδώ κι εκεί, όπου επρόκειτο να φυλάξουν δεινάς θέσεις και περιβοήτους διά το μή ασφαλές, ελάμβανον τέλος (επίδομα, αμοιβή) από τους διαβάτας». (Περ. «Ερανιστής», Αθήνα, 1844, σελ. 840, Μελέτη: «Οι βενετσάνοι εις την Πελοπόννησον» και Βλαχογιάννη: «Κλέφτες», σελ. 16-18).




Η διαφορά μεταξύ αρματολών και κλεφτών ήταν συγκυριακή. Οι αρματολοί ήταν κλέφτες, που είχαν εξαγορασθεί από το οθωμανικό καθεστώς, τους είχαν δώσει περιοχές ευθύνης, που στην ουσία γίνονταν ένα είδος ιδιοκτησίας τους, απ’ όπου έπαιρναν φόρους, γεννήματα, ό,τι μπορούσαν.
 

 Οι αρματολοί τής Ρούμελης ήταν πλουσιότεροι από τους προκρίτους τής Πελοποννήσου και ισχυρότεροι βέβαια, γιατί είχαν και τα όπλα.

Κανόνες Μαφίας 

Η σχέση μεταξύ κλεφτών και αρματολών ήταν γνωστή και κατανοητή στους σύγχρονούς τους, αλλά και σε ανθρώπους, που έζησαν κοντά στα γεγονότα. Ο Κωνσταντίνος Κούμας, για παράδειγμα, αναφέρει, πως ένοπλες ομάδες, παρέχοντας προστασία από τους αλβανούς κλέφτες, που λυμαίνονταν τα χωριά, ζητούσαν την καταβολή χρημάτων και αν δέν την λάβαιναν, τότε τα λήστευαν αυτοί οι ίδιοι, ώστε οι κάτοικοί τους να αναγκαστούν, για να γλιτώσουν τελικά, να τους μισθοδοτήσουν με αντάλλαγμα την παροχή ασφάλειας από άλλους κλέφτες.

Επαγγελματική απασχόληση, όχι εθνική υπόθεση 


Δύο γάλλοι, που ασχολήθηκαν συστηματικά με τα γεγονότα τού ’21, ήταν από τους πρώτους, που πρόσεξαν τη διασύνδεση κλεφτών κι αρματολών κι είχαν μάλιστα, τη δυνατότητα καλής πληροφόρησης. Πρόκειται για τον Φρανσουά Πουκεβίλ, που έζησε αρκετά χρόνια ως πρόξενος στην Ελλάδα και τον ιστορικό Κλοντ Φωριέλ. Ο Πουκεβίλ ασχολήθηκε αρκετά με το θεσμό, τον οποίο ανήγαγε στο Βυζάντιο, συνέδεε άμεσα τους αρματολούς με τους κλέφτες και παρομοίαζε τους τελευταίους με τους χαϊντούκους κλέφτες των Βαλκανίων. (Βλ. Pouqueville, «Voyage de la Grèce», τ. IV, σελ. 231-247).

Και οι δυό δήλωσαν, ότι οι όροι αρματολοί και κλέφτες χρησιμοποιούνταν εναλλακτικά, και η διαφορά αποδιδόταν με την προσθήκη ενός επιθέτου «κλέφτης άγριος» για τον κλέφτη και «κλέφτης ήμερος» για τον αρματολό. Ας προστεθεί, πως πηγές πληροφόρησης για τον Φωριέλ, όπως αναφέρει ο ιδιος, ήταν ο Κοραής και άνθρωποι τού κύκλου του, όπως ο Κλωνάρης, ο Πίκκολος, ο Μουστοξύδης και διάφοροι άλλοι από την Ελλαδα. Συνεπώς, είναι εύλογο στα παραπάνω, όπως και σε όλες τις άλλες αναφορές τού Φωριέλ στους κλέφτες, να αντανακλώνται οι απόψεις των σύγχρονών του ρωμιών λογιων.

Οι ονομασίες απηχούσαν μιά εύκολα αναγνωριζόμενη από τους ανθρώπους πραγματικότητα: αφού συχνά πριν προσληφθούν οι αρματολοί ήταν κλέφτες και εύκολα επανέρχονταν στην ίδια κατηγορία αν έχαναν το αξίωμά τους ή καταδιώκονταν από τις αρχές, μπορεί στη συνέχεια να ανακαλούνταν και πάλι ως αρματολοί.

Επομένως, είναι προφανές, ότι υπήρχε στενή σύνδεση συμφερόντων, ενδιαφερόντων και συμπεριφορών ανάμεσα στα σώματα αυτά. (Finlay: «A History of Greece», τ. IV, σελ. 22-23). Οι κλεφταρματολοί ζούσαν «σε βάρος τού πληθυσμού και θεωρούσαν τη δραστηριότητά τους ως επαγγελματική απασχόληση», είχαν σε άμεση εξάρτηση οι μεν από τους δε. (Riki van Boeshoten, «Κλεφταρματολοί, ληστές και κοινωνική ληστεία», Μνήμων 13, 1991, σελ. 15-16).

Μπιθεκούρας - Κολοκοτρώνης 

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε το αρβανίτικο παρατσούκλι Μπιθεκούρας(κώλος + πέτρα = Κωλοπέτρας = Κολοκοτρώνης στην ελληνική του μετάφραση). Τσεργίνης ήταν το οικογενειακό όνομα των Κολοκοτρωναίων, που πιθανώς παράγεται από τις αρβανίτικες λέξεις τσέρ=έξυπνος και Γκίνης = Γιάννης. Με το όνομα αυτό υπήρχαν καμμιά εξηνταριά οικογένειες στη Μεσσηνία.



Ο Μπιθεκούρας - Κολοκοτρώνης (ή Καπετάν Λαφύρας μετά την άλωση τής Τριπολιτσάς, επειδή κατάφερε να συγκεντρώσει το μεγαλύτερο μέρος των λαφύρων).

Ήταν ένας αγράμματος, πάμπτωχος ληστής πριν το ΄21, που έγινε όμως, πάμπλουτος μετά.
Πρωτοστάτησε στο πλιάτσικο τού ’21, καθώς και σε πλείστες μηχανορραφίες και συνωμοσίες τής Ρωμιοσύνης τής εποχής του.
Ενεπλάκη κατά καιρούς με άγγλους, γάλλους, αλλά και ρώσους, φυλακίστηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο για εσχάτη προδοσία, πήρε χάρη και τελικά, σε μεγάλη ηλικία προσεταιρίστηκε τον Όθωνα, πήρε τον τίτλο τού στρατηγού και τού σύμβουλου επικρατείας, οπότε και ηρέμησε. Στα σχολεία προβάλλεται σήμερα ως ένας από τους μεγαλύτερους εθνικούς ήρωες τής Ρωμιοσύνης.


Στις παραπάνω φωτογραφίες απεικονίζεται ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Αριστερά, σύμφωνα με σχέδιο, που δημοσιεύθηκε το 1827 στο Παρίσι από τον A. Friedel και θεωρείται από τις πιο πιστές απεικονίσεις του και δεξιά σε σχέδιο από τού φυσικού, τού γάλλου συνταγματάρχη, Voutier. Δέν απεικονίζεται με τη γνωστή περικεφαλαία των εικόνων, που έχουν κατακλύσει τα σχολικά μας βιβλία και τους πίνακες των σχολείων, των στρατώνων και των δημοσίων υπηρεσιών, αλλά με την αρβανίτικη κόμμωση των ξυρισμένων κροτάφων και τού εμπρός μέρους τού κεφαλιού, με μακρυά μαλλιά πίσω. (Το 2000, κατά τη διάρκεια εργασιών στο άγαλμα τού Θ. Κολοκοτρώνη στην οδό Σταδίου, οι συντηρητές ανακάλυψαν χαραγμένη μία σημείωση, με την οποία ο γλύπτης, Λάζαρος Σώχος, δικαιολογείται, για την περικεφαλαία, που τον ανάγκασαν να προσθέσει στο άγαλμα).

Έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τα γεγονότα τού ΄21 μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς των πολυδιαφημισμένων κατά παραγγελία «εθνικών» (μυθ)ιστοριογράφων και απομνημονευματογράφων τού νεορωμέικου κράτους μας. Μαθαίνουμε την ιστορία, έτσι, όπως η επίσημη «εθνική» προπαγάνδα θέλει να την διδάσκει στα σχολεία.

Όλοι -για παράδειγμα- ξέρουμε τον παράφρονα στρατηγό Ιωάννη Μακρυγιάννη. Ελάχιστοι όμως, γνωρίζουν τον στρατηγό Παναγιώτη Παπατσώνη και ιδιαίτερα τα Απομνημονεύματά του, τα οποία, επειδή δέν εξυπηρετούν τη νεορωμέικη προπαγάνδα, έχουν αφεθεί στην ιστορική λήθη.


Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: 
*Η κατάχρηση των αγγλικών δανείων από τους «ημέτερους» το ’21 
*Η θρησκοληψία τού Μακρυγιάννη 
*Ιδεολογία και αξιοπιστία τού Μακρυγιάννη 
 *Ο πολυδιαφημισμένος από τη Ρωμιοσύνη, στρατηγός Ι. Μακρυγιάννης.


Στα «Απομνημονεύματα από των χρόνων τής Τουρκοκρατίας μέχρι τής βασιλείας Γεωργίου Α΄» (Βιβλιοθήκη γενικών αρχείων τού κράτους, Αθήνα, 1983) τού Π. Παπατσώνη, περιγράφεται μια διαφορετική εινόνα από αυτήν, που διδάσκεται στα σχολεία, για τον Κολοκοτρώνη:

«Τότε ελυμαίνοντο οι κλέφτες, οι τε Κολοκοτρωναίοι Θεόδωρος και Ιωάννης αδελφοί, ο Γιώργης από τον Αετόν τής Τριφυλίας και ελήστευον πάντοτε τους ομοφύλους των χριστιανούς και είχον άσυλον τα Πηγάδια και την Μάνην.

»Εκεί είχον το άσυλόν τους και ηνάγκαζον δια τής ληστείας τους προεστούς δια να τους βάνουν αρματολούς και ότι δήθεν ούτοι να εμποδίζουν την τε ληστείαν και την ζωοκλοπήν από τον τόπον και κατά καιρόν τους έβγαναν και μπουγιουρδί τού πασιά ως τοιούτους διοριζόμενοι.

»Αλλ’ όταν τους έκοβαν τα χάρτζια ταύτα ήτοι τους λουφέδες των, εθύμωναν και ήρχιζαν την παλαιάν τους τέχνην με περισσότερην επίτασιν. Ο πασιάς δια προτροπής των προσετών τους διώριζεν αρματολούς όλους τούτους με τον σκοπόν να τους βάλουν εις το χέρι δια πλαγίων μέσων να τους φονεύση, αλλ΄αυτοί το καταλάβαινον τούτο και πάντοτε συσσωματωμένοι περιεφέροντο, ουδέποτε έμβαινον εις πόλιν τινά, όπου ήτον τούρκοι πολλοί και ούτω πως ετρέφοντο με τας ελπίδας ταύτας. Όταν τους έπαυαν όμως, εγένοντο θηριωδέστεροι... Εις τούρκον ποτέ δέν έβανον χέρι, διότι εσκληρύνοντο και τους κατεδίωκον. Ευχαριστούντο και οι τούρκοι, ότι οι κλέφται ελήστευον τους ομοθρήσκους των χριστιανούς». (σελ. 34-36).

Η οικογένεια τού Θ. Κολοκοτρώνη στα πριν τού ’21 χρόνια, δέν ήταν «υπόδειγμα εθνικών αγωνιστών», αλλά κλέφτες με όλη τη σημασία τής λέξης. Αυτόν και την οικογένειά του, τους μισούσαν οι χριστιανοί, γιατί είχαν υποφέρει πολύ εξ αιτίας τους. Τελικά, τους ξεκλήρισαν σε ένα μοναστήρι κι έτσι γλύτωσαν από αυτούς εκτός από τον Θεόδωρο, που διέφυγε στη Ζάκυνθο (βλ. παρακάτω).

Τα όσα θετικά εθνοπατριωτικά γράφονται για τους Κολοκοτρωναίους είναι πλάσματα τής φαντασίας και προπαγάνδα τής Ρωμιοσύνης. Ο Βλαχογιάννης μαζί με άλλες μαρτυρίες αντιγράφει και τί λέει ο Φίνλεϋ: «Τα κατορθώματα τού Ζαχαριά και των Κολοκοτρωναίων, αν και δοξάζονται με ποιήματα και πομπώδικα πεζογραφήματα, ήταν έργα ληστών και κατσικοκλεφτών. Ζούσαν αυτοί από το φτωχό χριστιανό χωριάτη και σπάνια τολμούσανε να ληστέψουν κοτζάμπαση κι ακόμα σπανιότερα τούρκον αγά». («Ιστορικά ραπίσματα», Αθήνα, 1937, σελ. 68, σημ. 1).

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Θ. Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα «Απομνημονεύματά» του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο «Διήγησις συμβάντων τής ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836», όπου επιχείρησε να εξωραΐσει την εικόνα του πασχίζοντας για την υστεροφημία του. Πέθανε μια νύχτα του 1843 από εγκεφαλικό επεισόδιο επιστρέφοντας από γλέντι στα βασιλικά ανάκτορα.


Η περίπτωση των σουλιωτών 


Οι σουλιώτες ήταν χριστιανοί αλβανοί, που μιλούσαν αλβανικά. (Σούλι=ψηλό, στα αλβανικά. Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Από τον Σπάτα και τον Τατόη, στο Χαλάνδρι και τη Λούτσα...). Ήταν ληστές, που λυμαίνονταν τις περιοχές ληστεύοντας αδιακρίτως χριστιανούς και οθωμανούς, ενώ πουλούσαν προστασία -όπως η σημερινή μαφία- στους μπέηδες και τους αγάδες, που τους πλήρωναν.

Ο Αλή Πασάς επιχειρώντας να αποκαταστήσει την τάξη στην περιοχή συγκρούστηκε μαζί τους. Τα γεγονότα τού Ζαλόγγου έλαβαν χώρα το 1803, δηλαδή δυό δεκαετίες σχεδόν πρίν το ’21. Ουσιαστικά δηλαδή, αφορούσαν στις προσπάθειες τού Αλή να πατάξει την αλβανική μαφία και δέν είχαν σχέση με κάποιο δήθεν εθνικό ξεσηκωμό, όπως ωρύονται οι αδαείς ελληναράδες στις μέρες μας.

Το χορό τού Ζαλόγγου δέν τον περιγράφει κανένας ιστορικός, παρά μόνον κάποιοι περιηγητές, που απλά κατέγραφαν τους προφορικούς θρύλους τής Ρωμιοσύνης. Ακόμα και αλήθεια να είναι όμως, τα γεγονότα τού Ζαλόγγου δέν έχουν καμμία σχέση με κάποιο δήθεν εθνικό αγώνα.

Παρόμοιες προσπάθειες είχε κάνει εξ άλλου κι ο μητροπολίτης Ιωαννίνωνδυό χρόνια πριν, το 1801, ο οποίος χαρακτήρισε μάλιστα στην αφοριστική εγκύκλιό του τους σουλιώτες ως κακούργους. Αυτό δέν αναφέρεται όμως, στα σχολικά βιβλία και το αγνοούν οι σημερινοί ρωμιοί: «Ωμίλησα και σας εσυμβούλευσα πνευματικώς και πατρικώς να τραβήξετε χέρι από τους σουλιώτας, να μη τους δίδετε καμμίαν βοήθειαν, ούτε εις τον τόπον σας να τους δέχησθε, επειδή είναι κακούργοι και φερμανλίδες (= επικηρυγμένοι) από το δοβλέτι, και όποιος δέχεται τοιούτους κακούργους πίπτει και αυτός εις την ιδίαν οργήν τού υψηλού δοβλετίου και εις το τέλος αφανίζεται από το πρόσωπον τής γης».

Από τον Μάρκο Μπότσαρη στον Μαριάν Κόλα: Αρχηγοί αλβανικών ληστοσυμμοριών στο Σούλι, τότε και τώρα.
Η μόνη διαφορά είναι, ότι τους αλβανούς ληστές τού ΄21, η Ρωμιοσύνη τους έχει ανακηρύξει «εθνικούς» της ήρωες.

 

Οι σουλιώτες δημιουργούσαν προβλήματα και στην Κέρκυρα. Τα πρώτα ρωμέικα μισθοφορικά σώματα συγκροτήθηκαν επί ρωσοκρατίας, για να απασχοληθούν οι σουλιώτες, που λεηλατούσαν το νησί. «Κλέπτονες ουν και διαρπάζοντες τα ζώα και αίγας των περιοίκων χωρικών τής Κερκύρας, απεστρέφοντο τας ειρηνικάς φιλοπονίας. Αι δε γυναίκες αυτών, διασκελίζουσαι τας δρυφράκτους των αμπελώνων και χωραφίων και κόπτουσαι ξύλα εκ των ελαιώνων των κερκυραίων, μετέφερον εις την πόλιν και επώλουν προς διατροφήν εαυτών και των ανδρών. Διότι αυτοί (οι άνδρες) ουδέν άλλο εφρόντιζον ειμή να καθαρίζωσι τα όπλα και να σημαίνωσι την κιθάραν, τραγουδώντες αλβανιστί τους ηρωισμούς». (Παν. Χιώτη: «Ιστορία τής Επτανήσου και ιδίως τής Ζακύνθου από Βενετοκρατίας μέχρι τής ελέυσεως των άγγλων, 1500-1816, Κέρκυρα, 1862μ τ. Γ΄, σελ. 857-858).

Απροθυμία των τοπικών πληθυσμών
 

Ο πληθυσμός στην πλειοψηφία του ήταν απρόθυμος στο να ακολουθήσει τους κλεφταρματολούς στη γενοκτονία και το πλιάτσικο κατά τού οθωμανικού πληθυσμού, που ξεκίνησε το ΄21. Με τους οθωμανούς γείτονές τους είχαν ζήσει ειρηνικά επί πολλούς αιώνες κι είχαν τα ίδια πάνω κάτω προβλήματα.

Ο Θ. Κολοκοτρώνης περιόδευε στην Πελοπόννησο στρατολογώντας άνδρες υποσχόμενος πλούτη. Όμως, ακόμη κι έτσι, η προσέλκυση παλικαριών ήταν δύσκολη, γεγονός που τον έφερε σε άσχημη θέση. «Κανείς δέν δύναται να περιγράψει τα κλάμματα και τους αναστεναγμούς τού Κολοκοτρώνη εις την περίστασιν αυτήν, μόνος με δέκα ανθρώπους έμεινε. Επήραν και αυτοί τα άρματά των και ένα σουγλί στο χέρι δια ραβδί να μήν γλυστρούν, διότι ο τόπος ήτον από βροχήν και κατήφορος», περιγράφει ο Φωτάκος (τ. Β΄, σελ. 74). Ο Κολοκοτρώνης ένιωσε απόγνωση διαπιστώνοντας την απροθυμία των ρωμιών να τον ακολουθήσουν.

Όταν τον Ιούνιο τού 1826, ο Ρεσίτ Πασάς προχωρούσε προς την Αθήνα, πολλοί αγρότες τής Αττικής υποδέχονταν τους τούρκους χωρίς αντίσταση. Γι’ αυτούς ο Ρεσίτ ήταν ευπρόσδεκτος αρκεί να τους γλύτωνε από τις χριστιανικές ληστοσυμμορίες επαναφέροντας την τάξη και την ευημερία των παληότερων χρόνων.

Αφορισμός και χαλασμός των κλεφτών 

Στις αρχές τού 1800, ο βρετανός αξιωματικός και περιηγητής, Γουίλιαμ Μάρτιν Ληκ, έκανε μια στάση στη Μονεμβασία. Το παληό ενετικό κάστρο και η πόλη βρίσκονταν σε κατάσταση εγκατάλειψης: «Aυτή η περιοχή δέν έχει πια έλληνες κατοίκους. Οι τούρκοι τής Μονεμβασίας είναι πεινασμένοι και ντυμένοι με κουρέλια». Σε όλη την Πελοπόννησο, ο Ληκ συνάντησε την ίδια εικόνα. Ερήμωση τής υπαίθρου, οχυρά, που κατέρρεαν από την εγκατάλειψη, συχνές ένοπλες συγκρούσεις, πειρατεία και μεγάλες ομάδες κλεφτών, που δρούσαν ανεξέλεκτα. Είχαν εδραίωσει την εξουσία τους στην ορεινή Αρκαδία, με στόχο να επικρατήσουν και να αντικαταστήσουν άλλες ένοπλες ομάδες.

Στις αρχές τού 19ου αιώνα, η κατάσταση ήταν πια εκτός ελέγχου. Η δράση των κλεφτών είχε παραλύσει την Πελοπόννησο. Το ποτήρι είχε ξεχυλίσει.
Ο διοικητής τού Μοριά, Οσμάν πασάς, στην προσπάθειά του να τους αντιμετωπίσει ζήτησε από την Υψηλή Πύλη την έκδοση αφοριστικού διατάγματος σε βάρος τους.

Ο σουλτάνος εξέδωσε διάταγμα, που πρόσταζε τον τοπικό πληθυσμό να μήν προσφέρει καταφύγιο στους κλέφτες, να μήν τους χορηγεί τρόφιμα, να διακόψει κάθε σχέση μαζί τους, να τους καταδίδει στις τούρκικες αρχές και να ενισχύει τον οθωμανικό στρατό, όταν οργάνωνε επιχειρήσεις εναντίον τους.

Οι εντολές του συνοδεύτηκαν με μια επιστολή τού πατριάρχη Καλλίνικου Ε΄, που έφτασε στην Πελοπόννησο το 1806, με την οποία καλούσε τους κοτζαμπάσηδες και τους κληρικούς να διώξουν τους κλέφτες και να υποστηρίξουν τις τουρκικές αρχές. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Οι πατριαρχικοί αφορισμοί Μπουμπουλίνας, αρματολών, «κακούργων» σουλιωτών κ.λπ.). Μετά τον αφορισμό τους από την Εκκλησία, οι κλέφτες ήταν καταδικασμένοι. Ο χειμώνας τού 1806 πέρασε μέσα σε κλίμα άγριας τρομοκρατίας, καθώς ολόκληρος ο πληθυσμός τής Πελοποννήσου στράφηκε κατά των κλεφτών.

Ο κληρικός Αμβρόσιος Φραντζής, ήταν αυτόπτης μάρτυρας τού περίφημου χαλασμού των κλεφτών: «Οθωμανοί και έλληνες κυνηγούσαν τους κλέφτες στα βουνά, στα δάση, στις σπηλιές και όσους συλλάμβαναν ζωντανούς, άλλους κρεμούσαν στην αγχόνη, άλλους τους έψηναν στη σούβλα κι άλλους τους έσχιζαν στα τέσσερα και τους κρεμούσαν στους δημόσιους δρόμους».

Έτσι, με τη συνδρομή τής Εκκλησίας και όλων των προκρίτων τού Μοριά, κάθε χωριό έγινε και μια θανάσιμη παγίδα για τους κλέφτες. Οθωμανοί και ρωμιοί έστηναν από κοινού ενέδρες, τους συλλάμβαναν και τους οδηγούσαν σιδεροδέσμιους στις οθωμανικές αρχές. Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια. Τα υπόλοιπα είναι φληναφήματα για τις σχολικές γιορτές...

Πώς οι ρωμιοί ξεπάστρεψαν τους Κολοκοτρωναίους
 

Όπως γράφει ο Κωστ. Χρ. Σταυρόπουλος (που ήταν από το Ζυγοβίστι και όσα έγραψε τού τα είπαν οι παληοί συντοπίτες του), τους Κολοκοτρωναίους κλέφτες τους κατέδωσε κάποιος καλόγερος και πήγαν οι προεστοί με τους κάπους τους και τους σκότωσαν.

Ο φόνος έγινε το 1806, ύστερα από τον αφορισμό τού πατριάρχη. Είχαν το λημέρι τους στο βουνό Κλινίτζα. Απ’ εκεί πήγαν στο μοναστήρι Αιμυαλών, για να ζητήσουν τρόφιμα. Όμως, ένας καλόγερος, ονόματι Γεράσιμος, κατέβηκε στη Δημητσάνα και τους κατήγγειλε στους προεστούς. Χτύπησαν οι καμπάνες, μαζεύτηκαν οι χωριάτες από τα γύρω χωριά και οπλισμένοι πήγαν στο μοναστήρι, μπλόκαραν τους κλέφτες κι επειδή δέν παραδόθηκαν τους σκότωσαν. Τη φορά αυτή όμως, ο Θ. Κολοκοτρώνης δέν ήταν εκεί, γλύτωσε και διέφυγε στη Ζάκυνθο.

Ήταν γενική η κατακραυγή των ρωμιών εναντίον των Κολοκοτρωναίων, για όσα εγκλήματα είχαν διαπράξει στο παρελθόν: «Τοις πάσιν είναι έκτοτε γνωστόν -γράφει ο Σταυρόπουλος- ότι ο εν τω ληνώ (τού μοναστηριού) φόνος των Κολοκοτρωναίων δέν εγένετο εκ μέρους των τούρκων, καθ’ όσον τούρκοι δέν υπήρχον εκεί, αλλά εγένετο εκ μέρους χριστιανών». («Ιστορία Ζυγοβιστίου», Αθήνα, 1905, σελ. 23).
 

Κλεφταρματολοί στα Επτάνησα 
Τα Επτάνησα αποτέλεσαν καταφύγιο εκτός από τον Κολοκοτρώνη και για πολλούς άλλους κλεφταρματολούς τής Στερεάς και τις οικογένειές τους. Λειτούργησαν επίσης, και για τη διαχείμαση, αλλά και ως ορμητήριο για τη δράση τους. Με τον τρόπο αυτό, δημιούργησαν μια νέα κατάσταση, γιατί μετέφεραν ή εδραίωσαν έναν παρακοινωνικό τρόπο ζωής και στα τοπικά κοινωνικά στοιχεία και δημιούργησαν ή διεύρυναν τις πελατειακές τους σχέσεις και την επιρροή τους στον πληθυσμό των νησιών.

Στη Λευκάδα, για παράδειγμα, οι αρματολοί ανέπτυξαν δράση σε βάρος των τσιφλικιών, που υποτίθεται, ότι όφειλαν να προστατεύουν, αλλά και εργατών ή εμπόρων. Όπως αναφέρεται σε έγγραφα τής εποχής: «Γδέρνουν και σκλαβώνουν τους εργατικούς τού νησιού και τις βάρκες μας και για να τους απολύσουν έπειτα τους κλομπίζουν (τους επιβάλλουν πρόστιμο».



Μαφιόζικου τύπου επιστολή ληστοσυμμοριτών προς τους προύχοντες τής Λευκάδας με τις συνέπειες τής μή ανάθεσης τού αρματολικιού σε αυτούς.   

Το έγγραφο χρονολογείται περίπου στο 1719 και είναι από τις παληότερες περιπτώσεις τού είδους, που γνωρίζουμε. (Γ. Κοντογιώργη: «Παρακοινωνικά στοιχεία στη Λευκάδα τού 18ου και 19ου αιώνα», στο συλλογικό Αφιέρωμα στη μνήμη τού Ν. Σβορώνου, έκδ. Πάντειο Πανεπιστήμιο, 1992).

Πλαστά πολλά κλέφτικα τραγούδια 

Διάφοροι ρωμιοί τού ‘21, όπως ο Κανέλλος Δεληγιάννης, ο Παναγιώτης Παπατσώνης κ.ά. κατηγόρησαν ευθέως τους κλέφτες υποστηρίζοντας, πως ήταν κοινοί ληστές και εγκληματίες τής χειρότερης μορφής.

Διάφοροι άλλοι, καθώς και η σύγχρονη ρωμέικη ιστοριογραφία όμως, παρουσιάζουν μια άλλη, εντελώς διαφορετική εικόνα των κλεφτών, ότι δήθεν ήταν αγωνιστές, που πολεμούσαν ενάντια στους οθωμανούς και στους ρωμιούς συνεργάτες τους, τους πλούσιους κοτζαμπάσηδες, για τα δικαιώματα και την ελευθερία τους.

Οι περισσότεροι όμως, απ’ όσους έγραψαν με αυτό τον τρόπο, ανήκαν στον κύκλο τού Θ. Κολοκοτρώνη και τα έργα τους δημοσιεύτηκαν πολύ αργότερα. Σε αυτά, επιχειρήθηκε η εξύμνηση κι η καταξίωση των κλεφτών. Η ρωμέικη ιστοριογραφία τού 19ου αίωνα έτεινε προς την περαιτέρω εξιδανίκευση τής εικόνας των κλεφτών, πλάθοντάς την με τα γνωρίσματα τής επίσημης προπαγανδιζόμενης άποψης, που επικρατεί και διδάσκεται στις μέρες μας.

Ο Γιάννης Βλαχογιάννης στη μελέτη του «Κλέφτες τού Μοριά» (1935) απέδειξε, ότι όλα τα τραγούδια τού κολοκοτρωνέικου κύκλου «είναι μεταγενέστερα και πλαστά» και «μόλο, που συχνά στις ιστορικές του πληροφορίες υπερβάλλει από αντιμοραΐτικο ζήλο και που η γλώσσα του ξεπερνάει συχνά το επιτρεπόμενο ήθος για μια επιστημονική πραγματεία, ωστόσο, ως προς τα τραγούδια τουλάχιστον, κανένας δέν ανέτρεψε τα τεκμήριά του». (Αλ. Πολίτη: «Κλέφτικα», σ. ν2).

Είναι πάμπολλες οι λόγιες αισθητικές και ιδεολογικές επεμβάσεις και η λογοκριτική αποσιώπηση σε επίσημες συλλογές τής πολυφυλετικής σύνθεσης των κλέφτικων ομάδων και τής ανυπαρξίας εθνικών κινήτρων στη δράση τους.




Ο Διονύσιος Κόκκινος στην Ιστορία του έχει παραποιήσει το γνωστό στίχο «...και νάμαι σκλάβος των τουρκών, κοπέλλι των γερόντων», όπου τη λέξη «γερόντων» έχει αντικαταστήσει για ευνόητους λόγους με τη λέξη «αγάδων». (Δ. Κόκκινου: «Η ελληνική επανάστασις», τ. Α΄, σελ. 32.)


Πλαστό είναι το γνωστό κλέφτικο: «Ο αποχαιρετισμός τού κλέφτη» (μάνα, σού λέω, δέν μπορώ τους τούρκους να δουλεύω...), όπου παρουσιάζεται ένας κλέφτης να μήν αντέχει δήθεν τούς τούρκους και να παίρνει τα βουνά. Το τραγούδι αυτό δέν γράφτηκε από κάποιον ανώνυμο τής Τουρκοκρατίας, αλλά από τον διακεκριμένο λόγιο, Παύλο Λάμπρο, αρκετές δεκαετίες μετά το ‘21. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Πλαστός ο “Θρήνος τής Άλωσης”).
 

Tο δημοτικό τραγούδι «Έχε γειά καημένε κόσμε», που αναφέρεται στο μύθο τού χορού τού Ζαλόγγου, δέν είναι παραδοσιακό, αλλά δημιούργημα των αρχών τού 20ού αιώνα.

Τραγούδια τής Ρωμιοσύνης, που υμνούν τους τούρκους! 

Σε δημοτικό άσμα τής Ρωμιοσύνης, ίσως από τα πιο εύρρυθμα τσάμικα τής Πελοποννήσου, θρηνείται ο θάνατος ενός νεαρού μουσουλμάνου άρχοντα τής Πάτρας, ονόματι Σελήμπεη. Πιο συγκεκριμένα, θρηνείται ένας ευγενής μουσουλμάνος, που απήχθη από ληστές τής Πελοποννήσου, οι οποίοι, αφού δεν έλαβαν τα λύτρα, που ζήτησαν από τον πατέρα τού απαχθέντα, ονόματιΧατζή-μπέη, δολοφόνησαν το γιό του κρεμώντας τον από ένα πλάτανο.

Αχ Σελήμπεη, Σελήμπεη, Σελήμπεη,
γιος τού Κατση-μπέη, γιος τού Κατση-μπέη,
με τα φρύδια τα γραμμένα,
κλαίνε τα μάτια μου για σένα.

Σελήμπεη μπεόπουλο, μικρό μου αρχοντόπουλο,
Σελήμπεη πασόπουλο, τής Πάτρας αρχοντόπουλο,
πού ‘χεις στο κάμπο κτήματα, στην Πάτρα καταστήματα.

Αχ που κρέμασαν, που κρέμασαν το μπόι σου
πω πω Σελήμπεη, γιος τού Κατση-μπέη.
Αχ το μαργαριταρένιο,
κρίμα μωρέ ήταν το καημένο.
Κλάψε βρε μάνα μια και δυο,
δέν ξανακάνεις τέτοιο γιο.

Μ’ άλλα λόγια, σ' ένα ρωμέικο τραγούδι φαίνεται να υμνείται ένας ευγενής τούρκος κάτοικος τής Πελοποννήσου, που έπεσε θύμα των χριστιανικών ληστρικών συμμοριών τής εποχής του, αντί να δοξάζεται η ένδοξη ρωμέικη «κλεφτουριά», που οργάνωσε την απαγωγή! (Σ.σ.: Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Διαβαλκανικός μουσικός συγκρητισμός).

Οι πολιτιστικοί δεσμοί όλων των βαλκανικών λαών έχουν βάθος και οι αναμίξεις τους είναι δεδομένες. Όσοι εξακολουθούν να αρνούνται τη μίξη των λαών προσπαθώντας με σαθρά επιχειρήματα -τύπου ελληνικό D.N.A. κ.λπ.- να δικαιολογήσουν τον εθνικισμό τους, εθελοτυφλούν. (Σ.σ.: Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Το DNA των ελληναράδων).

Στο -εξαφανισμένο- ποίημα «Ωδή στην άλωση τού Σουλίου», ο Γιάννης Βηλαράς (1771-1823) εγκωμιάζει τον Αλή, γιατί τσάκισε τους σουλιώτες. (Βλ. Κ. Παπαχρίστου: «Το επίγραμμα τής Χειμάρρας, Αθήνα, 1943).
 

Τί απέγιναν οι κλεφταρματολοί; 
Για τους περισσότερους ρωμιούς ακόμα και η ανάγκη σχηματισμού μιάς κεντρικής κυβέρνησης δέν ήταν καθόλου προφανής. Η νότια Ελλάδα ήταν ένα μωσαϊκό από σχεδόν ανεξάρτητες κονότητες. Ενώ η οθωμανική εξουσία είχε καταργηθεί, το καθεστώς και οι τοπικοί θεσμοί, μέσω των οποίων κυβερνούσε για αιώνες, παρέμεναν. Πολλοί προσπαθούσαν τώρα να εκμεταλλευτούν το κενό εξουσίας για δικό τους όφελος.

Η επανάσταση, έγραφε ο άγγλος ιστορικός Φίνλεϋ, είχε δώσει μεγάλες εξουσίες σε προεστούς, τοπικούς άρχοντες και κληρικούς, οι οποίοι κολάκευαν τον εαυτό τους, ότι η εκδίωξη των οθωμανών, τους καθιστούσε κληρονόμους τής εξουσίας τού σουλτάνου.

Κάθε προεστός επιχειρούσε να φτιάξει μια μικρή ανεξάρτητη ηγεμονία και κάθε οπλαρχηγός αναλάμβανε την ηγεσία τής κάθε περιοχής. Μέσα σε λιγότερο από έξη μήνες ο ελλαδικός χώρος είχε γεμίσει από μια πλειάδα μικρών αληπασάδων.

Τα γεγονότα τού '21 δέν ήταν μια εθνική ή φαναριώτικη υπόθεση, αλλά μια υπόθεση των τοπικών παραγόντων. Από τη μιά η Εκκλησία με τον αρχιεπίσκοπο Πατρών να παίζει έναν ηγετικό ρόλο και από την άλλη τα παραδοσιακά ημι-στρατιωτικά παρακοινωνικά στοιχεία, οι λεγόμενοι αρματωλοί ή καπετάνιοι τού Μοριά. Οι ηγέτες, που σήμερα τους ονομάζουμε πολέμαρχους, δέν είχαν καμμία ιδιαίτερη ιδεολογία. Τους ενδιέφερε μόνο η περιοχή τους και οι άνδρες τους.

Όταν οι κλεφταρματολοί βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, για παράδειγμα μετά την καταστροφή τού Μεσολογγίου, καθώς ο Ιμπραήμ επέστρεφε στο Μοριά, ενώ οι υπόλοιπες τουρκικές δυνάμεις κατευθύνονταν προς την Αττική, οι περισσότεροι τοπικοί καπεταναίοι, που είχαν ήδη πάψει να πολεμούν, κατέφυγαν εκ νέου στην τακτική των συνεννοήσεων με τους οθωμανούς κάνοντας καπάκια και ξανακέρδισαν τα προεπαναστατικά τους αρματολίκια. Ελεύθερη από την οθωμανική εξουσία πλέον η Πελοπόννησος, βρέθηκε σε απόλυτη αναρχία. Ένοπλες ομάδες κλεφτών συνέχισαν να δρούν παντού ανεξέλεκτα. Οι οπλαρχηγοί τού Μοριά όργωσαν τη νότια Ελλάδα λεηλατώντας και συλλέγοντας λάφυρα.

Σκοπός των κλεφταρματολών ήταν η λεηλασία και το πλιάτσικο. Κι όταν μέσα σε ένα χρόνο γενοκτόνησαν τους άοπλους κι ανυπεράσπιστους τότε μουσουλμάνους τής Πελοποννήσου κι έμεινε πολύς κενός χώρος, άρχισαν να κτυπιούνται μεταξύ τους, προκειμένου να προσπορισθούν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κομμάτι τής «πίτας». Αυτοί είναι οι -με εύσχημο τρόπο ονομαζόμενοι- «εμφύλιοι πόλεμοι», που ακολούθησαν το ΄21. Αυτός ήταν κι ο λόγος, που ο Κολοκοτρώνης και πολλοί άλλοι καπεταναίοι -τοπάρχες στις περιοχές, που έλεγχαν και εκμεταλλεύονταν- αποτέλεσαν αντίδραση στις προσπάθειες οργάνωσης κράτους, το οποίο, εάν δημουργούταν θα ήταν αυτό, που θα καρπωνόταν αντί γι’ αυτούς, τους φόρους και τα χαράτσια.

Όταν με την εμπλοκή των μεγάλων δυνάμεων άρχισε να παρουσιάζεται έντονο στο διπλωματικό ορίζοντα το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός νεοπαγούς νεορωμέικου κράτους, οι ίδιοι άρχισαν να αποκτούν πολιτική / κομματική ταυτότητα, με απώτερο στόχο την κατάληψη κυβερνητικών θώκων, όχι όμως για να κυβερνήσουν χρηστά και φιλελεύθερα τον τόπο και τους βασανισμένους λαούς, που διεκδικούσαν ένα τιμάριο γης, αλλά για να βάλουν χέρι στα προμηνυόμενα δάνεια, που θα κατέφθαναν από τις τράπεζες τής δυτικής Ευρώπης, όπερ και εγένετο. Από τότε άρχισε η οικονομική εξάρτηση τής Ελλάδας από τις μεγάλες δυνάμεις, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. (Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Η κατάχρηση των αγγλικών δανείων από τους «ημέτερους» το '21).

Τα ίδια και μετά την ίδρυση τού κράτους 

Από τη δημιουργία τού κράτους κι ύστερα, πολλοί πρώην κλεφταρματολοί βρέθηκαν χωρίς δουλειά και χρήματα. Ξαναπήραν τα βουνά και συνέχισαν τη δουλειά, που τόσο καλά ήξεραν. Όπως πριν το ’21 ομάδες ενόπλων επένδυαν τη δραστηριότητα τους στην κατάληψη θέσεων φυλάκων (αρματολών) μετερχόμενοι ληστρικές πρακτικές, έτσι και τώρα, αφού είχε δημιουργηθεί το νεο κράτος, παρατηρήθηκε να επαναλαμβάνεται το ίδιο μοντέλο δράσης. Ο Καποδίστριας κι ο Όθωνας έκαναν πολλές προσπάθειες για την αντιμετώπισή τους.


Κράτος άτακτο και διαβρωμένο και ληστές διαπλεκόμενους με τους προστάτες τού κράτους ή τής πόλης.
Η κορύφωση τού δράματος ήρθε με τη φοβερή σφαγή στο Δήλεσι (1870) από την αλβανική συμμορία των Αρβανιτάκηδων (φωτογραφία), που προκάλεσε σάλο σε όλη την Ευρώπη.
Η Ελλάδα αποκλήθηκε «φωλιά ληστών και πειρατών», «ντροπή για τον πολιτισμό», «χώρα ημισλάβων, ημιελλήνων και ημιβαρβάρων».
Οι ρωμιοί διαπομπεύτηκαν ως ληστρικοί, ληστοτρόφοι κ.λπ..
Το όνομα τού υπήκοου τής χώρας εμφανιζόταν ταυτόσημο με τον απατεώνα και τον αγύρτη.


Οι ληστρικές δραστηριότητες και οι ληστρικές συμμορίες διατήρησαν για πολλές δεκαετίες στενούς δεσμούς με τις τοπικές κοινωνίες. Οι δεσμοί αυτοί εδράζονταν κατ΄αρχή στην τοπικότητα, τα αιματοσυγγενικά δίκτυα και τους μηχανισμούς απειλής / προστασίας, που ακολουθούσαν οι ληστές. Οι αδυναμίες των κρατικών μηχανισμών, η πολυδιάσπαση τής επικράτειας, η ανοχή / στήριξη των τοπικών αρχών, πελατειακά δίκτυα και σχέσεις προστασίας, διαιώνισαν την ύπαρξη ληστών στην ύπαιθρο μέχρι τις πρώτες δεκαετίες τού 20ού αιώνα.

Πολλές δεκαετίες μετά το 1821, οι αιτίες, που είχαν συντηρήσει το φαινόμενο τής ανεξέλεκτης δράσης των ληστοσυμμοριών, παρέμεναν ουσιαστικά αμετάβλητες. Οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στην ύπαιθρο δέν είχαν μεταβληθεί. Τεράστιες εκτάσεις γης παρέμεναν ακαλλιέργητες, ενώ μεγάλος αριθμός χωρικών ήταν ακτήμονες. Η κατάσταση αυτή ενίσχυε τη ροπή προς το ληστρικό βίο ως διέξοδο επιβίωσης ή εύκολου πλουτισμού.

Επιπλέον, οι εσωτερικές πολιτικές συγκρούσεις ενθάρρυναν τη χρησιμοποίηση ληστών από τοπικούς παράγοντες ως σωματοφυλάκων ή για την επικράτησή τους στις εκλογές. Έτσι, το αμοιβαίο συμφέρον οφηγούσε σε αμοιβαία «προστασία» πολιτικών και ληστών, που κατέληγε σε ένα φαύλο κύκλο.

Οι καταδιωκτικές αρχές απλά αδυνατούσαν να καταστείλουν τη ληστεία. Από την άλλη πλευρά, οι εξωτερικές περιπέτειες τής χώρας, που ταλανιζόταν από μεγαλοϊδεατικά οράματα και η διαρκής προετοιμασία κινημάτων στα μέρη, που κατοικούσαν ρωμιοί, αλλά δέν ανήκαν στην Ελλάδα, άφηναν ευρύ πεδίο σε όσους αρέσκονταν να εναλλάσσουν το ρόλο τού ληστή με εκείνο τού δήθεν εθνικού αγωνιστή.

Αυτό ακριβώς έγινε με την καταστολή τής Κρητικής επανάστασης. Πολλοί ληστές κατατάχθηκαν στα έμμισθα εθελοντικά σώματα. Η αποτυχία τής επανάστασης στην Κρήτη και η ματαίωση αναλόγων κινημάτων στην Ήπειρο, Θεσσαλία και Μακεδονία, επανέφεραν στη ληστεία πολλούς υποψήφιους αντάρτες, που σχημάτισαν πάλι ληστρικές συμμορίες.


Ληστές (όπως ο εικονιζόμενος Γιαγλής) χρησιμοποιήθηκαν για την επάνδρωση ομάδων ανταρτών «μακεδονομάχων».

Εθνικιστές, μισθοδοτούσαν και εξόπλιζαν συμμορίες ληστών από την Θεσσαλία, την Κρήτη κι αλλού και τους έστελναν στη Μακεδονία, με σκοπό να εξασκούν βία και τρομοκρατία στα εκεί χωριά.

(Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα»: Οι «αγαθουργοί κακούργοι»).



Η εθνικιστική προπαγάνδα αφήνει να διαφανεί, ότι οι αυτοί που πήγαν στη Μακεδονία ήταν εθελοντές ιδεολόγοι. Η αλήθεια είναι, ότι ήταν όλοι τους πληρωμένοι με καλό μισθό σύν το πλιάτσικο και οι πλείστοι εξ αυτών, που σήμερα ονομάζουμε μακεδονομάχους, ήταν ληστές (πολλοί από την Κρήτη), που δεν είχαν καμμία σχέση με ιδεολογίες, οράματα και μεγάλες ιδέες. Οι «άθλοι» τους είτε διαστρεβλώνονται, είτε αποσιωπώνται από πρόθεση.

Οι πρόξενοι διαφοροποιούσαν τους ενόπλους, που έδρασαν στη Μακεδονία, ανάλογα με τη δράση τους, σε «ληστές», «λησταντάρτες» και «αντάρτες».Στην πραγματικότητα, όπως αναφέρει η «Ιστορία τού Ελληνικού Έθνους» («Εκδοτική Αθηνών», τόμος ΙΔ΄, σελ. 219) επρόκειτο για συμμορίες, ουσιαστικά ληστρικές, που περιστασιακά εντάσσονταν στον Μακεδονικό αγώνα, ή, όπως ήταν και το συνηθέστερο, συνδύαζαν τη ληστεία με τις εθνικιστικές επιδιώξεις.

Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του πρόξενου Βατικιώτη: «Το παρ’ έμοί ουδεμίαν έχω εμπιστοσύνην εις τας επαγγελίας των ληστών, ούτε φρονώ ότι πρέπει να βασισθώσιν επ’ αυτών εθνικαί ενέργειαι. Φρονώ όμως, ότι η υπαρξις των χριστιανικών ληστρικών συμμοριών, ιδίως δε των εξ ελλήνων χριστιανών συγκειμένων, δεν είναι όλως ανωφελής».

«Στέλλω επιτηδείους τινάς πρώην αρματωλούς (κατ’ ευφημισμόν τού ληστάς)», έγραφε ο Παύλος Μελάς. (Ναταλίας Μελά, «Παύλος Μελάς», έκδ. «Σύλλογος προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 347). Διαβάστε στην «Ελεύθερη Έρευνα» το αφιέρωμα:Μακεδονικός Αγώνας: Από το μύθο στην Ιστορία).


Όπως και το '21 έτσι και κατά τον λεγόμενο Μακεδονικό Αγώνα αρκετές δεκαετίες μετά, οι τοπικοί πληθυσμοί ήταν
απρόθυμοι στο να βοηθούν τις ληστοσυμμορίες. Τα περισσότερα σχέδια τού Παύλου Μελά ματαιώθηκαν, λόγω τής απροθυμίας των ντόπιων να τον βοηθήσουν. Όπως ο ίδιος έγραψε λίγες μέρες πριν σκοτωθεί: «Μεγάλα πράγματα δέν ημπορώ να κατορθώσω και ένεκα τού χειμώνος και ένεκα τής δικαιολογημένης απροθυμίας των κατοίκων». (Ναταλίας
Μελά, «Παύλος Μελάς», έκδ. «Σύλλογος  προς διάδοσιν Ελληνικών Γραμμάτων», «Δωδώνη», Αθήνα-Γιάννινα, 1992, σελ. 405).

Με «φωτιά και τσεκούρι» απειλούσε ο Μπιθεκούρας τούς πληθυσμούς, με κάψιμο απειλούσαν οι «μακεδονομάχοι» τα σπίτια όσων δέν τους συνέδραμαν. Την ίδια ακριβώς νοοτροπία και τις ίδιες μαφιόζικες πρακτικές χρησιμοποιούσαν κι οι διάφορες ληστοσυμμορίες, που τρομοκρατούσαν τα χωριά κατά τους πολέμους μεταξύ τους,
μεταξύ 1946-1949, γεγονότα, που κατ’ ευφημισμό ονομάστηκαν «Εμφύλιος Πόλεμος», όπως είχαν ονομαστεί και οι πόλεμοι μεταξύ των ληστοσυμμοριών κατά το 1823-25.


Μια ακόμα σχιζοφρένεια τής Ρωμιοσύνης: Τους πριν το ’21 ληστές, τους εξαγίασε ονομάζοντάς τους κλέφτες κι αρματολούς και τους αναγόρευσε σε «εθνικούς» ήρωες, ενώ τους ίδιους, μετά το ’21, τους κατηγόρησε
ως επαίσχυντους λήσταρχους.


Η ίδια νοοτροπία υπάρχει ακόμα και σήμερα σε διάφορες περιοχές τού ελλαδικού χώρου, όπως για παράδειγμα στην Κρήτη, όπου παρατηρούνται συνεχώς μαφιόζικα φαινόμενα τύπου Ζωνιανών με οπλοκατοχές, βεντέτες, κλοπές ζώων κ.λπ..

Επίλογος 


Αυτοί, οι δήθεν αγωνιζόμενοι υπέρ βωμών και εστιών, δημιούργησαν ουσιαστικά ένα κράτος, στο πλαίσιο τού οποίου να μπορούν αφ΄ενός να διαιωνίζουν την εξουσία τους μεταβιβάζοντάς την στα παιδιά τους, και αφ’ ετέρου να νομοθετούν κατά το δοκούν, ώστε οι ίδιοι να φοροδιαφεύγουν, να καταχρώνται δάνεια, που εισάγονται για επενδύσεις (με εξάρτηση -κατά συνέπεια- τού κράτους από τους δανειστές) κ.λπ., ενώ οι λοιποί πληθυσμοί να εξακολουθούν, όπως κι επί οθωμανικής αυτοκρατορίας, να εργάζονται κολλήγοι στα βακούφια τής Εκκλησίας και τού κάθε ρωμιού κοτζάμπαση.

Χαρακτηριστικά τού κράτους από τη δημιουργία του μέχρι σήμερα είναι η υπανάπτυξη, η διαφθορά, τα ρουσφέτια, τα πλάγια μέσα, οι διαπλεκόμενες συναλλαγές κι άλλες παθογένειες, κι αυτό, γιατί δέν οργανώθηκε με κανόνες ευνομίας, αλλά με τους κανόνες τής μαφίας των κλεφταρματολών.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Διαβάστε ακόμα στην «Ελεύθερη Έρευνα»:
Από την Τριπολιτσά στην... Τρόικα
Σημείωση: Τα άρθρα αυτά εντάσσονται στο Αφιέρωμα
τής «Ελεύθερης Έρευνας» με τίτλο: 1821: Η αποστασία των ρωμιών, που θα παρουσιαστεί με τακτικές αναρτήσεις
σχετικών μελετών τους προσεχείς μήνες.

Δημοσιεύτηκε από τον Γιάννη Λάζαρη στο διαδικτυακό περιοδικό ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΡΕΥΝΑ στις 20-9-2013.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου