Του Λέανδρου Μπόλαρη
Για τα «απαράβατα δικαιώματα του ελληνισμού» στη χάραξη ΑΟΖ και την «εθνική περηφάνια» γενικά, ακούγονται πολλά αυτές τις μέρες, ιδιαίτερα από τη δεξιά όλων των αποχρώσεων.
Ενενήντα τρία χρόνια πριν, τα «απαράγραπτα δικαιώματα του ελληνισμού» ζούσαν ημέρες δόξας και η εν λόγω περηφάνια έφτανε στα ουράνια. Στις 15 Μάη 1919 (2 Μάη με το παλιό ημερολόγιο) τα τμήματα της 1ης Μεραρχίας αποβιβάζονταν από τα πλοία στο λιμάνι της Σμύρνης και μέσα σε πανηγυρικό κλίμα παρέλαυναν στην πόλη καταλαμβάνοντας ταυτόχρονα όλα τα στρατηγικά της σημεία. Να σημειώσουμε εδώ, ότι η 1η Μεραρχία ήρθε κατευθείαν από την “Ουκρανική εκστρατεία” όπου πολεμούσε ενάντια στον Κόκκινο Στρατό στα πλαίσια της διεθνούς ιμπεριαλιστικής επέμβασης στην επαναστατημένη Ρωσία.
Η επέτειος αυτή είναι ξεχασμένη. Τις εικόνες της σημαιοστολισμένης αποβάθρας με τον μητροπολίτη Χρυσόστομο ντυμένο «τα χρυσοποίκιλτα άμφιά του» ο οποίος, «επάνω εις το αμάξι που τον έφερε από τη μητρόπολιν, κάτωχρος ευλογούσε τους αποβιβαζομένους», την έχουν σκεπάσει οι εικόνες της ίδιας αποβάθρας τρία χρόνια μετά.
Για την Αριστερά είναι αναγκαίο να θυμάται αυτά που θέλουν να ξεχάσουν οι αστοί και να τα θυμίζει σήμερα.
Ο ελληνικός στρατός κατοχής παρελαύνει στην Σμύρνη
Για τα «απαράβατα δικαιώματα του ελληνισμού» στη χάραξη ΑΟΖ και την «εθνική περηφάνια» γενικά, ακούγονται πολλά αυτές τις μέρες, ιδιαίτερα από τη δεξιά όλων των αποχρώσεων.
Ενενήντα τρία χρόνια πριν, τα «απαράγραπτα δικαιώματα του ελληνισμού» ζούσαν ημέρες δόξας και η εν λόγω περηφάνια έφτανε στα ουράνια. Στις 15 Μάη 1919 (2 Μάη με το παλιό ημερολόγιο) τα τμήματα της 1ης Μεραρχίας αποβιβάζονταν από τα πλοία στο λιμάνι της Σμύρνης και μέσα σε πανηγυρικό κλίμα παρέλαυναν στην πόλη καταλαμβάνοντας ταυτόχρονα όλα τα στρατηγικά της σημεία. Να σημειώσουμε εδώ, ότι η 1η Μεραρχία ήρθε κατευθείαν από την “Ουκρανική εκστρατεία” όπου πολεμούσε ενάντια στον Κόκκινο Στρατό στα πλαίσια της διεθνούς ιμπεριαλιστικής επέμβασης στην επαναστατημένη Ρωσία.
Η επέτειος αυτή είναι ξεχασμένη. Τις εικόνες της σημαιοστολισμένης αποβάθρας με τον μητροπολίτη Χρυσόστομο ντυμένο «τα χρυσοποίκιλτα άμφιά του» ο οποίος, «επάνω εις το αμάξι που τον έφερε από τη μητρόπολιν, κάτωχρος ευλογούσε τους αποβιβαζομένους», την έχουν σκεπάσει οι εικόνες της ίδιας αποβάθρας τρία χρόνια μετά.
Για την Αριστερά είναι αναγκαίο να θυμάται αυτά που θέλουν να ξεχάσουν οι αστοί και να τα θυμίζει σήμερα.
Η «Απελευθέρωση»
Λίγο πριν την απόβαση, σε μια μεγάλη συγκέντρωση της ελληνικής ελίτ της πόλης υπό την προεδρία του Χρυσόστομου, ο ναύαρχος Μαυρουδής είχε διαβάσει το μήνυμα του πρωθυπουργού Βενιζέλου:
«Το πλήρωμα του χρόνου ήλθεν. Η Ελλάς εκλήθη υπό του Συνεδρίου της Ειρήνης να καταλάβη τη Σμύρνην ίνα ασφαλίση την τάξιν. Οι ομογενείς εννοούσιν ότι η απόφασις αυτή ελήφθη διότι εν τη συνειδήσει των διευθυνόντων το Συνέδριο είναι αποφασισμένη η ένωσις της Σμύρνης μετά της Ελλάδος».
Πράγματι, το Συμμαχικό Στρατιωτικό Συμβούλιο είχε αποδεχτεί μεγαλόψυχα την πρόταση του Βενιζέλου να αναλάβει ο ελληνικός στρατός την τήρηση της τάξης στην Σμύρνη και γενικότερα στην περιοχή του Αϊδινίου, γιατί υπήρχαν πληροφορίες ότι ετοιμαζόταν μεγάλες σφαγές του άμαχου χριστιανικού πληθυσμού. Ήταν μια «προληπτική ανθρωπιστική επέμβαση» λοιπόν, για να χρησιμοποιήσουμε τους ευφημισμούς που επιστρατεύουν σήμερα οι ιμπεριαλιστές.
Το πόσο «απελευθέρωση» θεωρούσαν οι εμπνευστές της την κατάληψη της Σμύρνης από τον ελληνικό στρατό το δείχνει με ένα τρόπο και ο τίτλος της ανακοίνωσης που τοιχοκολλήθηκε παντού:
«Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΣΤΡΑΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ
Φέρω εις γνώσιν υμών ότι κατ' εντολήν της κυβερνήσεώς μου (ενεργούσης εκ συμφώνου μετά των Συμμάχων) προβαίνω εις στρατιωτικήν κατάληψιν της Σμύρνης και των πέριξ. Η κατοχή αυτή σκοπόν έχει την εξασφάλισιν των πληθυσμών και προστασίαν εν γένει της εννόμου τάξεως...»
Στρατός κατοχής, τέτοιος ήταν ο ελληνικός στρατός, παρ’ όλες τις φανφάρες και τα ρίγη πατριωτικού ενθουσιασμού. Και όπως γίνεται πάντα με τους στρατούς κατοχής, η «προστασία των πληθυσμών» ήταν ένα πολύ σχετικό πράγμα.
Ο ιστορικός-δημοσιογράφος Τάσος Κωστόπουλος στο βιβλίο του «Πόλεμος και Εθνοκάθαρση, η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης 1912-1922» διασώζει μια άλλη πλευρά της «απελευθέρωσης»:
«Με αφορμή κάποιους πυροβολισμούς που ρίχτηκαν εναντίον των αγημάτων που παρήλαυναν στην προκυμαία της Σμύρνης, έλληνες στρατιώτες και ένοπλοι ντόπιοι χριστιανοί επιδίδονται σ’ ένα διήμερο όργιο βίας, φόνων, βιασμών και εκτεταμένων λεηλασιών στις μουσουλμανικές συνοικίες της πόλης, με περισσότερους από 200 νεκρούς μεταξύ των κατοίκων. Περίπου 2.500 μουσουλμάνοι συνελήφθησαν και κακοποιήθηκαν (ανάμεσά τους μικρά παιδιά και ολόκληρες τάξεις μαθητών με τους δασκάλους τους) ενώ στόχος επιθέσεων έγινε επίσης η εβραϊκή κοινότητα της πόλης με λεηλασία των καταστημάτων της και μερικούς νεκρούς».
Τις επόμενες μέρες έγιναν επιδρομές με τα ίδια αποτελέσματα σε τουρκικά χωριά σε ακτίνα μερικών χιλιομέτρων γύρω από την πόλη. Ήταν η αρχή μόνο. Τους επόμενους μήνες ο ελληνικός στρατός θα έμπαινε όλο και πιο βαθιά στην ενδοχώρα για να κυνηγήσει τους αντάρτες του Κεμάλ. Και όπως πάλι έχει συμβεί με όλους τους στρατούς κατοχής, γινόταν όλο και πιο δύσκολο να κάνει διαχωρισμό ανάμεσα στους στρατιωτικούς στόχους και τον άμαχο πληθυσμό. Ο κάθε τούρκος χωρικός μπορούσε να σκαλίζει το χωράφι του τη μέρα και το βράδυ να παίρνει το όπλο. Τα χωριά έδιναν τροφή και πληροφορίες στους αντάρτες. Οι σφαγές και οι εμπρησμοί έγιναν σαν απάντηση στον ανταρτοπόλεμο. Κι όσο η νίκη ξέφευγε, όσο τα στρατεύματα του Κεμάλ δυνάμωναν, ο εφιάλτης γινόταν όλο και πιο αιματοβαμμένος.
Λίγο πριν την απόβαση, σε μια μεγάλη συγκέντρωση της ελληνικής ελίτ της πόλης υπό την προεδρία του Χρυσόστομου, ο ναύαρχος Μαυρουδής είχε διαβάσει το μήνυμα του πρωθυπουργού Βενιζέλου:
«Το πλήρωμα του χρόνου ήλθεν. Η Ελλάς εκλήθη υπό του Συνεδρίου της Ειρήνης να καταλάβη τη Σμύρνην ίνα ασφαλίση την τάξιν. Οι ομογενείς εννοούσιν ότι η απόφασις αυτή ελήφθη διότι εν τη συνειδήσει των διευθυνόντων το Συνέδριο είναι αποφασισμένη η ένωσις της Σμύρνης μετά της Ελλάδος».
Πράγματι, το Συμμαχικό Στρατιωτικό Συμβούλιο είχε αποδεχτεί μεγαλόψυχα την πρόταση του Βενιζέλου να αναλάβει ο ελληνικός στρατός την τήρηση της τάξης στην Σμύρνη και γενικότερα στην περιοχή του Αϊδινίου, γιατί υπήρχαν πληροφορίες ότι ετοιμαζόταν μεγάλες σφαγές του άμαχου χριστιανικού πληθυσμού. Ήταν μια «προληπτική ανθρωπιστική επέμβαση» λοιπόν, για να χρησιμοποιήσουμε τους ευφημισμούς που επιστρατεύουν σήμερα οι ιμπεριαλιστές.
Το πόσο «απελευθέρωση» θεωρούσαν οι εμπνευστές της την κατάληψη της Σμύρνης από τον ελληνικό στρατό το δείχνει με ένα τρόπο και ο τίτλος της ανακοίνωσης που τοιχοκολλήθηκε παντού:
«Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΣΤΡΑΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ
Φέρω εις γνώσιν υμών ότι κατ' εντολήν της κυβερνήσεώς μου (ενεργούσης εκ συμφώνου μετά των Συμμάχων) προβαίνω εις στρατιωτικήν κατάληψιν της Σμύρνης και των πέριξ. Η κατοχή αυτή σκοπόν έχει την εξασφάλισιν των πληθυσμών και προστασίαν εν γένει της εννόμου τάξεως...»
Στρατός κατοχής, τέτοιος ήταν ο ελληνικός στρατός, παρ’ όλες τις φανφάρες και τα ρίγη πατριωτικού ενθουσιασμού. Και όπως γίνεται πάντα με τους στρατούς κατοχής, η «προστασία των πληθυσμών» ήταν ένα πολύ σχετικό πράγμα.
Ο ιστορικός-δημοσιογράφος Τάσος Κωστόπουλος στο βιβλίο του «Πόλεμος και Εθνοκάθαρση, η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης 1912-1922» διασώζει μια άλλη πλευρά της «απελευθέρωσης»:
«Με αφορμή κάποιους πυροβολισμούς που ρίχτηκαν εναντίον των αγημάτων που παρήλαυναν στην προκυμαία της Σμύρνης, έλληνες στρατιώτες και ένοπλοι ντόπιοι χριστιανοί επιδίδονται σ’ ένα διήμερο όργιο βίας, φόνων, βιασμών και εκτεταμένων λεηλασιών στις μουσουλμανικές συνοικίες της πόλης, με περισσότερους από 200 νεκρούς μεταξύ των κατοίκων. Περίπου 2.500 μουσουλμάνοι συνελήφθησαν και κακοποιήθηκαν (ανάμεσά τους μικρά παιδιά και ολόκληρες τάξεις μαθητών με τους δασκάλους τους) ενώ στόχος επιθέσεων έγινε επίσης η εβραϊκή κοινότητα της πόλης με λεηλασία των καταστημάτων της και μερικούς νεκρούς».
Τις επόμενες μέρες έγιναν επιδρομές με τα ίδια αποτελέσματα σε τουρκικά χωριά σε ακτίνα μερικών χιλιομέτρων γύρω από την πόλη. Ήταν η αρχή μόνο. Τους επόμενους μήνες ο ελληνικός στρατός θα έμπαινε όλο και πιο βαθιά στην ενδοχώρα για να κυνηγήσει τους αντάρτες του Κεμάλ. Και όπως πάλι έχει συμβεί με όλους τους στρατούς κατοχής, γινόταν όλο και πιο δύσκολο να κάνει διαχωρισμό ανάμεσα στους στρατιωτικούς στόχους και τον άμαχο πληθυσμό. Ο κάθε τούρκος χωρικός μπορούσε να σκαλίζει το χωράφι του τη μέρα και το βράδυ να παίρνει το όπλο. Τα χωριά έδιναν τροφή και πληροφορίες στους αντάρτες. Οι σφαγές και οι εμπρησμοί έγιναν σαν απάντηση στον ανταρτοπόλεμο. Κι όσο η νίκη ξέφευγε, όσο τα στρατεύματα του Κεμάλ δυνάμωναν, ο εφιάλτης γινόταν όλο και πιο αιματοβαμμένος.
Συμφέροντα
Ο Βενιζέλος και πίσω του ολόκληρη η άρχουσα τάξη παρουσίαζε την εκστρατεία σαν απελευθέρωση ελληνικών πληθυσμών, της Ιωνίας «της προαιώνιας κοιτίδας του ελληνισμού». Στατιστικές και απογραφές παρουσιάζονταν για να αποδείξουν ότι εκεί στα παράλια της Μικράς Ασίας και σε ακόμα μεγαλύτερες περιοχές, το ελληνικό στοιχείο υπερτερούσε. Στην πραγματικότητα, ακόμα και στα παράλια ήταν απλά μια σημαντική μειοψηφία, όχι πάνω από 40%. Στην ενδοχώρα οι συσχετισμοί γίνονταν ακόμα πιο συντριπτικοί.
Όμως, όλα αυτά είχαν απλά προπαγανδιστική σημασία. Η πραγματική αιτία της απόβασης και της Μικρασιατικής Εκστρατείας συνολικά δεν είχε τίποτα να κάνει με την προστασία των πληθυσμών, αλλά τα πάντα με τις ιμπεριαλιστικές εξορμήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Είδαμε ότι την εντολή για την απόβαση την έδωσε το Συμμαχικό Συμβούλιο. Το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα βρισκόταν κάτω από τον άμεσο έλεγχο και διαταγές των Συμμάχων της Αντάντ, ιδιαίτερα της Αγγλίας. Από εκεί έπαιρνε την άδεια το επιτελείο του για το σχεδιασμό των επιχειρήσεων και την επέκταση της ζώνης τους όλο και βαθύτερα στην Τουρκία.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν στην πλευρά των ηττημένων του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Με την συνθήκη του Μούδρου στις 31 Οκτώβρη του 1918 υπέγραψε όχι μόνο την παράδοση των στρατευμάτων της, αλλά και την αναγνώριση του «συμμαχικού» ελέγχου στο σιδηροδρομικό δίκτυο και το δικαίωμα των «Συμμάχων» να καταλαμβάνουν οποιοδήποτε σημείο της χωρίς προειδοποίηση. Όμως, το σάπιο καθεστώς του Σουλτάνου στην Κωσταντινούπολη που την υπέγραψε σύντομα βρέθηκε να μην ελέγχει τίποτα παραπάνω από το παλάτι του. Το κίνημα του Κεμάλ Ατατούρκ ξεκίνησε την πάλη του ενάντια στον ιμπεριαλιστικό διαμελισμό της Τουρκίας.
Έτσι, οι διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της «Συνθήκης της Ειρήνης» που ξεκίνησαν στις αρχές του 1919 στο Παρίσι, εκτός από τους καυγάδες ανάμεσα στους νικητές για τη μοιρασιά της Αυτοκρατορίας, είχε και το πρόβλημα του ποιος θα εξασφαλίσει την όποια συμφωνία. Οι καυγάδες ήταν σκληροί. Στις αρχές του Μάρτη ιταλικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στην Αττάλεια. Η αγγλική και η γαλλική κυβέρνηση έπρεπε να παραμερίσουν προσωρινά τις διαφωνίες τους.
Να στείλουν δικά τους στρατεύματα σε κλίμακα απαραίτητη για την επιτυχία της αποστολής ήταν εκτός των δυνατοτήτων τους. Και μόνο η ιδέα ότι ο πόλεμος συνεχίζεται μπορούσε να προκαλέσει έκρηξη στα εκατομμύρια των φαντάρων που είχαν ζήσει τη φρίκη των χαρακωμάτων και έβλεπαν με ελπίδα τη φλόγα της επανάστασης που είχε ανάψει ο Οκτώβρης του 1917 στη Ρωσία και η επανάσταση στη Γερμανία.
Ο «πρόθυμος σύμμαχος» που ήθελε –και νόμιζε ότι μπορούσε- να κάνει τη βρωμοδουλειά ήταν η ελληνική αστική τάξη. Διέθετε έναν εμπειροπόλεμο στρατό που είχε σκληραγωγηθεί στο «σχολείο» των Βαλκανικών Πολέμων. Είχε καταφέρει να βρεθεί, έστω τον τελευταίο χρόνο του πολέμου, στο στρατόπεδο των νικητών –μια απόφαση που είχε προκαλέσει τόσο έντονο διχασμό στο εσωτερικό της που έφτασε στα όρια του εμφυλίου πολέμου. Όμως, τώρα ο Βενιζέλος ήθελε να δρέψει τους καρπούς της νίκης. Η Σμύρνη και όλη η Μικρασία ήταν από χρόνια το έπαθλο. Το 1915 ο Βενιζέλος είχε προτείνει την παραχώρηση της Καβάλας και γειτονικών περιοχών στην Βουλγαρία ως αντάλλαγμα για το πέρασμά της στο στρατόπεδο της Αντάντ, η αμοιβή γι’ αυτή την υπηρεσία θα ήταν η Δυτική Μικρά Ασία με κέντρο την Σμύρνη.
Η επιμονή σ’ αυτό τον στόχο είχε να κάνει επίσης με τα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου. Ο Νίκος Ψυρούκης στο βιβλίο του «Η Μικρασιατική Καταστροφή» έχει εξηγήσει αυτά τα συμφέροντα ως εξής:
«Η ανάγκη της εδραίωσης και της επέκτασης των θέσεών του στην Εγγύς Ανατολή γινόταν καθημερινά όλο και πιο μεγάλη. Όσο φαινόταν πιο καθαρά ότι η σοβιετική Ρωσία ήταν βιώσιμο φαινόμενο, τόσο μεγάλωνε και η τάση αναπλήρωσης των χαμένων θέσεων με νέες στην Εγγύς Ανατολή. Όσο μεγάλωναν τα στηρίγματα της ντόπιας εθνικής αστικής τάξης στην Εγγύς Ανατολή, τόσο ενισχυόταν η τάση του ελληνικού κεφαλαίου για την κατοχύρωση των θέσεών του στην αγορά της περιοχής».
Η θέση ήταν κυρίαρχη από πολλές απόψεις. Έλεγχε, πριν το 1922, το 50% του κεφαλαίου του επενδυμένου στη βιομηχανία της Αυτοκρατορίας, το 60% των θέσεων εργασίας στους μεταποιητικούς κλάδους. Κυριαρχούν απόλυτα στο εισαγωγικό και το εξαγωγικό εμπόριο. Το 1914 το 46% από τους τραπεζίτες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν Έλληνες. Την ίδια χρονιά από τις 6.507 βιομηχανίες και βιοτεχνίες της Αυτοκρατορίας το 49% ανήκε σε Έλληνες.
Για τον αγγλικό ιμπεριαλισμό, το ελληνικό κεφάλαιο και ο στρατός του ήταν το μέσο για να επιβάλλει τις θελήσεις του. Μια «συμμαχική» Ελλάδα, θα εξασφάλιζε με την παρουσία της την ασφάλεια της Διώρυγας του Σουέζ και η παρουσία της στην Μικρά Ασία θα εξασφάλιζε ένα προκεχωρημένο φυλάκιο για τον έλεγχο των πετρελαίων της Μοσούλης (στο σημερινό Ιράκ).
Η Συνθήκη των Σεβρών τον Αύγουστο του 1920 έμοιαζε να αποτελεί την επισφράγιση της διπλωματίας του Βενιζέλου και την δικαίωση των φιλοδοξιών για την «Ελλάδα των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών».
Κατάληξη
Όλες αυτές οι προβλέψεις διαψεύστηκαν. Η Αγγλία, η Γαλλία και η Ιταλία τα «βρήκαν» τελικά στις μοιρασιές τους. Το κίνημα του Κεμάλ δυνάμωνε και ο ελληνικός στρατός δεν μπορούσε να τον αντιμετωπίσει. Η συνέχεια ήταν η κλιμάκωση της εκστρατείας, από τον Νοέμβρη του 1920 με κυβέρνηση των βασιλοφρόνων, η προέλαση στον Σαγγάριο και το βάλτωμα του μετώπου. Τον Αύγουστο του 1922 γράφτηκε η τραγική τελική πράξη, όταν το στράτευμα κατέρρευσε μπροστά στην επίθεση του στρατού του Κεμάλ.
Τα μεγάλα λόγια του Μάη του 1919 ήταν μακρινό παρελθόν.
Το ελληνικό κράτος δεν έδινε δεκάρα για τους «αδελφούς». Καθώς ο διοικητικός μηχανισμός στη Σμύρνη πακετάριζε τα αρχεία του και αποχωρούσε συντεταγμένα, στους μικρασιάτες απαγορεύονταν η μετανάστευση στην «μητέρα Ελλάδα». Όποιος το προσπαθούσε και όποιος τους συνέδραμε με διαβατήρια και άλλα έγγραφα, καταδικάζονταν σε βαριές ποινές σύμφωνα με τον νόμο 2871/22.
Οι φιλοδοξίες της αστικής τάξης πνίγηκαν στο αίμα και στους καπνούς της αποβάθρας της Σμύρνης. Το αίμα δεν ήταν δικό της βέβαια. Ήταν των απλών ανθρώπων που χρησιμοποίησε τόσο κυνικά για να κάνει το θέλημα των ιμπεριαλιστών και να γεμίσει τις τσέπες της.
Δημοσιεύτηκε στις 6-6-2012 στο site της εφημερίδας ''Εργατική Αλληλεγγύη''.
Ο Βενιζέλος και πίσω του ολόκληρη η άρχουσα τάξη παρουσίαζε την εκστρατεία σαν απελευθέρωση ελληνικών πληθυσμών, της Ιωνίας «της προαιώνιας κοιτίδας του ελληνισμού». Στατιστικές και απογραφές παρουσιάζονταν για να αποδείξουν ότι εκεί στα παράλια της Μικράς Ασίας και σε ακόμα μεγαλύτερες περιοχές, το ελληνικό στοιχείο υπερτερούσε. Στην πραγματικότητα, ακόμα και στα παράλια ήταν απλά μια σημαντική μειοψηφία, όχι πάνω από 40%. Στην ενδοχώρα οι συσχετισμοί γίνονταν ακόμα πιο συντριπτικοί.
Όμως, όλα αυτά είχαν απλά προπαγανδιστική σημασία. Η πραγματική αιτία της απόβασης και της Μικρασιατικής Εκστρατείας συνολικά δεν είχε τίποτα να κάνει με την προστασία των πληθυσμών, αλλά τα πάντα με τις ιμπεριαλιστικές εξορμήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Είδαμε ότι την εντολή για την απόβαση την έδωσε το Συμμαχικό Συμβούλιο. Το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα βρισκόταν κάτω από τον άμεσο έλεγχο και διαταγές των Συμμάχων της Αντάντ, ιδιαίτερα της Αγγλίας. Από εκεί έπαιρνε την άδεια το επιτελείο του για το σχεδιασμό των επιχειρήσεων και την επέκταση της ζώνης τους όλο και βαθύτερα στην Τουρκία.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν στην πλευρά των ηττημένων του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Με την συνθήκη του Μούδρου στις 31 Οκτώβρη του 1918 υπέγραψε όχι μόνο την παράδοση των στρατευμάτων της, αλλά και την αναγνώριση του «συμμαχικού» ελέγχου στο σιδηροδρομικό δίκτυο και το δικαίωμα των «Συμμάχων» να καταλαμβάνουν οποιοδήποτε σημείο της χωρίς προειδοποίηση. Όμως, το σάπιο καθεστώς του Σουλτάνου στην Κωσταντινούπολη που την υπέγραψε σύντομα βρέθηκε να μην ελέγχει τίποτα παραπάνω από το παλάτι του. Το κίνημα του Κεμάλ Ατατούρκ ξεκίνησε την πάλη του ενάντια στον ιμπεριαλιστικό διαμελισμό της Τουρκίας.
Έτσι, οι διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της «Συνθήκης της Ειρήνης» που ξεκίνησαν στις αρχές του 1919 στο Παρίσι, εκτός από τους καυγάδες ανάμεσα στους νικητές για τη μοιρασιά της Αυτοκρατορίας, είχε και το πρόβλημα του ποιος θα εξασφαλίσει την όποια συμφωνία. Οι καυγάδες ήταν σκληροί. Στις αρχές του Μάρτη ιταλικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στην Αττάλεια. Η αγγλική και η γαλλική κυβέρνηση έπρεπε να παραμερίσουν προσωρινά τις διαφωνίες τους.
Να στείλουν δικά τους στρατεύματα σε κλίμακα απαραίτητη για την επιτυχία της αποστολής ήταν εκτός των δυνατοτήτων τους. Και μόνο η ιδέα ότι ο πόλεμος συνεχίζεται μπορούσε να προκαλέσει έκρηξη στα εκατομμύρια των φαντάρων που είχαν ζήσει τη φρίκη των χαρακωμάτων και έβλεπαν με ελπίδα τη φλόγα της επανάστασης που είχε ανάψει ο Οκτώβρης του 1917 στη Ρωσία και η επανάσταση στη Γερμανία.
Ο «πρόθυμος σύμμαχος» που ήθελε –και νόμιζε ότι μπορούσε- να κάνει τη βρωμοδουλειά ήταν η ελληνική αστική τάξη. Διέθετε έναν εμπειροπόλεμο στρατό που είχε σκληραγωγηθεί στο «σχολείο» των Βαλκανικών Πολέμων. Είχε καταφέρει να βρεθεί, έστω τον τελευταίο χρόνο του πολέμου, στο στρατόπεδο των νικητών –μια απόφαση που είχε προκαλέσει τόσο έντονο διχασμό στο εσωτερικό της που έφτασε στα όρια του εμφυλίου πολέμου. Όμως, τώρα ο Βενιζέλος ήθελε να δρέψει τους καρπούς της νίκης. Η Σμύρνη και όλη η Μικρασία ήταν από χρόνια το έπαθλο. Το 1915 ο Βενιζέλος είχε προτείνει την παραχώρηση της Καβάλας και γειτονικών περιοχών στην Βουλγαρία ως αντάλλαγμα για το πέρασμά της στο στρατόπεδο της Αντάντ, η αμοιβή γι’ αυτή την υπηρεσία θα ήταν η Δυτική Μικρά Ασία με κέντρο την Σμύρνη.
Η επιμονή σ’ αυτό τον στόχο είχε να κάνει επίσης με τα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου. Ο Νίκος Ψυρούκης στο βιβλίο του «Η Μικρασιατική Καταστροφή» έχει εξηγήσει αυτά τα συμφέροντα ως εξής:
«Η ανάγκη της εδραίωσης και της επέκτασης των θέσεών του στην Εγγύς Ανατολή γινόταν καθημερινά όλο και πιο μεγάλη. Όσο φαινόταν πιο καθαρά ότι η σοβιετική Ρωσία ήταν βιώσιμο φαινόμενο, τόσο μεγάλωνε και η τάση αναπλήρωσης των χαμένων θέσεων με νέες στην Εγγύς Ανατολή. Όσο μεγάλωναν τα στηρίγματα της ντόπιας εθνικής αστικής τάξης στην Εγγύς Ανατολή, τόσο ενισχυόταν η τάση του ελληνικού κεφαλαίου για την κατοχύρωση των θέσεών του στην αγορά της περιοχής».
Η θέση ήταν κυρίαρχη από πολλές απόψεις. Έλεγχε, πριν το 1922, το 50% του κεφαλαίου του επενδυμένου στη βιομηχανία της Αυτοκρατορίας, το 60% των θέσεων εργασίας στους μεταποιητικούς κλάδους. Κυριαρχούν απόλυτα στο εισαγωγικό και το εξαγωγικό εμπόριο. Το 1914 το 46% από τους τραπεζίτες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν Έλληνες. Την ίδια χρονιά από τις 6.507 βιομηχανίες και βιοτεχνίες της Αυτοκρατορίας το 49% ανήκε σε Έλληνες.
Για τον αγγλικό ιμπεριαλισμό, το ελληνικό κεφάλαιο και ο στρατός του ήταν το μέσο για να επιβάλλει τις θελήσεις του. Μια «συμμαχική» Ελλάδα, θα εξασφάλιζε με την παρουσία της την ασφάλεια της Διώρυγας του Σουέζ και η παρουσία της στην Μικρά Ασία θα εξασφάλιζε ένα προκεχωρημένο φυλάκιο για τον έλεγχο των πετρελαίων της Μοσούλης (στο σημερινό Ιράκ).
Η Συνθήκη των Σεβρών τον Αύγουστο του 1920 έμοιαζε να αποτελεί την επισφράγιση της διπλωματίας του Βενιζέλου και την δικαίωση των φιλοδοξιών για την «Ελλάδα των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών».
Κατάληξη
Όλες αυτές οι προβλέψεις διαψεύστηκαν. Η Αγγλία, η Γαλλία και η Ιταλία τα «βρήκαν» τελικά στις μοιρασιές τους. Το κίνημα του Κεμάλ δυνάμωνε και ο ελληνικός στρατός δεν μπορούσε να τον αντιμετωπίσει. Η συνέχεια ήταν η κλιμάκωση της εκστρατείας, από τον Νοέμβρη του 1920 με κυβέρνηση των βασιλοφρόνων, η προέλαση στον Σαγγάριο και το βάλτωμα του μετώπου. Τον Αύγουστο του 1922 γράφτηκε η τραγική τελική πράξη, όταν το στράτευμα κατέρρευσε μπροστά στην επίθεση του στρατού του Κεμάλ.
Τα μεγάλα λόγια του Μάη του 1919 ήταν μακρινό παρελθόν.
Το ελληνικό κράτος δεν έδινε δεκάρα για τους «αδελφούς». Καθώς ο διοικητικός μηχανισμός στη Σμύρνη πακετάριζε τα αρχεία του και αποχωρούσε συντεταγμένα, στους μικρασιάτες απαγορεύονταν η μετανάστευση στην «μητέρα Ελλάδα». Όποιος το προσπαθούσε και όποιος τους συνέδραμε με διαβατήρια και άλλα έγγραφα, καταδικάζονταν σε βαριές ποινές σύμφωνα με τον νόμο 2871/22.
Οι φιλοδοξίες της αστικής τάξης πνίγηκαν στο αίμα και στους καπνούς της αποβάθρας της Σμύρνης. Το αίμα δεν ήταν δικό της βέβαια. Ήταν των απλών ανθρώπων που χρησιμοποίησε τόσο κυνικά για να κάνει το θέλημα των ιμπεριαλιστών και να γεμίσει τις τσέπες της.
Δημοσιεύτηκε στις 6-6-2012 στο site της εφημερίδας ''Εργατική Αλληλεγγύη''.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου