Παρασκευή 13 Απριλίου 2012
ΓΚΑΖΜEΝΤ ΚΑΠΛAΝΙ: «Το πρόβλημά μας στα Βαλκάνια είναι η αβάσταχτη ομοιότητα του Άλλου»
Αποκλειστική Συνέντευξη στον Μπάμπη Ιμβρίδη
Ο Γκαζμέντ Καπλάνι γεννήθηκε στη Λούσνια της Αλβανίας, πέρασε τα σύνορα για την Ελλάδα το 1991 μαζί με πολλούς ακόμα συμπατριώτες του. Απασχολήθηκε ως μετανάστης σε όλες εκείνες τις δουλειές βιοπορισμού: οικοδόμος, λαντζιέρης, περιπτεράς… Ταυτόχρονα, με τη δουλειά όμως, σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έκανε διδακτορικό στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, με θέμα την «Εικόνα των Αλβανών στον Ελληνικό Τύπο και την Εικόνα των Ελλήνων στον Αλβανικό». Από το 2001 γράφει στην εφημερίδα Τα Νέα και στην Athens Voice, ενώ διατηρεί δική του εκπομπή στο ραδιόφωνο της ΝΕΤ.
Τον Γκαζμέντ Καπλάνι πρωτοανακάλυψα στο διαδίκτυο ψάχνοντας κείμενα που έγραφαν για μετανάστες. Μετέπειτα άρχισα να διαβάζω τη στήλη του στα Νέα. Με το που κυκλοφόρησε το βιβλίο του Μικρό Ημερολόγιο Συνόρων βιάστηκα να το διαβάσω –με γοήτεψε. Ο λόγος του σε μια συνέντευξη στο περιοδικό έμοιαζε ενδιαφέρον. Έτσι προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί του. Στο πρώτο τηλεφώνημά μου απήντησε από το Λονδίνο, στο δεύτερο από τη Νάπολη, τελικά κάποια στιγμή τον επέτυχα και στην Αθήνα. Κανονίσαμε να του στείλω τις ερωτήσεις –όπως και έγινε– με e-mail. Μα ο καιρός περνούσε και απαντήσεις δεν έβλεπα. Του ξανατηλεφώνησα, πολλές φορές ως που κατάφερα να μιλήσω μαζί του. Διαπίστωσα πως ήταν πικαρισμένος από μια δύο ερωτήσεις –τις αφαίρεσα. Μα και στη συνέχεια αδυνατούσε να μου στείλει τις απαντήσεις, ο παράγοντας χρόνος –μου έλεγε και μου άλλαζε εβδομάδες. Τελικά τον περασμένο Μάιο ήρθε στη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο μιας εκδήλωσης του Διεθνούς Φεστιβάλ Βιβλίου. Συναντηθήκαμε και συμφωνήσαμε να συζητήσουμε μετά την εκδήλωση. Ούτε κι αυτό κατέστη δυνατό, λόγω άλλων υποχρεώσεών του… Την επομένη το πρωί τον βρήκα στο ξενοδοχείο που διέμενε. Μου αφιέρωσε αρκετή ώρα ζητώντας να του στείλω τη συνέντευξη πριν δημοσιευτεί. Το υποσχέθηκα. Μου την ξανάστειλε πίσω αλλάζοντάς την σχεδόν στο σύνολό της…
Μπάμπης Ιμβρίδης
Πιστεύω πως με τόσα συνεχή ταξίδια τα τελευταία χρόνια, μάλλον έχεις απομυθοποιήσει τις διαδικασίες των συνόρων. Αποτελεί παρελθόν πλέον το «σύνδρομο των συνόρων»;
Το σύνδρομο των συνόρων δεν θα αποτελεί ποτέ παρελθόν για μένα. Πέρασα είκοσι τέσσερα χρόνια της ζωής μου περικυκλωμένος από τα τερατώδη σύνορα του ολοκληρωτισμού. Αυτά τα κουβαλώ πάντα μαζί μου. Είμαι τυχερός επίσης που είδα την κατάρρευσή τους. Εγώ ανήκω σε μια γενιά που την εφηβεία μας την περάσαμε μιλώντας συνέχεια για δυο πράγματα: για κορίτσια και σύνορα. Μιλούσαμε και για τα δυο σχεδόν ταυτόχρονα. Τα σύνορα του ολοκληρωτισμού έχουν αφήσει πάνω μου ένα στίγμα ανεξίτηλο αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά δημιουργικό. Σε ένα μεγάλο μέρος είμαι αυτός που είμαι γιατί μεγάλωσα, συγκρότησα τις φαντασιώσεις μου, ένα σημαντικό μέρος της ταυτότητάς μου, ακόμα και τα διαβάσματά μου, έχοντας καθημερινά μπροστά μου τα σύνορα αυτά. Δεν πρόκειται απλά για τα φυσικά κλειστά σύνορα. Αλλά για τα καθημερινά σύνορα του ολοκληρωτισμού. Εκείνα του φόβου, της απόλυτης υποταγής προς την Εξουσία, της καθημερινής παράνοιας, της ξενοφοβίας. Σε κάθε σου βήμα έπρεπε να τα αντιμετωπίσεις. Ήταν σαν ένα τέρας αόρατο και ταυτόχρονα πανταχού παρόν, που μπορούσε να ξεπροβάλλει ξαφνικά μπροστά σου και να σε καταβροχθίσει, ανά πάσα στιγμή και οπότε ήθελε… Μετά τα σύνορα του ολοκληρωτισμού ήρθαν τα σύνορα της μετανάστευσης. Είναι σύνορα που τα επέλεξα ο ίδιος, δεν μου τα επέβαλλε κανείς. Αλλά όπως και να το κάνουμε είναι και αυτά σύνορα, πονηρά, με πολλές παγίδες. Προπαντός σου προσδίδουν την ταυτότητα του ξένου. Εκεί ένιωθα ξένος λόγω της ιδεολογίας μου, εδώ νιώθω ξένος λόγω της καταγωγής μου. Είμαι μετανάστης της πρώτης γενιάς. Ο,τι και να κάνω θα είμαι ένας ξένος, για φίλους και εχθρούς. Με αυτό το χαρτί πρέπει να παίξω σε μια σκληρή παρτίδα που δεν με προσκάλεσε κανείς. Μετανάστευση σημαίνει ότι αποφασίσεις να ξεκινάς τη ζωή του από το μηδέν, όντας ταυτόχρονα σε θέση απόλυτης αδυναμίας. Έπρεπε να μάθω τα πάντα από την αρχή. Μια νέα γλώσσα, νέα ονόματα, νέα ονόματα δρόμων, νέες νοοτροπίες. Και αυτό δεν αρκεί. Πρέπει να δώσεις μάχες για το αυτονόητο. Το όνομά σου, π.χ., ξενίζει, «προκαλεί» ή φοβίζει. Και όταν είσαι και μέλος της ομάδας που γίνεται αποδιοπομπαίος τράγος –όπως ήταν οι Αλβανοί μετανάστες τουλάχιστον μέχρι το 1997– πρέπει να δώσεις καθημερινά μάχη να μην σε ισοπεδώσουν τα κόμπλεξ. Να μην σε βάλει από κάτω η έχθρα, η άρνηση, η μιζέρια ο μεγάλος πειρασμός να βάλεις τον εαυτό σου στη θέση του αιώνιου θύματος. Είναι ένα ταξίδι στο χείλος του γκρεμού. Ένα ταξίδι που για μένα στάθηκε δημιουργικό. Συνάντησα και συναντώ ηλιθιότητα και έχθρα αλλά συνάντησα και συναντώ πολλή καλοσύνη και γενναιοδωρία. Εξαρτάται από τον καθένα τι κρατά από αυτά. Εγώ κρατώ το δεύτερο γιατί μου χρησιμεύει για να βγάλω πέρα αυτό το ταξίδι στο χείλος του γκρεμού. Η ευγνωμοσύνη και η αγάπη με βοηθά περισσότερα να αντιμετωπίσω το φάντασμα του γκρεμού. Σάμπως η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη δεν είναι ένα ταξίδι στο χείλος του γκρεμού; Γι’ αυτό και βλέπω τη μετανάστευση πολλές φορές ως μια εξαίσια μεταφορά της ανθρώπινης ύπαρξης. Σε τελευταία ανάλυση όλοι είμαστε μετανάστες πάνω σε αυτή την Γη, με μια προσωρινή άδεια παραμονής, αθεράπευτα περαστικοί. Τι λέγαμε; Ναι, το ταξίδι… Ταξιδεύω λοιπόν σήμερα όχι για να γλιτώσω από το σύνορο των συνόρων αλλά για να ανοίξω τους ορίζοντες του μυαλού μου. Λατρεύω τα ταξίδια. Τα δικά μου δεν είναι τουριστικά ταξίδια, είναι «πολιτικά» ταξίδια. Δηλαδή δεν μ’ ενδιαφέρουν τα μνημεία, καθόλου το shopping, όσο να προσπαθήσω να δω κάθε τόπο όπου πηγαίνω με τα μάτια ενός ανθρώπου που θα μπορούσε να είχε γεννηθεί εκεί. Περπατώ πολύ, ταξιδεύω πολύ με τρένο και λεωφορείο όπου και αν πάω. Προσπαθώ να μπω, όσο μπορώ, στο πετσί των κατοίκων ενός τόπου. Όσον αφορά δε το «σύνδρομο των συνόρων» ξέρετε ότι στην σημερινή εποχή είμαστε όλοι, έμμεσα ή άμεσα, ταξιδιώτες. Μόνο που δεν ταξιδεύουμε όλοι με τον ίδιο τρόπο. Εγώ κουβαλώ τα σύνορα στη τσέπη του σακακιού ή του παντελονιού μου. Ταξιδεύω δηλαδή με ένα «κακό» διαβατήριο, το αλβανικό. Υπάρχουν τα «κακά» διαβατήρια και τα cool. Το αλβανικό είναι ακόμα «κακό». Το ελληνικό ήταν κάποτε «κακό», τώρα είναι cool. Ίσως γίνει και το αλβανικό κάποτε cool. Εν πάση περιπτώσει. Όταν ταξιδεύεις με «κακό» διαβατήριο, αυτό συνεπάγεται συχνά ιδιαίτερες διαδικασίες, βίζες, ουρές στα τελωνεία. Προπαντός όμως εμπεδώνεις τα ανακριτικά βλέμματα των αστυνομικών στα τελωνεία. Δεν μπορείς να φανταστείς πώς αλλάζει το βλέμμα ενός αστυνομικού μπροστά σε ένα «κακό» ή μη διαβατήριο. Αυτό το βλέμμα έχει γίνει τώρα η νέα μου διαστροφή. Φοβάμαι και ταυτόχρονα απολαμβάνω τη διαδικασία. Θέλω να τη μετατρέψω σε δημιουργική αφήγηση. Θεωρώ πως ο κόσμος σήμερα βρίσκεται σε μια οριακή φάση. Το «σύνδρομο των συνόρων» ίσως είναι ένα από τα πιο παγκοσμιοποιημένα σύνδρομα…
«Πρέπει να τα καταφέρω», γράφεις πως είναι ο «όρκος» του μετανάστη. Εσύ τα κατάφερες και μάλιστα πολύ καλά. Ποια αίσθηση ζωής σου δίνει αυτό;
Θεωρώ πως το πιο πολύτιμο κατόρθωμα μου είναι πως κατάφερα να κρατήσω την αξιοπρέπειά μου. Μόνοι όσοι κάποια στιγμή της ζωής τους έχουν χάσει τα πάντα καταλαβαίνουν τι σημαίνει αυτό. Το δεύτερο κατόρθωμα είναι ότι μέχρι τώρα τουλάχιστον εξασφαλίζω το προς το ζην με αυτό που μου αρέσει: το γράψιμο. Και μάλιστα σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική μου. Το τρίτο είναι μάθημα: όσο πιο πολύ «ανεβαίνεις» τόσο πιο πολλά σου αποκαλύπτονται. Σε κάποια φάση έπρεπε να αντιμετωπίσω και την έχθρα των «αντιρατσιστών». Δεν ήμουν ο μετανάστης που αυτοί είχαν στα μυαλό τους. Ξέφυγα πολύ. Οι «αντιρατσιστές» αγαπούν τους μετανάστες, αρκεί να παραμένουν άλλοθι για τον «αντιρατσισμό» τους. Κάποια στιγμή θα γράψω και για αυτό, είναι πολύ ενδιαφέρον θέμα. Από εκεί και πέρα δεν νομίζω πως έχω καταφέρει κάτι το εξαιρετικό. Μπορώ όμως να πω, πως τώρα είμαι σε θέση να καταφέρω πράγματα. Τώρα ξεκινάω και το μέλλον θα δείξει…
Στο βιβλίο σου αναφέρεις επίσης πως, τρία πολύτιμα πράγματα υπάρχουν για ένα μετανάστη: δουλειά, έρωτας, άδεια παραμονής. Έχουν κατακτήσει οι μετανάστες στην Ελλάδα τα παραπάνω; Ποιο νομίζεις πως κατακτείται δυσκολότερα;
Στη μετανάστευση ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός. Η Ελλάδα μέσα σε 18 χρόνια άλλαξε πολύ. Οι μετανάστες δεν είναι πια μια προσωρινή παρουσία. Όλο και πιο πολύ οι Έλληνες κατάλαβαν ότι και με τους μετανάστες που ήρθαν στην Ελλάδα θα συμβεί αυτό που έγινε με τους περισσότερους Έλληνες που κάποτε μετανάστευσαν αλλού: ήρθαν εδώ και θα μείνουν. Όσο πιο γρήγορα το καταλάβει αυτό η Ελληνική Πολιτεία τόσο το καλύτερο για την ελληνική κοινωνία και για τους μετανάστες. Γιατί πλέον η μοίρα των μεταναστών είναι άρρηκτα δεμένη με εκείνη της ελληνικής κοινωνίας. Είναι μέρος αυτής της κοινωνίας πλέον οι μετανάστες. Αντί να σκεφτούμε το μέλλον εμείς δεν έχουμε λύσει ακόμα το πρόβλημα των «χαρτιών». Πολλές φορές, ακόμα και άνθρωποι πολλοί κοντινοί σε μένα δυσκολεύονται να καταλάβουν τι σημαίνει ο όρος «χαρτιά» για έναν μετανάστη. Σημαίνει τα πάντα. Ειλικρινά σας λέω, κάθε φορά που έρχεται η χρονική στιγμή που πρέπει να ανανεώσω την άδεια παραμονής μου με πιάνει κάτι σαν νεύρωση. Είμαι ο μόνος δημοσιογράφος που ζητάω από την εργασία μου έναν απίστευτο όγκο χαρτιών. Τόσο που μια μέρα η γραμματέας απόρησε και με ρώτησε με το δίκαιο της: «Γκάζι, που τα πας όλα αυτά τα χαρτιά;». Όταν το περνώ εγώ αυτό σκέψου τη περνάν όλοι οι άλλοι… Το πρόβλημα της άδειας παραμονής είναι ένα θέμα κοινωνικό και πολιτισμού επίσης. Για ποια ένταξη μιλάμε όταν κάποιος που ζει εδώ δέκα η είκοσι χρόνια, πληρώνει φόρους, πληρώνει ότι πληρώνει ο κάθε πολίτης, δεν ξέρει εάν αύριο θα έχει ή όχι άδεια παραμονής; Γιατί για την υπηκοότητα δεν μιλάμε. Είναι πιο εύκολο για έναν μετανάστη να κερδίσει το λαχείο ή να κάνει ταξίδι στο διάστημα με UFO παρά να αποκτήσει ελληνική υπηκοότητα. Τελευταίως βλέπω να βελτιώνονται τα πράγματα αλλά με πολύ αργούς ρυθμούς και με τεράστιους δισταγμούς…
Τι έχει φταίξει και οι περισσότεροι Αλβανοί στην Ελλάδα είναι μισέλληνες;
Δεν ξέρω από πού το βγάλατε αυτό το συμπέρασμα. Προσωπικά έχω δει και βλέπω Αλβανούς μαθητές να επιμένουν να σηκώσουν με πάθος την ελληνική σημαία ενώ τους γιουχάρουν ή τους φωνάζουν «δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ Αλβανέ». Έχω δει πάρα πολλούς Αλβανούς να πανηγυρίσουν για την κατάκτηση του Euro από την Ελλάδα και να ακούν το ίδιο σύνθημα. Και όταν κάποιοι Αλβανοί θέλησαν να πανηγυρίσουν, για να βγάλουνε τη συσσωρευμένη μνησικακία τους, τον καταπιεσμένο εαυτό τους για τη νίκη της εθνικής Αλβανίας ενάντια στην Ελλάδα τους πλάκωσαν στο ξύλο. Όταν σηκώνουν την ελληνική σημαία, τους βρίζουν. Όταν πανηγυρίσουν με την αλβανική τους δέρνουν. Πρέπει να αποφασίσουμε τι θέλουμε, ποια σημαία θέλουμε να σηκώσουν. Μακάρι να σηκώσουν και τις δυο. Προσωπικά δεν νιώθω την ανάγκη να σηκώσω σημαίες αλλά δεν είναι όλοι σαν και μένα. Κάποιοι θέλουν να ανήκουν κάπου και να το δηλώσουν. Κατά τα άλλα νομίζω ότι Αλβανοί και Έλληνες είναι δυο συγγενικοί λαοί. Και αυτό φαίνεται γιατί μοιάζουμε πολύ στα ελαττώματά μας. Νομίζω ότι το κύριο πρόβλημα ανάμεσα στους Αλβανούς και τους Έλληνες είναι ότι οι Έλληνες βλέπουν στους Αλβανούς έναν εαυτό που κόπιασαν πολύ να θάψουν στα άδυτα της λήθης. Οι Αλβανοί βλέπουν στους Έλληνες τους συγγενείς που κατάφεραν να ξεφύγουν από την φτώχεια και αυτό τους προκαλεί θαυμασμό μαζί και φθόνο. Ταυτόχρονα θεωρώ ότι Αλβανοί και Έλληνες δεν ήταν ποτέ τόσο κοντά όσο είναι σήμερα. Σε καθημερινό επίπεδο, μια αργή και αόρατη κοσμογονία είναι σε εξέλιξη: φιλίες, μεικτοί γάμοι, σύνορα όλο και πιο πορώδη. Με κάποια δόση χιούμορ θα έλεγα ότι έχουμε μπλέξει τα μπούτια μας πλέον και πολύ καλά κάναμε. Βλέπω ένα αύριο όχι παραδεισένιο, δεν είμαι αφελής, αλλά ανθρώπινο και δημιουργικό. Είναι βαθιά μου πεποίθηση. Ίσως γιατί νιώθω ότι ανήκω σε δυο πατρίδες, την Ελλάδα και την Αλβανία, και εύχομαι ολόψυχα το καλύτερο και για τις δυο. Το ξέρω ότι θα υπάρξουν πάντα μνησίκακοι, λαθρέμποροι του μίσους, επαγγελματίες πατριώτες, πότε πιο πολύ στην Ελλάδα, πότε πιο πολύ στην Αλβανία. Αλλά έχει δημιουργηθεί μια τέτοια δυναμική που όλο και πιο πολύ οι τύπο αυτοί θα φαντάζουν φολκλόρ. Από εκεί και πέρα, νομίζω, ότι όσο πιο πολύ αναπτυχθούν η Ελλάδα και η Αλβανία, ειδικά η Αλβανία, τόσο πιο πολύ θα περιθωριοποιηθούν τα κόμπλεξ και τα στερεότυπα του παρελθόντος…
Τι ελπίζεις για τις επόμενες γενιές μεταναστών και ιδιαίτερα Αλβανών μεταναστών;
Στην Ελλάδα αντιμετωπίζουμε ένα «παράξενο» φαινόμενο. Ενώ σε άλλες χώρες της Ευρώπης συζητούν για την άρνηση των μεταναστών να ενταχθούν, στην Ελλάδα συζητάμε πιο πολύ για το αντίστροφο. Εδώ οι μετανάστες διψούν για ένταξη και η ελληνική πολιτεία τους αρνείται την ένταξη ή την αφομοίωση, πείτε το όπως θέλετε. Εύχομαι οι επόμενες γενιές μεταναστών, όλων των μεταναστών, να μην νιώσουν ξένοι σε έναν τόπο που θεωρούν δικό τους. Να τους δοθούν ίσες ευκαιρίες για να δώσουν το καλύτερο εαυτό τους, όπως έκαναν οι Έλληνες στις χώρες όπου μετανάστευσαν. Να τους δοθεί η δυνατότητα της ισοτιμίας και ισοπολιτείας για να έχουμε μια κοινωνία πολιτών και όχι «κοινωνία φυλών», κατακερματισμένη σε μικρές εθνοφυλετικές κοινωνίες…
Τα παιδιά της δεύτερης και τρίτης γενεάς μεταναστών μεγαλώνουν ουσιαστικά ως Έλληνες αλλά το κράτος δεν τους δίνει αυτό το δικαίωμα, ποιο να είναι άραγε το μέλλον τους;
Αυτό έλεγα παραπάνω. Είναι τραγικό να γεννηθείς ή να μεγαλώσεις εδώ, να περνάς από την ελληνική δημόσια εκπαίδευση, να μιλάς Ελληνικά, να ονειρεύεσαι ελληνικά, να ερωτεύεσαι ελληνικά, να θεωρείς ότι ανήκεις εδώ και στα 18 σου να αποκαλύπτεις ότι το κράτος σε θεωρεί σαν να ήρθες μόλις χθες. Σε μερικά χρόνια τα παιδιά αυτά θα είναι εκατοντάδες χιλιάδες. Απλά μαθήματα Ιστορίας: όταν σε κάνουν ξένο με το ζόρι αρχίζεις και βλέπεις με εχθρότητα και καχυποψία μια πατρίδα που σε εξοστρακίζει. Επομένως ας είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας και ας πούμε καθαρά τι είδος κοινωνίας θέλουμε. Πως τους θέλουμε τους μετανάστες, μαζί μας ή απέναντι;
Παρακολουθείς αλβανική δορυφορική τηλεόραση και γενικότερα τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα της χώρας σου;
Η αλήθεια είναι ότι μου έχουν μείνει πολύ λίγοι φίλοι στην Αλβανία. Σκέψου πως από 38 άτομα που ήμασταν στο Λύκειο, οι 36 έχουμε φύγει, είμαστε μετανάστες. Τώρα η «πατρίδα» μας είναι το διαδίκτυο, εκεί συναντιόμαστε συχνά, μαθαίνουμε πως πάνε τα πράγματα στο Τορόντο, στη Νέα Υόρκη, στη Ρώμη, στο Σίντνεϊ. Έναν συμμαθητή μου τον ανακάλυψα στο Μπαλί! Από εκεί και πέρα η Αλβανία θα είναι πάντα παρούσα στη σκέψη μου και στη δημιουργία μου, με τη μορφή του μαγικού παραλογισμού μάλλον. Την βλέπω έτσι, ίσως, γιατί ανήκω σε μια γενιά που έζησε φοβερές αλλαγές. Παρακολουθώ με πολύ ενδιαφέρον τη λογοτεχνία, τα κοινωνικά, την πολιτική. Όταν πάω στην Αλβανία θαυμάζω τους γρήγορους ρυθμούς με τους οποίους αλλάζει. Ταυτόχρονα με τρομάζει το κόστος που έχουν πληρώσει και πληρώνουν οι άνθρωποι για αυτές τις αλλαγές. Ίσως δεν γινόταν διαφορετικά. Αυτή την στιγμή συγκροτούνται οι τάξεις στην Αλβανία και αυτή είναι μια πολύ επίπονη διαδικασία. Για να είμαι ειλικρινής, νομίζω ότι έχω μια αμφιθυμική σχέση με την Αλβανία: την συμπονώ, την αγαπώ και ταυτόχρονα την επικρίνω, αυστηρά πολλές φορές. Μου προκαλεί πολύ πίκρα ορισμένες φορές, ανυπόφορη πίκρα. Νομίζω ότι δεν θα μπορούσα να ζήσω πια στην Αλβανία μόνιμα. Μια μέρα ίσως, όταν δεν θα έχω πια το προνόμιο να κάνω σχέδια για το μέλλον, θα την νοσταλγήσω. Και ξέρω ακριβώς τι θα νοσταλγήσω. Την ακτή της Αδριατικής θάλασσας, την υπέροχη άσπρη άμμο και το πευκοδάσος, εάν δεν την έχουν κάψει μέχρι τότε για να χτίσουν αυθαίρετα οι νεόπλουτοι και οι τίμιοι Αλβανοί μικροαστοί. Είναι η Ντιβιάκα, δέκα χιλιόμετρα από τη πόλη μου, εκεί περνούσα τρεις μήνες το καλοκαίρι, εκεί για πρώτη φορά αναρωτήθηκα για την άλλη πλευρά των συνόρων, εκεί ένιωσα αυτό που έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες ότι η θάλασσα «παρηγορεί και επουλώνει τις πληγές», εκεί ερωτεύτηκα τα πιο ωραία γυναικεία πόδια, δίπλα στα μπούνκερ, τα μνημεία του πολέμου και της παράνοιας, πόδια τα οποία δεν ξέρω που βρίσκονται σήμερα και που περπατούν… Επίσης απόλαυση για μένα είναι όταν γράφω στα αλβανικά. Νομίζω ότι η απόσταση έκανε πιο πλούσια, πιο άμεσα τα αλβανικά μου. Σίγουρα, ένα από τα επόμενα μυθιστορήματά μου θα είναι απευθείας στα αλβανικά. Είμαι προνομιούχος που έχω περισσότερες από μια γλώσσα για να γράψω και να αναπλάσω τον κόσμο…
Επτά αλβανικές εφημερίδες εκδίδονται στην Ελλάδα. Υπερβολή ή υπάρχει χώρος για όλους; Ενδιαφέρεται τάχα τόσο ο αλβανός μετανάστης για τα πάντα;
Πιστεύω πως είναι οι Αλβανοί της πρώτης γενεάς αυτοί που διαβάζουν και ενημερώνονται από τα μέσα για το τι γίνεται στην Αλβανία. Οι άνθρωποι αυτοί ήρθαν εδώ για τα παιδιά τους. Ήταν μια τεράστια θυσία. Λόγω και της εγγύτητας, πιστεύω πως ένα μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων της πρώτης γενεάς θα επιστρέψουν. Μάλιστα αν είχαν εξασφαλίσει μια άδεια παραμονής αορίστου χρόνου, για να μην ταλαιπωρούνται στα σύνορα, ένα μεγάλο μέρος αυτών των ανθρώπων θα πηγαινορχόντουσαν Ελλάδα-Αλβανία. Θα έρχονταν εδώ για να επισκεφθούν τα παιδιά και τα εγγόνια τους…
Πώς σου φαίνεται το επίπεδο δημοσιογραφίας στην Ελλάδα;
Όπως όλα τα πράγματα στην Ελλάδα, λίγο «άρπα κόλλα», λίγο από όλα, όπου το όλα σημαίνει ότι τίποτα δεν είναι πολύ καλό και τίποτα δεν είναι πολύ κακό. Νομίζω πάντως πως η έντυπη δημοσιογραφία στην Ελλάδα έχει βελτιωθεί πάρα πολύ. Εκεί μπορείς να βρεις διαμάντια. Υπάρχει βέβαια και πολύ σκουπίδι, όπως παντού στον κόσμο άλλωστε, ειδικά στην τηλεοπτική δημοσιογραφία.
Νομίζεις πως συνεχίζεται η διόγκωση των προκαταλήψεων και στερεοτύπων μέσα από τα ελληνικά τηλεοπτικά κανάλια;
Έχουν αλλάξει πολλά από το 1991 που τα παρακολουθώ. Οι Αλβανοί μετανάστες που ήρθαν στην Ελλάδα, με τρόπο τόσο χαώδες και απότομο, έδωσαν τη «δυνατότητα» στην ελληνική ιδιωτική τηλεόραση να γίνει η βαλκανική εκδοχή της αμερικανικής local τηλεόρασης, δηλαδή να θεσμοθετηθεί ως ο κύριος εκπρόσωπος της «βαθιάς κοινωνίας». Όσον αφορά τους μετανάστες σήμερα ο τηλεοπτικός λόγος στέκει αμήχανος μπροστά τους. Δεν ξέρει πώς να τους αντιμετωπίσει. Αυτό και λόγω της κοινωνικής αλλαγής που έχει επέλθει. Οι μετανάστες δεν ανταποκρίνονται πια στο «τέρας» που κάποτε πρόβαλλαν τα κανάλια. Από «τέρας» ο μετανάστης, κάποια στιγμή, έγινε ο άνθρωπος που του αξίζει ο οίκτος. Και αυτό όμως εξαντλήθηκε. Τώρα έρχεται η δεύτερη γενιά, με πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά, δεν μιλά σπαστά ελληνικά, δεν έχει στο βλέμμα εκείνη την έκφραση του ορφανού που είχε η πρώτη γενιά. Εδώ χρειάζεται μια άλλη αντιμετώπιση και ο τηλεοπτικός λόγος είναι ανίκανος να τον αρθρώσει. Επομένως την αφήνει εντελώς έξω την δεύτερη γενιά. Απλά σιωπά και μερικές φορές έχεις την εντύπωση ότι για την τηλεόραση οι μετανάστες δεν υπάρχουν πια…
Έζησες από κοντά την ημέρα κήρυξης της ανεξαρτησίας του Κοσόβου, σε πολλούς αναλυτές γεννήθηκαν ερωτήματα σχετικά με την αποσταθεροποίηση της περιοχής αλλά και το ξέσπασμα μιας αλυσιδωτής αντίδρασης ανεξαρτητοποίησης αυτόνομων εθνικών περιοχών γενικότερα στην Ευρώπη. Να θεωρείται άραγε το άνοιγμα του «κουτιού της Πανδώρας»;
Εδώ στην Ελλάδα πολλοί δημοσιογράφοι ασχολούνταν με το άνοιγμα του «Κουτιού της Πανδώρας». Πιο πολύ εδώ παρά στη Σερβία, δυστυχώς. Κάποιοι, που το έχουν συνηθίσει άλλωστε, επικαλούνταν πάλι το σύνθημα «θα έρθει η σειρά μας». Δεν καταλαβαίνω τι σόι δημοσιογράφοι είναι αυτοί; Τι σχέση έχει η Ελλάδα, μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τη Γιουγκοσλαβία, μια χώρα που απαρτιζόταν από έξι δημοκρατίες και διαλύθηκε με τόσο επώδυνο τρόπο; Το περίεργο είναι ότι για τους ίδιους δημοσιογράφους δεν αποτελούσε άνοιγμα του «κουτιού της Πανδώρας» η καταστροφή του Σαράγιεβο, ούτε η Σρεμπρένιτσα, ούτε η αυτοκτονική πολιτική του Μιλόσεβιτς. Αυτοί το «κουτί της Πανδώρας» το βλέπουν μονίμως στη μια πλευρά… Από το 1991 άλλωστε ειδικεύονται σε κινδυνολογίες, στο φτιάξιμο αντίπαλων «τόξων» στα Βαλκάνια… Τώρα, για να επιστρέψω στο ερώτημά σας. Εγώ ήμουνα τη μέρα της ανεξαρτησίας στην Πρίστινα. Συναντήθηκα με φίλους μου, Σέρβους και Αλβανούς. Ήταν μια δύσκολη μέρα για τους Σέρβους στο Κόσοβο. Είχαν μια βαθιά αίσθηση ήττας. Για να πω την αλήθεια τις περισσότερες μέρες βρέθηκα με τους Σέρβους. Ίσως γιατί μου αρέσει να κάθομαι από την πλευρά των ηττημένων. Μπορεί αυτό να είναι απόρροια των βιωμάτων μου. Στην πλευρά των Αλβανών, πίσω από τη μέθη, καταλάβαινες καθαρά την έγνοια του μέλλοντος. Όπως μου έλεγαν κάποιοι Αλβανοί φοιτητές: «τώρα δεν υπάρχει πια το άλλοθι της Σερβίας. Τώρα είμαστε μόνοι μας». Από την άλλη πλευρά, ήταν ένα ειρηνικό «διαζύγιο». Δεν άνοιξε μύτη εκείνη την ημέρα. Στο ξενοδοχείο όπου έμενα έρχονταν Αμερικανοί δημοσιογράφοι και με ρωτούσαν με αγωνία εάν θα υπάρχουν συγκρούσεις και αίμα. Ήθελαν το σόου τους. Πίσω από το πένθος και τη μέθη, αυτό που κατάλαβα από Αλβανούς και Σέρβους είναι ότι έχουν βαρεθεί τα όπλα, τον πόλεμο, τον αλληλοσπαραγμό. Ίσως είναι η κούραση. Αυτό που ζητούν οι λαοί στα δυτικά Βαλκάνια πλέον είναι μια ομαλή ζωή. Είναι μια κατάσταση τόσο αντιφατική που σε κουράζει. Συνυπάρχουν ταυτόχρονα τα μίση του παρελθόντος, οι μυθολογίες, τα συντρίμμια, η ανάγκη για συμφιλίωση και για ομαλή ζωή. Χαράσσουν νέα σύνορα και ταυτόχρονα όλοι οι λαοί αυτοί ζητούν να γίνουν μέλη της Ευρώπης για να ξεπεράσουν τα σύνορα. Προσωπικά δεν βλέπω να ανοίγει κανένα «Κουτί της Πανδώρας». Το «Κουτί της Πανδώρας» ήταν η ίδια διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Άρχισε στο Κόσοβο, με τον Μιλόσεβιτς να υπόσχεται στους Σέρβους μεγάλες δόξες, και στο Κόσοβο κατέληξε. Τώρα ζούμε τις μετασεισμικές δονήσεις. Από εκεί και πέρα νομίζω πως πριν μιλήσει κανείς για τα δυτικά Βαλκάνια πρέπει να πάει, να τα περπατήσει, να μιλήσει με τους απλούς ανθρώπους. Τότε θα ανακαλύψει πράγματα που θα τον εκπλήσσουν. Θα ανακαλύψει ανθρώπους που πριν μισή ώρα εσύ νόμιζες ότι μισούνται θανάσιμα ενώ τους βλέπεις να πίνουν καφέ μαζί και να μιλούν την ίδια γλώσσα, να τρώνε τα ίδια φαγητά, να έχουν τις ίδιες έγνοιες, να ακούν και να τραγουδούν την ίδια μουσική. Θα καταλάβει ότι το πρόβλημα ημών των Βαλκανίων δεν είναι ότι είμαστε διαφορετικοί αλλά ότι είμαστε ίδιοι. Το πρόβλημά μας είναι η αβάσταχτη ομοιότητα του Άλλου. Θα καταλάβει που στέκεται το πραγματικό «Κουτί της Πανδώρας» των δυτικών Βαλκανίων: στη γέφυρα της Μιτρόβιτσας. Είναι μια πόλη όπου Αλβανοί και Σέρβοι ζουν εντελώς χωρισμένοι. Και ο μοναδικός πολυπολιτισμικός θεσμός που λειτουργεί είναι η μαφία. Σέρβοι και Αλβανοί λαθρέμποροι, που την ημέρα πωλούν εθνικισμό, τη νύχτα συνυπάρχουν μια χαρά και μοιράζονται τα κέρδη τους. Όσο περισσότερο έντιμοι Αλβανοί και Σέρβοι μισούν αλλήλους τόσο πιο πολύ αυξάνεται το κέρδος των λαθρεμπόρων…
Τελευταία τα δελτία ειδήσεων στην Ελλάδα ασχολούνται με τη «Μεγάλη Αλβανία». Βλέπεις τέτοια σενάρια και με ποιους αρχιτέκτονες;
Η «Μεγάλη Αλβανία» είναι ανέκδοτο. Αυτή είναι η γνώμη μου.
Tο τσιγάρο, όπως και ο εθνικισμός, –δηλώνεις στο blog σου– ήρθε στα Βαλκάνια από την Ευρώπη. Εκεί κάποια στιγμή το αποκήρυξαν, όπως αποκήρυξαν και τον εθνικισμό. Εδώ το λατρεύουν ακόμη, όπως λατρεύουν και τον εθνικισμό. Η είσοδος στην Ε.Ε. όλων των βαλκανικών χωρών θα σήμαινε και την απαρχή του τέλους για τα παραπάνω;
Το υπέρτατο πολιτικό όραμα που υπάρχει σε όλα τα δυτικά Βαλκάνια αυτή τη στιγμή είναι η ένταξη στην Ευρώπη. Είναι ένα όραμα ανθρώπων που νιώθουν ηττημένοι, που αδυνατούν να απαλλαγούν μόνοι τους από τα φαντάσματα του παρελθόντος. Ένας Σέρβος και ένας Αλβανός σήμερα έχουν το ίδιο πρόβλημα: ταπεινώνονται για μια βίζα. Ο Αλβανός και ο Σέρβος νέος σήμερα κρατούν τα ίδια κινητά, με τα ίδια ring tones και πολλές φορές συναντιούνται στο chat. Προπαντός όμως θέλουν μια δουλειά, μια προοπτική. Εάν το όραμα της Ευρώπης αποτύχει, τα δυτικά Βαλκάνια θα γίνουν πεδίο βολής φθηνό. Δείτε σήμερα την Ρουμανία και την Ουγγαρία. Το 1991 υπήρχαν προβλέψεις ότι μπορεί να υπάρξει ακόμα και πολεμική σύρραξη μεταξύ των δυο χωρών για το θέμα των Ούγγρων της Τρανσυλβανίας. Σήμερα είναι και οι δυο χώρες μέλη της Ε.Ε. Έχετε ακούσει πια να ερίζουν ξανά για την μειονότητα; Ναι, ερίζουν αλλά σε άλλο επίπεδο, χωρίς να περνά από τον νου τους η λέξη πόλεμος. Γιατί ο πόλεμος τώρα θα είναι αυτοκτονία και για τις δυο πλευρές. Το ίδιο θα συμβεί και στα δυτικά Βαλκάνια, πιστεύω. Με την ένταξη στην Ε.Ε δεν θα αγκαλιαστούν την επόμενη μέρα αλλά θα έχουν άλλες προτεραιότητες. Από ένα πόλεμο θα έχουν πολλά να χάσουν. Και χωρίς φιλοπόλεμη ατμόσφαιρα υπάρχει περισσότερη δημοκρατία. Εάν ήταν στην Ε.Ε. Σέρβοι και Αλβανοί σήμερα θα συζητούσαν πιο πολύ για τα έργα υποδομής, για τις δημόσιες υπηρεσίες, για τη διαφθορά, για τον πολιτικό διάλογο, για την αγοραστική δύναμη, για την ποιότητα ζωής. Θα συζητούσαν πιο πολύ για την καθημερινότητα παρά για διαχρονικές μυθολογίες…
Αρκετούς φίλους μα και θανάσιμους εχθρούς προσελκύει το blog σου, τελικά αποτελεί το internet μια δημοκρατική εστία διαλόγου και πληροφόρησης, ή μετατρέπεται σταδιακά σε κάτι απρόβλεπτο;
Δεν είμαι ειδικός για το διαδίκτυο αν και περνώ πολλές ώρες μαζί του. Θα πω απλά το τετριμμένο: το διαδίκτυο έχει μεταμορφώσει τη ζωή μας. Όσον αφορά το μπλογκ π.χ.: δεν μπορείς να γράψεις ανοησίες γιατί η δυνατότητα ελέγχου είναι πολύ μεγαλύτερη. Η επικοινωνία ταυτόχρονα είναι μεγαλύτερη. Στο τελευταίο post που έγραψα για τον Ρομπέρτο Σαβιάνο, είχε μπει κάποιος Ναπολιτάνος που μαθαίνει ελληνικά και έγραψε τη γνώμη του. Το ιντερνέτ σημαίνει συνάμα μια έκρηξη ατομικότητας. Δίνει στον καθένα την ευκαιρία να βγει προς τα έξω, να ξεπεράσει ορισμένα εμπόδια, ακόμα και ορισμένες ιεραρχήσεις. Από την άλλη πλευρά ο καλός σέρφερ στο διαδίκτυο είναι αυτός που ξέρει να πετάξει όχι να μαζέψει γιατί ο βομβαρδισμός των πληροφοριών είναι τρομακτικός. Το διαδίκτυο θεωρώ πως είναι μια επανάσταση εν εξελίξει, δεν ξέρω πού θα μας πάει…
Τελικά κύριε Καπλάνι πόσο ευοίωνο είναι το «υπάρχουμε.. συνυπάρχουμε» σε μια Ευρώπη που ψηφίζει, δίνει θέσεις και στρίβει επικίνδυνα σε ακροδεξιές πολιτικές, θέσεις, τάσεις, λόγους;
Δεν είναι θέμα μόνο της Ευρώπης. Η Δεξιά σήμερα ζει τον «Μάη του ‘68» της. Κάνει ότι θέλει. Πολέμους, Γκουαντάναμο, φακελώνουν πολίτες. Η Δεξιά προσαρμόστηκε με περισσότερη ικανότητα στο χάος της παγκοσμιοποίησης. Στην ουσία δεν προσφέρει κάποια προοπτική ή ελπίδα, προσφέρει όμως βολικούς εχθρούς. Και όταν οι κοινωνίες βρίσκονται σε μεταβατικό στάδιό «διψούν» για εχθρούς και αποδιοπομπαίους τράγους. Νομίζω ότι ο Μπαράκ Ομπάμα είπε σε μια ομιλία του ότι όταν πάσχουμε από την αίσθηση της απογοήτευσης και του φόβου, ψάχνουμε έναν εχθρό. Και ο πιο εύκολος εχθρός είναι ο μετανάστης, ο μαύρος, ο ανάπηρος, ο ομοφυλόφιλος, ο άνεργος, ο άστεγος, αυτός που δεν είναι σαν και εμάς, που «απειλεί» την ευμάρειά μας. Το θέμα είναι, πως η Αριστερά θα πρέπει να ανασυνταχθεί σε αυτό το πρωτόγνωρο περιβάλλον. Όχι προσφέροντας εχθρούς. Η σταλινική Αριστερά ή η λαϊκιστική Αριστερά του Τσάβεζ βασίζει την δράση στην παντοτινή παρουσία των εχθρών. Δεν εννοώ ότι η Αριστερά θα πρέπει να είναι σύλλογος ειρηνιστών και να μην συγκρούεται αλλά αυτό στη βάση των αξιών της δικαιοσύνης και της χειραφέτησης της κοινωνίας. Η Αριστερά καλείται να επαναδιατυπώσει τις αξίες της σε ένα περιβάλλον όπου διαλύονται οι παλιές πεποιθήσεις και δομές εκπροσώπησης. Εάν η Αριστερά δεν καταφέρει να πείσει, τότε θα ζήσουμε άγριες εποχές…
*Δημοσιεύτηκε στον δικτυότοπο του περιοδικού Ζενίθ στις 7-4-2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου